Κίνα, μια νέα ηγεμονική παρουσία

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Του Υποναυάρχου (εα) Δημήτρη Τσαϊλά ΠΝ και της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου

Εισαγωγή

Σήμερα, στη παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή έχει ξεκινήσει μια ανακατάταξη δυνάμεων και ένας μεγάλος ανταγωνισμός ισχύος. Αυτός ο ανταγωνισμός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο της Κίνας, στην εμβάθυνση της παγκοσμιοποίησης και στην αλληλεξάρτηση των χωρών καθώς και στα βίαια κινήματα που ξεπερνούν τα σύνορα όπως η διεθνής τρομοκρατία. Συγκεκριμένα, η αύξηση της εθνικής ισχύος της Κίνας οδήγησε σε μια αλλαγή στην παγκόσμια τάξη που προέκυψε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και η γεωπολιτική αποκτά και πάλι κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια ατζέντα. Η γεωπολιτική εστίαση στο σύμπλοκο της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού, έχει εξελιχθεί σε μια γεωστρατηγική αντιπαλότητα όπου η Κίνα θεωρείται ως η κύρια απειλή. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζεται στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Επιπλέον, εκδηλώνεται και στις προσεγγίσεις διεθνών οργανισμών με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες. Βλέπουμε το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτού στην άποψη του ΝΑΤΟ για την Κίνα.

Ιστορικό

Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε κάτω από ποιο πλαίσιο το κινεζικό κράτος αντιλαμβάνεται διαχρονικά τόσο αυτό που ονομάζουμε συμμαχικό περιβάλλον όσο και αυτό που ονομάζουμε Διπλωματία, είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε τη διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνίες- κράτη με παραδοσιακό τρόπο αντίληψης και τις υπόλοιπες (σύγχρονες) κοινωνίες (που ως επί το πλείστον ανήκουν στη Δύση). Παρενθετικά, ώστε να γίνει κατανοητή κάτω από ποιες συνθήκες οριοθετούνται οι παραδοσιακές κοινωνίες στο πέρασμα των χρόνων και ποια είναι η διαφοροποίησή τους από χώρες που αντιλαμβάνονται σε διαφορετικά πλαίσια τη διάσταση των συμμαχιών τους σε σχέση με το ευρύτερο περιβάλλον τους, οφείλουμε να σημειώσουμε μία κοινωνιολογικής διάστασης παραδοχή, η οποία ερμηνεύει τον τρόπο που η πλειονότητα των κρατών διαμορφώνει τις διπλωματικές (συμμαχικές και εταιρικές) σχέσεις της. Επιπλέον δε, είναι αναγκαίο να προσεγγιστεί, γιατί ενώ οι χώρες του σύγχρονου Κόσμου, μέλη ευρύτερων θεσμικών συνόλων, κάποιες από αυτές, όπως είναι η Κίνα και τα περισσότερα αραβικά μορφώματα, συνεχίζουν να δημιουργούν τις σχέσεις τους με εφαλτήριο τον παραδοσιακό πολιτισμό τους.

Η Ανατολή περιλαμβάνει την πλειονότητα των ιστορικών λαών, δηλαδή πληθυσμιακές ομάδες με συνεχή παρουσία στον ιστορικό χρόνο. Αντίθετα, η Δύση αποτελείται από λαούς που εξέλιξαν τον κοινωνικό ιδιομορφισμό τους σε χρόνους αρκετά ύστερους από ό,τι στο ανατολικό περιβάλλον. Δύο ιστορικοί λαοί της ανατολικής περιφέρειας, οι οποίοι με τον κοινωνισμό τους καθόρισαν και επηρέασαν την οργάνωση των πολιτειακών μορφωμάτων ακόμα και σε ύστερους χρόνους της αρχαίας περιόδου, ήταν ο κινεζικός και κυριότατα ο ελληνικός. Ιδιαίτερα, η πολιτειακή δομή των πόλεων- κρατών της αρχαίας Ελλάδας που το φύλο ήταν κυρίαρχο σε ένα γεωγραφικό χώρο, δημιουργώντας έναν τοπικιστικό ιδιομορφισμό, αλλά έχοντας ταυτόχρονα τη γνώση του ομοαίματου (που εκφράζονταν τόσο από κοινωνιολογικής φύσης δεδομένα της καθημερινότητας όσο και μέσω πολεμικών εκστρατειών), επηρέασε καθοριστικά την οργάνωση των αραβικών κοινωνιών κατά τη βυζαντινή περίοδο.

