Στο πλαίσιο των δράσεων της SAFIA, ο Αντιστράτηγος (εα) Ηλίας Α Λεοντάρης παραχώρησε συνέντευξη με θέμα τις εξελίξεις στη στρατιωτική διπλωματία και στην αμυντική βιομηχανία στον απόηχο των νέων αμυντικών Συμφωνιών, στις 28 Φεβρουαρίου 2022.

Ο Στρατηγός Λεοντάρης, είναι Επίτιμος Διοικητής 1ης  ΣΤΡΑΤΙΑΣ και Τέως Αρχηγός ΓΕΕΦ. Έχει τιμηθεί με όλες τις διακρίσεις που προβλέπονται από την ελληνική πολιτεία για το βαθμό και την υπηρεσία του στις Ένοπλες Δυνάμεις, με μετάλλια του ΝΑΤΟ για τις υπηρεσίες του στις Επιχειρήσεις Υποστήριξης της Ειρήνης, καθώς και μετάλλια άλλων χωρών και οργανισμών. Είναι Σύμβουλος Διοίκησης της Ratio Legal Services.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι εξελίξεις στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ενταθεί με πολλούς να υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα νέο πιο ενεργό κεφάλαιο. Οι διαδοχικές αλλαγές στη διεθνή πολιτική σκηνή και δη στην εγγύτερη περιοχή απαιτούν εγρήγορση, καθώς υπάρχουν έντονες ζυμώσεις και μεταβολές σε όλους τους τομείς. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, καλούνται να εξασφαλίσουν και να ισχυροποιήσουν τις θέσεις και τα εθνικά μας συμφέροντα, να αντιμετωπίσουν τις διεθνείς εξελίξεις και εναλλαγές αλλά και να αξιοποιήσουν τις νέες Αμυντικές  Συμφωνίες.

  1. Πως κρίνετε τις νέες αμυντικές Συμφωνίες;

Εκτιμώ ότι, αναφερόμενοι στις νέες αμυντικές συμφωνίες, εννοούμε τις εξελίξεις των τελευταίων 5-6 ετών, στις οποίες θα πρέπει να εντάξουμε όλο το φάσμα των συμφωνιών που έλαβαν χώρα, και αναφέρομαι είτε στις τριμερείς συμφωνίες με βάση το δίπολο Ελλάδος- Κύπρου και την προσθήκη του Ισραήλ, της Αιγύπτου, του Λιβάνου, της Ιορδανίας, αντίστοιχα. Πρέπει να συμπεριλάβουμε επίσης τις συμφωνίες με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, που κινήθηκαν περισσότερο στο διμερές πλαίσιο με τη χώρα μας. Βεβαίως, όλες αυτές οι συμφωνίες έρχονται να συμπληρώσουν  και δώσουν τη μεγάλη εικόνα των δυο πιο ιδιαίτερων συμφωνιών. Αυτή με τη Γαλλία και τη δεύτερη με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες περιλαμβάνουν δύο σκέλη ή τομείς. Σε ό,τι φορά στη Γαλλία, η πρώτη αναφέρεται στη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας και η δεύτερη στη συμφωνία της προμήθειας των οπλικών συστημάτων, και αναφέρομαι στα 18 Α/Φ Rafale, τις 3 φρεγάτες Belharra και σε αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν και είναι ακόμα σε εξέλιξη οι συζητήσεις για τις κορβέτες και τα επιπλέον 6 αεροσκάφη.

Σε ό,τι αφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αναφέρομαι στη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και στην αναθεώρηση και ταυτόχρονα  επέκταση της υφιστάμενης Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), η οποία (επέκταση) έγινε σε δύο διαστάσεις. Ως προς το χρονικό της ορίζοντα, έναντι της κατά έτος αναθεώρησης, η συμφωνία έχει πλέον ένα εύρος πενταετίας και θα ανανεώνεται αυτόματα, εκτός κι αν μια εκ των δύο χωρών, έγκυρα και προ της διετίας από τη λήξη της συμφωνίας, υποβάλλουν κάποια ένσταση. Η δεύτερη διάσταση αφορά στη χωρική της επέκταση. Μέχρι το 2020 συμφωνία υλοποιούνταν μόνο στην περιοχή της Σούδας στην Κρήτη. Τώρα έχουν προστεθεί και άλλες περιοχές και οι κυριότερες από αυτές είναι το Στεφανοβίκι , η Λάρισα και η Αλεξανδρούπολη.

Οι συμφωνίες αυτές, λοιπόν, μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο των επιτυχιών της ελληνικής διπλωματίας, της εξωτερικής πολιτικής, και μέσα σε αυτή την εξωτερική πολιτική ασφαλώς υπάρχει πάντα και η διάσταση της αμυντικής διπλωματίας που συνδράμει το έργο της χώρας στις διεθνείς της σχέσεις. Είναι, λοιπόν, μια επιτυχημένη κίνηση και θεωρώ ότι πρέπει να φροντίσουμε να αξιοποιήσουμε και τα θετικά τους οφέλη.

  • Πόσο σημαντική είναι η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής; Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί η Ελλάδα να την ενεργοποιήσει;

Η ρήτρα αμυντικής συνδρομής, όπως είναι ο όρος της, αναφέρεται μόνο στην ελληνογαλλική συμφωνία και συγκεκριμένα στο άρθρο 2, υπάρχει η πρόνοια ότι σε πιθανή  προσβολή της μιας εκ των δύο χωρών σε έδαφος που αναφέρεται στην επικράτεια της χώρας, η άλλη χώρα δεσμεύεται να συνδράμει. Η Γαλλία δηλαδή έχει δεσμευτεί να συμπράξει και να μας υποστηρίξει όπως και εμείς.

Επικράτεια για μια χώρα ορίζεται ως το έδαφος της ξηράς, τα Χωρικά Ύδατα σ’ ό,τι αφορά στη θάλασσα και στον Εθνικό Εναέριο Χώρο στον αέρα. Εν προκειμένω για την Ελλάδα, τα 6 ναυτικά μίλια στη θάλασσα του Αιγαίου και της Μεσογείου, στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο και τα 10 ναυτικά μίλια του εναέριου χώρου.  Εδώ, θέλω να τονίσω για την αποφυγή παρερμηνείας, επειδή πολλές συζητήσεις έχουν γίνει, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη δεν είναι επικράτεια, είναι χώρος κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Σε ό,τι αφορά στη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εκεί δεν υπάρχει ακριβώς αντίστοιχη ορολογία αλλά μια επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, του κυρίου Μπλίκεν, προς τον Πρωθυπουργό τη χώρας, η οποία συνοδεύει τη συμφωνία της στρατηγικής συνεργασίας και με την οποία, κατά κάποιο τρόπο, παρέχονται εγγυήσεις ως προς την ασφάλεια της χώρας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάπως διαφοροποιημένη η διάσταση του όρου της αμυντικής συνδρομής. Βεβαίως, δεν πρέπει να περιορίζουμε την αμυντική συνδρομή μόνο στην παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων. Αμυντική συνδρομή είναι και η παραχώρηση αμυντικού εξοπλισμού, η σύμβαση και η προμήθεια του, η παροχή τεχνολογίας, τεχνογνωσίας, εκπαίδευσης, η συνδρομή στην αμυντική διπλωματία κλπ. Είναι, δηλαδή, ένα πλέγμα και δεν πρέπει να το περιορίζουμε μόνο στο εάν θα έρθει μια φρεγάτα ή δύο αεροσκάφη. Θα πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα της αμυντικής συνδρομής.

  • Στο πλαίσιο της αμυντικής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας-Γαλλίας, υπάρχει η σκέψη της αποστολής Ελλήνων στρατιωτικών στο Σαχέλ. Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα και τι όφελος θα έχει από μια τέτοια ενέργεια;

Για την Ελλάδα σημαίνει μια αύξηση των υποχρεώσεών της, η οποία ασφαλώς προσθέτει απαιτήσεις, θα έχει όμως και οφέλη. Από τη μια πλευρά, αναγνωρίζεται η δυνατότητα της χώρας να συνδράμει, με τον τρόπο της, τη διεθνή ειρήνη, είτε με στρατιωτικές δυνάμεις, είτε με τη διπλωματία, ή ακόμη με την ενίσχυση μέσω άλλων δυνατοτήτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα θα συμμετάσχει σε επιχείρηση στην Αφρική. Βεβαίως, με μεγάλο στρατιωτικό τμήμα συμμετείχε τη δεκαετία του ’90 στην επιχείρηση στη Σομαλία, όπου δυστυχώς είχαμε και την απώλεια ενός υπαξιωματικού.

Τα οφέλη, λοιπόν, μπορούμε να τα δούμε σε πολλούς τομείς. Θα έχει ασφαλώς ευνοϊκά οφέλη στην εκπαίδευση των τμημάτων που θα συμμετάσχουν εκεί, θα έχει αναγνώριση των δυνατοτήτων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε ένα ευρύτερο και διεθνές περιβάλλον. Στην οικονομία, αν η χώρα αξιοποιήσει αυτή την παρουσία, στη διπλωματία και δεν πρέπει να περιοριστούμε μόνο στην αναζήτηση υποστηρικτών για μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας τη διετία 2025-2027. Αν πάρουμε ως δεδομένο τις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος πρόσφατα παρουσίασε την ελληνική εξωτερική πολιτική με τους έξι κύκλους της ολυμπιακής αεροπορίας  και σ’ αυτούς τους έξι κύκλους, προσέθεσε έναν έβδομο κύκλο και αναφέρθηκε στην Αφρική, (η Αφρική ως ήπειρος ήταν ήδη ένας από τους έξη κύκλους), θέλοντας να τονίσει το ενδιαφέρον της χώρας μας να επανέλθει ή να αναζωογονήσει την εξωτερική της πολιτική προς σε αυτή την περιοχή που υπήρχε μια έντονη παρουσία Ελλήνων ομογενών, αποδήμων ή μεταναστών καθώς και επιχειρηματιών. Δυστυχώς, την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών η κατάσταση είναι φθίνουσα και θα πρέπει να δούμε με πράξεις την εκδήλωση του ενδιαφέροντος. Εάν όντως υπάρχει  ενδιαφέρον. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συνδεθεί με την εξωτερική πολιτική της χώρας στη μαύρη ήπειρο και η παρουσία του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας, με το έργο που κάνει στο θέμα της διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας, της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι συμμετέχοντας στην ανάπτυξη της Αφρικής και στην επίλυση των τοπικών προβλημάτων, συμβάλουμε κι εμείς στον περιορισμό, στη μείωση, και μακάρι κάποια στιγμή να κλείσει αυτό το θέμα της μετανάστευσης από την Αφρική προς την Ευρώπη, η οποία όπως βλέπουμε πλήττει και την Ελλάδα, καθώς ένα μεγάλο κύμα από πολλές περιοχές της περιοχής του Σαχέλ κινείται μέσω Αιγύπτου, Μέσης Ανατολής και Τουρκίας, και τελικά βρίσκουμε στα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία και βρίσκουμε στην περιοχή του Έβρου Αφρικανούς πολίτες να φτάνουν εκεί και να ζητούν είτε πολιτικό άσυλο είτε να αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής. Και όλη αυτή η διαδικασία είναι ένας τρόπος πλουτισμού  των διακινητών μέσω της εκμετάλλευσης της επιθυμίας αυτών των ανθρώπων για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Συμπερασματικά, όφελος θα έχει η χώρα μας από τη συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία, όπως είπα, σε όλους τους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας, της διπλωματίας αλλά και στην ανάπτυξη, στην εμπειρία και στην αναγνώριση των δυνατοτήτων των ενόπλων δυνάμεων

  • Η Τουρκία, το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχει επιδοθεί στην αποστολή μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ενώ την ίδια στιγμή η Ελλάδα χρησιμοποιεί  πολεμικά αεροσκάφη για αναγνώριση και αναχαίτιση. Πόσο ασύμφορο είναι αυτό και γιατί η Ελλάδα δεν έχει ξεκινήσει ήδη την κατασκευή μη επανδρωμένων αεροσκαφών;

Είναι γεγονός ότι μείναμε πίσω στην ανάπτυξη ενός τέτοιου/ελληνικού οχήματος. Τους  λόγους μπορούμε να τους αναζητήσουμε στις αδυναμίες της ελληνικής γραφειοκρατίας, μερικές φορές την κακή έννοια του ανταγωνισμού,  είτε μεταξύ εταιρειών, είτε μεταξύ πανεπιστημίων, είτε μεταξύ ιδιωτών, είτε ακόμη πολιτικών κομμάτων που έχουν εναλλαγή στην κυβέρνηση της χώρας.

