Ο Β! ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Γαβριήλ Συντομόρου.

Μέρος Α΄

H χρονολογική αφετηρία της σημειωθείσας, στα πλαίσια του Β΄Βαλκανικού πολέμου,  ελληνοβουλγαρικής   σύρραξης     τοποθετείται   στις 16/29  Ιουνίου του 1913·αν και, από πολύ  νωρίτερα, οι υπάρχουσες   ενδείξεις  μαρτυρούσαν   πως    μια   ένοπλη    αντιπαράθεση  Ελλήνων και Βουλγάρων θα  ήταν αναπόφευκτη. Οι δεύτεροι,πράγματι, σ’ όλο το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο Βαλκανικών πολέμων,  είχαν διαμορφώσει μια τέτοιας έντασης εχθρική συμπεριφορά έναντι της πατρίδας μας, ώστε   η μόνη  επόμενη κίνηση  που    ανέμενε η Αθήνα   από τη Σόφια να συνίστατο,απλώς, στην αποστολή  ενός  πολεμικού βουλγαρικού     τελεσιγράφου (Ultimatum).     Η εχθρικά,με άλλα λόγια,  προς την  ελληνική πλευρά διακείμενη  Βουλγαρία ακολουθούσε, εν προκειμένω, την  πολιτική τη  γνωστή με τον διεθνή όρο  Brinkmanship· ενώ,ταυτόχρονα, ιδού  και ποιο άλλο γεγονός  υπήρξε αξιοπρόσεκτο στην εξεταζόμενη περίπτωση: πως    δηλαδή  τελεσίγραφο της  Σόφιας  δεν προηγήθηκε ούτε και  όταν-κατά την ως άνω ημερομηνία-  εκδηλώθηκε βουλγαρική   επίθεσή  τόσο    εναντίον  μας  στις Ελευθερές και  Ελευθερούπολη, όσο  και,  κατά των Σέρβων στη Γευγελή.  Αλλά και το ότι    δεν εκδόθηκε πριν  τις    επιθέσεις εκείνες    ούτε  καν  κάποια  διακοίνωση (nota)  από πλευράς της Σόφιας  που να τις προαναγγέλλει, πιστοποιεί τα εξής: αφενός     τον σκόπιμα αιφνιδιαστικό   χαρακτήρα των  ως άνω επιθέσεων και, αφετέρου,  πως, εξαιτίας της  προαναφερθείσας βουλγαρικής ενέργειας, η  χώρα μας ενεπλάκη τότε  σε  έναν “ακήρυκτο”,κατ’ ουσία, πόλεμο.

Ο Γεώργιος Βεντήρης (βλ. Η Ελλάδα του 1910-1920,τ.1. σ.155) τονίζει,επιπροσθέτως, πως η Βουλγαρία   δεν διενήργησε τις ως άνω επιθέσεις  με δική της,αποκλειστικά, πρωτοβουλία. Όντως, μετά τον Α΄Βαλκανικό πόλεμο,στις 27,ειδικότερα, Φεβρουαρίου 1913 (π.ημ.), ο Έλληνας επιτετραμμένος στη βουλγαρική πρωτεύουσα, Δ. Πανάς, τηλεγραφούσε στην Αθήνα: «Ο πρέσβυς της Αυστρίας ανεκοίνωσεν εις τον» Βούλγαρο «πρωθυπουργόν Γκέσωφ ότι επί του ζητήματος της Θεσσαλονίκης η Βουλγαρία θα έχη την υποστήριξιν της  Αυστρίας». Άρα,   ήταν η Αυστροουγγαρία εκείνη που- χρησιμοποιώντας, ως δέλεαρ  προς τους Βουλγάρους, την υποτιθέμενη δυνατότητά τους να προβούν αυτοί  σε υφαρπαγή  της Θεσσαλονίκης- τους παρακινούσε  να προχωρήσουν,  υπό    την κάλυψη της Βιέννης,  στη λήψη των ανάλογων  βίαιων μέτρων κατά της χώρας μας.

Στην πραγματικότητα όμως, η ως άνω αυστροουγγρική   στάση  αποσκοπούσε στη διάσπαση του   υφιστάμενου   συνασπισμού μεταξύ Ελλάδας-Μαυροβουνίου-Σερβίας-Βουλγαρίας.  Επιδίωκε δε μια τέτοια διάσπαση η Δυαδική Αυτοκρατορία, επειδή η ισχύουσα  ακόμη  εν λόγω συμμαχία,  είχε συγκροτηθεί  με   ρωσική πρωτοβουλία για τον  παρακάτω σκοπό:  προκειμένου, στρεφόμενα τα   προαναφερθένα χριστιανικά  κράτη  κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, να απελευθερώσουν τους  υποταγμένους σ’ αυτήν, ομόθρησκους και ομόδοξους,  αδελφούς  τους· οπότε,  προέκυψε  ο προηγηθείς και προμνημονευθείς   Α΄Βαλκανικός  πόλεμος. Το αποτέλεσμα, μάλιστα,  του  πολέμου εκείνου όχι μόνο υπήρξε θετικό για τους επιτιθέμενους, αλλά     πρόβαλε διεθνώς και το κύρος της Πετρούπολης. Και αυτό, επειδή  η Ρωσία   απέδειξε τότε πως  διέθετε τη δυνατότητα να αποτελέσει    καθοριστικό παράγοντα  διευθέτησης των βαλκανικών πραγμάτων. Δεδομένου λοιπόν ότι ένας τέτοιος αναβαθμισμένος ρωσικός ρόλος είχε προκαλέσει την δυσαρέσκεια της Αυστροουγγαρίας,  η προπαρατεθείσα  παρότρυνση της  Βιέννης προς  τη Σόφια, ιδού και σε τι,βασικότατα, απέβλεπε:  στο  ότι μεταβάλλοντας  η  Βουλγαρία σε εχθρική τη  στάση της  έναντι της Αθήνας (και του Βελιγραδίου), και προκαλώντας έτσι τη διάλυση της παραπάνω συμμαχίας,  θα  συνεισέφερε στην αναχαίτιση  της ρωσικής  διπλωματικής  διείσδυσης  στη νότια Βαλκανική.

Όπως υπογραμμίζει ο Στρατηγός Σέργιος Γυαλίστρας (Εθνικοί Αγώνες, σ.57), επιπλέον, ο  αντιστράτηγος Ν. Ιβανώφ, διοικητής της 2ης βουλγαρικής στρατιάς, «ήτις αντιμετώπισε την Ελληνικήν Στρατιάν, κατά τον δεύτερον Βαλκανικόν πόλεμον, όχι μόνο ομολογεί απεριφράστως την βουλγαρικήν ενοχήν διά την ανάληψιν της επιθέσεως κατά των» δύο προηγουμένων συμμάχων της Σόφιας «Ελλήνων και Σέρβων, αλλά προβαίνει και εις μίαν τολμηροτέραν διαπίστωσιν. Ότι,δηλαδή, εάν η Βουλγαρία, διά της τοιαύτης, άφρονος επιθέσεως, δεν είχε διαλύσει την» παραπάνω «συμμαχίαν των βαλκανικών λαών», της συμμαχίας, επομένως, «ταύτης υφισταμένης» κατά τις τότε  παραμονές  του Α΄Παγκοσμίου πολέμου, «η Αυστρο-Ουγγρική Μοναρχία δεν θα απετόλμα,κατ’ Αύγουστον του 1914, την επίθεσιν κατά της Σερβίας, δεν θα είχε δηλαδή εκραγή ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Σκέψις,βεβαίως,τολμηρά,αλλ’ ουχί και απολύτως απορριπτέα».  Στην πραγματικότητα,ωστόσο, τα  πρόδρομα του  Β΄Βαλκανικού πολέμου γεγονότα  εξελίχθηκαν,δυστυχώς, διαφορετικά.  Σύμφωνα με τον Βεντήρη και πάλι (βλ. παραπάνω, σ. 164), το πρωί  της 14ης  Ιουνίου 1913,  «ο εν Σόφια πρέσβυς της  Αυστρίας Ταρνόβσκυ μετέβη εις τον» Βούλγαρο «τσάρον Φερδινάνδον. Η συνάντησις έγινεν εις την βασιλικήν έπαυλιν της Κράνιας. Συνωμίλησαν επί μακράς ώρας. Μόλις  ο Ταρνόβσκυ απεχώρησεν, ο Φερδινάνδος εκάλεσε τον» Βούλγαρο αρχιστράτηγο Σαβώφ, με αποτέλεσμα να υπογραμμίζει  ο Βεντήρης: «την  νύκτα της 15ης  προς 16ην Ιουνίου, και χωρίς να φαίνεται αναμιχθείσα η νέα» βουλγαρική «κυβέρνησις Δάνεφ, ο Σαβώφ διέταξε τα στρατεύματά του να επιτεθούν εξαπίνης εναντίον  Ελλήνων και Σέρβων. Το σχέδιον των επιχειρήσεων», παρ’ όλα αυτά, «είχε δοθή από των αρχών Μαΐου».

Είναι αλήθεια ότι  Αθήνα  και   Βελιγράδι,βεβαίως, αντιδρώντας   στην, ήδη-από τα πριν- εχθρική,εναντίον τους,   συμπεριφορά της Σόφιας, είχαν συνάψει, στις 19 Μαΐου 1913, ελληνοσερβική συμμαχία. Δεδομένου, κατά συνέπεια, ότι η    αιφνίδια βουλγαρική επίθεση  προκάλεσε, αυτομάτως, την  ενεργοποίηση της συμμαχίας εκείνης,    ακολούθησε-κατά των Βουλγάρων-αντεπίθεση Ελλήνων και Σέρβων, με αποτέλεσμα  να αποκτήσει ευρύτερες διαστάσεις ο   Β΄  Βαλκανικός πόλεμος. Ο   Πανάς, έτσι,  ενημέρωνε,για ακόμη μία φορά, την ελληνική κυβέρνηση: «ο βουλγαρικός στρατός  σύγκειται εξ 23 μεραρχιών» (βλ. Βεντήρης, παραπάνω, ίδια σελ.), ενώ, σύμφωνα με  τον ίδιο τον Βεντήρη,  η Σόφια  διέθετε   350 περίπου τάγματα ή  282.000 λόγχες,  δύο  μεραρχίες ιππικού και 800 πυροβόλα. Η  χώρα   μας  παρέτασσε   120.000 λόγχες,μία ταξιαρχία ιππικού και 200 πυροβόλα. Ο Στρατηγός και ακαδημαϊκός, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν  μάς βεβαιώνει (βλ.Απομνημονεύματα,σελ.133)  πως η  Βουλγαρία είχε  τότε κινητοποιήσει 316 τάγματα,   έναν αριθμό δηλαδή των  συγκεκριμένων μονάδων   που,σύμφωνα με τον ως άνω στρατηγό,   υπερέβαινε το   σύνολο  των αντίστοιχων   σερβικών  και ελληνικών. Και τούτο,επειδή, καθώς, όπως σημειώνει ο Μαζαράκης, τα δικά μας  τάγματα ήσαν 72 και των παραπάνω συμμάχων μας 199,  οι ελληνοσερβικές αυτές μονάδες ανερχόταν  σε 271. Υπερείχαν,κατά συνέπεια, οι Βούλγαροι του αθροίσματος των   ταγμάτων της Αθήνας και του Βελιγραδίου κατά 45.  Η Πολεμική Έκθεση του ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού[i] μάς πληροφορεί,παράλληλα,  ότι,τον Ιούνιο του 1913, η δύναμη του στρατού μας στη Μακεδονία περιελάμβανε 3.205 αξιωματικούς και  144.725 οπλίτες. Το  πυροβολικό μας,  όπως μαρτυρείται στην ως άνω έκθεση,  αποτελούνταν από 132 πεδινά, 44 ορειβατικά και 54 βαρέα πυροβόλα.  Διέθετε επίσης ο Ελληνικός Στρατός 132 πολυβόλα και 28.461 ζώα.  Η   συνολική,  δύναμή του   συνίστατο, κατά την  προαναφερθείσα πηγή, σε 195.000 άνδρες, ενώ  η Βουλγαρία υπερίσχυε   σε   αριθμό πυροβόλων  και σε σπάθες ιππικού.  Οφείλεται,παρ’ όλα αυτά, σε εγκληματική επιπολαιότητα του  εχθρικού  επιτελείου το γεγονός ότι το ίδιο,   διασπείροντας  έναν αριθμό  μονάδων του  σε ανενεργείς-από  άποψη εχθροπραξιών- περιοχές, προκάλεσε το ακόλουθο αποτέλεσμα:   να μην  διαθέτουν δηλαδή οι Βούλγαροι  σαφή υπεροπλία     ούτε  στο βουλγαροελληνικό    ούτε στο βουλγαρικοσερβικό μέτωπο!

Με  την εκδήλωση,πάντως, της ελληνικής, κατά των Βουλγάρων, αντεπίθεσης,    εκδιώχθηκαν,κατά  πρώτον, αυτοί   από τη Θεσσαλονίκη.  Αφηγείται,πράγματι, ο τότε Λοχαγός-και μετέπειτα Στρατηγός- Περικλής Καλλιδόπουλος, υπηρετώντας ο ίδιος  στο 2ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος της-υπό τον Υποστράτηγο Κωνστ. Καλλάρη-2ας Μεραρχίας Αθηνών (βλ.Ημερολόγια και Γράμματα από το Μέτωπο, σ.340-343): «Την[…]Δευτέραν 17 τρέχοντος» Ιουνίου «διετάχθημεν […] να εκτοπίσωμεν […] τον Βουλγαρικόν στρατόν Θεσσαλονίκης. […] ηρχίσαμεν […] να αποκλείωμεν αυτούς εις […] κτίρια ένθα ήσαν στρατωνισμένοι […] άγριος τυφεκισμός επηκολούθησε […]. Περί το μεσονύκτιον ήρχισεν και το πυροβόλον να κροτή[ii] […].  Μόλις[…] ερίφθη η πρώτη βολή […] ύψωσαν λευκήν σημαίαν, παραδοθέντες 130 […]. Μέχρι της 10ης πρωϊνής της Τρίτης,18ης τρέχοντος […] στρατιώται και κομιτατζήδες,εκκαθαρίσθησαν». Και ο Διονύσης Μοσχόπουλος στη σελ.114 του έργου του Ο Στρατηγός Καλλάρης και η εποχή του  (1858-1940),  αποδέχεται, όντως, ότι, κατά την εν λόγω ημερομηνία, «εξέλιψε κάθε αντίσταση των [εγκαταστημένων στη Θεσσαλονίκη] βουλγαρικών στρατευμάτων, τα οποία είχαν αιχμαλωτισθεί. Οι απώλειες των ελληνικών στρατευμάτων ήταν 18 νεκροί οπλίτες και των βουλγαρικών 54». Ακολούθησαν  οι   νίκες μας  κατά των Βουλγάρων, μεταξύ  19ης και 21ης Ιουνίου 1913, στο Κιλκίς και   στο   χωριό  Λαχανά, εντοπιζόμενο το δεύτερο  επί της τότε  αμαξιτής οδού Θεσσαλονίκης-Σερρών. Και  όσον μεν αφορά το Κιλκίς,  η εκεί ελληνική νίκη  επιτεύχθηκε  χάρη στον πολεμικό αγώνα   των Μεραρχιών μας: 10ης,3ης,5ης,4ης και 2ας,ενώ την νίκη  του Ελληνικού Στρατού στο Λαχανά  κατήγαγαν  οι Μεραρχίες 6η και η 1η ,με την 7η  να προελαύνει νικηφόρα, κατά του εχθρού, από την κατεύθυνση της Νιγρίτας.

Με  στόχο την κατάληψη του  Κιλκίς, σύμφωνα με  τον  Καλλιδόπουλο,την «19ην τρέχοντος […], το τάγμα» του «εβάδιζεν […] υπό τον ταγματάρχην Λαμπιώτην […]· το πυροβολικόν και [τα] όπλα εκρότουν πανταχόθεν». Την ίδια μέρα, «εχάσαμεν και τον Διοικητήν μας,Ταγματάρχην Διαλέτην φονευθέντα, και τον λοχαγόν Ροντήρην Α. βαρέως τραυματισθέντα, ανθυπολοχαγόν Μαντζώρον Κ. επίσης τραυματισθέντα. Την «20ην τρέχοντος […] προέλασις προς το χωρίον Γενή Μαχαλά [Λειψύδριο]. Εκείθεν δε προς […] Σαρί-Κιοϊ [χωριό Ποταμιά…]. Επελθόντος του σκότους […] λαμβάνομεν διαταγήν […],“μέχρι πρωΐας να πέση το Κιλκίς” […]. Μετ’ ολίγον, ήρχισεν η […] συγκέντρωσίς μας εντός του Γαλλικού ποταμού» […]. Εκείθεν […], η προχώρησίς μας έγινεν με […] βοηθόν την πυξίδα […]. Μόλις ήρχισεν να υποφώσκη η ημέρα […]με εφ’ όπλου λόγχην,αψηφώντες τον θάνατον, ακάθεκτοι […] επροχωρούσαμεν βάλλοντες […].Ουδέποτε […] είδα τοιαύτην λύσσαν αξιωματικών και στρατιωτών,έπιπτον ο εις κατόπιν του άλλου, χωρίς κανείς να κλονίζεται[…] εδέχθημεν αντεπίθεσιν […], πλείστοι των αξιωματικών, με τα περίστροφα εις τας χείρας των, κατώρθωσαν  να συγκρατήσωσι τμήματα τινά […] οι λοχαγοί Γιώτης, Λέκκας, Στρεβίνας και άλλοι εφονεύθησαν, ο ανθυπολοχαγός Εμμ. Μαρκαντωνάκης, πληγωθείς, κατεκερματίσθη υπό των […] Βουλγάρων.Εγώ, οι Πραντούνας Μ. λοχαγός, Σ. Αντωνιάδης λοχαγός,Μαρούλης Οδ. λοχαγός, Πανουτσόπουλος Αθ. λοχαγός, Βαχάρογλους υπολοχαγός, και πολλοί έτεροι μόνιμοι και έφεδροι επληγώθησαν». Στο χειρουργείο μας,  στο χωριό  Λειψύδριο,  οι τραυματίες  βρίσκονταν  «εντός αχυρώνων άλλος με σπασμένα μούτρα, άλλος με χέρια,κοιλίας,κεφάλια, οι μεν ζώντες αιματοβαμμένοι σαν χασάπηδες, και άλλοι ξεψυχούντες την νύκτα ως εκ των βαρέων τραυμάτων. Οι ιατροί Κουρτάκης και Ιωαννίδης […] αδύνατον να επαρκέσουν […]. Ο λόχος μου έχασεν φονευθέντας και τους 3 λοχίας του,αρκετόν αριθμόν δεκανέων και στρατιωτών, περί τους 75 εκτός μάχης. Ο λόχος Μαρούλη απώλεσεν όλους τους αξιωματικούς του».

Ο  καταγόμενος από το   Χιλιομόδι Κορινθίας,λογοτέχνης, Βασίλης Ρώτας,  ενεπλάκη 24ετής  στη μάχη του Κιλκίς ως έφεδρος  Ανθυπολοχαγός, διοικητής του 12ου λόχου του 23ου Συντάγματος τής, υπό τον Συνταγματάρχη Γεννάδη, 5ης Μεραρχίας. «Την πρώτη μέρα», σημειώνει   ο Ρώτας (βλ. Βασίλη Ρώτα, Η Μάχη του Κιλκίς,σ. 48 κε), «είπα στους στρατιώτες μου ν’ αφήσουνε τους γυλιούς και να κρατήσουνε τα όπλα και τα φυσίγγια […], και κάθε τόσο, στη μάχη […], έφερναν  κιβώτια» πυρομαχικών «και μας [τα] αδειάζανε. Προχωρούσαμε προς το Κιλκίς που ήτανε πολύ καλά  οχυρωμένο, κι εμείς δε κατακαμπίς, πάνω σε χωράφια μόλις θερισμένα, με τα δεμάτια καμωμένα […]  μικρές θημωνιές […], κι έβαζε το πυροβολικό οβίδες εγκαιροφλεγείς […] και κρουσιφλεγείς […] αλλά εμείς προχωρούσαμε. Είχαμε κιόλας απώλειες. Τους αφήναμε πίσω και τους μάζευαν οι τραυματιοφορείς. Δεν αργήσαμε να ’ρθούμε μπροστά σε πολυβολεία [και] οχυρώματα Βουλγάρων.Την πρώτη μέρα επήρα [και] εγώ ένα τέτοιο ύψωμα οχυρωμένο […]. Την άλλη μέρα […], επειδή είχαμε πολλές απώλειες, από το λόχο μου το ένα τρίτον ήταν σκοτωμένοι και τραυματίες [..], μας είπανε ότι […] θα μας αντικαθιστούσε το 16ο σύνταγμα. Αλλά, τι να αντικαταστήσει; […] οι Βούλγαροι έβαζαν με πολυβόλα […]. Όλο   το έδαφος ολόγυρα ήταν γιομάτο τραυματίες, άλλοι ξεκοιλιασμένοι, άλλοι χωρίς μυαλό, άλλοι μισοπεθαμένοι, άλλοι να βογγάνε και να φωνάζουνε, άλλοι σε φορεία, άλλοι χάμω».  Τον τραυματισμό του, προ του Κιλκίς,  δεν τον απέφυγε ούτε  ο Ρώτας,  μεταφερθείς σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Όταν όμως  διαπίστωσε ότι το τραύμα του δεν ήταν σοβαρό, εγκατέλειψε το νοσοκομείο και επανήλθε στη  μονάδα του.

Στο ίδιο  σύνταγμα με τον Ρώτα  υπηρετούσε και ο καταγόμενος από τον Άνω Βόλο  Στέφανος  Τζάνος, οπλίτης του 4ου Λόχου (βλ.Στεφάνου Τζάνου, Ημερολόγιον Βαλκανικών Πολέμων 1912-13,σ.130 κε). Ακολουθούν,συνεπώς, τα εξής ανθολογημένα,  από το  ημερολόγιο  του Τζάνου, αποσπάσματα  αναφερόμενα στη μάχη του Κιλκίς: 19 Ιουνίου 1913,ημέρα Τετάρτη. «Την 6½ […] η V Μεραρχία συνεκεντρώθη επί των υψωμάτων του [χωριού] Γκιόρδινο», σημερινό Ξηροχώρι.«Ηχεί το πρώτον τηλεβόλον […] το 23ον [Σύνταγμα] αρχίζει […] τον διά τυφεκίου αγώνα ακροβολιστικώς […]. Η προέλασίς μας […] ταχίστη,τρομερά και κατ’ ουδέν ανακοπτομένη[…],τρελλή,[,,,],άφωνος ως θάνατος,μεγαλειώδης […]. Ο Συντ/άρχης Χρήστος Ζούκης ηθέλησε να συγκρατήση […] το 1ον Τάγμα του Συν/τός τού, το υπό τον λοχ. Δαγκλήν […].Αλλά […]απεσπάσθησαν ο 2ος και 3ος λόχος ακράτητοι άνευ ανωτέρας διαταγής […], γίνονται παρατηρήσεις προς τον κ.Γ. Δαγκλήν, αλλ’ ως απάντησις […] αποσπάται […] και ο 4ος λόχος του ιδίου Τάγματος καθώς και μία διμοιρία του πρώτου λόχου […] προς κατάληψιν του λόφου ένθα εισίν τοποθετημένα τα πολυβόλα του εχθρού[…]. Η περιβολή»[iii] αυτή των Βουλγάρων βρισκόταν «600 μ. νοτ. Καβακλή», τωρινό χωριό Πέρινθος.  «Η μάχη […] διεξάγεται με φοβεράς και μεγίστας δι’ ημάς απωλείας […],  ο  λοχαγός κ.Γ. Δαγκλής, μετά των συνδέσμων του […] ήρχισε  ανερχόμενος τον […]λόφον […]. Τα πυρά […] του εχθρικού πυροβολικού ενετάθησαν […] τα βλήματα έπιπτον» στη θέση που βρίσκονταν «ο Συνταγματάρχης κ.Χρίστος Ζούκης, ο υπασπ. λοχ. Παναγιωτόπουλος […], ο υπολοχ. Λαΐτσας Παν. και ο ανθ. Δεμέστιχας, οίτινες διέτρεξαν σοβαρώτατον κίνδυνον. Το ακλόνητον του διοικητού προξενεί εντύπωσιν εις πάντας. Μένει ως στόχος εις την θέσιν του· παρατηρεί διά του τηλεσκοπίου αψηφών τα πάντα.Επίθεσις διά της λόγχης εκ μέρους ημών», συνεχίζει ο Τζάνος, «τα [εχθρικά] πολυβόλα σιγώσι[…].Κατακλυσμός του πυροβολικού μας[…] αναγκάζει τον εχθρόν να εγκαταλείψη την θέσιν του […], έξαλλον το πεζικόν ανέρχεται επί της καταστρεπτικής [βουλγαρικής] θέσεως[…]· μετ’ ολίγον δίδεται διαταγή αγρίας καταδιώξεως[…]τού εν τη κορυφή εχθρού, όστις προτροπάδην υποχωρεί διά μέσου καιομένων αγρών. […].Η μάχη […] ετελείωσε εις τας 4 και 15΄μ.μ. […].Αρχική δύναμις του τάγματός μου […]1065. Απώλειαι […] 34 νεκροί και 185 τραυματίαι, ηγνοείτο  δε η τύχη 27 […]. Το όλον 246 απόντες. Ώστε η δύναμις ηλαττώθη εις 800 περίπου άνδρας

     »20 Πέμπτη. […] προχώρησις […]προς […]  τα δεξιά και πέραν του Σιδ. Σταθμού […] απέναντι και ολίγον δεξιά του χωρίου Σαρί Γκιολ», της τωρινής    Κρηστώνης. «Τα πυροβόλα του εχθρού αρχίζουν […] το τάγμα μου […] εισήλθε […] εις την χαράδραν την προ του Σταθμού […]. Η  επίθεσις της […] Μεραρχίας είχε διεύθυνσιν προς την πόλιν του Κιλκίς[…], απεστάλησαν[…]αι διμοιρίαι του 1ου λόχου […] εις την Σιδ.Γραμμήν και εκείθεν αριστερά του χωρίου και άνωθεν αυτού. […] άπαντες οι λόχοι […]  κατέλαβον τον  αύλακα δι’ ου διέρχεται ο Σιδηρόδρομος[…]Λοχίας  Βουγιουκλής […] εισήλθεν εντός του χωρίου μετά της διμοιρίας του […]». Λόχοι του τάγματος του Τζάνου «κατόρθωσαν να παραταχθώσι […] και πέραν της κάτω συνοικίας του χωρίου  […].Εκείνο όμως όπερ και τους πλέον γενναίους […] ταράσσει είναι ο [εκ μέρους των Βουλγάρων] αιφνιδιασμός της [επομένης] νυκτός. Ουδέν τούτου [περισσότερο] μεγαλειώδες  […]. 21 Παρασκευή.[…] με το πρώτον φως της ημέρας ήρχισε και το πυροβολικόν […]· άνωθεν ημών διέρχεται αεροπλάνον[…]. Ήν περίπου 8 και ½ π.μ.,ότε ανεφάνησαν,δεξιά και κάτω της κατωτέρας συνοικίας του χωρίου […] λόχοι ημέτεροι», για  να θέσουν«τον εχθρόν εις […] διασταυρούμενα πυρά […],δεξιά δε της  αμαξιτής οδού […] επιτιθέμεθα […]. Συμπεπυκνωμένα σώματα εχθρού με εφ’ όπλου λόγχην, αραιωμένας[…]τας τετράδας […], εις αρκετόν μέτωπον, και με βήμα προσβολής,υπό κρότους τυμπάνων και εκκωφαντικών “ούρα”, βαίνουσιν εναντίον ημών […].Άπελπις» όμως η βουλγαρική «προσπάθεια»,αν και«ουδέν αγριότερον της στιγμής εκείνης […]. Ο εχθρός […] εφ’ όσον πλησιάζει, τόσον καθίστανται αι φωναί [του] ισχυρότεραι και τα τύμπανα ευκρινέστερα. Αλλά δεν κατόρθωσε [τίποτε] περισσότερον». Ακολούθησε «η κατασυντριβή του […], εσηκώθημεν […] όρθιοι, συνησπίσθημεν εις μικράς ομάδας […] και ηρχίσαμεν πυρά ταχύτατα, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε ο κλονισμός πλέον αυτού […], είτα δε η επαίσχυντος δι’ αυτόν φυγή[…]. Αγριωτάτη»,εντούτοις, «υπήρξεν  η κατάληψις των» βουλγαρικών «οχυρωμάτων […]·οι εχθροί ούτοι […] υπήρξαν ανδρείοι,καθότι […]ηγωνίζοντο τον έσχατον αγώνα, όπως δώσωσι καιρόν εις τους πολλούς να απομακρυνθώσι».

Η έναρξη της βουλγαρικής υποχώρησης σημειώθηκε, κατά τον Τζάνο «την 9 π.μ. ακριβώς, την δε 10¼ εισήλθον αι πρωτοπορείαι μας εις την πόλιν Κιλκίς. Το Τάγμα μου εισήλθε την 11 π.μ., αν και πρώτον όλων εβάδιζε, και τούτο, διότι, όπως συγκεντρώση τους άνδρας του, παρέμεινεν υπό εστεγασμένην στάνην προβάτων […] (η στάνη απείχε ¼ ώρας του Κιλκίς)».  «Ο αγών  υπήρξεν […] σφοδρός και πεισματώδης» ανέφερε τότε   το Γενικό ελληνικό Επιτελείο  προς το  υπουργείο μας των Στρατιωτικών[iv], «Αι εχθρικαί θέσεις καλώς εκλεγμέναι […] διεδέχοντο  αλλήλας επί βάθους 15-20 χιλιομέτρων, κατέληγον δε, αφ’ ενός μεν, εις το κέντρον επί της οχυρωτάτης τοποθεσίας του Κιλκίς, ην οι Βούλγαροι […] είχον μεταβάλει εις άλλην Πλεύναν[v] με πλήθος περιβολών, ορυγμάτων και πυροβολείων, αφ’ ετέρου δε εις την φύσει  οχυροτάτην και, τέχνη, απόρθητον κατασταθείσαν τοποθεσίαν του Λαχανά […]. Κατά την πρώτην ημέραν της μάχης» ο Στρατός μας «εκέρδισε […]  άπαν  το προς νότον του Κιλκίς έδαφος […] έφθασε δε […] μετ’ ανδρείας  απαραμίλλου εις 5-6 χιλιομέτρων απόστασιν από της κεχαρακωμένης τοποθεσίας του Κιλκίς […]. Την δευτέραν ημέραν», η ομάδα μεραρχιών «του κέντρου εξηκολούθησε τον αγώνα προσπελάσεως προς την κυρίαν τοποθεσίαν του Κιλκίς […]. Η προσπέλασις του Πυρ/κού προσέκρουσεν εις μεγίστας εδαφικάς δυσχερείας, μόνον δε τη βοηθεία του μηχανικού, κατασκευάσαντος οδούς, κατορθώθη τούτο. Η προσπέλασις του Πεζικού επί ακαλύπτων πρανών (glacis) ήτο εκ των μάλλον δυσχερών […]. Κατά την τρίτην  ημέραν, 21 Ιουνίου […] η καταστροφή του εχθρού  υπήρξε τελεία, καίτοι ούτος  ήτο αριθμητικώς σχεδόν ισοδύναμος, ήτοι» διέθετε «16 περίπου [τάγματα] πεζικού μετά 24 πυροβόλων […], περί δε την 8ην πρωϊνήν ώραν ηλίσκετο άπασα η προ του Κιλκίς σειρά των χαρακωμάτων και περιβολών, του εχθρού  τραπέντος προς υποχώρησιν […].Και ενταύθα η λόγχη των ανδρείων Ελλήνων στρατιωτών διεδραμάτισε το σπουδαιότερο μέρος. Εις πολλά των χαρακωμάτων ευρέθη μεγάλη ποσότης εγκατελελειμμένων όπλων πολεμοφοδίων και λοιπών υλικών. Η κωμόπολις του Κιλκίς εγένετο παρανάλωμα του πυρός, είτε ένεκεν  των εκρηκτικών οβίδων, είτε καείσα υπ’ αυτών των κατοίκων (των μόνων Βουλγάρων ως γνωστόν εν τη περιφερεία), οίτινες πανοικεί εγκατέλειψαν αυτήν».

 «Το πυρ αναμφιβόλως ετέθη υφ’ ημών», υποστηρίζει ο Στέφανος Τζάνος(βλ. παραπάνω,σ.149), «διότι [το Κιλκίς] ήτο εστία επί Τουρκοκρατίας των κομιτατζήδων. Τα μίση των λαών εξέσπασαν κατά των αψύχων οικιών της πόλεως[…].Οία αγριότης». Και εξακολουθεί την αφήγησή του ο παραπάνω οπλίτης και μετέπειτα υποδεκανέας: «Εισελθόντες εντός της πόλεως και παραμείναντες εντός αυτής, συγκεντρωθέντες  παρά την πλατείαν της,ένθα και σχολείον καλογραιών, εξήλθομεν προς καταδίωξιν του εχθρού, όστις ήρξατο να βάλλη και εντός έτι αυτής της πόλεως. Προχωρήσαντες δε ολίγον έξω της πόλεως, έστημεν, προελάσαντος ολίγον περαιτέρω του ιππικού,ενταύθα δε και κατηυλίσθημεν (½ ώρα μακράν πόλεως). Την 1½ μ.μ. ήρξατο η πόλις να καίηται». Συνεχίζει,αφετέρου,και η προπαρατεθείσα αναφορά του Γενικού ελληνικού Επιτελείου: «Ο αριθμός των αμυνθέντων την κυρίαν τοποθεσίαν του Κιλκίς ανήρχετο […] εις 30-35 χιλιάδας μαχητών, προστιθεμένων δε και εκείνων ους διεσκόρπισεν η αριστερά [10η] Μεραρχία [μας], ο ολικός αριθμός των υπερασπιστών του Κιλκίς ολίγον απείχε των 50 χιλιάδων[vi][…] μέχρις ώρας εκυριεύθησαν 21 πυροβόλα, ων 12 ταχυβόλα […]. Αι απώλειαι ημών[…] κατά τα φαινόμενα […] δεν απέχ[ουν] πολύ των 10 χιλιάδων νεκρών και τραυματιών»[vii]. «Απώλειαι 1ου Τάγματος [του 23ου Συντάγματος] 145 άνδρες απόντες», μαρτυρεί ο   Τζάνος, και  συμπεραίνει ο ίδιος: « Ώστε, 145, και 246 της πρώτης ημέρας, το όλον 391 εκτός μάχης κατά πάσας τας ημέρας του Κιλκίς. Η δύναμις λοιπόν του τάγματος, ήτις παρέμεινεν ήτο 1065-391=674 άνδρες. Άξιον ιδιαιτέρας σημειώσεως όμως» είναι το «ότι, κατά τον καταυλισμόν έξω της πόλεως, ήσαν παρόντες 386 έτοιμοι προς προέλασιν, οι λοιποί διασκορπισμένοι. Σχεδόν η αυτή αναλογία και παρά τοις λοιποίς σώμασι». Συμπληρώνει δε, στη σελίδα150,   σχετικά με τις απώλειες της μονάδας του ο παραπάνω οπλίτης: «Κατά τας τρεις ημέρας της μάχης του Κιλκίς εδόθησαν υπό των λόχων προς το Σύν/μα» (το 23ο),«ως τεθέντες εγνωσμένως εκτός μάχης, περί τους 900 στρατιώτας,εκτός των αγνοοουμένων, καθώς δε τινές έμαθον,εκ του γραφείου,969».

Κατά το Γενικό ελληνικό Επιτελείο, έπεσαν στο πεδίο της μάχης,προ του Κιλκίς και του Λαχανά,  «6 διοικηταί Συντ/των, οι Συν/χαι Καμπάνης και Παπακυριαζής, Αντ/χαι Καραγιαννόπουλος, Καμάρας και Κορομηλάς και ο Ταγ/χης Διαλέτης. Επίσης τρεις Διοικηταί ταγμάτων, οι Ταγ/χαι Κουτήφαρης, Κατσιμήδης και Χατζόπουλος. Τραυματισθείς δε ο Αντ/χης Τερτίπης. Αι απώλειαι του εχθρού […] ασυγκρίτως ανώτεραι των ημετέρων».  Όσον αφορά το Λαχανά, ο τότε  Υπίλαρχος-διαγγελέας Κων. Βάσσος[viii]  της, υπό τον Υποστράτηγο Μανουσογιαννάκη, 1ης Μεραρχίας(βλ.Ημερολόγια και Γράμματα από το Μέτωπο,σσ,201-22) μας πληροφορεί ότι    η μάχη εκεί  «ήρχισεν εις τας 5 προ μεσημβρίας» της 21ης Ιουνίου 1913 και ότι «καθ’ όλην την πρωΐαν υφιστάμεθα φοβεράς απωλείας υπό του εχθρικού πυροβολικού. Το ηθικόν του 5ου Συντάγματος»,ιδίως, «εκλονίσθη», όταν  «εφονεύθη ο ταγματάρχης Κατσιμίδης, και 5 έτεροι αξιωματικοί   ετέθησαν εκτός μάχης[…]. Εις τας 10 π.μ. ο μέραρχός μας αποφασίζει να γίνη γενική επίθεσις μεθ’ όλων των δυνάμεων [τών] Ι και VI Μεραρχιών εναντίον του εχθρού.Ώρα ενάρξεως ορίσθη η 3 μ.μ.», οπότε, «άξιον θαυμασμού ήτο το στράτευμα κατά την επίθεσιν. Οι εύζωνες […] κυνηγούν [τους Βούλγαρους] κτυπώντες τις καραβάνες με την ξιφολόγχην των[!]. Εις τας 4.15 είχαμεν καταλάβη τας εχθρικάς θέσεις και 12 πεδινά πυροβόλα. Αι απώλειαί μας είναι μεγάλαι, 11 αξιωμ. φονευμένοι. Ανέρχονται εν συνόλω» οι ελληνικές απώλειες «εις 1091 της Ι και της VI [Μεραρχίας]. Εχάσαμεν κατά την μάχην ταύτην έναν πρώτης τάξεως[] και αξιοθαύμαστο παλικάρι, τον Συνταγματάρχη Παπακυριαζή. Η απώλειά του είναι μεγίστη διά την  Μεραρχίαν μας. Το βράδυ διανυκτευρεύομεν εις Λαχανάν, χωρίον τουρκικό, εις την οικίαν του Τούρκου Μουχτάρη».

Ο συγγραφέας Τιμολέων Αμπελάς (βλ. Ιστορία του ελληνοβουλγαρικού πολέμου, σ.223), μας βεβαιώνει πως ο Ελληνικός Στρατός  προήλασε, εν συνεχεία, «εις διάστημα ενός μόνον μηνός […] εις έκτασιν 240 χιλιομέτρων εν Μακεδονία, ήτοι όσον απέχει η Θεσσαλονίκη από» της  Άνω «Τζουμαγιάς[ix], και μέχρι των παλαιών εν Θράκη Τουρκοβουλγαρικών συνόρων, απολέσασα» η Σόφια «22 μάχας, αποβάσας πάσας υπέρ των Ελλήνων,[και] εκδιωχθείσα» η 2η βουλγαρική στρατιά «εκ 30 Μακεδονικών και Θρακικών πόλεων[…]».  Σύμφωνα με τον  Βεντήρη (παραπάνω, ίδια σελ.), «επί τέσσαρας συνεχείς εβδομάδας τα ελληνικά στρατεύματα εβάδισαν εμπρός με απτόητον σθένος […]. Οι Έλληνες συνέτριψαν παντού την λυσσώδη εχθρικήν άμυναν. Προήλασαν διακόσια χιλιόμετρα. Υπερέβησαν ποταμούς,διέβησαν δάση, επάτησαν βουνοκορφές ύψους δύο χιλιάδων μέτρων. Εξεκίνησαν με βαρύν θερινόν καύσωνα και ετερμάτισαν την πορείαν των υπό βροχάς και παγετώνας. Αι μάχαι της Δοϊράνης, του Δεμίρ Ισσάρ [Σιδηροκάστρου], των Σερρών, της Νιγρίτας, της Στρώμνιτσας αποτελούν ομωνύμους νίκας.  Η εκπόρθησις των τρομερών στενών της Κρέσνας, οι σκληρότατοι αγώνες του Πετσόβου, του Σιμιτλή, της Τζουμαγιάς, του Χασάν-πασά, της Μαχομίας είναι κατορθώματα λαμπρά. Η ελληνική αρετή κατέβαλεν εχθρόν αναμφισβητήτου αντοχής. Όταν ο ελληνικός στρατός εξώρμησεν από την Θεσσαλονίκην, μόνη η πόλις και στενοτάτη περιοχή» πέριξ αυτής «ευρίσκοντο υπό την εξουσίαν του. Μετά ένα μήνα, οι Έλληνες πρωτοπόροι εστρατοπέδευαν εις τα παλαιά τουρκοβουλγαρικά σύνορα. Προς ανατολάς, ολόκληρος η Μακεδονία και τμήμα της Θράκης ηλευθερώθησαν. Αι Σέρραι, η Καβάλα, η Δράμα εγίνοντο ελληνικαί. Εκατόν πυροβόλα,εξ χιλιάδες αιχμάλωτοι, μέγας αριθμός παντοειδούς υλικού περιήλθαν εις χείρας των νικητών.Η νίκη όμως υπήρξεν αιματηρά. Είκοσι δύο χιλιάδες μαχητών Ελλήνων ετέθησαν εκτός μάχης. Εκ τούτων 2.400 στρατιώται και 165 αξιωματικοί έπεσαν νεκροί […].Κατόπιν εικοσαημέρου αγώνος», συνεχίζει ο Βεντήρης (σ.166), «η ελληνική στρατιά είχεν υπερβή τα στενά της Κρέσνας. Άγριαι συμπλοκαί, συνεχείς πορείαι, στερήσεις, και η χολέρα επηρέασαν την αρχικήν ακμαιότητα του στρατεύματος…».

Συμπληρώνει,δε, στα παραπάνω,  η Άννα Μελά-Παπαδοπούλου  στο ημερολόγιό της[x] (βλ. Α.Θ. Σταυρίδη, Εκεί που δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι, σ.164): «τριάντα ημέρες διήρκησε ο πόλεμος. Τις δεκαέξι είχαμε  μάχες και τις δεκατέσσερις πορείες […].Απίστευτο μου φαίνεται, όταν ξεφυλλίζω το ημερολόγιόν μου και βλέπω τις διάφορες […] μάχες μας: Πόπτσεβο, Ορός Τεπέ, Ρουτσίνοβο, Πέτσοβον, Καδίτσα, Χασάν Πασά, Ζανόγκα και Λιμπόκοβικ». Σ’ όλη αυτήν την έκταση των προαναφερθέντων  τοπωνυμίων,ενταφιάστηκαν και οι  νεκροί μας, με  τους τάφους τους να    τους σηματοδοτούν κάποιοι  ξύλινοι,απέριττοι,  σταυροί  καμωμένοι με σανίδες  από  κασόνια πυρομαχικών.  Όσον αφορά τους τραυματίες μας, ένα  από τα δρομολόγιά τους, κατά την από  το μέτωπο  διακομιδή  τους προς   τα μετόπισθεν,    συνίστατο: στην οδική μεν  μεταφορά τους από την Άνω Τζουμαγιά, μέσω Κρέσνας,  στο Σιδηρόκαστρο· και, από εκεί, με   σιδηρόδρομο στη  Θεσσαλονίκη. «Θυμούμαι την διαρκή μου ανησυχία», ομολογεί η   Άννα Παπαδοπούλου, αναφορικά με το «πώς  θα ήταν  δυνατό να κατεβάσουν από εκεί επάνω τους τραυματίας μας […], παρακολούθησα» όμως «την τύχην των και  απεδείχθη πως όλοι από το πεδίον της μάχης έως το Δεμίρ Ισσάρ [Σιδηρόκαστρο]-Θεσσαλονίκη έφθασαν καλά». Στη Θεσσαλονίκη υποδέχονταν τους  τραυματίες μας, σε ειδικά διαμορφωμένες  αίθουσες του  παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού, «αι κυρίαι και αι δεσποσύναι νοσοκόμοι», μας πληροφορεί ο Κύπριος εθελοντής Εμμανουήλ Μ. Εμμανουήλ (βλ. Ημερολόγιον ή Πολεμικαί Σελιδες,σ. 104, κε,)   προσφέροντάς τους γάλα, τυρί ψωμί, λεμονάδες, κονιάκ και τσιγάρα.

Την  περαιτέρω προώθησή τους στην πόλη,   την αναλάμβαναν τα  τραμ,   μεταφέροντας τους λαβωμένους Έλληνες   ή  στο 4ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Βίλας Αλλατίνη[xi]  ή  στο «νοσοκομείον του ερυθρού Σταυρού, Οικία Χαρίση ένθα πριν ήτο το Βουλγαρικόν  Παρθεναγωγείον πλησίον της Αγίας Σοφίας» (βλ, Εμμανουήλ, παραπάνω σελίδα και 105η)· ή στο 3ο  «που είχε  αναπτυχθεί στις εγκαταστάσεις του Οθωμανικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου και λειτουργ[ούσε] ως 424 Γ.Σ.Ν. μέχρι σήμερα» (βλ. Α.Θ.Σταυρίδη, παρααπάνω,σ.117) ή, τέλος,  στο 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το εγκαταστημένο στο σημερινό κεντρικό κτίριο της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.«Από το Σάββατον ευρίσκομαι εις το Βον Στρατιωτικόν Νοσοκομείον πληγωθείς εις το σφαγείον της μάχης του Κιλκίς» μαρτυρεί ο Περικλής Καλλιδόπουλος (παραπάνω,σ.340), συνεχίζοντας ο ίδιος: «Το τι γίνεται ενταύθα απερίγραπτον,άνω των 7.000 τραυματισμένων,διάδρομοι, αυλαί πλήρεις» (σ.343). Ο δε τότε εν Θεσσαλονίκη Γερμανός  πρόξενος ενημέρωνε, επί του ιδίου θέματος, στις 7& 11 Ιουλίου 1913,  το συμπατριώτη του καγγελάριο Albert von Bethmann Hollweg  (βλ. Στρ.Ν. Δορδανά-Βάιου Καλογρηά, Η Γερμανική Αυτοκρατορία και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.σ.302&305) ότι οι τραυματίες μεταφέρονταν και  στη σκάλα  Σταυρού[xii], όπου παραλαμβάνονταν από πλοία.  Πληροφορούνταν,επιπροσθέτως, ο Γερμανός καγγελάριος πως «ο αριθμός των τραυματιών που»  είχαν «μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη», «συνεχώς»  αυξανόταν «και [πως] μέχρι στιγμής έχει φτάσει τις δέκα χιλιάδες. Προχθές δύο χιλιάδες τραυματίες μεταφέρθηκαν με το πολεμικό “Θεμιστοκλής”[xiii] στην Αθήνα. Όλα τα στρώματα του πληθυσμού της πόλης, επίσης και οι Γερμανοί, βοηθούν στην περίθαλψη των τραυματιών. Δανέζες και Αγγλίδες νοσοκόμες έχουν ήδη φτάσει στην πόλη, ενώ αναμένονται, όπως ακούω, και Γερμανίδες».  Ταυτόχρονα  με τις θυσίες του μαχόμενου στρατού μας, επισημαίνει ο Βεντήρης (σ.166), οι απελευθερωθέντες, κατά τον πόλεμο εκείνο, «ελληνικοί πληθυσμοί εξηγόρασαν ακριβά την απολύτρωσίν των. Υπέστησαν απανθρώπους σφαγάς,ληστείας και βιασμούς από τους Βουλγάρους. Επίσκοποι, διδάσκαλοι, ιερείς, πρόκριτοι, γυναίκες και ανήλικοι κατεκρεουργήθησαν άνευ οίκτου. Αι Σέρραι, η Νιγρίτα, το Δοξάτον μετεβλήθησαν εις ερειπιώνας. Λόχοι [του ελληνικού] μηχανικού διετέθησαν προς ταφήν υπερδισχιλίων θυμάτων της βουλγαρικής θηριωδίας. Διά προκηρύξεώς του εις τους ξένους λαούς», ο τότε Έλληνας βασιλιάς και αρχιστράτηγος «Κωνσταντίνος ωνόμασε τους Βουλγάρους “ανθρωπόμορφα κτήνη”, “τέρατα” και “βαρβάρους”» ευρισκομένους «εκτός των νόμων της πολιτισμένης ανθρωπότητος».

Μας κατατοπίζει, παρομοίως, ο Βεντήρης (βλ. παραπάνω, ίδια σελίδα), ότι «πλην των Ελλήνων και Σέρβων,[και] οι Ρουμάνοι εκήρυξαν επίσης τον πόλεμον εναντίον της Βουλγαρίας και έφθασαν, σχεδόν αμαχητί, 40 χιλιόμετρα προ της Σόφιας».Το Βουκουρέστι,  διεκδικώντας, πράγματι, βουλγαρικά εδάφη[xiv],  είχε αναθέσει(από της 15ης  Ιουνίου του 1913) στον εν Σόφια Ρουμάνο πρεσβευτή, πρίγκιπα  Γκίκα, να επιδώσει, στη βουλγαρική κυβέρνηση,  διακοίνωση προβλέπουσα:  πως σε περίπτωση σερβοβουλγαρικού πολέμου,  η Ρουμανία επιφύλασσε   δι’ εαυτήν  το δικαίωμα να δράσει ελεύθερα. Το ότι,μάλιστα, το ρουμανικό εκείνο διάβημα είχε εξαιρετικά ανησυχήσει  τους Βουλγάρους    φάνηκε από την  ακόλουθη αντίδρασή τους: έχοντας υπόψη της, δηλαδή, η Σόφια  συγκεκριμένες αξιώσεις του Βουκουρεστίου   επιχείρησε  να εξασφαλίσει την   ουδετερότητά του   παρέχοντας στους  εν λόγω  γείτονές της εδαφικά ανταλλάγματα στην περιοχή της   Σιλίστριας. Η Ρουμανία,παρ’ όλα αυτά,  κήρυξε στις 20 Ιουνίου/3 Ιουλίου γενική επιστράτευση   συγκεντρώνοντας πέντε Σώματα  Στρατού και δύο μεραρχίες ιππικού (περίπου  200.000 άνδρες με 500 πυροβόλα).    Η  τελικά τηρηθείσα,ωστόσο, από το Βουκουρέστι στάση   συνίστατο σε έναν απροκάλυπτο καιροσκοπισμό.  Παρέμενε,με άλλα λόγια, η Ρουμανία, σε αδράνεια, καιροφυλακτώντας,   μέχρι να γίνει    απολύτως  σαφές,   επ’ωφελεία ποίου εκ των αντιπάλων  θα   έκλινε η πολεμική  πλάστιγγα· οπότε και θα επενέβαινε στρατιωτικά  η Ρουμανία-όπως και   επενέβη-τηρώντας ευνοϊκή στάση υπέρ  των νικητών.  Έτσι,  μόνο στις 27 Ιουνίου,     στράφηκε το εν λόγω κράτος κατά της Βουλγαρίας, καταλαμβάνοντας, την ίδια μέρα,  την προαναφερθείσα Σιλίστρια. Σύμφωνα με   άλλες  απόψεις, οι Ρουμάνοι ενεπλάκησαν  στον Β΄Βαλκανικό πόλεμο    ως  ένοπλοι διαιτητές   ή ρυθμιστικοί  παράγοντες επίλυσης του   Βαλκανικού ζητήματος. Αλλά και  την προαναφερθείσα στάση του το Βουκουρέστι  την τήρησε,και πάλι, μόνο κατ’ επίφαση.  Γιατί ουσιαστικά,  με την εμπλοκή του στον πόλεμο, δεν  αποσκοπούσε  παρά   στην απόκτηση  της Νότιας  Δοβρουτσάς.   Έτσι κι αλλιώς,ωστόσο,  η  προέλαση των στρατευμάτων του Ρουμάνου βασιλιά Καρόλου εντός των βουλγαρικών εδαφών, σε καμιά περίπτωση,  δεν θα  μπορούσε  να  θεωρηθή ως σοβαρή  πολεμική επιχείρηση,μιας και  η Σόφια ουδεμία αντίσταση πρόβαλε  στον  εισβολέα.  Η μόνη διεξαχθείσα ρουμανοβουλγαρική “μάχη”   ήταν εκείνη της 10ης Ιουλίου μεταξύ της 1ης ρουμανικής μεραρχίας  και της οπισθοφυλακής της 9ης των Βουλγάρων, όταν οι  δεύτεροι, αμαχητί  σχεδόν, παραδόθηκαν στους γείτονές τους.   Συγχρόνως  με την εισβολή, αφετέρου, του    ρουμανικού  στρατού    στη Βουλγαρία,  ο τσαρίσκος της Σόφιας Φερδινάνδος  έσπευσε να στραφεί στους  Ευρωπαίους ομολόγους του για να τον επικουρήσουν ως προς την κατάπαυση των εχθροπραξιών  και την  αναστολή της περαιτέρω ελληνοσερβικής διείσδυσης  στην επικράτειά του.

Τούτο,δε, συνέβη, γιατί η  ηττηθείσα Βουλγαρία  φοβόταν  μήπως και οι Τούρκοι, επιπροσθέτως-έχοντας πλέον αναθαρρήσει εξαιτίας της δεινής βουλγαρικής θέσης και εκμεταλλευόμενοι αυτην-βάδιζαν εναντίον τής (τότε)  βουλγαρικής,ακόμη, Αδριανούπολης. Οι υπήκοοι του σουλτάνου διέδιδαν,όντως, ήδη  από της 10ης Ιουνίου,  ότι επρόκειτο σύντομα να γιορτάσουν την είσοδό τους στην  ως άνω πόλη,   μιας και το  όνομά της παρέμενε για τους ίδιους, όπως διατυμπάνιζε η  εφημερίδα Τανίν, γλυκύτερο, συμπαθέστερο και   ελκυστικότερο  απ’  όσο ήταν   της Αλσατίας και της Λορένης   για τους Γερμανούς  και τους Γάλλους.  Και πράγματι,δεν άργησαν να υλοποιηθούν οι τουρκικές προθέσεις.   Εκμεταλλευθείσα,με άλλα λόγια, η Πύλη  την, εξαιτίας του Β΄Βαλκανικού πολέμου,   γενικότερη  αναταραχή,   και αντιληφθείσα ότι η Σόφια αδυνατούσε να συγκρατήσει τις ελληνοσερβικές επιθέσεις,  κατήγγειλε,κατ’ αρχήν,τη Συνθήκη του Λονδίνου με την οποία είχαν επισφραγισθεί τα αποτελέσματα του Α΄Βαλκανικού πολέμου. Εν συνεχεία δε, αφού τα τουρκικά στρατεύματα, στις 29 Ιουνίου, άρχισαν να προελαύνουν    στην Ανατολική Θράκη, κατέλαβαν  τη γραμμή Αίνου-Μηδείας[xv].  Ακολούθησε,εξάλλου, όχι μόνο η  εκ μέρους των Τούρκων κατάληψη του Λουλέ Μπουργκάζ (Αρκαδιούπολης), αλλά και, καμπυλώνοντας οι προελαύνοντες-υπερβολικά  προς τα βορειοδυτικά-την  προαναφερθείσα γραμμή,  περιέλαβαν εντός της ζώνης  κατοχής τους, πλην της περιοχής της Αδριανούπολης,   και  την πόλη των Σαράντα Εκκλησιών.  Τούτο δε συνέβη, παρά το ότι   η  Συνθήκη του Λονδίνου είχε επιδικάσει στη Βουλγαρία τις  δύο αυτές πόλεις[xvi]. Σωστά,  ο Στρατηγός Γυαλίστρας (σ.63) επισημαίνει,επομένως, ότι «πεπεισμένη η Βουλγαρία διά την»εναντίον των Ελλήνων και Σέρβων «κεραυνοβόλον νίκην της, καθ’ α ομολογεί ο [Βούλγαρος] Πρωθυπουργός Γκέσωφ και αποδυθείσα εις την τύχην των όπλων, αφ’ ενός μεν προεκάλεσεν την Ρουμανικήν εισβολήν, αφ’ ετέρου δε παρέσχε την δυνατότητα εις την Τουρκίαν, όπως, διά στρατιωτικού περιπάτου, αρξαμένου την 28ην Ιουνίου, ήτοι 12 ημέρας μετά την επίθεσιν των Βουλγάρων εναντίον ημών και των Σέρβων, ανακαταλάβη ολόκληρον την Ανατολικήν Θράκην, της ανακαταλήψεως της Αδριανουπόλεως επιτευχθείσης την 9ην Ιουλίου»[xvii].

[i] Βλ. Πολεμική Έκθεσις Γενικού Επιτελείου Στρατού. τ.Γ΄. “Αι επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων”, έκδ.1932,σελ.90 και σελ.111-117. Βλ. επίσης και τόμ.Ι,2 Παράρτημα, έκδ.1935,σελ.648-9. Έγγρ. 612&613.

[ii]  Όπως παραθέτει ο Διονύσης Μοσχόπουλος στη σελ.113 του έργου του Ο Στρατηγός Καλλάρης και η εποχή του και η εποχή του (1858-1940), οι ελληνοβουλγαρικές  συμπλοκές στη Θεσσαλονίκη «άρχισαν στις 6.30 το απόγευμα. Στις 8 το βράδυ εγκαταστάθηκε [από  ελληνικές πλευράς] πυροβόλο, το οποίο έβαλε κατά βουλγαρικού στρατώνος που βρισκόταν δίπλα στο βουλγαρικό στρατηγείο.Στις 8 ακούσθησαν οι πρώτες φωνές παραδόσεως. Στις 9 το βράδυ παραδόθησαν 108 Βούλγαροι του βουλγαρικού νοσκοκομείου που βρισκόταν στην οδό Χαμηδιέ [σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης]. Στις 9.20 το βράδυ, παραδόθηκαν 52 Βούλγαροι, οι  οποίοι παρέμεναν κρυμμένοι στο υπόγειο του στρατώνος δίπλα στο Βουλγαρικό Στρατηγείο. Στις 10.30 το βράδυ, παραδόθηκαν 100 Βούλγαροι στρατωνισμένοι στο βουλγαρικό ταχυδρομείο επί της οδού βασιλέως Κωνσταντίνου [της τωρινής παραλιακής οδού Νίκης].Επίσης παραδόθηκαν και εκείνοι που βρίσκονταν στο βουλγαρικό φρουραρχείο,επί της [ιδίας] οδού βασιλέως Κωνσταντίνου. Στις 11 το βράδυ τοποθετήθηκαν πυροβόλα κοντά στο βουλγαρικό φρουραρχείο που βρισκόταν στην περιοχή της Αγίας Σοφίας. Διατάχθηκε η ανατίναξη των ήδη υπονομευμένων οικημάτων» στην εκκλησία της Παναγίας της Λαγουδιανής. «Στις 5 το πρωί, [τέλος, της επομένης μέρας, δηλαδή της 18ης Ιουνίου του 1913], ολοκληρώθηκε η παράδοση του βουλγαρικού στρατού στρατού Θεσσαλονίκης».

[iii]  Οι περιβολές, ως περίκλειστα αμυντικά συγκροτήματα και ως  περιορισμένης χωρητικότητας οχυρωματικά  έργα,  είχαν τη μορφή μικρών φρουρίων, αποτελώντας ένα  είδος   προσωρινής ή ημιμόνιμης οχύρωσης.

[iv]  Βλ. Ο Ελληνικός Στρατός στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, τ. 2, Παράρτ. Γ΄, αρθ. εγγρ.911α,σσ.767κε).

[v] Στη βουλγαρική πόλη Πλεύνα,  κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, τα τουρκικά στρατεύματα,  υπό τον στρατηγό Οσμάν Πασά,   είχαν ανακόψει για  μήνες τη ρωσική κάθοδο.

[vi]  Ο Γ. Βεντήρης, στην 167η σελίδα του Α΄ τόμου του έργου του μαρτυρεί σχετικά: «Ο στρατηγός Δούσμανης υπολογίζει εις 80-88 τα βουλγαρικά τάγματα, τα μετασχόντα της μάχης Κιλκίς-Λαχανά, εις 142 δε τα διατεθέντα τελικώς εναντίον των Ελλήνων. Οι αριθμοί [εντούτοις] αυτοί δεν φαίνονται [αντ]αποκρινόμενοι εις την πραγματικότητα. Δεν λαμβάνονται, φυσικά, υπ’ όψιν αι στατιστικαί του Βουλγάρου αρχιστρατήγου Ιβάνωφ, όστις καταβιβάζει εις το ήμισυ των ελληνικών τας υπό τας διαταγάς του δυνάμεις. Αλλ’ ο ήδη επιτελάρχης Μαζαράκης, λοχαγός επιτελής της 5ης μεραρχίας κατά τον βουλγαρικόν πόλεμον, βεβαιώνει ότι εις την έναρξιν των εχθροπραξιών οι Βούλγαροι αντέταξαν, εφ’ όλου του ελληνικού μετώπου,59 τάγματα. Απέναντι αυτών, σύμφωνα με τα δεδομένα της ελληνικής πολεμικής εκθέσεως, οι Έλληνες είχαν 73 τάγματα πρώτης γραμμής και 7-8 άλλα εις την περιοχήν Θεσσαλονίκης. Όταν δε οι Βούλγαροι ανεβίβασαν τον αριθμόν εις 123 τάγματα, οι Έλληνες είχαν υπέρ τα 90».

[vii] Όπως σημειώνει ο Στρατηγός Παναγάκος ( βλ. Συμβολή εις την Ιστορίαν της δεκαετίας 1912-   1922, σ.156), οι ελληνικές απώλειες (νεκροί + τραυματίες) στο μέτωπο του Κιλκίς ήσαν 5.640 «επί συνολικής δυνάμεως  54.820 ανδρών». Κατά τον Παναγάκο, στο μέτωπο Λαχανά οι  απώλειές μας αριθμούσαν 2.700 άνδρες«επί συνολικής δυνάμεως  25.740 ανδρών». Άρα οι συνολικές ελληνικές απώλειες  της μάχης Κιλκίς-Λαχανά ανήλθαν σε 8.540 νεκρούς και τραυματίες «επί συνολικής [ελληνικής] δυνάμεως» 81.560 ανδρών.

[viii] Ο Κωνσταντίνος Βάσσος (1886-1963), γιος του Τιμολέοντα Βάσσου-αποβιβασθέντος επικεφαλής του Ελληνικού στρατού  στην Κρήτη το 1897- ήταν  εγγονός  του αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Βάσσου Μαυροβουνιώτη.

[ix] Οι παλαιοί στρατιωτικοί χάρτες τοποθετούσαν την  Άνω  Τζουμαγιά στη νοτιοδυτική  Βουλγαρία και,ιδιαίτερα, στην ανατολική όχθη του  Μπίστριτσα, αριστερού παραποτάμου του Στρυμόνα·παρά το ότι, πολύ πιο νότια και πλησιέστατα προς τα σημερινά ελληνοβουλγαρικά σύνορα- επί της αριστερής, όμως πάντα,  όχθης του Στρυμόνα-υπάρχει και άλλος παραπόταμός του,επίσης αποκαλούμενος Μπίστριτσας (=Γοργοπόταμος). Η   Άνω Τζουμαγιά απείχε   100 χιλιόμετρα από τη Σόφια και 5  από την εντοπιζόμενη, στα νότιά της,  έξοδο των στενών της Κρέσνας. Και ναι μεν, τη συναντούσε  κανείς   στο δρόμο     Σιδηροκάστρου-βουλγαρικής Δούπνιτσας, από το  1950 όμως η Άνω  Τζουμαγιά ονομάζεται  Μπλαγκόεβγκραντ. Στην παλιά της   ονομασία  προτασσόταν επίσης,ή το προαναφερθέν  βουλγαρικό προσδιοριστικό “Γκόρνα” (= άνω) ή το τουρκικό επίθετο  “Γενή”  (=νέα). Η  δε προσθήκη του πρώτου  τοπικού  επιρρήματος αποσκοπούσε    στην αντιδιαστολή   της συζητούμενης  κωμόπολης    από   την, επί τουρκοκρατίας αποκαλούμενη,  Κάτω Τζουμαγιά.  Ο  δεύτερος,εξάλλου, αυτός   οικισμός,   περιλαμβανόμενος σήμερα  εντός των ορίων του ελληνικού κράτους  υπό το όνομα Ηράκλεια,   βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων βορειοδυτικά των Σερρών. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Τιμολέων Αμπελάς (βλ.Ιστορία του Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου, σ.210), η Άνω Τζουμαγιά απείχε το 1913   δίωρης διάρκειας  διαδρομή από τα, μέχρι την εποχή της κήρυξης  του Α΄Βαλκανικού πολέμου, βουλγαροτουρκικά σύνορα και  συνιστούσε «πρωτεύουσα ομωνύμου υποδιοικήσεως 29.525» κατοίκων. O πληθυσμός της   «απετελείτο υπό 5.500 κατοίκων, Ελληνομακεδόνων και Οθωμανών, την δε Ελληνικήν αυτής κοινότητα συνεκρότουν Έλληνες εκ Μελενοίκου, Κρουσόβου,  και Ηπείρου, διατηρούντες και Ελληνικά Σχολεία».

[x]  Η Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, αδελφή του Εθνομάρτυρα  Μακεδονομάχου μας Παύλου Μελά, προσέφερε, εθελοντικά, τις υπηρεσίες της, ως νοσηλεύτρια-νοσοκόμος, στη 10η  ελληνική Μεραρχία, τη διοικούμενη από το Συνταγματάρχη και μετέπειτα Υποστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο.

[xi] Βλ. Κ. Ζωρογιαννίδου, Αντιστρατήγου,Ημερολόγιον πορειών και πολεμικών επιχειρήσεων 1912-1913(σ.170): «…μετηνέχθην επί φορείου εις Θεσσαλονίκην κατευθυνθείς εις το Δ΄Στρατιωτικόν Νοσοκομείον (Έπαυλις Αλατίνι)…».

[xii] Στο χειρουργείο της Σκάλας Σταυρού και στο Γ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης υπηρέτησε  ως χειρουργός με το βαθμό του έφεδρου λοχαγού-ιατρού και  ο δοτός, δωσίλογος “πρωθυπουργός”, κατά τη γερμανική κατοχή, Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος.

[xiii] Το “Θεμιστοκλής” ανήκε μεν στη δύναμη του ελληνικού πολεμικού ναυτικού,αλλά δεν ήταν πλοίο μάχης. Ήταν  επίτακτο υπερωκεάνιο μετατραπέν σε πλωτό νοσοκομείο.

[xiv] Οι ρουμανικές  σε βάρος  της Σόφιας  απαιτήσεις είχαν  στόχο τα βουλγαρικά  εδάφη  τα εκτεινόμενα από την  παραδουνάβια πόλη Τουτρακάν (επί της δεξιάς όχθης του ποταμού) μέχρι το παρευξείνιο Βαλτσίκι. Τέλος, ευχερέστατη υπήρξε, κατά τις μέρες εκείνες, η εκ μέρους των Ρουμάνων κατάληψη της Δοβρουτσάς.

[xv]  Η  νοητή αυτή γραμμή αυτή  συνέδεε την ευρισκόμενη  αριστερά των εκβολών του Έβρου  πόλη Αίνο με την παρευξείνια πόλη Μήδεια. Η δε Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία είχε περατωθεί ο εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Α΄Βαλκανικός πόλεμος, είχε επιδικάσει,  γενικά και συνολικά, στους αντιπάλους της τελευταίας (δηλαδή στη Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, Βουλγαρία) όσα  εδάφη   αυτοί  είχαν αποσπάσει  από την Τουρκία    εντοπιζόμενα στα βόρεια και στα δυτικά της εν λόγω γραμμής.

[xvi] Οι παραπάνω από πλευράς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καταλήψεις προκάλεσαν και την αντίδραση της Ρωσίας, η οποία μετακίνησε  στρατεύματα προς το Νοβοροσίσκ και το Βατούμ και πραγματοποίησε-στις 19 Ιουλίου/1 Αυγούστου-επίδειξη του πολεμικού της ναυτικού, όχι μακριά από το Βόσπορο.  Ομοίως, σύμφωνα με  το έργο των Στρ.Ν. Δορδανά-Βάιου Καλογρηά, Η Γερμανική Αυτοκρατορία και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι- Άγνωστες πτυχές από τα Γερμανικά Αρχεία,(σ.40-42), «η ελληνική κυβέρνηση επέδωσε επίσης νότα διαμαρτυρίας στην Κωνσταντινούπολη για τη μεταχείριση του ελληνικού πληθυσμού από τον τουρκικό στρατό  κατά τις επιχειρήσεις ανακατάληψης της Αδριανούπολης. Ανταπαντώντας [εντούτοις]  η τουρκική πλευρά, υπενθύμισε [στην Αθήνα και] όσα οι Έλληνες είχαν διαπράξει, όπως ισχυρίστηκε, μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων, προσθέτοντας πως, επομένως, “οι Έλληνες δεν είχαν κανένα δικαίωμα να απευθύνουν αυτού του είδους τις κατηγορίες  στους Τούρκους”. Μια τέτοια απάντηση  κρίθηκε [όμως] “άνευ σημασίας τη δεδομένη στιγμή” ακόμα και από τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα Κουάντ (Arno von Quantd), που φρόντισε να μεταφέρει ένα σαφέστατο μήνυμα: “Οι Τούρκοι κινδυνεύουν να απωλέσουν τη συμπάθεια όλης της Ευρώπης εξαιτίας των  των διαπραττόμενων,  από τη μεριά τους, ανθρωποσφαγών, με συνέπεια η Ευρώπη να συμφωνήσει πως τελικά θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος στην τουρκική κυριαρχία σε αυτό το τμήμα της ηπείρου,από τη στιγμή που δείχνει πως δεν είναι σε θέση να συμπεριφερθεί ως πολιτισμένη δύναμη”. Σε πολυσέλιδη έκθεση  που συνέταξε [άλλωστε και] Ιταλός ανταποκριτής εφημερίδας για την ανακατάληψη της Αδριανούπολης από τον τουρκικό στρατό αποτυπώνεται η φρίκη του πολέμου και η τύχη που επιφύλαξαν οι αντιμαχόμενοι στρατοί στους άμαχους χριστιανούς και μουσουλμάνους.  Γνώριζαν για τη φήμη που συνόδευε τους κομιτατζήδες, τον “τρόμο όλων των χωριών”, και τώρα διαπίστωναν πως ούτε ο τακτικός βουλγαρικός στρατός  είχε κρατηθεί μακριά από λεηλασίες και  δολοφονίες αμάχων. Οι κάτοικοι της Αλεξανδρούπολης, του Πόρτο Λάγος, της Ξάνθης και της Κομοτηνής έκαναν λόγο για την αφόρητη βουλγαρική κατοχή που [έπειτα από την απελευθέρωση των εδαφών αυτών από τον Ελληνικό Στρατό και στόλο κατά τον Β΄Βαλκανικό πόλεμο] επιτέλους έφτανε στο τέλος της […]. Φτάνοντας στο ελληνικό χωριό Καραγάτσι, έγιναν μάρτυρες λεηλασιών σε ελληνικά σπίτια και, παρά τις εκκλήσεις για σεβασμό των αμάχων, την επόμενη μέρα “έλειπαν”σαράντα Έλληνες.Στα Μάλγαρα των δεκατεσσάρων χιλιάδων κατοίκων  η αποχώρηση των Βουλγάρων συνοδεύτηκε από την πυρπόληση της τουρκικής συνοικίας και τη δολοφονία αμάχων μουσουλμάνων […]».

[xvii]  Και συνεχίζει ως εξής ο Στρατηγός Γυαλίστρας: «Διά της τοιαύτης λοιπόν επιθέσεώς της και της επακολουθησάσης, ταύτην, ήττης, η Βουλγαρία εστερείτο […] των εδαφών και των πληθυσμών των Σαντζακίων Σερρών, Δράμας, Αδριανουπόλεως και Σαράντα Εκκλησιών. Τα τέσσερα αυτά σαντζάκια, κατά το έτος 1904, επί συνολικού  πληθυσμού 938.850 κατοίκων, περιελάμβανον 328.500 Έλληνες και 183.000 Βουλγάρους». Και οι μεν, από τουδε και εις το εξής,εξακολουθεί ο ως άνω στρατηγός «πληθυσμοί των σανταζκίων Σερρών και Δράμας [θα] ενεσωματούντο εις το Ελληνικόν Κράτος. Οι  πληθυσμοί [όμως] των σαντζακίων Αδριανουπόλεως και Σαράντα Εκκλησιών επανήρχοντο υπό τoν Τουρκικόν Ζυγόν».

ΑΥΡΙΟ ΤΟ Β! ΜΕΡΟΣ

*Ο Γαβριήλ Συντομόρου είναι φιλόλογος καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης και διαμένει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται ιδιαίτερα με θέματα στρατιωτικής ιστορίας τόσο της αρχαίας όσο και της νεώτερης Ελλάδας και έχει δημοσιεύσει σχετικά άρθρα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.

spot_img

13 ΣΧΟΛΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα