Τα Δυτικά Βαλκάνια και η «επιβίωσή» τους ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου[1]

Αφορμή για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου στάθηκε η μελέτη ανασκόπησης μίας μεγάλης «δεξαμενής σκέψης» (think tank) για το ρόλο των Δυτικών Βαλκανίων ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία. Και ξεκινώ με δύο ερωτήματα. Άραγε, είναι εφικτή αυτή η «επιβίωση» ή με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγηθούμε σε μία νέα ανάφλεξη στη βαλκανική περιοχή, παρόμοια με αυτήν που έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1990; Έχει τη δυνατότητα η Ελλάδα να διαδραματίσει ενεργό ρόλο για την αποφυγή συγκρουσιακών καταστάσεων;

Μετά την επίσημη ονοματοδοσία του κράτους που βρίσκεται βόρεια των συνόρων μας με τη Συμφωνία των Πρεσπών και την προσχώρησή του στη Συμμαχία (ΝΑΤΟ), αυτό που παρατηρείται είναι, ότι ο δυτικός στρατιωτικός σχηματισμός, έχοντας ως μέλη του χώρες που κείτονται στα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία, Μαυροβούνιο), στα Νότια Βαλκάνια (Ελλάδα, Σκόπια) και  στα Ανατολικά Βαλκάνια (Βουλγαρία) ουσιαστικά δημιουργεί ένα πολιτικής, στρατιωτικής και διπλωματικής διάστασης τόξο, προστασίας των ζωτικών συμφερόντων του στην περιοχή. Είναι, όμως, όλο αυτό ένα σοβαρό εχέγγυο της νατοϊκής παρουσίας (και εν γένει της αμερικανικής δυναμικής) στο ευρύτερο γεωγραφικό περιβάλλον που μπορεί να επιφέρει τη νηνεμία ή μήπως αντίθετα, πυροδοτεί τις εξελίξεις με ταχύτατους ρυθμούς;

Αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι και γνωρίζουμε, είναι ότι η Ρωσία δεν αφήνει εύκολα τα Βαλκάνια από την «αγκαλιά» της, παραδίδοντάς τα στο ΝΑΤΟ. Και αυτό φαίνεται και γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο για τη Συμμαχία, φτάνοντας στο σημείο της «σπαζοκεφαλιάς», καθώς χώρες της βαλκανικής συνεχίζουν και διατηρούν σχεδόν «οικογενειακές σχέσεις» με το ρωσικό κράτος. Και δεν είναι μόνο η Βουλγαρία, η οποία –ανέκαθεν ιστορικά- πελαγοδρομεί μεταξύ Ανατολής (Ρωσίας) και Δύσης. Όμως,  πλέον είναι  διαχειρίσιμη για το νατοϊκό σχηματισμό, καθώς το συγκεκριμένο κράτος αποτελεί και μέλος της ΕΕ με συνέπεια να «εγκλωβίζεται» σε ένα θεσμικό και διπλωματικό πλαίσιο έκφρασης και αντίδρασης. Παρόλα αυτά υπάρχουν χώρες, όπως το Μαυροβούνιο και τα Σκόπια, τα οποία φέρουν σημειακές σχέσεις με τη Ρωσία (αν και μέλη του ΝΑΤΟ), με προγεφύρωμα της δεύτερης, τη Σερβία.

Γιατί ναι μεν το Μαυροβούνιο, εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, έχει διαμορφώσει ένα ιδιαίτερα πολωτικό κλίμα ανάμεσα σε αυτό και τη σερβική πλευρά, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός, ότι ένα πολύ ισχυρό –πληθυσμιακά- τμήμα του Μαυροβουνίου δηλώνει σερβικό. Και παρά τη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και τη φαινομενικά και μόνο οργάνωση των νέων πολιτειακών μορφωμάτων που προέκυψαν σε εθνοτικά κριτήρια, ο πολυεθνοτισμός στα συγκεκριμένα περιβάλλοντα είναι ιδιαίτερα έντονος που αφήνει –ως εκ τούτου- ελεύθερο το χώρο για την παρείσφρηση σε αυτά της πολιτικής, φυλετικής και θρησκευτικής προπαγάνδας.

Σε όλα τα παραπάνω, δεν πρέπει να παραβλέψουμε κάτι πολύ σημαντικό που δυστυχώς τόσο ισχυρές χώρες της Δύσης όσο και η Ελλάδα (για τα ακραιφνώς εθνικά ζητήματά της) έχουν ξεχάσει ή δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία.  Αυτή είναι η ίδια η Εκκλησιαστική Διπλωματία, μία συνθήκη που το ρωσικό κράτος χρησιμοποιεί ως μοχλό επίτευξης των στόχων του μετά το 1990 στην ευρύτερη περιοχή, περισσότερο δε, και από τον σλαβικό φυλετισμό. Γιατί, άλλωστε, η ταυτότητα εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού είναι φυσικό να ατονεί σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, όπως είναι η πλειονότητα των πολιτειακών μορφωμάτων της βαλκανικής, με μόνη εξαίρεση την Ελλάδα.

Και το πιο τρανταχτό παράδειγμα πολυπολιτισμού τη δεδομένη στιγμή, είναι το κράτος των Σκοπίων. Η συγκεκριμένη χώρα αποτελείται από μία πανσπερμία εθνοτικών (λχ. οι Αλβανοί), φυλετικών (λχ. Βούλγαροι, Ρομά) και θρησκευτικών (Χριστιανοί Ορθόδοξοι, Μουσουλμάνοι Μπεκτασήδες) ομάδων. Η προσχώρησή τους στο νατοϊκό σχηματισμό αφενός και η συναίνεση από την Ελλάδα για την ονοματοδοσία ως Βόρεια Μακεδονία αφετέρου, όχι μόνο δεν μείωσε τη ρωσική παρουσία στο εσωτερικό τους περιβάλλον (όπως προσδοκούσε το ΝΑΤΟ), αντίθετα δε, αυτήν την στιγμή είναι ένα πολιτειακό μόρφωμα που είναι σε θέση να πυροδοτήσει την ένταση στην περιοχή.

Και αυτό διότι, εξαιτίας της πολιτισμικής πολυμορφικότητάς του, όχι μόνο δεν αποτελεί το εχέγγυο διασφάλισης των συμφερόντων ενός συγκεκριμένου σχηματισμού ή μίας συγκεκριμένης χώρας, αλλά ενδεχομένως να δημιουργήσει σταδιακά τα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά που επιδεικνύει τη δεδομένη περίοδο το τουρκικό κράτος απέναντι στη Διεθνή Διπλωματία, ενεργώντας κατ’ ουσίαν με εκβιαστικό τρόπο, προκειμένου να επιβιώνει. Το γεγονός και μόνο αυτό πρέπει να προβληματίσει τόσο το ΝΑΤΟ όσο και κυρίως την Ελλάδα, καθώς, εκτός των άλλων, ήδη επιδεικνύει σημάδια πολιτικού καιροσκοπισμού. Πριν λίγες ημέρες, βγήκε ένα δημοσίευμα στον ελληνικό τύπο, ότι η κυβέρνηση της βόρειας, γειτονικής χώρας χρηματοδοτεί ένα βιβλίο της αλβανικής μειονότητας, το οποίο υποστηρίζει την τρωτότητα της ελληνικής, εθνικής ταυτότητας. Συγχρόνως δε, η Ρωσία μέσω επιχειρηματικών ομίλων έχει εισχωρήσει στο σκοπιανό κατεστημένο, ενώ η προπαγάνδα για ίδρυση Εκκλησιαστικού Αυτοκέφαλου αποτελεί μία συνθήκη που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Και μέσα σε όλα αυτά, μία Τουρκία που καραδοκεί, καθώς το μουσουλμανικό στοιχείο είναι ιδιαίτερα ισχυρό στην ευρύτερη περιοχή.

Οι δύο χώρες πυριτιδαποθήκες στα Βαλκάνια είναι η Σερβία (από εκεί που ήταν μόνο αυτή) και τα Σκόπια, αφού η Ρωσία έχει καταφέρει να εισχωρήσει σε αυτές μέσω της προπαγάνδας της. Γιατί, όπως έχει ήδη παραπάνω αναφερθεί, από τη μια πλευρά το σερβικό κράτος, αν και φέρει εθνοτικές αντιπαραθέσεις με πολιτειακά μορφώματα που ανήκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ωστόσο η θρησκεία και κυρίως το δόγμα αποτελεί ένα πολύ ισχυρό μέσο διπλωματίας και από την άλλη, το βόρειο, γειτονικό κράτος της χώρας μας διαμορφώνει τα επαμφοτερίζοντα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας, προκειμένου να επιβιώσει.

Στη βάση όλων των ανωτέρω, έτσι όπως έχουν περιγραφεί, άραγε υπάρχει λύση επιβίωσης των Βαλκανίων ή θα οδηγηθούμε σε μία νέα βαλκανική ανάφλεξη, παρόμοια με αυτήν που βίωσε η περιοχή κατά τη δεκαετία του 1990; Καθίσταται δυνατό, η Ελλάδα να παίξει ρόλο ρυθμιστή στο ευρύτερο περιβάλλον προς όφελος όχι μόνο των δικών της συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της Συμμαχίας; Και η απάντηση των ερωτημάτων αυτών είναι, ότι κλειδί είναι η Κίνα.

Η Κίνα είναι μία μεγάλη Δύναμη, η οποία ήδη διεκδικεί ενεργό ρόλο στη Διεθνή Διπλωματία. Θέλει να βάλει οικονομικό «πόδι» στα Βαλκάνια (εκτός των άλλων και εξαιτίας των ενεργειακών), ενώ παράλληλα γνωρίζουμε τις πολωτικές σχέσεις που φέρει με τις ΗΠΑ και τις σχέσεις φιλίας που διατηρεί με τη Ρωσία. Ωστόσο όμως, ειδικά ως προς τις σχέσεις του με τη Ρωσία δεν πρέπει να παραβλέπουμε, ότι το κινεζικό κράτος δημιουργούσε και δημιουργεί σχέσεις και όχι συμμαχίες, ώστε να μπορεί εύκολα να τις διακόπτει. Η Ελλάδα μπορεί να είναι ο δίαυλος για την επικοινωνία και την πολιτική ηρεμία «τριών κόσμων» στο βαλκανικό περιβάλλον. Ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Κίνα, ανάμεσα σε Ρωσία και Κίνα και ανάμεσα σε Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση (γιατί ας μην ξεχνάμε λχ. τα συμφέροντα της Γερμανίας στα Βαλκάνια). Καθώς το κινεζικό κράτος έχει εισχωρήσει στο σερβικό κράτος (ανεξάρτητα από τη Ρωσία) μέσω της προπαγάνδας του εναντίον των ΗΠΑ (ΝΑΤΟ), η Ελλάδα διατηρώντας ισχυρές σημειακές σχέσεις με όλα τα κράτη που εμπλέκονται στο βαλκανικό παιχνίδι (ισχυρά και λιγότερο ισχυρά) μπορεί και είναι επιβεβλημένο να προωθήσει μία Βαλκανική Ένωση οικονομικού χαρακτήρα, η οποία αφενός θα σηματοδοτήσει τη νέα πορεία των Βαλκανίων στη Διεθνή Διπλωματία, αφετέρου θα διατηρεί το «ισοζύγι» ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.

Διαβάζοντας την άποψη αυτή, δεν είναι λίγοι, αυτοί που θα πουν, ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, καθώς εκτός των άλλων και στο ιστορικό παρελθόν είχε προωθηθεί κάτι ανάλογο ή ότι οι βασικοί παίχτες στα Βαλκάνια είναι ΗΠΑ (μέσω ΝΑΤΟ) και Ρωσία, οπότε δε θα αφήσουν τη δημιουργία μίας –ουσιαστικά- ουδετεροποιημένης ένωσης ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη.

Όμως, υπάρχει και ο εξής ισχυρός αντίλογος:

  1. ότι η Κίνα είναι πλέον μία χώρα που πρωτοστατεί ήδη στην ευρύτερη ανατολική περιφέρεια πάνω από μία δεκαετία, φλερτάροντας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποδέχεται το φλερτ του κινεζικού κράτους. Οπότε για τα Βαλκάνια αρχίζουν να μαζεύονται αρκετοί κύριοι «παίχτες», δηλαδή με λίγα λόγια έχουν διαφοροποιηθεί τα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα σε σχέση με το παρελθόν,
  2. μία βαλκανική, οικονομική ένωση έχει πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα από μία πολιτική ένωση (που είχε προωθηθεί στο ιστορικό παρελθόν), καθώς, εκτός των άλλων, έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ των βασικών «παιχτών». Ειδικά αυτό, πλέον δεν καθίσταται ως παραδοξότητα μετά την πρόσφατη ίδρυση της οικονομικής ένωσης RCEP, στην οποία συμμετέχουν –ουσιαστικά κάτω από την πρωτοκαθεδρία της Κίνας- κράτη με πολύ σημαντικές εμπορικές, στρατιωτικές και οικονομικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως είναι η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία,
  3. Η Ελλάδα είναι μία χριστιανική χώρα, φέροντας ίδια θρησκευτική ταυτότητα τόσο με την πλειονότητα των βαλκανικών μορφωμάτων όσο και με τους κύριους «παίχτες» της περιοχής, ενώ παράλληλα είναι η μοναδική χώρα της περιοχής που συμμετέχει ως μέλος στους περισσότερους διεθνείς πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς (εκτός, φυσικά, από την δυτική στρατιωτική Συμμαχία).

Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και πρέπει να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων και μεταξύ Δύσης και Ανατολής, προωθώντας άμεσα μία Βαλκανική, Οικονομική Ένωση.

[1] Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της ίδιας Σχολής, εξωτερική συνεργάτιδα διδασκαλίας στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ), μέλος και συνεργαζόμενη ερευνήτρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα