Πρώτον, η Τουρκία και το κράτος της ευρύτερα αλλάζει πολύ γρήγορα. Ο εξισλαμισμός της χώρας είναι μια διαδικασία που οδηγείται από κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω. Οι Τούρκοι της Ανατολίας, οι οποίοι τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και θρησκευόμενοι, έχουν υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων από τους δυτικούς Τούρκους της Κωνσταντινούπολης και των ακτών του Αιγαίου. Πολλοί βλέπουν τώρα τον Κεμαλικό κοσμικό χαρακτήρα ως μια επιβαλλόμενη πολιτική και πολιτιστική τάξη που αγνοεί την πλούσια ισλαμική κληρονομιά της χώρας.
Όπως και άλλοι λαϊκιστές ηγέτες, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι έντονα συντονισμένος με το δημόσιο αίσθημα. Η αντιαμερικανική, αντιευρωπαϊκή και μερικές φορές αντισημιτική ρητορική του τον έχει κάνει δημοφιλή σε πολλούς θρησκευτικούς τουρκικούς κύκλους. Εξάλλου, η χώρα θεωρεί τον εαυτό της διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για πέντε αιώνες, η Κωνσταντινούπολη ήταν η έδρα του Χαλιφάτου και ο Οθωμανός Σουλτάνος θεωρούνταν ο ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου. Η Τουρκία του Ερντογάν θέλει να διαδραματίσει τον ίδιο ρόλο, όπως φαίνεται στην υποστήριξή της προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, τη Χαμάς και άλλες ισλαμιστικές ομάδες.
Δεύτερον, το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου πολέμου οδήγησε στη δραματική αναζωογόνηση του κουρδικού ζητήματος. Τον Νοέμβριο του 2013, η ίδρυση της κουρδικής αυτόνομης περιοχής της Rojava προκάλεσε σοκ στην Άγκυρα. Η Τουρκία εξακολουθεί να υφίσταται τραυματικές μνήμες από τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία ζητούσε το σχηματισμό ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Το νέο κράτος θα ήταν λαξευμένο από την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ερντογάν έχει συχνά κατηγορήσει τις ΗΠΑ ότι υποστηρίζουν τον κουρδικό εθνικισμό και αγνοούν τις τουρκικές ευαισθησίες για το θέμα, ενώ τα μέσα ενημέρωσης της χώρας παρουσιάζουν τις ΗΠΑ ως έναν αλαζονικό σύμμαχο. Η Άγκυρα υποπτεύεται επίσης το Ισραήλ ότι ενθαρρύνει τους Ιρακινούς Κούρδους προς την δημιουργία ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης. Το να είσαι μέρος της Δύσης-σύμφωνα με πολλούς Τούρκους- δεν εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα τουρκικά συμφέροντα στη Συρία.
Τρίτον, η σταδιακή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και η επακόλουθη επιστροφή της Ρωσίας έχουν αλλάξει τη δυναμική της περιφερειακής ασφάλειας. Η τουρκική ηγεσία αισθάνεται λιγότερο υποχρεωμένη να ακολουθήσει μια φιλοδυτική πορεία στον Τριαμβικό κόσμο της τακτικής ευθυγράμμισης και της στρατηγικής αβεβαιότητας. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τώρα τον εαυτό της ως μια ανερχόμενη δύναμη με μια μεγάλη οικονομία (μία από τις κορυφαίες 20 στον κόσμο) και έναν ισχυρό στρατό (ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ), μια δύναμη που είναι ικανή να πολεμήσει και να κερδίσει αμέτρητους πολέμους. Πράγματι, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διεξήγαγαν επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη χωρίς την αμερικανική υποστήριξη. Η αυξανόμενη εμπιστοσύνη των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας γίνεται επίσης εμφανής στη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στο Κατάρ και τη Σομαλία, χώρες που βρίσκονται αρκετά μακριά. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως η αμυντική βιομηχανία της έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία πέντε χρόνια και αποτελείται από ένα κρατικό κομμάτι δισεκατομμυρίων δολαρίων υψηλής τεχνολογίας. Η Τουρκία του Ερντογάν έχει εμπιστοσύνη –ίσως υπερβολική– στην ικανότητά της να αντιμετωπίζει εξωτερικές προκλήσεις.
Τέταρτον, οι αυξανόμενοι δεσμοί της Τουρκίας με τη Ρωσία δεν είναι ούτε τακτικοί ούτε συμπτωματικοί. Οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις εξηγούν εν μέρει την αποχώρηση της Τουρκίας από τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της. Παρά τη θεαματική επιστροφή της στη Μέση Ανατολή, η Ρωσία προορίζεται να επικεντρωθεί στην περιοχή της Αρκτικής. Λόγω της κλιματικής αλλαγής, η Μόσχα δεν χρειάζεται να έχει πρόσβαση στη ζεστή θάλασσα της Μεσογείου. Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν έχει χαρακτηρίσει την Αρκτική “την πιο σημαντική περιοχή που θα προβλέπει το μέλλον της Ρωσίας”. Οι θεωρίες του Νίκολας Σάικμαν (1942) και του Τζορτζ Κέναν (1947) θα καταστούν παρωχημένες μόλις ο Αρκτικός Ωκεανός γίνει πλωτός. Κατά συνέπεια, η Άγκυρα θα έχει λιγότερα να φοβάται από τη στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας. Η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να καταστεί ένα άνευ σημασίας συμβάν.
Πέμπτον, η Τουρκία γίνεται μια αυταρχική χώρα. Η Τουρκία έχει μακρά παράδοση δυτικοποίησης, αλλά βρίσκεται σε ολισθηρό δρόμο όπου το κράτος δικαίου γίνεται όλο και πιο προβληματικό και η κατανομή των εξουσιών έχει γίνει θολή. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, δεκάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν και ακόμη περισσότεροι έχασαν τη δουλειά τους σε ένα ατελείωτο πολιτικό κυνήγι μαγισσών. Επιπλέον, η Τουρκία είναι ένας από τους κορυφαίους δεσμοφύλακες δημοσιογράφων στον κόσμο, δεύτερος μετά την Κίνα. Η επίτευξη της ένταξης στην ΕΕ είναι σχεδόν αδύνατη.
Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες. Η Δύση έχει μειωμένη επιρροή στην Τουρκία και πρέπει να προετοιμαστεί για το χειρότερο σενάριο στο οποίο η Τουρκία θα ενταχθεί σε μια αντιδυτική συμμαχία στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Ευτυχώς, υπάρχουν τρεις χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο που μπορούν να λειτουργήσουν ως προπύργιο της δημοκρατίας και των δυτικών ιδεαμάτων. Η Ελλάδα, το Ισραήλ και τη Δημοκρατία της Κύπρου είναι η τελευταία ελπίδα την οποία διαθέτουν οι ΗΠΑ με σκοπό την διατήρηση της σταθερότητας στην Μεσόγειο.
*Ο Εμμανουήλ Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο King College του Λονδίνου.
Μετάφραση Χωριανόπουλος Άγγελος
πηγή: www.besacenter.org/infognomonpolitics