Τι σημαίνει η αναβάθμιση της Τουρκίας και οι συνέπειές της.

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Του κ. Γαβριήλ Κοπτσίδη, Πρέσβη ε.τ.   Απο τη “Μακεδονία της Κυριακής”.

Γαβριήλ Κοπτσίδης, πρέσβης ε.τ.

Από τη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όταν η χώρα εντάχθηκε ενεργά στο καθεστώς της διεθνούς νομιμότητας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνιστούν προσδιοριστικό παράγοντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η μελέτη της ιστορίας και η ανάλυση των γεγονότων δείχνουν ότι από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας – η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της οποίας αποτελούσε δόγμα της εξωτερικής πολιτικής κυρίως της Μ. Βρετανίας – ο τουρκικός παράγοντας επεδίωκε να διαχειρίζεται τις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις ακολουθώντας είτε απειλητική/επιθετική πολιτική είτε επιδεικνύοντας κατευναστική διάθεση μέσω προτεινόμενων, αλλά ουδέποτε εφαρμοζόμενων μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Ανάλογη συμπεριφορά επέδειξαν μεταγενέστερα και η κεμαλική και σημερινή ισλαμοδημοκρατική Τουρκία.

Κατά πάγια τακτική η χώρα αυτή επιχειρούσε να ασκήσει, όταν προσφερόταν η δυνατότητα, μια αναθεωρητική στάση έναντι των Συνθηκών –  που η ίδια είχε υπογράψει – οι οποίες διεύρυναν και κατοχύρωναν τα σύνορα της ελληνικής επικράτειας μετά από παραχωρήσεις ή πολέμους. Παράδειγμα, η προσπάθεια αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, με τη Συνθήκη του Μοντραί (1936) που  καταργούσε το ανοχύρωτο των Στενών της Ίμβρου και Λήμνου  ή η προσάρτηση του σαντζακίου της Αλεξανδρέττας (1938).

Η τουρκική πολιτική, αμφισβητώντας την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου ουσιαστικά στοχεύει στον εξαναγκασμό της Ελλάδας να αποδεχθεί όπως οι ελληνοτουρκικές διαφορές, αποτελέσουν αντικείμενο διμερών διαπραγματεύσεων. Στη πραγματικότητα η τουρκική διπλωματία αποφεύγει την ευθυγράμμιση τη χώρας αυτής με τις αρχές που διέπουν το Διεθνές Δίκαιο επιδιώκοντας όπως η εφαρμογή των διεθνών κανόνων γίνει σύμφωνα με τη δική της ερμηνεία, κάτι που συνιστά μια αυθαίρετη πράξη (πχ το ψήφισμα περί casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.). Η εφαρμογή άλλωστε επιθετικής/επεκτατικής στρατηγικής – που αποτελεί και μια δοκιμασμένη διέξοδο των προβλημάτων της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής – με την επιδίωξη δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, συνιστά μια επιλογή ώστε να χρησιμεύσει ως αφετηρία διαπραγματεύσεων για τη τουρκική πλευρά προκειμένου να προωθήσει τους σχεδιασμούς της.

Είναι προφανές ότι η Τουρκία ως ηπειρωτικό και συνάμα παράκτιο κράτος, επιδιώκει να αναδειχθεί σε μείζονα δύναμη, καταρχάς στο περιφερειακό υποσύστημα της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας προσδοκώντας να επηρεάζει τη συμπεριφορά των γειτονικών της χωρών. Αναλαμβάνοντας η ίδια  πρωτοβουλίες κινήσεων ή ακόμη από κοινού με άλλες Δυνάμεις, συνάπτοντας ευκαιριακές συνεργασίες, σπεύδει να επωφεληθεί από «το πολιτικό κενό» που διαμορφώνεται εξαιτίας ανακατατάξεων στον χώρο της Μέσης Ανατολής αλλά και των Βαλκανίων, διεισδύοντας στις περιοχές αυτές και εμφορούμενη από τη διάθεση δημιουργίας του δικού της ζωτικού χώρου.

Η χώρα αυτή με μια φρενίτιδα εξοπλιστικών προγραμμάτων και μεγαλεπήβολων σχεδίων εμφανίζεται σήμερα ως μια περιφερειακή δύναμη προβάλλοντας ένα αναβαθμισμένο γεωστρατηγικά ρόλο στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και πείθοντας το διεθνή παράγοντα για τις ικανότητες διαχείρισης προβλημάτων που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα (πχ η εισβολή και διατήρηση εντός συριακού εδάφους τουρκικών δυνάμεων).

Η στάση που τηρεί στους ενεργειακούς σχεδιασμούς στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο, όπως διαφαίνεται και από τις δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας στρατηγού Ακσάρ, καταδεικνύει ακριβώς τη πρόθεσή της να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στους ενεργειακούς σχεδιασμούς παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα. Άλλωστε, το αφήγημα περί «γαλάζιας πατρίδας», που σκόπιμα διαμηνύει ο Τούρκος υπουργός εντάσσεται στην λογική αυτή.

Εξάλλου, η προσπάθεια ελέγχου της ευρύτερης περιοχής αποτελεί διαχρονικό στρατηγικό στόχο της Τουρκίας.

Θέλοντας να καταστήσει σαφή τη πρόθεσή της η Άγκυρα προβαίνει σε μια επίδειξη ισχύος εφαρμόζοντας τη γνωστή «πολιτική κανονιοφόρων» επιδιώκοντας να αποστείλει μηνύματα προς πολλούς αποδέκτες. Πολύ δε περισσότερο όταν εκλαμβάνοντας το ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης επιζητά την περαιτέρω αναβάθμισή της ακόμη και ως «μεγάλης δύναμης» με παρουσία και άποψη στα διεθνή τεκταινόμενα.

Η τουρκική ηγεσία γνωρίζει αυτό που της αναγνωρίζουν οι δυτικοί σύμμαχοι και οι ανατολικοί της φίλοι. Τη σημαντική θέση που κατέχει σε ένα ευαίσθητο γεωγραφικό χώρο, που αποτελεί σταυροδρόμι ποικίλων συμφερόντων, γεγονός που της παρέχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που την καθιστά ενεργό δρώντα σε μια ευρύτερη περιοχή, με ιδιαίτερο διεθνές γεωπολιτικό ενδιαφέρον και της επιτρέπει να συμπεριφέρεται με όρους που δεν συμβαδίζουν με τη συμμαχική της ιδιότητα. Η γεωγραφική της εντούτοις θέση της παρέχει τη δυνατότητα άσκησης γεωπολιτικής επιρροής που ενισχύει τους επιλεγμένους στόχους της.

Την αναβάθμιση και την επιλογή δυναμικής προώθησης της εξωτερικής της πολιτικής η Άγκυρα την εκφράζει και με τη αναβίωση ενός νέου οθωμανισμού, που αποτελεί μια άλλη εκδοχή των επιλογών της, με αναφορά στο ιστορικό της παρελθόν από τους εκφραστές της ισλαμικής ελίτ.

Με αναφορές στην αίγλη της περιόδου των Οσμανλίδων η Άγκυρα επιδιώκει να υπενθυμίσει στο μουσουλμανικό κόσμο την ηγεμονική θέση που κατείχε ως χαλιφάτο, αλλά και να προσδιορίσει το μέγεθος της χώρας, το στρατηγικό βάθος και τις γεωπολιτικές εκφάνσεις και επιρροές που συνεπάγεται. Ταυτόχρονα όμως η επίκληση του οθωμανικού παρελθόντος αποτελεί και δείγμα του αναθεωρητισμού που επιμελώς προβάλλει. Η επιλογή αυτή του τουρκικού κατεστημένου που θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως αναθεώρηση της ιστορίας υποστηρίζεται προκειμένου να διευκολύνει την επίτευξη των στόχων της Τουρκίας, ενώ συνδυάζεται και με τη προσπάθεια να ανταπεξέλθει στα ποικίλα εσωτερικά προβλήματα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά που τροχοπεδούν  τις φιλοδοξίες της τουρκικής ελίτ.

Η επιλογή επίσης της προβολής του νέο-οθωμανισμού ενέχει και μια άλλη διάσταση. Αυτή της επίδειξης ότι η οι συνεχιζόμενες χρόνιες διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ενταξιακή πορεία της χώρας αυτής, δεν αποτελεί μονόδρομο. Μια περιφερειακή δύναμη δεν εγκλωβίζεται προς μια κατεύθυνση αλλά μπορεί αι διαθέτει δυνατότητες διεξόδων και προς άλλους διεθνείς προσανατολισμούς και επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της. Η τουρκική ιθύνουσα τάξη επαίρεται ότι μπορεί να αντισταθμίζει το αδιέξοδο των ενταξιακών διαδικασιών στη πράξη με τη συμμετοχή της Τουρκίας στην Ομάδα των είκοσι οικονομικά (και πολιτικά) ισχυροτέρων κρατών, γνωστής ως (Group 20). Η παρουσία της εκεί εκλαμβάνεται ως αναγνώριση της οικονομικής ευρωστίας και του πληθυσμιακού της όγκου που τη καθιστά συγκρίσιμο μέγεθος με τα άλλα μέλη της εν λόγω Ομάδος, καθώς και ως στοιχείο νομιμοποίησης της αναβάθμισής της στη παγκόσμια σκακιέρα.

 

Γαβριήλ Κοπτσίδης

Πρέσβης ε.τ.

 

 

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα