Στο βιβλίο “The Human Tide” του δημογράφου Πολ Μόρλαντ υπάρχει ένα μικρό υποκεφάλαιο που λέγεται “Η δημογραφία της εξαφάνισης”. Εκεί ο συγγραφέας παρατηρεί τις δημογραφικές τάσεις σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης (τις οποίες αποκαλεί κάπως καταχρηστικά “ορθόδοξο κόσμο”) που εμφανίζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά -με σημαντικότερα την πολύ χαμηλή γονιμότητα και την εξαιρετικά υψηλή μετανάστευση. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πληθυσμός αυτών των χωρών σταδιακά συρρικνώνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Στην περίοδο 1989-2017 ο πληθυσμός της Βουλγαρίας μειώθηκε 21%. Με το που η Ρουμανία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2007, 3,4 εκατομμύρια πολίτες της σηκώθηκαν κι έφυγαν για να πάνε να ζήσουν και δουλέψουν αλλού. Ο πληθυσμός της Ρωσίας μειώνεται από το 1993 κιόλας. Κι άλλες χώρες που αποσχίστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση όπως η Λετονία και η Λιθουανία βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται ακόμα πιο γρήγορα. “Στην περίπτωση του Ορθόδοξου κόσμου”, γράφει ο Μόρλαντ, “δεν είναι μόνο μια χώρα αλλά ένας ολόκληρος πολιτισμός που, αν δεν αλλάξει κάτι θεμελιώδες, απλά θα εξαφανιστεί κάποια στιγμή τον επόμενο αιώνα”.
Στο πολύ καλό βιβλίο τους “The Light That Failed” οι Ιβάν Κράστεφ και Στίβεν Χολμς περιγράφουν το πώς αυτές οι δημογραφικές τάσεις βρίσκονται στον πυρήνα της κρίσης σε χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης (όχι μόνο στις ορθόδοξες) και στην καταβύθιση κάποιων από αυτές στον απολυταρχισμό. Γιατί το τραύμα της δημογραφικής συρρίκνωσης είναι βαθύ και οφθαλμοφανές. Ο κόσμος φεύγει. Αυτοί που μένουν το βλέπουν. Καταλαβαίνουν τι σημαίνει. Είναι ένα εθνικό, βαθύ τραύμα. Κι οι λαοί το επεξεργάζονται και το βιώνουν με διάφορους τρόπους, όχι όλοι υγιείς και αποτελεσματικοί.
Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, ας πούμε, η οδύνη γι’ αυτό που συμβαίνει εκφράζεται μόνο έμμεσα. Αντί οι άνθρωποι να μιλάνε γι’ αυτό που τους συμβαίνει, πράγμα δύσκολο, επώδυνο και εσωστρεφές, προτιμούν να στρέφουν το φόβο και την οργή τους προς άλλες κατευθύνσεις, πιο εύκολες. “Ο φόβος για την συρρίκνωση του πληθυσμού σπάνια εκφράζεται ανοιχτά”, γράφουν οι Κράστεφ και Χολμς, “ίσως επειδή η έμφαση στα μεγάλα ποσοστά μετανάστευσης μπορεί να ενθαρρύνει κι άλλους να ακολουθήσουν αυτή την πορεία. Αλλά υπάρχει, είναι έντονος, και μπορεί να εκφραστεί έμμεσα με την παράλογη ιδέα ότι μετανάστες από την Αφρική ή την Μέση Ανατολή αποτελούν απειλή για την ύπαρξη του Έθνους”. Κι είναι, βεβαίως, μια εντελώς παράλογη ιδέα, επειδή αυτές οι χώρες κατά κανόνα δεν φιλοξενούν σχεδόν καθόλου μετανάστες. Πράγμα αναμενόμενο -κανένας δεν θέλει να πάει να χτίσει μια καινούργια ζωή σε μια χώρα από την οποία ακόμα και οι γηγενείς φεύγουν.
Πρέπει όμως να υπογραμίσσουμε ότι αυτές οι άμυνες απέναντι στον φόβο της εξαφάνισης, όπως τις περιγράφουν στο βιβλίο τους ο Κράστεφ και ο Χολμς, αναπτύσσονται κυρίως στα έθνη που ο Μίλαν Κούντερα όριζε ώς “μικρά”. “Μικρό έθνος”, έγραφε το 1984, “είναι αυτό η ίδια η ύπαρξη του οποίου μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση ανά πάσα στιγμή. Μικρό είναι το έθνος που μπορεί να εξαφανιστεί, και το ξέρει”. Αυτές οι χώρες νιώθουν μικρές και πολύ ευάλωτες, και έχουν πολύ καλούς λόγους για να νιώθουν έτσι. Κάποιες από αυτές μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν. Άλλες υπήρχαν με άλλες μορφές. Αυτές καταλαβαίνουν τη φράση “ένας ολόκληρος πολιτισμός θα εξαφανιστεί κάποια στιγμή τον επόμενο αιώνα” ως κάτι το ρεαλιστικό, έναν κίνδυνο υπαρκτό.
Αυτό είναι που νομίζω ότι διαφοροποιεί τη δική μας χώρα από τις υπόλοιπες του “ορθόδοξου κόσμου” ή ευρύτερα της δημογραφικά προβληματικής κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Γιατί και σε εμάς μειώνεται ο πληθυσμός από το 2011. Κι οι δικοί μας νέοι φεύγουν. Ούτε εμείς είμαστε ελκυστικοί σε ξένους μετανάστες. Και στη δική μας χώρα η φοβία για τη συρρίκνωσή μας υπάρχει και εκφράζεται με παρόμοιους τρόπους, αν και σε μικρότερο βαθμό. Η διαφορά όμως είναι ότι σε εμάς ο κίνδυνος της εξαφάνισης μοιάζει λιγότερο κατανοητός, ρεαλιστικός ή άμεσος. Η χώρα μας ήταν η πρώτη που απελευθερώθηκε, κι υφίσταται ελεύθερη κι ανεξάρτητη εδώ και δύο αιώνες. Έχουμε συνηθίσει μετά από 75 χρόνια ειρήνης, σχεδόν μισό αιώνα συνεχόμενης, υγιούς δημοκρατίας. Δεν έχουμε το κόνσεπτ της ανυπαρξίας, τη φοβία της εξαφάνισης εγκυστωμένα στην ταυτότητά μας, αντίθετα με εκείνες τις άλλες χώρες. Κι επιπλέον, εμείς πια θεωρούμε πως ακόμα κι όταν δεν υπήρχαμε ως κράτος, υφιστάμεθα ως “έθνος” (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Γι’ αυτό τέτοιες προβολές και τέτοιες τάσεις μας προβληματίζουν -καλώς- αλλά δεν μας πανικοβάλουν με το ίδιο βαθύ, υπαρξιακό άγχος. Αντίθετα με τις περισσότερες γειτονικές μας χώρες, εμείς, κατά τον ορισμό του Κούντερα, δεν είμαστε “μικρή χώρα”.
Καθημερινή