ΝΙΚΟΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣΦωτ.
Dimitris Kapantais / SOOC
Δίχως άλλο, η υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ προσέδωσε στην εσωκομματική εκλογή του προσεχούς Δεκεμβρίου ένα αναπάντεχο ενδιαφέρον. Δεν είναι μάλιστα λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι, χάρη σε αυτήν, θα προσέλθουν στις κάλπες περισσότεροι από τους 212.000 συμπολίτες μας που είχαν ψηφίσει το 2017 για την ανάδειξη του επικεφαλής του υπό ίδρυση τότε κόμματος. Είναι άραγε αυτό καλός οιωνός για το μέλλον του ΚΙΝΑΛ και της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης; Ή μήπως η υποψηφιότητα Παπανδρέου αποτελεί αρνητική εξέλιξη;
Για κάθε κόμμα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει, στον σημερινό κόσμο του απρόβλεπτου και των ραγδαίων αλλαγών, κριτήριο της επιτυχίας αλλά και της βιωσιμότητάς του είναι η ικανότητά του να προσαρμόζεται στις συνθήκες που αλλάζουν. Και αυτό, παραμένοντας πιστό σε κάποιες βασικές αρχές και αξίες, τις οποίες θεωρεί θεμελιώδεις και αδιαπραγμάτευτες. Το απέδειξε το ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, το αποδεικνύει η Νέα Δημοκρατία σήμερα.
Θυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ, επανερχόμενο στην εξουσία το 1993 ήταν ένα διαφορετικό κόμμα από το Κίνημα της Διακήρυξης της 3ης Σεπτεμβρίου. Φιλοευρωπαϊκό, βρισκόταν πολύ πιο κοντά στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δύσης, τα οποία παλαιότερα θεωρούσε εκφάνσεις της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Τη στροφή αυτή υιοθέτησε από το 1996 και ο Κώστας Σημίτης, η οκταετία του οποίου καταγράφηκε σαν μία από τις ανοδικότερες περιόδους της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας.
Παρά τον καινοτόμο λόγο του στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και την εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία του ως υπουργού Εξωτερικών των κυβερνήσεων Σημίτη, ο Γιώργος Παπανδρέου, αφ’ ότου ανέλαβε την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2004, διέψευσε τις προσδοκίες όσων είχαν πιστέψει ότι μπορεί να γυρίσει σελίδα. Ατολμος ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκανε το μοιραίο λάθος, για να προβληθεί ο ίδιος, να διαφοροποιηθεί από τη διακυβέρνηση Σημίτη. Επί πλέον, από φόβο για το πολιτικό κόστος, εγκατέλειψε τις παλαιότερες θέσεις του πάνω σε μια σειρά από επίμαχα θέματα. Για να σταθώ σε μερικά από αυτά, για τα οποία διαθέτω ιδία αντίληψη, αναφέρομαι στον ήπιο (έστω) χωρισμό εκκλησίας και κράτους, στο σύμφωνο συμβιώσεως –που έπρεπε να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία για να το επεκτείνει και σε άτομα του ιδίου φύλου– και βέβαια στην εγκατάλειψη της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος ώστε να ιδρυθούν και στη χώρα μας μη κρατικά πανεπιστήμια.
Για κάθε κόμμα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει, κριτήριο επιτυχίας και βιωσιμότητας είναι η ικανότητά του να προσαρμόζεται στις συνθήκες που αλλάζουν.
Μπορεί καθένας να έχει διαφορετική αντίληψη για τη σπουδαιότητα των ανωτέρω θεμάτων. Η εγκατάλειψή τους πάντως από τον Παπανδρέου είχε συμβολική σημασία. Γιατί, για να κερδίσει τις εκλογές δεν αρκέστηκε στην καταγγελία της μοιραίας ούτως ή άλλως για τη χώρα διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή. Προτίμησε να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο της «επιστροφής στις ρίζες», δηλαδή στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ». Και αυτό, στηριζόμενος κυρίως στα υπολείμματα της δεκαετίας του 1980 (τη λεγόμενη «παρέα του 1996») και σε μερικούς προσωπικούς φίλους του, όχι πάντοτε επαγγελματικά επιτυχημένους.
Κοντολογίς, αν έπρεπε κανείς να συνοψίσει, νομίζω ότι θα ήταν δύσκολο να χαρακτηρίσει διαφορετικά τις επιδόσεις του Γιώργου Παπανδρέου ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ως πρωθυπουργού πέρα από επιεικώς μέτριες, αν όχι απογοητευτικές. Σε κάθε περίπτωση, δεν διέψευσαν την τόσο διαδεδομένη απόφανση του κυνικού της παρέας ότι η άνοδός του –όπως άλλωστε και η άνοδος του Κώστα Καραμανλή λίγο παλαιότερα– οφειλόταν στο όνομα και όχι στις ικανότητές του.
Ερχομαι τώρα στην επικείμενη εκλογή ηγέτη στο ΚΙΝΑΛ. Δεν θα αναφερθώ στην άκομψη –για να μη τι χείρον είπω– εικόνα τού να ανταγωνίζεσαι με ανθρώπους περίπου συνομήλικους με τα παιδιά σου. Ούτε στον σχεδόν καιροσκοπικό χαρακτήρα μιας υποψηφιότητας που υποβλήθηκε μόνον όταν η εν ζωή τότε ακόμη πρόεδρος, ανήγγειλε ότι δεν θα διεκδικήσει νέα θητεία για λόγους υγείας. Με ενοχλεί, τουναντίον, η άρνηση του Παπανδρέου να παραδεχτεί έστω και ένα λάθος από την πολύχρονη θητεία του. Με ενοχλεί, με άλλα λόγια, η νοοτροπία ότι η ελληνική κοινωνία του χρωστάει απλώς και μόνον επειδή λέγεται Παπανδρέου και γι’ αυτό θα πρέπει να τον ψηφίσει. Ομως, μια υποψηφιότητα που αποβλέπει μόνο ή κυρίως στην αυτοδικαίωση δεν δικαιολογείται. Γιατί είναι ιδιοτελής.
Στις τελευταίες ευρωεκλογές, ένας άλλος Παπανδρέου, ο Νίκος, διεκδίκησε την ψήφο του ελληνικού λαού για να μας εκπροσωπήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εκλέγοντας πάνω από αυτόν δύο νέα παιδιά, οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ έδειξαν ότι έχουν γυρίσει σελίδα. Θέλω να πιστεύω ότι θα το δείξουν και τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
“Καθημερινή”