Η λύση δεν βρίσκεται στην συνέχιση της “ποσοτικής χαλάρωσης” από την ΕΚΤ.

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Δημήτρης Ιωάννου,Χρήστος Ιωάννου*

Με βάση τα δεδομένα που διαμορφώνονται με τον Covid-19 στο επίκεντρο, μόνο η ΕΚΤ μπορεί να σώσει την οικονομία της Ευρωζώνης. Αν καταφέρει βεβαίως να ξεπεράσει τις διανοητικές αγκυλώσεις της και να αντιμετωπίσει την κατάσταση με τον τρόπο που πρέπει. Φυσικά αυτό είναι κάτι στο οποίο μπορούν και πρέπει να βοηθήσουν και οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης, διότι, όσο «ανεξάρτητη» καταστατικά και αν είναι η ΕΚΤ, στην πραγματικότητα κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει πως δεν πρόκειται για έναν ιδιωτικό ή έναν αυτόνομο οργανισμό, αλλά για ένα θεσμικό εργαλείο στα χέρια της δημοκρατικής ευρωπαϊκής κοινωνίας και των Ευρωπαίων πολιτών.

Όπως εξελίσσεται η κατάσταση, η ευρωπαϊκή οικονομία τείνει να μεταβληθεί, για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει η κρίση, σε ένα είδος πολεμικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής γύρω από τέσσερις βασικούς κλάδους: διατροφή, υγεία, ενέργεια και ασφάλεια/άμυνα. Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις των υπολοίπων κλάδων έχουν τεθεί σε αναγκαστική αργία. Όμως δεν είναι δυνατόν να τεθούν σε αργία ούτε οι βιοτικές τους ανάγκες, αλλά ούτε και οι χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις τους προς τους άλλους κλάδους της οικονομίας. Προκειμένου να επιβιώσουν οι εργαζόμενοι  πρέπει να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες τους χρησιμοποιώντας τις εκροές αυτών των τεσσάρων κλάδων της οικονομίας που παραμένουν ενεργοί. Προκειμένου να επιβιώσουν οι αργούσες επιχειρήσεις, επίσης,  πρέπει οι υποχρεώσεις τους προς τρίτους να εξυπηρετούνται ώστε να μην χρεοκοπήσουν παρασέρνοντας σε κατάρρευση και την συνολικήι  οικονομία από τη συσσώρευση απλήρωτων χρεών κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή ακόμη και μετά τη λήξη της.

Συνεπώς, και οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέτουν ρευστότητα την οποία όμως δεν μπορούν να αποκτήσουν με την παραγωγική τους εργασία. Την ρευστότητα αυτήν, επίσης, δεν μπορούν να τους την προσφέρουν, χωρίς τουλάχιστον να ανατρέψουν τις θεμελιώδεις ισορροπίες των εθνικών οικονομιών, η δημοσιονομική ή η νομισματική πολιτική.

Ο μόνος που μπορεί να προσφέρει την απαραίτητη  ρευστότητα, ώσπου να τελειώσει η κρίση και η οικονομική ζωή να ξαναμπεί στους κανονικούς της ρυθμούς, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Κάνοντας χρήση του εκδοτικού της προνομίου και δημιουργώντας όσο νέο χρήμα  απαιτείται για να καλυφθεί το κενό ρευστότητας που δημιουργεί η αναγκαστική αργία ολόκληρων κλάδων της οικονομίας. Αυτό δεν θα πυροδοτήσει πληθωρισμό, διότι ο πληθωρισμός είναι συνάρτηση της ποσότητας του κυκλοφορούντος χρήματος και της ταχύτητας με την οποία αυτό κυκλοφορεί μέσα στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κύκλωμα. Δεδομένου ότι η κρίση, με την απονέκρωση της οικονομικής δραστηριότητας, έχει επιβραδύνει εξαιρετικά την ταχύτητα κυκλοφορίας του υπάρχοντος χρήματος, το νέο χρήμα που θα προστεθεί απλά θα καλύψει το κενό που δημιουργείται σε καθημερινή βάση από την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας των αργούντων κλάδων. Το νέο χρήμα, δηλαδή, δεν θα δημιουργήσει «υπερβάλλουσα ζήτηση» διότι η ζήτηση στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορεί να κατευθυνθεί παρά μόνο στους τέσσερις συγκεκριμένους κλάδους που είναι ενεργοί. Η κοινωνία, επικεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις της στην πλήρη χρησιμοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων των κλάδων αυτών, είναι σε θέση να διατηρήσει την “παραγωγή” τους στο απαιτούμενο επίπεδο και να μην επιτρέψει πληθωριστική αύξηση στις τιμές των προϊόντων τους.

Ακόμη όμως κι αν υπήρχε αύξηση των τιμών στον κλάδο των τροφίμων, αυτό δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα Από τη στιγμή που όλοι θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, με την επιστροφή στην κανονικότητα μετά τη λήξη της επιδημίας και οι τιμές θα επανέρχονταν στο κανονικό επίπεδο χωρίς να δημιουργήσουν κάποιο σοβαρό πληθωριστικό επεισόδιο. Και βεβαίως κανείς δεν θα μπορεί να μιλήσει στην συγκεκριμένη περίπτωση δημιουργίας νέου χρήματος και διανομής του  για moral hazard, δηλαδή για το ενδεχόμενο η κοινωνία να «συνηθίσει» στην εκτύπωση και τη διανομή χρήματος άνευ εργασίας. Η εισοδηματική ενίσχυση αναγκαστικά αργούντων κλάδων και εργαζομένων θα συμβεί μόνο μία φορά, στις εξαιρετικές συνθήκες μιας κρίσης που δεν την είχε ζήσει για πολλές δεκαετίες η ανθρωπότητα. Η εκτύπωση χρήματος και η «διανομή» εισοδήματος είναι κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν να επαναληφθεί σε εποχές κανονικότητας.

Οι εισοδηματικές ενισχύσεις στις αναγκαστικά αργούσες επιχειρήσεις και στους αναγκαστικά αργούντες εργαζόμενους που θα προέλθουν από την δημιουργία νέου χρήματος από την ΕΚΤ θα πρέπει να διοχετευθούν στους αποδέκτες τους μέσα από τους δημοσιονομικούς μηχανισμούς των εθνικών κρατών της Ευρωζώνης. Γεγονός είναι ότι το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απαγορεύει την απευθείας χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτό όμως είναι ένα ασήμαντο τεχνικό πρόβλημα το οποίο μπορεί να παρακαμφθεί με δεκάδες τρόπους που δεν αξίζει τον κόπο να συζητηθούν εδώ.

Η πανδημία του Covid-19 απειλεί με βαθιά ύφεση και με καταστροφή την ευρωπαϊκή αλλά και την παγκόσμια οικονομία, διότι δημιουργεί μία θανάσιμη διάζευξη: ή θα σωθούν οι ζωές εκατοντάδων χιλιάδων, ή ακόμη και εκατομμυρίων ανθρώπων, ή δεν θα περιοριστεί η οικονομική δραστηριότητα. Οι πλέον σώφρονες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιλέγουν να σώσουν ανθρώπινες ζωές και αυτό είναι που έπιφέρει τιςδυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία, εφόσον, με την αναγκαία επιβολή του social distancing, ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι, αυτοί οι οποίοι παράγουν προϊόντα που δεν είναι συνδεδεμένα με τις πρωταρχικές και βασικές ανάγκες των πολιτών, απειλούνται με κατάρρευση.

Βεβαίως, οι κυβερνήσεις έχουν σαφή αντίληψη του θανάσιμου κινδύνου που απειλεί τις ευρωπαϊκές οικονομίες και γνωρίζουν επίσης ότι εάν οι κίνδυνοι αυτοί υλοποιηθούν, τότε, μετά το τέλος της πανδημίας, όποτε και αν έρθει αυτό, οι παραγωγικοί ιστοί των χωρών της Ευρωζώνης θα κείτονται σε ερείπια. Για τον λόγο αυτόν επιχειρούν να πάρουν διορθωτικά μέτρα και οι αποφάσεις του τελευταίου Eurogroup ήταν μία ενέργεια προς την  συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ιδιαίτερα ασθενική και πλήρως ανεπαρκής όμως.

Αποτελεί κραυγαλέα αυταπάτη να πιστεύουν οι οικονομικές αρχές και οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον επαπειλούμενο οικονομικό Αρμαγεδδώνα προσφεύγοντας, για μία ακόμη φορά, στα γνωστά μέτρα οικονομικής πολιτικής τα οποία έχουν χρησιμοποιήσει μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ. Αποτελεί κραυγαλέα αυταπάτη να πιστεύουν ότι μία μείωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης -η οποία μπορεί να φτάσει και στο 20%, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς- θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής,, έστω και αν αυτή καταστεί  «επεκτατική», ή επίσης με επανάληψη των γνωστών «καινοτόμων» μεθόδων νομισματικής πολιτικής όπως είναι η «ποσοτική χαλάρωση».

Πέραν του ότι είναι εντελώς ανεδαφικό να θεωρεί κανείς ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί μόνη της να αντιμετωπίσει ένα τόσο γιγάντιο πρόβλημα, ακόμη και αν ως εκ θαύματος συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ακολουθούσε μία άλλη κρίση, εξίσου καταστροφική, που θα είχε δημοσιονομικό χαρακτήρα.

Και αυτό διότι ενώ οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης δεν έχουν ουσιαστικά δυνατότητες για περαιτέρω δανεισμό, τα τεράστια ποσά που θα απαιτούνταν να δανειστούν για την αντιμετώπιση της επερχόμενης κάμψης του ΑΕΠ θα τις οδηγούσαν χωρίς αμφιβολία στη δημοσιονομική αφερεγγυότητα, δηλαδή στην πτώχευση και σε όσα δεινά αυτή θα συνεπίφερε (μεταξύ των οποίων θα ήταν και η διάλυση της ζώνης του ευρώ, εξέλιξη η οποία ενδεχομένως να μην ήταν και το μεγαλύτερο κακό απ’ όσα θα είχαν συμβεί στην περίπτωση αυτή). Άλλωστε το πιο πιθανό είναι ότι κανείς δεν θα δάνειζε ένα κράτος όταν ήξερε ότι και η εξυπηρέτηση του δανείου του και η τελική αποπληρωμή του θα ήταν απολύτως επισφαλείς. Η παρατηρούμενη άνοδος των spreads δεν είναι παρά μία πρώτη πρόγευση της “φυγής” των επενδυτών από τους κρατικούς τίτλους της ευρωζώνης.

Επίσης, οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι αν στην πραγματική οικονομία υπάρχει έστω και ένα ίχνος του λεγόμενου Ricardo effect (όταν αυξάνεται η δημοσιονομική δαπάνη μέσω δανεισμού, οι καταναλωτές μειώνουν αντιστοίχως τη δική τους κατανάλωση για να αποταμιεύσουν τα ποσά που είναι βέβαιο ότι θα καταβάλουν ως φόρους στο μέλλον για την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών), στις παρούσες συνθήκες το effect θα λάμβανε γιγαντιαίες διαστάσεις και θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην οικονομία, μειώνοντας την ήδη αναιμική ζήτηση. Η πεποίθηση ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να δώσει τη λύση στα προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας που δημιουργεί ο Covid-19 αποτελεί μία τεράστια πλάνη.

Το ίδιο αδιέξοδη  για την αντιμετώπιση της κρίσης θα ήταν και η προσφυγή στη νομισματική πολιτική, έστω και με τον «ριζοσπαστικό» τρόπο με τον οποίον αυτή υλοποιείται σήμερα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα αρνητικά επιτόκια, ακόμη και αν γίνουν ακόμη πιο αρνητικά, δεν μπορούν να έχουν καμία επίδραση στην οικονομία διότι οι επιχειρήσεις σήμερα δεν χρειάζονται άλλα δάνεια δοθέντος ότι αργούν: οι εργαζόμενοι παραγωγοί δεν είναι σε θέση να μεταβούν στην εργασία τους για να παράξουν και οι καταναλωτές δεν μπορούν και δεν ενδιαφέρονται να μεταβούν στην αγορά για να αγοράσουν και να καταναλώσουν.

Τα μόνα δάνεια τα οποία θα μπορούσαν να δοθούν στις αργούσες επιχειρήσεις θα ήταν εκείνα που θα είχαν σκοπό να καλύψουν τις πάγιες υποχρεώσεις τους, προς τους εργαζόμενους αλλά και προς τους πιστωτές τους. Πλην όμως αυτά τα δάνεια, αν δοθούν, είναι σαφές πως δεν θα μπορούν να αποπληρωθούν ποτέ -τα δάνεια στην οικονομία δίνονται με την προοπτική της παραγωγικής αξιοποίησής τους και παραγωγική αξιοποίηση στις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρχει. Ακόμη περισσότερο αδιέξοδη βεβαίως και άγονη θα ήταν η περαιτέρω «ποσοτική χαλάρωση», γιατί στο μόνο που θα συνέβαλε θα ήταν στην επιτάχυνση της διαδικασίας μετάβασης και του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην πλήρη χρεοκοπία δεδομένου ότι η “ποσοτική χαλάρωση” είναι και αυτή δανεισμός, χαμηλότοκος μεν, άστοχος και διαστρεβλωτικός δε, όσον αφορά τις επιπτώσεις του. Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις των πληττομένων κλάδων σήμερα δεν χρειάζονται δανεισμό γιατί δεν μπορούν να τον αποπληρώσουν. Χρειάζονται μία “γέφυρα παροχών” που θα τους επιτρέψει να μεταβούν στο τέλος της κρίσης αλώβητοι οικονομικά, επαγγελματικά και ψυχικά.

Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούν οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και των υπευθύνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι, στην παρούσα στιγμή, η μόνη λύση  με την οποία μπορεί να αποφευχθεί η οικονομική καταστροφή εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 είναι h παροχή εισοδηματικών ενισχύσεων, όπου αυτό απαιτείται, χρηματοδοτημένων μέσω του εκδοτικού δικαιώματος της Eυρωπαϊκής Kεντρικής Τράπεζας. Άλλη λύση δεν υπάρχει.

Οι κ. Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου είναι οικονομολόγοι*

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα