Δημήτρης Σταυρόπουλος

Η αφήγηση τους και οι αποκαλύψεις τους, είναι συγκλονιστικές και αποτελούν ιστορικό ντοκουμέντο.

Τριάντα τρία χρόνια μετά, οι δυο στρατιώτες που εκτέλεσαν τον Νικολαε Τσαουσέσκου και την σύζυγο του Έλενα, εκείνα τα τρομερά  Χριστούγεννα του 1989, αποφάσισαν να μιλήσουν και να περιγράψουν τις τελευταίες στιγμές του Ρουμάνου δικτάτορα.

Ο Ιονέλ Μποέρου και ο Ντόριν-Μάριαν Κιρλάν είναι δύο από τα μέλη του αποσπάσματος που εκτέλεσε τον Νικολάε και την Έλενα Τσαουσέσκου.

 Τι λένε για την ημέρα της δίκης και το τέλος του ζεύγους.

Η ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΗ ΟΜΙΛΙΑ

Η Πλατεία Επαναστάσεως στο Βουκουρέστι ήταν κατάμεστη.

 Ο Νικολάε Τσαουσέσκου βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου της κεντρικής επιτροπής του ΚΚ Ρουμανίας για να μιλήσει στο πλήθος. 

Το πλάνο του ήταν να καταδικάσει τα αιματηρά γεγονότα στην Τιμισόαρα, κατηγορώντας «φασίστες υποκινητές που θέλουν να διαλύσουν τον σοσιαλισμό» και να ανακοινώσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

 Ήταν πεπεισμένος πως έτσι θα έβαζε τέλος στο αρνητικό κλίμα. 

Το ημερολόγιο έδειχνε 21η Δεκεμβρίου 1989, τέσσερις μέρες μετά ο Τσαουσέσκου και η σύζυγος του Έλενα θα εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.

Πριν καν ολοκληρωθεί η ομιλία του ήταν φανερό πως ο Τσαουσέσκου είχε χάσει κάθε έλεγχο.

 Με ένα μέρος του πλήθους να γιουχαΐζει και στην πλατεία να επικρατεί αναταραχή ο  Ρουμάνος ηγέτης, αμήχανος με το ψηλό γούνινο καπέλο του, έμοιαζε με καρικατούρα.

 Κουνούσε τα χέρια του και ζητούσε από τον κόσμο «να κάτσει και να ηρεμήσει» την ώρα που ο υπεύθυνος ασφαλείας εμφανίστηκε στο πλάνο και του είπε πως θα ήταν καλύτερα να μπει στο κτίριο.

 Η Έλενα Τσαουσέσκου ακούγεται να φωνάζει «ησυχία» και ο σύζυγος της εκνευρισμένος να της λέει «περίμενε, σκάσε».

 Όταν η ομιλία ολοκληρώθηκε ο Τσαουσέσκου ουσιαστικά είχε τελειώσει από την ηγεσία της Ρουμανίας.

 Κλείστηκε στο κτίριο φοβισμένος και ανήμπορος να ελέγξει τις καταιγιστικές εξελίξεις.

Στις 22 Δεκεμβρίου επιχείρησε να βγει και πάλι στο ίδιο μπαλκόνι. 

Ακόμα πίστευε ότι μπορεί να μεταστρέψει την κατάσταση. 

Το πλήθος στην πλατεία τον υποδέχθηκε πετώντας αντικείμενα και βρίζοντας.

 Κάποιοι προσπάθησαν να εισβάλουν στο κτίριο. 

Ο Τσαουσέσκου, η σύζυγος του και τέσσερα ακόμα άτομα ανέβηκαν στην ταράτσα και δραπέτευσαν με ελικόπτερο.

Προορισμός τους ήταν η πόλη του Πιτέστι αλλά κατά τη διαδρομή ο πιλότος υποστήριξε ότι κινδυνεύουν από αεροπορικά πυρά και προσγειώθηκε σε έναν αυτοκινητόδρομο κοντά στο Γκαέστι.

 Μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο που τους πήγε σε ένα προάστιο του Βουκουρεστίου. 

Εκεί βρήκαν ένα άλλο όχημα.

 Οδηγός ήταν ο Νικολάε Πετρίσορ. 

Του ζήτησαν να τους μεταφέρει στο Ταργκοβίστε. 

Ο Πετρίσορ όμως τους πήγε σε μια φάρμα, τους έκλεισε σε ένα δωμάτιο και ειδοποίησε την τοπική στρατιωτική φρουρά η οποία και τους συνέλαβε.

ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η σύλληψη των Τσαουσέσκου η επικρατούσα άποψη, στη νέα διοίκηση της χώρας, ήταν να εκτελεστούν άμεσα.

 Ο νέος πρόεδρος Ιόν Ιλιέσκου συμφώνησε αλλά τόνισε πως πρέπει να περάσουν πρώτα από μια τυπική δίκη.

 Το βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τσαουσέσκου, Βίκτορ Στανκουλέσκου (που είχε πρωτοστατήσει στην εξέγερση) έστειλε την εντολή με τον κωδικό «προσφυγή στη μέθοδο».

Τα Χριστούγεννα του 1989 οι Τσαουσέσκου οδηγήθηκαν μπροστά στους δικαστές τους οι οποίοι ήταν δέκα στρατιωτικοί. 

Η διαδικασία ήταν ουσιαστικά μια παρωδία με προκαθορισμένο αποτέλεσμα. 

Διήρκησε ελάχιστα και οι Τσαουσέσκου καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο.

Ο Ιονέλ Μποέρου ήταν παρών στη δική και πήρε την εντολή να μεταφέρει τους Τσαουσέσκου για ιατρικές εξετάσεις και στη συνέχεια να τους εκτελέσει σε μια αυλή πίσω από το κτίριο με τις τουαλέτες.

 «Είμαι ακόμα νευρικός όταν μιλάω γι’ αυτό.

 Δύο ζωές χάθηκαν, είναι πολύ σοβαρό.

 Στον πόλεμο είναι εντάξει αλλά όταν σκοτώνεις άοπλους ανθρώπους είναι πιο δύσκολο.

 Δεν το εύχομαι σε κανέναν αν και ήταν η δουλειά μου.

 Ο παππούς μου ήταν ιερέας.

 Τον είχαν βάλει στη φυλακή.

 Ήταν πολύ ευτυχισμένος μετά τα όσα έγιναν. 

Αφού εκτελέσαμε τους Τσαουσέσκου μου είπε: 

Μην ανησυχείς.

 Παίρνω όλες τις αμαρτίες σου πάνω μου» λέει.

Για την ημέρα της δίκης και της εκτέλεσης θυμάται:

 «Στις 21 Δεκεμβρίου μας είχαν βάλει να υπογράψουμε μια δήλωση ότι δεν συμφωνούμε με ό,τι γίνεται και ότι θα προστατέψουμε τον Τσαουσέσκου. 

Την επόμενη μέρα, όταν το πλήθος μπήκε στο κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής, κλαίγαμε από ευτυχία.

 Έβλεπες ανθρώπους, για του οποίους πίστευες ότι στήριζαν το καθεστώς, να ξεσπούν με χαρά.

 Βγάλαμε το κρυμμένο αλκοόλ και ήπιαμε.

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

«Ο Τσαουσέσκου βγήκε από το τανκ μαζί με τη σύζυγο του.

 Ήταν φοβισμένος. 

Τους πήγα στο δωμάτιο για την ιατρική εξέταση. 

Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν ότι η Έλενα Τσαουσέσκου μύριζε πάρα πολύ άσχημα.

 Στην αίθουσα στάθηκα σε μια γωνία και είχα την εντολή να τους εκτελέσω αν συμβεί κάτι περίεργο.

 Να τους πυροβολήσω ακόμα και αν τραυμάτιζα και άλλους ανθρώπους.

 Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση όλοι έφυγαν από το δωμάτιο και έμεινα μόνος μαζί τους.

 Στη συνέχεια μπήκε ένας αξιωματικός και με διέταξε να τους βγάλω έξω ξεχωριστά και να τους πυροβολήσω. 

Είπαν όχι, ήθελαν πεθάνουν μαζί.

 Είπα στον αξιωματικό να σεβαστούμε την τελευταία τους επιθυμία και συμφώνησε.

 Πήγαμε να τους δέσουμε τα χέρια και αντιστάθηκαν.

 Η Έλενα Τσαουσέκσου φώναξε: 

«Ντροπή, σάς μεγάλωσα σαν παιδιά μου».

Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούνταν από τρία άτομα αλλά ο Μποέρου πιστεύει ότι ήταν οι δικές του σφαίρες που σκότωσαν τους Τσαουσέσκου. 

Ο ένας στρατιώτης πάγωσε και πυροβόλησε αφότου είχαν δεχθεί τις πρώτες σφαίρες και ο δεύτερος ξέχασε να βάλει το όπλο στο αυτόματο και έριχνε κατά βολή, κάτι που ακούγεται και στο βίντεο.

«Τους βγάλαμε στην αυλή και τους στήσαμε στο τοίχο. 

Η Έλενα Τσαουσέσκου έβρισε έναν στρατιώτη και ο Νικολάε τραγουδούσε τη Διεθνή.

 Έριξα συνολικά τρεις ριπές, οι δύο βρήκαν τον Τσαουσέσκου στο γόνατο και το στήθος και η τρίτη την Έλενα. 

Τους πυροβόλησα πολύ γρήγορα, ήθελα να πεθάνουν αμέσως με αξιοπρέπεια.

 Όταν σταμάτησα να ρίχνω φοβόμουν ότι θα με σκοτώσουν κι εμένα.

 Ήμουν σε κατάσταση σοκ και φοβισμένος. Σήκωσα ψηλά το όπλο και φώναξα:

 Αυτό είναι για τους συναδέλφους μου στο Βουκουρέστι και τους νεκρούς στην Τιμισοάρα.

Ένας γιατρός και ένας αξιωματικός επιβεβαίωσαν ότι είναι νεκροί και στη συνέχεια τους καλύψαμε με πλαστικό. 

Τους μεταφέραμε στο ελικόπτερο.

 Ήταν τόσοι πολλοί εκεί μέσα που ο Κιρλάν αναγκάστηκε να κάτσει πάνω στα πτώματα.

 Νομίζω αυτό τον στιγμάτισε ακόμα περισσότερο» τονίζει και προσθέτει:

«Δεν μετανιώνω, δεν μετανιώνω καθόλου. Είμαι σίγουρος ότι οι σφαίρες μου τους σκότωσαν και τους δύο. 

Δεν είναι κάτι για το οποίο περηφανεύομαι αλλά είναι αυτό που συνέβη».

Ο άλλος στρατιώτης Ντορίν Μάριαν Κιρλάν δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό το γεγονός.

 «Ναι κάθισα πάνω στο πτώμα του Τσαουσέσκου. 

Δεν υπήρχε άλλος χώρος μέσα στο ελικόπτερο. 

Δεν το είχαμε τυλίξει καλά και το αίμα του έμεινε στο παντελόνι μου» τονίζει.

Μετά την καταδίκη οι Τσαουσέσκου ήταν σαν φοβισμένα παιδιά. 

“Δεν μπορείτε να μας σκοτώσετε σαν σκυλιά” μας είπε ο Νικολάε.

 Ήταν μια δύσκολη στιγμή για όλους μας.

 Τους βάλαμε στον τοίχο και σταθήκαμε απέναντι.

 Με κοίταξε στα μάτια και ήξερε ότι πρόκειται να πεθάνει.

 Φώναξε “να ζήσει η λαϊκή δημοκρατία της Ρουμανίας. 

Η ιστορία θα εκδικηθεί για εμένα” και άρχισε να τραγουδάει τη Διεθνή.

 Μας έδωσαν την εντολή και ρίξαμε από απόσταση περίπου ενός μέτρου. 

Είχαμε όλα τα όπλα μας στο ύψος της κοιλίας.

 Ειδικά η Έλενα φάνηκε σαν να εκτοξεύεται στον τοίχο.

 Ήμασταν σαν ρομπότ. 

Τα κάναμε όλα τόσο γρήγορα. 

 Τότε ήμασταν ήρωες, σκοτώσαμε έναν δικτάτορα που μισούσαν όλοι.

Μετά  όμως μας εξοστράκισαν.

 Ο Τύπος μας κατηγορούσε για το γεγονός ότι η δική ήταν παρωδία και στέκονταν στο ότι άδειασα όλη τη γεμιστήρα μου.

 Το 1998 με έδιωξαν από τον στρατό. 

Πλέον είμαι δικηγόρος.

 Ένα μαύρο πρόβατο που δίνει νομικές συμβουλές».

Τόσο ο Μποέρου όσο και ο Κιρλάν τονίζουν πως λίγα χρόνια μετά την εξέγερση και την εκτέλεση των Τσαουσέσκου άρχισαν να τους αντιμετωπίζουν με εχθρότητα.

 Στη χώρα άνοιξε μια μεγάλη κουβέντα για τα γεγονότα του 1989 και τη δίκη-παρωδία και τη συνοπτική εκτέλεση.

 Άτομα που θεωρούνταν ήρωες αποδομήθηκαν και γεγονότα που τότε προκάλεσαν ενθουσιασμό πλέον αποσιωπούνται…

Πληροφορίες

Janus.gr