Από τους Πέρσες, οι Άραβες «υιοθέτησαν» τη διοικητική οργάνωση των πολιτειακών μορφωμάτων τους, από τους Έλληνες επηρεάστηκαν ως προς τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του φυλετισμού τους, μίας ιδεολογίας που στάθηκε καθοριστική στην κοινωνική πορεία τους για τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τις ομοαίματες ομάδες στις αρχές του 20 ου αι. και κυρίως στα χρόνια του Παναραβισμού.

Και ενώ η Ελλάδα ως «ανοιχτή κοινωνία» καθόρισε την εξέλιξη των πολιτειακών μορφωμάτων της ευρύτερης περιοχής της, αντίθετα η Κίνα, έχοντας αναπτύξει έναν «κλειστό τρόπο» διαχείρισης του εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντός της (την ίδια χρονική περίοδο), διαμόρφωσε την πολιτική και κοινωνιολογική αντίληψή της στη αρχή τής διασφάλισης του εθιμικού αποθέματος «εντός των τειχών» από τον φόβο της αλλοίωσης από ομάδες που δεν έφεραν το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο. Η διαφορετική αντίληψη της Ελλάδας από την Κίνα όσον αφορά τις συνθήκες διαμόρφωσης των εξωτερικών σχέσεων της (πολύ-παραγοντικής διάστασης), ενδεχομένως και το πιο πιθανό στηρίζεται στο γεγονός, ότι οι Έλληνες ως λαός που περιτριγυρίζεται από θάλασσα, αυτό και μόνο αποδείκνυε ότι δεν μπορούσε να «εγκιβωτιστεί» σε κλειστές δομές. Η συνέπεια ήταν αφενός να αντιλαμβάνεται σε διαφορετικά πλαίσια το περιφερειακό περιβάλλον του και να δημιουργεί σε ανάλογο πλαίσιο τις συνθήκες προσέγγισής του (από ό,τι η Κίνα), αφετέρου ως «ανοιχτή κοινωνία» ήταν αναμενόμενο να παγιώσει τη διάσταση του φυλετισμού ως μίας πρώτης μορφής συμπλεκτικό στοιχείο ανάμεσα στα φύλα του ελλαδικού χώρου, προκειμένου να αποφύγει την αλλοίωση από πληθυσμιακές ομάδες που ερχόταν σε επαφή μέσω των ναυτικών δραστηριοτήτων του.

Αντίθετα, η πλειοψηφία των δυτικών κοινωνιών, όπως οργανώθηκαν στο Μεσαίωνα κατά κύριο λόγο, αλλά και

 

αργότερα χρονικά, επηρεάστηκαν στη μορφή της θεσμικής και πολιτειακής οργάνωσής τους από το Ρωμαϊκό Κράτος, οπότε από ένα κράτος κατά βάση πολυπολιτισμικό. Για το λόγο αυτό παρατηρούνται δύο κοινωνιολογικής διάστασης δεδομένα στη Διεθνή Σκηνή που καθόρισαν την Παγκόσμια Διπλωματία και Ιστορία: α. η Αυτοκρατορία ως πολιτειακός θεσμός ήταν ευρέως διαδεδομένος στο Δυτικό Κόσμο, β. η ίδρυση του έθνους- κράτους, αν και αποτελεί μία επιγενόμενη ιδεολογία της Δυτικής Διπλωματίας, ωστόσο έρχεται στο προσκήνιο και αφορά την οργάνωση πολιτειακών μορφωμάτων -ουσιαστικά- στην ανατολική περιφέρεια, καθώς αφενός ήταν κοινωνίες στηριζόμενες στον εθιμικό πολιτισμό τους αφετέρου είχαν προσλαμβάνουσες φυλετικής ώσμωσης στο ιστορικό παρελθόν τους με ενδεικτικότερο παράδειγμα την Ελλάδα. Επομένως, στη βάση των παραπάνω, αυτό που γίνεται αντιληπτό, φυσικά συνεπικουρούμενο από τις κοινωνικές επιστήμες, της Κοινωνιολογίας, της Ιστορίας και της Λαογραφίας, είναι ότι η ανατολική περιφέρεια διαμόρφωσε τον κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό της (ούσα περιοχή ιστορικών λαών, οπότε με ήδη διαμορφωμένη πολιτισμική ταυτότητα και επομένως δοκιμασμένη στον ιστορικό χρόνο), σε αντίθεση με τις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες έχοντας οργανωθεί σε εκτεταμένα πολιτειακά περιβάλλοντα, οι κοινωνικές δομές τους είχαν «πολυπολιτισμικό» χαρακτήρα, όπως αυτός κι αν ερμηνεύεται.

Η παραπάνω θέση και οπτική γίνεται ιδιαίτερα εμφανής, πόσω δε μάλλον τη σημερινή περίοδο, καθώς η Διεθνής Διπλωματία «στεγανοποιήθηκε» στο δυτισμό (με την έννοια των πολιτικών στοιχείων, απαλλαγμένα από την παράδοση), μια που κυρίαρχες στο Διεθνές Σύστημα και αναμορφώτριές του είναι οι δυτικές χώρες. Και ενδεχομένως, επειδή η παράδοση ήταν το θεμελιώδες στοιχείο που διατηρούσε άσβεστη την ταυτότητα της πλειονότητας των λαών της ανατολικής περιφέρειας κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας, ώστε να μην αλλοιωθεί η φυλετική ταυτότητά τους, για το λόγο αυτό και οι κοινωνίες της συγκεκριμένης περιοχής, ακόμα και τώρα στο «σύγχρονο Κόσμο» εντρυφούν ακόμα/ ή πιο σωστά έχουν ως κύριο γνώμονα τα «μονοπάτια» της παράδοσης και του εθιμικού αποθέματος.

 

Και το στοιχείο αυτό της παράδοσης αν και είναι έντονο σε όλα τα πολιτειακά μορφώματα του ανατολικού γεωγραφικού χώρου (για τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω), ωστόσο γίνεται ακόμα πιο έντονο και φανερό στην κινεζική κοινωνία, που εκτός των άλλων, όπως αναφέραμε, ανέκαθεν ιστορικά είχε διαμορφώσει τις δομές και τις αντιλήψεις της σε ακόμη πιο παραδοσιακά στεγανά. Και ο διαχρονικός τρόπος που το κινεζικό κράτος αφενός αντιλαμβάνεται το ρόλο του στο Διεθνές Σύστημα/και κυρίως στο Σύγχρονο Κόσμο, αφετέρου η Παράδοση είναι το έρεισμα και ο κινητήριος μοχλός όλων των ενεργειών του σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον του, αποτελεί το γεγονός, ότι εσωτερικά η Κίνα είναι μία κομμουνιστική χώρα που ωστόσο στη Διεθνή Σκηνή ενεργεί καπιταλιστικά, χωρίς ωστόσο οι πράξεις της να παρεκκλίνουν από την πολιτική και πολιτισμική ιδεολογία και τις Αρχές της. Παρενθετικά, η ίδια στάση παρατηρείται, όπως αναφέρθηκε και σε αραβικά κράτη, όπως είναι η Σαουδική Αραβία, αλλά και το Κατάρ, που διαχωρίζουν την πολιτισμική τους παράδοση και επομένως τις ιδεολογικές αρχές τους από τη Διπλωματία και την Οικονομία, καθώς διατηρούν σχέσεις πχ. με τις δυτικές κοινωνίες μέχρι του σημείου που δεν θίγεται ο εθιμικός πολιτισμός τους.

Ο Μετασχηματισμός της Κίνας σε ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη.

Η Κίνα έχει μετασχηματιστεί σε μία μεγάλη Δύναμη. Όπως ήδη αναφέραμε, η διαχρονική ισχύς του κινεζικού κράτους οφείλεται και στην παράμετρο της μακραίωνης ιστορίας και του πολιτισμού του. Ο κινεζικός λαός έχει δε πολύ αναπτυγμένη την πατριωτική του αντίληψη. Από εκεί και πέρα, η Κίνα από το 2015 και μετά, με το «νέο δρόμο του μεταξιού» είναι μία ταχέως αναπτυσσόμενη (σε όλους τους τομείς) δύναμη της ανατολικής περιφέρειας που την ισχύ της σε όλες τις πτυχές της δημόσιας δράσης επιδιώκει να την επεκτείνει στη Δύση μέσω συμφωνιών και συμμαχιών. Η Κίνα είναι αναμφισβήτητα μία οικονομική δύναμη. Όταν το 2002, το κινεζικό κράτος κατάφερε να εισέλθει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, οι δυτικές δυνάμεις θορυβήθηκαν τόσο από την ταχύτατη ανάπτυξή του σε διεθνές οικονομικό επίπεδο, ώστε μέσω κυρίως της CETA (εμπορική και οικονομική συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών ανάμεσα σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Καναδά) και της ΤΤΙΡ (της διατλαντικής εταιρικής σχέσης εμπορίου και επενδύσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ) προσπάθησαν να την βγάλουν εκτός εμπορικού παιχνιδιού, κάτι που δεν μπόρεσαν να πετύχουν, καθώς η Κίνα με μία κίνηση ματ ίδρυσε αφενός την επενδυτική και εμπορική τράπεζα ΑΙΙΒ (Asian Infrastructure Investment Bank) αφετέρου μέσω της RCEP ( Regional Comprehensive Economic Partnerhip) προωθεί την περιφερειακή συνεργασία με κράτη της ευρύτερης περιοχής, όπως είναι η Ινδονησία, η Νότια Κορέα, το Λάος, οι Φιλιππίνες και η Ταϋλάνδη, συμπεριλαμβαομένων της Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας.

Η Κίνα, όμως, δεν είναι μόνο μία οικονομική δύναμη, αλλά και ένα κράτος που μπορεί να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο στο ανατολικό τμήμα, λόγω των συμμαχικών σχέσεων της με τη Ρωσία, αλλά και τις διαρκώς αναπτυσσόμενες σχέσεις με το Ισραήλ. Το κινεζικό κράτος και η Γαλλία μπορούν να αποτελέσουν τους διπλωματικούς διαύλους ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, πόσω δε μάλλον τη σημερινή εποχή με τη ραγδαία εξάπλωση της τουρκικής προκλητικότητας. Άλλωστε, η επίσκεψη του Μακρόν το 2018 σε αυτό, σε ένα ιδιαίτερα θερμό κλίμα, τονίστηκε και από τις δύο πλευρές η ανάγκη δημιουργίας μίας μεγάλης συμμαχίας ανάμεσα σε Γαλλία, Κίνα και Ευρώπη, η οποία εδώ και λίγες εβδομάδες άρχισε να παίρνει «σάρκα και οστά».

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να εστιάσουμε και να εξηγήσουμε κάτω από ποιο πρίσμα η Κίνα δημιουργεί τις συμμαχίες της. Πχ. είδαμε ότι το 2019, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας στήριξε την κατρακύλα της τουρκικής λίρας, ενώ παράλληλα υπήρξε μία σειρά επενδυτικών έργων από μέρους του κινεζικού κράτους στη γειτονική χώρα.

Πολλοί διεθνολόγοι έσπευσαν να θεωρήσουν, ότι αυτές οι ενέργειες δημιουργούν νέες συνθήκες για τις τουρκο-κινεζικές σχέσεις. Αντίθετα, αν δούμε σε ποιους τομείς επενδύει και τι αγοράζει η Κίνα από την Τουρκία (ενέργεια, υποδομές), όλο αυτό οφείλουμε να το εντάξουμε κάτω από ένα επιχειρηματικό σχέδιο δράσης και όχι να το ερμηνεύσουμε κάτω από το πλαίσιο της συμμαχίας. Διαβάζοντας τη Διπλωματική Ιστορία του κινεζικού κράτους, καταδεικνύεται ότι δημιουργεί στρατηγικές συμμαχίες μόνο με κράτη που έχουν αντίστοιχη ισχύ με αυτό στο Παγκόσμιο Σύστημα. Με όλα τα υπόλοιπα κράτη, τις σχέσεις που δημιουργεί, θα πρέπει να τις ερμηνεύουμε στα πλαίσια της επιχειρηματικής διαδικασίας. Αυτήν την στιγμή ένα στιβαρό άνοιγμα προς την Ευρώπη και τη Δύση είναι λχ η σύσφιγξη σχέσεων με τη Γαλλία και εν γένει με την Ευρώπη. Η απάντηση του ερωτήματος, γιατί η Κίνα δημιουργεί συμμαχίες μόνο με ισχυρά κράτη, είναι πολύ απλή και προέρχεται από τον τρόπο που η ίδια συσχετίζει τον παραδοσιακό πολιτισμό της (δηλαδή την Ιστορία της) με το εθνικό συμφέρον. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι το κινεζικό κράτος ήταν από τα πρώτα αυτοκρατορικά κράτη της Παγκόσμιας Ιστορίας, μία αντίληψη πολιτειακής ισχύς (με ό,τι περιλαμβάνει η έννοια της Αυτοκρατορίας) που συνέχιζε να έχει ακόμα και όταν άλλαξε πολιτικό κατεστημένο. Αυτό φάνηκε και φαίνεται από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το εξωτερικό του περιβάλλον. Η πολιτική τής επιβολής ισχύς στο ανίσχυρο περιφερειακό περιβάλλον εμπνέεται από τη «μέθοδο» που χρησιμοποίησε η Δυναστεία των Χαν (1 ος π.Χ. αι.- 2 ος μ.Χ αι.). Η επέκταση με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, χωρίς τη χρήση βίας, είναι ο τρόπος που υιοθετεί διαχρονικά στην διπλωματία της για την επιβολή της ισχύος της στην ασθενή περιφέρεια.

Συνέπειες για τα παγκόσμια Ενδιαφέροντα Ασφάλειας

Η Κίνα όμως, όχι μόνο έχει αναπτυχθεί οικονομικά, αλλά έχει κάνει επίσης ένα μεγάλο άλμα στη στρατιωτική της ενίσχυση. Ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κατασκευής αεροπλανοφόρων, έχει σήμερα δύο, εκ των οποίων το ένα είναι κατασκευασμένο στα δικά της ναυπηγεία. Ενώ, κατασκευάζει το τρίτο, αναμένεται να αποκτήσει τουλάχιστον τέσσερα αεροπλανοφόρα στο εγγύς μέλλον. Αν και εξέφρασε σε κάθε ευκαιρία ότι δεν ακολουθεί ηγεμονική ατζέντα, έχει δηλώσει ότι στοχεύει να είναι μια αποτελεσματική δύναμη σε όλο τον κόσμο ανοίγοντας την πρώτη υπερπόντια στρατιωτική βάση της στο Τζιμπουτί. Η κατάσταση στο πλαίσιο των αμυντικών δαπανών είναι πολύ πιο εντυπωσιακή. Ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας το 1989 ήταν περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια, αυξήθηκε πάνω από 13 φορές έως το 2019 και υπερέβη τα 261 δισεκατομμύρια δολάρια, σήμερα. Ως εκ τούτου, η Κίνα έχει γίνει η δεύτερη υψηλότερη στρατιωτική ισχύς στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στο σημείο που έχουμε φτάσει σήμερα, φαίνεται ότι ο μεγάλος ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας υπερβαίνει το εμπόριο και την τεχνολογία αφού τα δύο κράτη προετοιμάζονται όλο και περισσότερο για έναν νέο ψυχρό πόλεμο. Από την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων στα μέσα του 20ού αιώνα, θεωρείται απίθανο ότι δύο πυρηνικές δυνάμεις να συγκρουσθούν μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα, οι συγκρούσεις είτε λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη με πληρεξούσιους είτε πραγματοποιούνται στα παγκόσμια κοινά.

Οι θάλασσες, το διάστημα και ο κυβερνοχώρος, που ορίζονται ως παγκόσμια κοινά, είναι ζωτικής σημασίας για τις μεγάλες δυνάμεις. Τα παγκόσμια κοινά είναι απαραίτητα για τα ισχυρά κράτη να διατηρήσουν την επιρροή τους στη διεθνή πολιτική σκηνή, την παγκόσμια οικονομία και τις οδούς μεταφοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι τα παγκόσμια κοινά θα αποτελέσουν το βασικό έδαφος στη μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, η οποία αναμένεται να γίνει ακόμη πιο σοβαρή την επόμενη περίοδο. Κάτω από το πλαίσιο αυτό, οφείλουμε να δούμε την σχέση που αναπτύσσει με την Τουρκία, η οποία βασίζεται στο δίπολο ισχυρού και ανίσχυρου κι όχι στην αντίληψη της συμμαχικής ιδιότητας.

Συμπεράσματα

Η Κίνα επιδιώκει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τον κυρίαρχο ρόλο της παγκόσμιας δύναμης. Η Ελίτ της χώρας αυτής, επιθυμεί η Κίνα να γίνει ένας παγκόσμιος ηγέτης ισότιμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες που αυτόματα θα τον καταστήσει και ανταγωνιστή. Βέβαια οι εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν είναι πολύ μεγάλες για να αναλάβουν τους κινδύνους και τις ευθύνες που συνδέονται με ένα τέτοιο ρόλο, και αναγνωρίζουν ότι απαιτείται αύξηση των απαραιτήτων πόρων για να το πράξουν. Ένας τέτοιος παγκόσμιος ρόλος ίσως να εκτρέψει αναγκαίους εθνικούς πόρους από την ανάπτυξη και να προκαλέσει περιφερειακή οπισθοδρόμηση της Κίνας. Για λόγους διεθνούς ισορροπίας και εθνικής ασφαλείας, οι κινέζοι ηγέτες αποδέχονται απολύτως έναν πολύ-πολικό κόσμο, στον οποίο η ισχύς των ΗΠΑ θα είναι περιορισμένη. Αυτή η σκέψη ενισχύεται και από την πρόσφατη επενδυτική συμφωνία της ΕΕ με την Κίνα, στέλνοντας ένα γεωπολιτικό μήνυμα.

Οι κινέζοι ηγέτες επιθυμούν την τελική αναγνώριση της Κίνας ως ισχυρού, αν και αυτή η φιλοδοξία, έχει πολύ γενικά χαρακτηριστικά και δεν είναι σαφώς καθορισμένη. Προσβλέπουν σε μια τέτοια κατάσταση ως εξωτερική επικύρωση των επιτευγμάτων της Κίνας, αλλά είναι επίσης δύσπιστοι όσον αφορά τις επιβαρύνσεις και τα έξοδα που σχετίζονται με αυτόν τον τελικό σκοπό. Ορισμένες από τις δράσεις εξωτερικής πολιτικής της Κίνας απευθύνονται σε μια σχετική διάβρωση της επιρροής των ΗΠΑ σε ορισμένες περιφέρειες όπως η ΕΕ και θεσμικά όργανα. Μολονότι η νέα διοίκηση του Τζο Μπάιντεν, έχει δηλώσει ότι θέλει να κάνει μια νέα αρχή με την Ευρώπη και ότι επιθυμεί να χειριστεί τα διεθνή θέματα με την Κίνα από κοινού με την ΕΕ.

Η Ρωσία έχει γίνει ένας χρήσιμος εταίρος σε αυτή την προσπάθεια της Κίνας. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν πολύπλοκες, και δεν αποτελούν επί του παρόντος ένα ενωμένο μέτωπο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πιο ανταγωνιστικές πτυχές της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας είναι εμφανής στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όπου η Κίνα θεωρεί την περιοχή ως γεωστρατηγικό σύμπλοκο επιρροής της. Ενώ ταυτόχρονα κινείται και προς την ΕΕ. Η Κίνα θα προσπαθήσει στο μέλλον να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την περιοχή, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουν το υψηλό κόστος και την πιθανή αποτυχία αυτής της προσπάθειας.

Ορισμένοι κινέζοι πολιτικοί σχεδιαστές αναγνωρίζουν τη σταθερότητα που παρέχεται από τις δεσμεύσεις

 

ασφάλειας των ΗΠΑ. Μάλλον η Κίνα επιδιώκει να «περιορίσει» τη δυνατότητα των ΗΠΑ να «περιορίζουν» την Κίνα. Δηλαδή επιδιώκει να μεγιστοποιήσει την ελευθερία δράσης και μόχλευσης ως τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αντιμετώπιση των προσπαθειών των ΗΠΑ για τον περιορισμό των κινεζικών επιλογών. Έτσι, η Κίνα επιδιώκει να αμφισβητήσει την επιρροή των ΗΠΑ, όταν αυτό αγγίζει άμεσα τα κινέζικα συμφέροντα, αλλά δεν επιδιώκει να αντιμετωπίσει άμεσα τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να τις απομακρύνει από την περιοχή.

Δεδομένου ότι οι δείκτες ευημερίας της Κίνας, η ασφάλεια και η ποιότητα ζωής έχουν διευρυνθεί (κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία η Κίνα αντιλαμβάνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε σχετική παρακμή), το Πεκίνο είναι λιγότερο πρόθυμο να ικανοποιήσει τις προτιμήσεις των ΗΠΑ και ευρίσκεται σε θέση να αντισταθεί σε τυχούσα πίεση από την Ουάσιγκτον, και ακόμη και να δημιουργήσει ένα αντίβαρο.

Η παραδοσιακή προσέγγιση των ΗΠΑ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διμερή διπλωματία για να διαμορφώσει τη διεθνή συμπεριφορά της Κίνας και να αντιμετωπίσει νέους περιορισμούς. Η άνοδος της Κίνας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και η διείσδυση στην Ευρώπη αλλάζει την φύση των σχέσεων των ΗΠΑ με τους συμμάχους της και τους εταίρους στην περιοχή. Καθώς η Κίνα αποκτά μεγαλύτερη σημασία στα οικονομικά δεδομένα, και στη στρατιωτική της ισχύ, οι ανάγκες των ΗΠΑ και των συμμάχων θα αλλάξουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό καθιστά την πολιτική των ΗΠΑ και τις αμερικανικές δεσμεύσεις εύθραυστες, επιτρέποντας ασιατικά και ευρωπαϊκά έθνη να προσεγγίσουν την Κίνα με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Την ίδια στιγμή, κανένα από αυτά τα έθνη δεν επιθυμεί να γίνεται επιλογή μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Δεν επιθυμεί οι Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την περιοχή και δεν επιθυμεί, ομοίως, την κινεζική κυριαρχία στα γεωπολιτικά αυτά σύμπλοκα.

Καθώς η Κίνα αποκτά όλο και μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και βελτιωμένη θέση στον περιφερειακό σχεδιασμό ασφάλειας, αυτό θα περιπλέξει την ικανότητα της Ουάσιγκτον και θα την αναγκάσει να προβαίνει σε συνεργασιακές ρυθμίσεις, λαμβάνουσα υπόψη τις γεωστρατηγικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ συμμάχων και εταίρων, όπως αυτές αναπτύσσονται και καταγράφονται στα γεωπολιτικά σύμπλοκα Ασίας-Ειρηνικού και πιθανώς της ΕΕ.

Επίλογος

Το πλεονέκτημα ελέγχου των θαλασσίων οδών, εκτιμάται να μετατρέψει τη ναυτική στρατηγική της εποχής μας σε ένα μεγάλο ανταγωνισμό ισχύος, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Τα παγκόσμια κοινά θα είναι αναμφίβολα οι βασικοί λόγοι του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων. Η συνεχιζόμενη σύγκρουση στον κυβερνοχώρο θα εκδηλωθεί επίσης στους ωκεανούς και τις θάλασσες σε αυτή τη νέα εποχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να ορίζουν σαφώς την Κίνα και τη Ρωσία ως αντίπαλους. Αυτός ο αυστηρός ορισμός πιθανότατα θα αντικατοπτρίζεται στη νέα στρατηγική ιδέα του ΝΑΤΟ, ο οποίος εκτιμάται να ενεργοποιηθεί από το επόμενο έτος. Θεωρώντας ότι η νέα διοίκηση του Μπάιντεν θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση και ανάπτυξη των συμμαχιών και των συνεργασιών.

Είναι σαφές ότι ένας νέος ψυχρός πόλεμος μας κτυπά τη πόρτα. Οι πρώτες αντιπαραθέσεις με αυτήν την έννοια φαίνεται να γίνονται στα παγκόσμια κοινά. Μεταξύ των παγκόσμιων κοινών, οι αντιπαραθέσεις είναι πιθανότερο να εξελιχθούν σε περιορισμένες συγκρούσεις στη θάλασσα. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στην επόμενη περίοδο, οι θάλασσες, θα μπορούσε εύκολα να μετατραπούν σε θέατρα επιχειρήσεων εάν δεν αντιμετωπιστούν σοβαρά οι ανταγωνισμοί.

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

**Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της ίδιας Σχολής, Εξωτερικής Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ), μέλος και ερευνήτρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ).

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα