(ΤΑ ΝΕΑ, 27 Μαΐου 2020)

Η χρονική στιγμή που το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την πολυσυζητημένη απόφασή του για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ δεν είναι – προφανώς – τυχαία. Εν μέσω της πανδημίας και των μέτρων που καλείται η Ευρωπαϊκή Ενωση να λάβει για τις επιπτώσεις της πολύπλευρης αυτής κρίσης, το Δικαστήριο της Καρλσρούης ανέλαβε μονομερώς ελεγκτικό ρόλο επί των αποφάσεων θεσμικών οργάνων της Ενωσης, προτάσσοντας τη δική του εθνική συλλογιστική για τη σχέση μεταξύ κράτους-μέλους και Ενωσης και την ερμηνεία αρχών του ενωσιακού δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, επιχείρησε περαιτέρω να θέσει τους γερμανικούς όρους για τη λήψη επικείμενων αποφάσεων σε επίπεδο Ενωσης.

Η θέση του ότι ανήκει στα κράτη η αρμοδιότητα του δικαστικού ελέγχου για το αν τα ενωσιακά όργανα ενεργούν εντός των ορίων που καθορίζουν οι Συνθήκες είναι πάγια. Ομως, αυτή τη φορά, διεκδίκησε αποφασιστικά την αυθεντία της «τελευταίας λέξης» πάνω από όλους. Χαρακτηριστική είναι η υπαινικτική φράση «Karlsruhe über alles» της D. Galetta (καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου), σχολιάζοντας επικριτικά την εν λόγω απόφαση.

Εν προκειμένω, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο υιοθέτησε μια κλειστή, εθνική λογική που προδήλως δεν βρίσκει έρεισμα στο ενωσιακό (θεσμικό και νομικό) σύστημα. Ως ένας εκτός της Ενωσης «ελεγκτικός μηχανισμός», επέβαλε τους δικούς του όρους σε όργανα της τελευταίας και εξάρτησε ευθέως τον δεσμευτικό χαρακτήρα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) από την εθνική αξιολόγηση των οικείων δικαιοδοτικών κρίσεων. Με την επισήμανση αυτή δεν υπονοώ ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ είναι ανεπίδεκτες νομικής αμφισβήτησης, αλλά ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν ανταποκρίθηκε στις δεσμεύσεις και στον ρόλο του ως θεσμικού παράγοντα που μετέχει στο ενωσιακό σύστημα δικαστικής προστασίας. Αντί να επιλέξει τον δρόμο που ακολούθησε το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Tarrico II (του 2017), δηλαδή να απευθυνθεί στο ΔΕΕ με την υποβολή νέου προδικαστικού ερωτήματος, εκθέτοντας τα αντεπιχειρήματά του, θεώρησε ότι ο δικός του λόγος είναι ο μόνος κυρίαρχος. Με τον τρόπο αυτό, η «τελευταία λέξη» χρησιμοποιήθηκε κατ’ ουσία ως εργαλείο σ’ ένα σκληρό παιχνίδι εξουσίας. Δεν μπορεί μάλιστα να παραγνωριστεί ποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με φανατισμό επικρότησαν αυτό το παιχνίδι!

Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η ανωτέρω απόφαση έχει κρίσιμες νομικές, πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις, όπως επισημαίνεται από ακαδημαϊκούς, δικαστές, αλλά και πολιτικούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο επίκεντρο της σχετικής συζήτησης βρίσκεται ευλόγως το ερώτημα αν και ποια θα πρέπει να είναι η στάση της Ενωσης στην πρόκληση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αρκεί μια πολιτικού χαρακτήρα αντίδραση ή συνιστά υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προσφύγει κατά της Γερμανίας ενώπιον του ΔΕΕ για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους του δικαιοδοτικού της οργάνου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ακόμη ανοιχτή, δοκιμάζοντας τις αντοχές του ενωσιακού εγχειρήματος.

Ετσι, η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται και πάλι – κατά δραματικό αυτή τη φορά τρόπο – σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το ουσιώδες διακύβευμα δεν είναι μόνον η ικανότητά της να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά κατά κύριο λόγο να ανταποκριθεί στην αποστολή της στο πλαίσιο του προγράμματος μιας πολιτικής ενοποίησης. Ενώ ο χρόνος είναι αμείλικτος, η εξεύρεση συναινετικών λύσεων είναι εγγενώς χρονοβόρα και δύσκολη. Μέσα σε μια ένταση διαρκών διαπραγματεύσεων και μεταβαλλόμενων συμμαχιών φαίνεται σαν να χωρίζεται η Ευρώπη σε Βόρειους και Νότιους. Μοιάζει σαν να γυρίζει ο χρόνος πίσω για κράτη που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποφάσισαν ν’ αφήσουν πίσω τους το παρελθόν και να κάνουν μια νέα αρχή, επί τη βάσει κοινών αξιών, στόχων και κανόνων.

Στάθηκα πρόσφατα στην αλληλογραφία 1943-1955 μεταξύ του Thomas Mann, γερμανού συγγραφέα, βραβευμένου με Νομπέλ Λογοτεχνίας, και του Theodor Adorno, γερμανού φιλοσόφου και μουσικού. Για την τότε επικείμενη συνεργασία Γαλλίας και Γερμανίας στο πεδίο της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, σύμφωνα με το αποκαλούμενο σχέδιο Σουμάν, έλεγε ο Thomas Mann: «Κατά βάθος είμαστε το χαϊδεμένο παιδί του κόσμου. Η Αμερική στηρίζει τα νώτα της Γερμανίας, το σχέδιο Σουμάν δεν είναι παρά το κρυφά συμφωνημένο σχέδιο μιας γερμανικής Ευρώπης με αμερικανική προστασία και χειραγώγηση, η οποία όμως θα ξεφύγει από τα χέρια των Αμερικανών» (…) «Ο Σουμάν δεν έχει κατανοήσει ακόμη τη γερμανική ψυχολογία. Με ανησυχεί ότι έχει αυταπάτες ως προς τους μεγάλους βαρόνους της βιομηχανίας του Ρουρ. Τούτοι δεν ενδιαφέρονται διόλου για μια ειλικρινή συνεργασία, αλλά μόνο για την εξουσία».

Δεν θέλω να προσχωρήσω στην απαισιόδοξη σκέψη ότι ο λόγος του Thomas Mann ήταν εύστοχα προβλεπτικός. Απλώς να σημειώσω το αυτονόητο: ότι σ’ αυτή την κρίση δεν υπάρχει περιθώριο για παιχνίδια εξουσίας, για επικράτηση των συμφερόντων των ισχυρότερων έναντι των ασθενέστερων κρατών. Εντός της Ενωσης, η οικονομική σταθερότητα αφενός και η αλληλεγγύη αφετέρου δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως δύο αντίρροπα ή αλληλοσυγκρουόμενα μεγέθη που δεν συναντώνται. Οι καιροί απαιτούν πολιτική ειλικρίνεια, σύνθεση και κοινωνική συνοχή. Ζητούν να σκεφτούμε όχι μόνον το μέλλον, αλλά ήδη το παρόν της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της πραγμάτωσης των κοινών αξιών του ευρωπαϊκού ιστορικού χώρου. Αυτού του «συναρπαστικού δυϊσμού ενότητας και διαφορετικότητας», όπως χαρακτήριζε ο Δημήτρης Τσάτσος την ιστορικοπολιτική ιδιαιτερότητα του χώρου της Ενωσης.

*Δικηγόρος, πρώην Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.