Σήμερα που μιλάμε υπάρχει μια προσπάθεια. Υπάρχει σε εξέλιξη πρόγραμμα κατασκευής, αν και οι λεπτομέρειες του προγράμματος, πολύ σωστά, δεν ανακοινώνονται και έτσι πρέπει να γίνεται όταν αναφερόμαστε σε τέτοια υψηλής τεχνολογίας συστήματα. Υπάρχει λοιπόν πρόγραμμα ανάπτυξης σε εξέλιξη. Αυτό είναι βέβαιο και μπορώ να το βεβαιώσω στο βαθμό που η πληροφόρησή μου το επιτρέπει και ορθώς, επαναλαμβάνω, οι αρμόδιοι δεν ανακοινώνουν τις λεπτομέρειες.

Μείναμε όμως πίσω στην ανάπτυξη ενός τέτοιου μη επανδρωμένου οχήματος και τώρα που συζητάμε για την ανάπτυξή του, είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα να ασχοληθούμε με την αντιμετώπιση των αντίστοιχων οχημάτων που χρησιμοποιεί η Τουρκία και ταυτόχρονα να αναπτύξουμε τα δικά μας, διότι ο κίνδυνος είναι ήδη υπαρκτός και αυτό τον κίνδυνο είμαστε υποχρεωμένοι να τον αντιμετωπίσουμε με τα συμβατικά μέσα, δηλαδή με τα μαχητικά αεροσκάφη.

Εδώ έρχεται λοιπόν η ανισομέρεια στην αντιμετώπιση. Ένα UΑV ή ένα Drone, όπως επικράτησε να λέγεται, είναι από πλευράς κόστους χαμηλότερο ενός αεροσκάφους και ταυτόχρονα περιορίζει τον άλλο κίνδυνο της απώλειας ανθρώπινης ζωής. Δεν υπάρχει ιπτάμενος χειριστής στο Drone.  Όταν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις τέτοιες επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσεις ένα Drone στον αέρα, στα 10.000, 15.000 και 20.000 πόδια, είναι μοιραίο ότι κάποια στιγμή θα γίνει και το λάθος. Ένα τέτοιο λάθος, στην περίπτωση του  drone θα κοστίσει μερικά εκατομμύρια. Για ένα αεροσκάφος όμως, το κόστος θα είναι απροσδιόριστο λόγω της ανθρώπινης ζωής που θα χαθεί και βεβαίως θα έχει και την απώλεια κάποιων πολλαπλασίων σε δεκάδες εκατομμυρίων, που είναι το κόστος του αεροσκάφους.

Είναι, λοιπόν, δυσανάλογα μεγάλο το κόστος για τη λειτουργία και για την αντιμετώπιση των UΑV και γίνεται πολύ μεγαλύτερο όταν κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές. Πιστεύω ότι δε θα αργήσει πολύ η ανάπτυξη του ελληνικού Drone από τις ελληνικές εταιρείες, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια που έχω υπόψη μου και θα έχουμε κι εμείς γρήγορα την ισοδύναμη απάντηση στα UΑV της Τουρκίας.

Σύντομα, θα διαθέτουμε το δικό μας UΑV, με δυνατότητες συλλογής και μεταφοράς πληροφοριών, της επιτήρησης και ασφαλώς με τη δυνατότητα να φέρει κάποια όπλα όπως σχεδιάζονται πλέον τα σύγχρονα drone.

  • Ποιες περαιτέρω ενέργειες πρέπει να γίνουν ώστε να εκσυγχρονιστεί η ελληνική αμυντική βιομηχανία;

Ακουμπήσατε άλλη μια ευαίσθητη πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας. Είστε μικρή βεβαίως αλλά σίγουρα γνωρίζετε ότι υπήρξε, σε κάποιες εποχές, εθνική αμυντική βιομηχανία στην Ελλάδα. Υπήρξαν και καλές εποχές και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις μέχρι και σήμερα χρησιμοποιούν προϊόντα που παρήχθησαν από την ελληνική αμυντική βιομηχανία. Αναφέρομαι στην ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων στη Θεσσαλονίκη, στην Ελληνική Βιομηχανία Όπλων στο Αίγιο και στις εταιρείες που παράγουν πυρομαχικά. Είχαμε επίσης εταιρείες που παρήγαγαν ρουχισμό και είδη που φέρει ένας οπλίτης καθώς και άλλα υλικά στρατωνισμού και στρατοπεδίας. Υπήρχε ένα πλέγμα βιομηχανιών που κάλυπτε σχεδόν το σύνολο του αμυντικού υλικού.

Δυστυχώς, όλες αυτές οι εταιρείες τότε ήταν κρατικές και πάλι δυστυχώς έχει αποδειχθεί ότι το κράτος δε μπορεί να είναι επιχειρηματίας. Είχαμε φτάσει σε σημεία το τεχνικό προσωπικό, δηλαδή το προσωπικό της παραγωγής, να είναι υποπολλαπλάσιο του διοικητικού προσωπικού. Είχαμε γεμάτα τα γραφεία των διοικητικών υπηρεσιών, αλλά στις τεχνικές ειδικότητες ήταν περιορισμένο,  γιατί η δουλειά εκεί ήταν πιο σκληρή βεβαίως. Αυτό νομοτελειακά οδήγησε στην απαξίωση αυτών των εταιρειών και σήμερα, εάν υπάρχει μια εταιρεία που κάτι φαίνεται να κάνει, είναι η ελληνική αεροπορική βιομηχανία, με τα προγράμματα συντήρηση και αναβάθμιση των αεροσκαφών της πολεμικής μας αεροπορίας, τη συντήρηση των ελικοπτέρων, και την κατασκευή κάποιων τμημάτων αεροσκαφών για λογαριασμό ξένων εταιρειών. Κατά τ’ άλλα,  ένα μεγάλο μέρος του έργου ανατίθεται σε εταιρείες του εξωτερικού είτε του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα.

Ξέρετε, δεν είναι εύκολη υπόθεση να έχεις εθνική/κρατική αμυντική βιομηχανία. Για να κάνεις ένα οπλικό σύστημα, είτε είναι όχημα, είτε είναι όπλο, είτε άρμα μάχης, είτε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να έχεις τις πρώτες ύλες που χρειάζονται, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία για σχεδιασμό που απαιτούνται για να αναπτύξεις και να κατασκευάσεις ένα τέτοιο προϊόν. Χρειάζεται να εκτιμήσεις επίσης το κόστος της παραγωγής καθώς και την τιμή πώλησής ώστε αφενός να είναι προσιτό στην αγορά και αφετέρου να διασφαλίζει την κερδοφορία της εταιρείας.

Μια τέτοια βιομηχανία δε μπορεί να συντηρείται όμως μόνο με τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις. Δεν αρκεί δηλαδή μόνο ένας πελάτης για να συντηρηθεί μια βιομηχανία και τούτο διότι όταν παράγεται ένα στρατιωτικό όχημα,  θα τεθεί σε υπηρεσία για 30 τουλάχιστον χρόνια. Άρα, αν πάρουμε ως δεδομένο ότι το πρόγραμμα αυτής της παραγωγής θα ολοκληρωθεί σε 5 χρόνια, τότε για τα επόμενα 25 χρόνια θα πρέπει αυτή η εταιρεία να υποστηρίζει με τα ανταλλακτικά αυτά τα οχήματα. Οπότε, τα 25 αυτά χρόνια θα πρέπει να βρεις άλλους πελάτες. Εάν δεν αναπτύξεις το πελατολόγιο σου και εκτός εθνικού χώρου και να έχεις πωλήσεις και σε άλλες περιοχές τότε μόνο η συντήρηση αυτού του μέσου, δηλαδή η follow on support, όπως λέγεται στην αμυντική ορολογία, δεν μπορεί να καταστήσει την εταιρεία βιώσιμη. Πρέπει ταυτόχρονα με την παραγωγή ανταλλακτικών να παράγονται και νέα μέσα ώστε να επιμηκύνεται ο χρόνος εξάρτησης των πελατών από την εταιρεία. Βεβαίως θα πρέπει και το κάθε υλικό να αναβαθμίζεται και να βελτιώνεται. Δηλαδή για ένα υλικό θα πρέπει να σχεδιασθεί και να δεχθεί μια αναβάθμιση στα 10 χρόνια, ώστε να λειτουργήσει για άλλα 20 χρόνια, οπότε και θα έχει αρχίσει η παραγωγή του διαδόχου του. Να υπάρχει δηλαδή μια συνεχής ροή σε αυτή τη διαδικασία.

Όλα αυτά μαζί, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι καλό να συζητάμε θεωρητικά για την αμυντική βιομηχανία, αλλά καλά είναι να δούμε και τις άλλες διαστάσεις της, εάν μπορεί υπό τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας να λειτουργήσει. Η χώρα μας όπως είναι γνωστό στερείται κάποιες από τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Έτσι  το ζητούμενο της Κρατικής Αμυντικής Βιομηχανίας περιπλέκεται περισσότερο. Διότι μια βιομηχανία είναι επιτυχής και επικερδής όταν έχεις αξιόπιστο υλικό, και είναι αξιόπιστο όταν δημιουργεί τους ικανοποιημένους πελάτες. Δεν μπορείς να γίνεις αξιόπιστος προμηθευτής όταν έχεις πελάτες που δεν είναι ικανοποιημένοι και εσύ να επιμένεις να παράγεις το ίδιο προϊόν.

Εδώ γεννάται το ερώτημα μπορεί να γίνει; Προσωπικά, πιστεύω ότι μπορεί. Όμως, χρειάζονται πολλές αλλαγές, ξεκινώντας από τη νοοτροπία μέχρι τη δομή και την οργάνωση των εταιρειών, και κυρίως θα πρέπει να βρεθεί ένα καλό πλαίσιο, και αυτό είναι μια από τις επόμενες αλλαγές. Το πώς θα συνεργαστεί καλύτερα το κράτος με τον ιδιωτικό τομέα και ο ιδιωτικός τομέας με τα πανεπιστήμια. Θα πρέπει αυτό το τρίγωνο (κράτος, πανεπιστήμια, βιομηχανία) να λειτουργήσει σε συνδυασμό με τη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική, ώστε να πετύχουμε να έχουμε ένα καλό πελατολόγιο και να μπορούμε να αποκομίσουμε τα οφέλη.

Βέβαια, αμυντική βιομηχανία δε σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις τα πάντα μόνος σου. Θα πρέπει να περιοριστείς, να επιλέξεις, κάποια συγκεκριμένα συστήματα και σε αυτά να πετύχεις την υψηλή ποιότητα, την ανταγωνιστικότητα, τις καλές τιμές, και βεβαίως την αξιοπιστία στην αγορά. Κανείς δεν πληρώνει επειδή είμαστε φίλοι ή επειδή μας αγαπούν. Θα πληρώσει για κάτι όταν ξέρει ότι είναι αξιόπιστο και του καλύπτει τις ανάγκες και όχι γιατί το πουλάει ένας φίλος. Επαναλαμβάνω λοιπόν, ναι πιστεύω ότι μπορεί να γίνει, αλλά πρέπει να αλλάξουν πολλά, ξεκινώντας από τη νοοτροπία μας.

Αμυντική βιομηχανία δε σημαίνει κρατικοδίαιτος μηχανισμός και διορισμοί χωρίς μέτρο.

  • Πόσο εφικτό είναι να συγκροτηθεί ευρωπαϊκός στρατός;

Θα μπορούσα να απαντήσω μονολεκτικά. Ανέφικτο. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται σήμερα 40 σχεδόν χρόνια από την ένταξη της χώρας μας και 15 χρόνια μετά από την περιβόητη  Συνθήκη της Λισσαβώνας (γνωστή και ως η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη). Είναι η διεθνής συνθήκη που τροποποιεί τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπογράφηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2007 στη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας. Η Συνθήκη υποκαθιστά το εγκαταλειφθέν «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα»  και τροποποιεί σε πολλά σημεία τις υπάρχουσες Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το άρθρο 42 της Συμφωνίας αναφέρεται στη δυνατότητα συνδρομής στην ασφάλεια και στην άμυνα των χωρών μελών της ΕΕ.

Βλέπουμε όμως ότι δεν τα έχουμε καταφέρει και πολύ καλά, και αυτό συμβαίνει γιατί τα «ιδιωτικά» συμφέροντα των κρατών μελών της Ε.Ε. δεν κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, δηλαδή  οι 27 χώρες δεν έχουμε την ίδια γραμμή σε αυτό που λέγεται Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια. Από εδώ ξεκινούν και οι πρώτες παρενέργειες και εκεί οφείλεται αυτή η καθυστέρηση των τόσων ετών και δεν έχουμε κάποιο βήμα που να είναι μετρήσιμο στην κατεύθυνση που να δείχνει ότι θα κάνουμε έναν ευρωπαϊκό στρατό.

Σε όλο αυτό, έρχεται να προστεθεί και η άλλη πραγματικότητα της ύπαρξης και λειτουργίας του ΝΑΤΟ, ο οποίος είναι ένας μηχανισμός που προϋπήρχε της ΕΕ, ήτοι από το 1949. οι 10 από τις 12 πρώτες χώρες του ΝΑΤΟ είναι χώρες της Ευρώπης και σε αυτές προστέθηκαν ο Καναδάς και η Αμερική και στη συνέχεια ακολούθησαν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μέχρι σήμερα που έφθασαν στον αριθμό των 30. Από τις 30 χώρες του ΝΑΤΟ, οι 22 είναι και μέλη της Ε.Ε. και στις υπόλοιπες  8 υπάρχουν χώρες που είτε είναι μόνο μέλη του ΝΑΤΟ και δεν είναι της Ε.Ε., είτε είναι μόνο μέλη της ΕΕ και δεν είναι του ΝΑΤΟ.

Οι 22 αυτές χώρες, όμως, έχει αποδειχθεί ότι καμία χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να διατηρεί δύο ξεχωριστούς στρατούς. Άρα, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να συγκεραστούν αυτές οι λειτουργίες. Εδώ, λοιπόν, έρχεται η άλλη διάσταση ότι οι χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ δε θέλουν να παραχωρήσουν τέτοιες δυνατότητες κι φθάνουμε σ’ αυτό που μας ενδιαφέρει. Η Τουρκία δεν θέλει δηλαδή να παραχωρούνται δυνατότητες του ΝΑΤΟ στην ΕΕ, γιατί στην Ε.Ε. ανήκει και η Κύπρος και η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κύπρο. Αυτό συνέβαινε βέβαια και πριν ενταχθεί η Κύπρος στην ΕΕ, καθώς υπήρχαν άλλες διμερείς διαφορές που δεν επέτρεπαν αυτή τη δυνατότητα.

Παρά το γεγονός ότι υπάρχει η συμφωνία Berlin (+) μεταξύ ΕΕ – ΝΑΤΟ να χρησιμοποιούνται αμυντικές δυνατότητες του ΝΑΤΟ για την ανάληψη επιχειρήσεων από την ΕΕ κι αυτό δε φαίνεται να λειτουργεί. Δε φαίνεται δηλαδή να υπάρχει διάθεση στενής συνεργασίας επ αυτού. Άρα, το ζητούμενο δεν είναι εάν μπορούμε να το κάνουμε. Αλλά αν θέλουμε. Αν θελήσουμε , ασφαλώς και μπορούμε. Το ζητούμενο ωστόσο παραμένει σε τι αποσκοπούμε και εάν μπορούμε να συγκεράσουμε όλες αυτές τις εθνικές επιδιώξεις της κάθε χώρας και να τις βάλουμε σε μια κατεύθυνση. Δηλαδή,  να υπάρξει μια κοινή γραμμή των 30 και των 27.

Όμως, πώς θα γίνει αυτό όταν παρατηρούμε ότι η Ελλάδα έχει αυτά τα προβλήματα που συναντά κάθε μέρα με την Τουρκία και την ίδια στιγμή η Ισπανία πουλάει τεχνογνωσία και υλικό στη ναυπήγηση ελικοπτεροφόρου ή φρεγατών, η Γερμανία πουλάει υποβρύχια, η Ιταλία παρέχει τεχνογνωσία στα ελικόπτερα και κάθε χώρα έχει μια διμερή συνεργασία με την Τουρκία. Πώς είναι δυνατόν να το αλλάξεις αυτό; Είναι βέβαιο ότι κάθε χώρα θα προτιμήσει να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα παρά εκείνα του συνόλου, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις ίσως να επιφέρουν κάποια απώλεια σε ένα κράτος.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι δύσκολο να ταυτισθούν τα συμφέροντά μας στην αυτή  κατεύθυνση. Αν ωστόσο με έναν μαγικό τρόπο όλες αυτές οι δυσκολίες που ανέφερα τακτοποιηθούν σε μια νύχτα, ο μηχανισμός για την ανάπτυξη ευρωπαϊκού στρατού είναι έτοιμος, δε χρειάζεται να τον ανακαλύψουμε: υπάρχουν τα μοντέλα του ΝΑΤΟ, υπάρχουν και κάποιες αντίστοιχες λειτουργίες που είναι τώρα σε εφαρμογή και έχουν τη δυνατότητα κατά κάποιο τρόπο να συντονίζουν τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνει η ΕΕ, είτε είναι επιχειρήσεις εκπαιδεύσεως, είτε είναι εκτελεστικές επιχειρήσεις. Προς το παρόν εκτελεστική αποστολή υπάρχει μόνο μια, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, [επιχείρηση ALTHEA  στο πλαίσιο της συμφωνίας Berlin (+) μεταξύ ΕΕ – ΝΑΤΟ]. Κάποιοι ωστόσο θεωρούν  ότι η ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού στρατού πιθανόν να σημαίνει και τη διάλυση του ΝΑΤΟ, γιατί δε θα έχει νόημα η ύπαρξή του.

Υπάρχουν πολλά θέματα που πρέπει να συγκεράσουμε. Υπάρχουν ωστόσο χώρες που ενδιαφέρονται και βεβαίως γίνονται κινήσεις. Αλλά κι αν ακόμη όλα αυτά συμβούν δε μπορώ να πιστέψω ότι θα δούμε έναν ευρωπαϊκό στρατό αντίστοιχο του ΝΑΤΟ. Δηλαδή Ευρωπαϊκός Στρατός με την έννοια ότι θα λειτουργήσει όπως λειτουργεί η αμυντική συμμαχία του ΝΑΤΟ, δε το βλέπω να υπάρξει εύκολα.

Εν κατακλείδι, οι εξελίξεις και τα μέτωπα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα είναι πολλά και ποικίλα. Φαίνεται, πως το τελευταίο χρονικό διάστημα χαράσσεται μια νέα εθνική στρατηγική σε ότι αφορά στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και στην αμυντική διπλωματία, καθώς ακολουθεί μια πιο «ενεργή» διπλωματία. Η διεθνής πολιτική σκηνή είναι πιο απαιτητική καθώς οι εναλλαγές της είναι ραγδαίες, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προσπάθεια από μέρους της Ελλάδας να βρίσκεται ή μάλλον να επιχειρεί να βρίσκεται στον πυρήνα των εξελίξεων.

Τα τελευταία χρόνια, οι ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τη φράση του Βιργίλιου ότι « Αν επιθυμείς ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο »!

***

Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Στρατηγό Λεοντάρη, που μας τίμησε με την παρουσία του και με μεγάλη προθυμία μας παραχώρησε αυτή τη συνέντευξη, αναφορικά με τις εξελίξεις στη στρατιωτική διπλωματία  και στην αμυντική βιομηχανία στον απόηχο των νέων αμυντικών Συμφωνιών.