Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 

του ΔΡ. ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΝΟΓΛΟΥ*

            Το έγκλημα της γενοκτονίας εντάσσεται στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η ειδοποιός διαφορά του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας με τα αντίστοιχα του κοινού ποινικού δικαίου έγκειται στο στοιχείο της προθέσεως και μάλιστα στο γεγονός ότι αυτό στρέφεται κατά αυτής ταύτης της υποστάσεως του ανθρώπινου γένους, που αποτελείται από φυλές και θρησκευτικές ή άλλες ομάδες.

            Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με την Απόφαση υπ’αριθ.96 (1) της 11ης Δεκεμβρίου 1946 αποφάσισε τον χαρακτηρισμό της γενοκτονίας ως εγκλήματος διεθνούς δικαίου, γεγονός που αποτελεί πράξη ιστορικής σημασίας και καινοτομία για την εξέλιξη του διεθνούς δικαίου.

            Στο εξής, ο αφανισμός ολόκληρων ομάδων ανθρώπων δεν θα αποτελεί πλέον υπόθεση εσωτερική της ενδιαφερόμενης εκάστοτε χώρας, αλλά εγκληματική πράξη διεθνούς χαρακτήρα. Εξάλλου, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε παμψηφεί, με την Απόφαση 260 (ΙΙΙ) Α της 9.12.1948, το σχέδιο σύμβασης κατά της γενοκτονίας.  Στις 9 Δεκεμβρίου 1948 υπεγράφη στο Παρίσι η σχετική σύμβαση κατά της γενοκτονίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιανουαρίου 1951.

            Τρεις είναι οι κύριοι σκοποί της σύμβασης: 1) Ο καθορισμός της έννοιας του εγκλήματος της γενοκτονίας, 2) η πρόληψη της γενοκτονίας και 3) η καταστολή της γενοκτονίας.

            Το έγκλημα της γενοκτονίας περιέχει σύνθετα στοιχεία από νομική και κοινωνιολογική άποψη. Αυτό που το διαχωρίζει από τα αντίστοιχα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου είναι η ιδιαίτερη εγκληματική πρόθεση, το ιδιαίτερο αντικείμενο του εγκλήματος, η ιδιαίτερη τεχνική της διαπράξεώς του και οι ιδιαίτερες συνέπειες του. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά εκδηλώνονται με τον συλλογικό και άνευ διακρίσεως εξανδραποδισμό. Ο δράστης δεν ενδιαφέρεται για το άτομο καθ’ εαυτό, αλλά μόνο για την ιδιότητά του ως μέλους της ομάδας. Το άτομο εξοντώνεται όχι για ό,τι έπραξε, αλλά για ό,τι είναι. Μεταξύ του δράστη και του παθόντος δεν υπάρχει καμιά προσωπική σχέση. Η γενοκτονία αποτελεί βαριά προσβολή κατά των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως του δικαιώματος στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα και υγεία, του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και του δικαιώματος στην οικογενειακή εστία. Γενικώς, η γενοκτονία δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την άμεση εξόντωση του έθνους. Ο όρος γενοκτονία (από το ελληνικό   «γένος» και το λατινικό  «caedere» , δηλ. αποκτείνω) υποδηλώνει μάλλον ένα συντονισμένο σχέδιο ενεργειών, που αποσκοπούν στην καταστροφή θεμελιωδών στοιχείων διαβίωσης των εθνικών ομάδων, η οποία επιφέρει και την εξόντωσή τους.

            Τρεις είναι οι βασικοί τύποι της γενοκτονίας: η φυσική, η βιολογική και η πολιτιστική.

Με το άρθρο 1 της σύμβασης τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται να προλαμβάνουν και να πατάσσουν τη γενοκτονία, είτε σε καιρό ειρήνης, είτε σε καιρό πολέμου, σαν ένα διεθνές έγκλημα. Στο άρθρο 2 της σύμβασης καθορίζεται περιοριστικά ποιες πράξεις αποτελούν γενοκτονία ·  οποιαδήποτε  από τις παρακάτω πράξεις, που διενεργείται με την πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδος εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής, ως τέτοιας;

φόνος των μελών,

σοβαρή βλάβη της σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητας των μελών,

υποβολή σε συνθήκες διαβίωσης που μπορούν να επιφέρουν πλήρη ή μερική καταστροφή της ομάδας

μέτρα που αποβλέπουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων,

αναγκαστική μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα.

            Μόνο οι βαρείας μορφής πράξεις κατά της ζωής και της υγείας εμπίπτουν στην έννοια της γενοκτονίας. Μόνη η φυλάκιση, η εξορία, ή ο εγκλεισμός σε στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν συνιστούν γενοκτονία, αν δεν συνοδεύονται από βίαιες και επικίνδυνες πράξεις για τη σωματική η διανοητική ακεραιότητα. Πάντως, δεν είναι απαραίτητη η απώλεια της ζωής για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της γενοκτονίας. Εξάλλου και ο αργός θάνατος, που προκαλείται λόγω βαρειών παραλείψεων, εμπίπτει στην γενοκτονία (π.χ. η έλλειψη των απαραίτητων για την κάλυψη των στοιχειωδών ανθρωπίνων αναγκών).

            Το στοιχείο του δόλου, σαν συστατικό του εγκλήματος, συναντάται στο άρθρο 2 της σύμβασης. Αντικείμενο αυτού του ειδικού δόλου αποτελεί η ομάδα. Δεν απαιτείται η εξόντωση ολόκληρης μιας ομάδας. Σε όλες τις γνωστές περιπτώσεις η εξόντωση υπήρξε μερική.

            Δεν περιλήφθηκε στη σύμβαση η προστασία κατά της πολιτιστικής και πολιτικής γενοκτονίας, καθώς τα εγκλήματα αυτά προστατεύονται από την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

            Το άρθρο 3 της σύμβασης ορίζει ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες πράξεις: η γενοκτονία, η συνεννόηση για διάπραξη γενοκτονίας, η άμεση και δημόσια προτροπή για διάπραξη γενοκτονίας, η απόπειρα γενοκτονίας και η συνέργεια στη γενοκτονία.

            Το άρθρο 4 της σύμβασης ορίζει ότι  «τα άτομα που διέπραξαν γενοκτονία ή μία οποιαδήποτε από τις άλλες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 3 θα τιμωρούνται είτε είναι κυβερνώντες είτε υπάλληλοι είτε ιδιώτες».

            Απορρίφθηκε η ποινική ευθύνη του κράτους, έχει προβλεφθεί όμως η αστική του ευθύνη για επανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας, χωρίς όμως να περιληφθεί η συγκεκριμένη διάταξη για το ζήτημα της αποζημιώσεως. Συνεπώς, το ζήτημα της αποζημιώσεως τίθεται μόνο αν το ένοχο κράτος θεωρηθεί υπεύθυνο για πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος του ή σε βάρος των υπηκόων του αιτούντος κράτους.

            Σημαντικό θέμα εγείρεται για το αν απαλλάσσεται ο δράστης από την ποινική του ευθύνη, επειδή η παράνομη πράξη τελέστηκε κατόπιν προσταγής. Η θεωρία του διεθνούς δικαίου, αλλά και η νομολογία του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, αποφαίνονται ομόφωνα, σχεδόν, ότι δεν αίρεται η ευθύνη. Η Σύμβαση δεν κάνει μνεία του θέματος.

            Τα άρθρα 6 και 8 της σύμβασης θέτουν τις βάσεις για την καταστολή του εγκλήματος: «Τα πρόσωπα που κατηγορούνται για γενοκτονία θα προσάγονται ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων του κράτους στο έδαφος του οποίου διεπράχθη η πράξη ή ενώπιον Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που θα καθίσταται αρμόδιο για εκείνα από τα συμβαλλόμενα μέρη που θα έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του ». Η λύση της καταστολής του εγκλήματος από μόνη την εθνική δικαιοδοσία είναι κάθε άλλο παρά αποτελεσματική. Η προ ολίγων ετών ίδρυση του μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Εθνών παρέχει την πιο ουσιαστική δικαιοδοσία πάταξης του εγκλήματος της γενοκτονίας.

            Εξάλλου, το άρθρο 8 της σύμβασης δίνει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα κράτη να ζητήσουν από τα αρμόδια όργανα των Ηνωμένων Εθνών τη λήψη όλων των μέτρων που κρίνουν σκόπιμα για την πρόληψη και καταστολή των πράξεων γενοκτονίας ή των άλλων πράξεων του άρθρου 3. Η αναγνώριση πάντως πράξεων γενοκτονίας που αφορούν στο παρελθόν (και μάλιστα την περίοδο προ της ισχύος της σύμβασης κατά της γενοκτονίας) ασφαλώς θα συμβάλλει στην πρόληψη διάπραξης νέων γενοκτονιών από τα υπεύθυνα κράτη.

            Η ουσιαστική μορφή κύρωσης κατά του εγκλήματος της γενοκτονίας προβλέπεται στο άρθρο 5 της σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο  «τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να θεσπίσουν, σύμφωνα με το Σύνταγμά τους, τα απαιτούμενα νομοθετικά μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας σύμβασης και μάλιστα να προνοήσουν για αποτελεσματικές ποινικές κυρώσεις εναντίον των προσώπων που ενέχονται στο έγκλημα της γενοκτονίας και τις συναφείς με αυτό πράξεις. Η ίδρυση του μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου συμπληρώνει αυτή την ελλιπή κατασταλτική δικαιοδοσία.

            Η γενοκτονία δεν θεωρείται πολιτικό έγκλημα και έτσι αποφεύγεται η άρνηση της έκδοσης εξ αυτού του λόγου (δηλ. λόγω ασύλου) από τα κράτη όπου βρίσκονται οι ένοχοι.

            Παρά τις διάφορες ατέλειες που παρουσιάζει το κείμενο της σύμβασης που έχουν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη αποτελεσματικότητά της, παρά ταύτα και μόνη η αναγνώριση του εγκλήματος και η επίτευξη της υπογραφής μιας διεθνούς σύμβασης πρόληψης και κολασμού των ενόχων γενοκτονίας αποτελεί τεράστιο θετικό βήμα. Επί του παρόντος, βέβαια, επαφίεται στην καλή θέληση των κρατών για την εφαρμογή της και επικουρικά στα Ηνωμένα Έθνη και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

            Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής

            Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης εντάσσεται στο σχέδιο των Νεότουρκων και των κεμαλικών για την εξόντωση των ισχυρότερων μη μουσουλμανικών στοιχείων της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Η εκστρατεία εξόντωσης χωρίζεται σε δύο χρονικές φάσεις: α’ φάση 1914-1918, β’ φάση 1919-1923. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν θα μαθευτεί, ίσως,ποτέ με ακρίβεια. Με διάφορους όμως υπολογισμούς υπολογίζεται σε 1.400.000, εκ των οποίων 353.000 Ελληνοπόντιοι.

            Το σχέδιο της εξόντωσης συνέλαβε και άρχισε να εφαρμόζει η τριανδρία των Νεότουρκων, Ταλαάτ μπέης, Ενβέρ πασάς και Τζεμάλ πασάς, οι οποίοι σε συνεργασία με τον επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς, κατάρτισαν τις λεπτομέρειες και το χρονοδιάγραμμα. Πληθώρα διπλωματικών εγγράφων αλλά και τουρκικών αρχειακών πηγών μαρτυρούν την ύπαρξη οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης των Ελλήνων. Δεκάδες χιλιάδες σύρθηκαν βίαια στην εξορία, εκτεθειμένοι στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, στην πείνα, σε βιασμούς των γυναικών, σε αρπαγές των παιδιών, στις προσχεδιασμένες επιθέσεις ατάκτων Τούρκων. Η εξορία αυτή ήταν πραγματικά ένα  «Άουσβιτς εν ροή», ένας  « λευκός θάνατος».

            Αργότερα (1915) οι διώξεις συνεχίστηκαν με νέα μέθοδο, τα  «εργατικά τάγματα» (αμελέ ταμπουρού), όπου υπηρετούσαν μόνον Έλληνες και Αρμένιοι.

            Από το 1914 έως το 1918, 257.019 Έλληνες της περιοχής του Πόντου εξοντώθηκαν με τη μέθοδο αυτή. Από το Δεκέμβριο 1916 άρχισε και η συστηματική άμεση εξόντωση των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών.

            Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αποσόβησε τα δεινά των Ελλήνων. Στις 19 Μαΐου 1919 ο Κεμάλ (Ατατούρκ για τους Τούρκους) αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και ξεκινά έτσι η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας, με αρχηγό το Λαζό Τοπάλ Οσμάν. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την εξόντωση των Ελλήνων είναι: επιστράτευση και εξόντωση των νέων, εργατικά τάγματα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και απαγχονισμοί ύστερα από μεθοδευμένες δίκες. Η τραγωδία ήταν τόσο συγκλονιστική και εκτεταμένη, ώστε οι ύπατοι αρμοστές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιαπωνίας αναγκάστηκαν να διαμαρτυρηθούν με κοινή επιστολή τους προς τον ίδιο τον Κεμάλ. Η απάντηση ήταν κυνική και επιβεβαίωσε ότι όλα τελούσαν εν γνώσει και γίνονταν με διαταγές της τότε τουρκικής κυβέρνησης. Η ιστορική έρευνα, ιδιαίτερα των τελευταίων ετών, έχει φέρει στο φως της δημοσιότητας αναρίθμητα έγγραφα, μαρτυρίες και άλλα στοιχεία που στοιχειοθετούν και τεκμηριώνουν το τεράστιο έγκλημα, πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ετσι, στην περίπτωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έχουμε τις εξής πράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της σύμβασης για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας.

  1. σχεδιασμένη δολοφονία των μελών μιας συγκεκριμένης εθνικής ομάδας,
  2. σοβαρή προσβολή της σωματικής και διανοητικής ακεραιότητάς τους,
  3. υποβολή σε συνθήκες διαβίωσης που μπορούν να επιφέρουν πλήρη ή μερική καταστροφή της εθνικής ομάδας,
  4. βίαια μεταφορά παιδιών σε άλλη εθνική ομάδα.

Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής

            Στις 24/2/1994, η Βουλή των Ελλήνων, με ομόφωνη απόφασή της, αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ποντίων και όρισε τη 19η Μαΐου ως ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Το 1998 και το 2001 η Βουλή αναγνώρισε την γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και όρισε την 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα μνήμης (κυρίως της καταστροφής της Σμύρνης). Το Δ’ Παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού (1997)αποφάσισε την προώθηση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας.Τον Ιούνιο 1998, διακομματική αντιπροσωπεία της ελληνικής Βουλής, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από εκπροσώπους ποντιακών οργανώσεων από όλο τον κόσμο και πενταμελής ομάδα επιστημόνων (ένας εκ των οποίων και ο ομιλών) επισκέφθηκαν την έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Ν. Υόρκη και υπέβαλαν πολυσέλιδο υπόμνημα για τη Γενοκτονία των Ποντίων προς την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του διεθνούς οργανισμού.

            Η αναγνώριση, από τον ΟΗΕ και την ίδια την Τουρκία, της Γενοκτονίας των Ποντίων (αλλά και των λοιπών Μικρασιατών και Θρακών) Ελλήνων, ως πράξη που θα έχει μόνον ηθικές και πολιτικές (όχι νομικές η οικονομικές) συνέπειες θα αποτελέσει ελάχιστη πράξη εξιλέωσης της Τουρκίας.

            Κλείνοντας, επιτρέψετέ μου να μοιραστώ μαζί σας ορισμένα αποσπάσματα από την συγκλονιστική περιγραφή της καταστροφής της Σμύρνης*, όπως την έζησε και την κατέγραψε ο μεγάλος Νομπελίστας Έρνεστ Χέμινγουεϊ:

            «…Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.» (Από τη συλλογή διηγημάτων του με το γενικό τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης»).

Μόλις πριν τρία χρόνια ως πολεμικός ανταποκριτής της Καναδικής εφημερίδας Toronto Star” ο Χέμινγουεϊ είχε βρεθεί ως αυτόπτης μάρτυς στον τόπο της Καταστροφής και την είχε περιγράψει σε μια σειρά άρθρων του, που εκδόθηκαν το 1985 σε βιβλίο με τον τίτλο: «Dateline: Toronto”.

Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922 γράφει: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους από τους πόνους της γέννας… Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε, να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του, θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».

            Εξάλλου, σε ένα άλλο κείμενό του, γράφει:  «Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Το παράξενο ήταν, πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν …».

*https://ardin-rixi.gr/archives/238298 (σ.Τζ.Λιακοπούλου/16 Σεπτεμβρίου 2021)

** Ο Βενιαμίν Καρακωστάνογλου είναι διεθνολόγος, μόνιμος λέκτορας Νομικής ΑΠΘ, Πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Το κείμενο αποτέλεσε ομιλία του στις 19 Σεπτεμβρίου στο Κιλκίς στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την ημέρα εθνικής μνήμης της Γεονοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.  

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα