Πύραυλοι S-400 και η ακανθώδης πορεία των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -
Γράφει ο Νικόλαος – Γεώργιος Ιωαννίδης* 

Οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας αποτελούνται από ένα πολυδιάστατο πλέγμα συμμαχιών, φιλιών και ενισχύσεων στο κλασσικό γεωπολιτικό πλαίσιο της θεωρίας του Rimland, και της ανάσχεσης της Ρωσσίας από τα θερμά ύδατα της Μεσογείου. Τι συμβαίνει όμως όταν η Τουρκία αποφασίζει να ενισχύσει το αμυντικό της σώμα με ένα υπερσύγχρονο ρωσσικό πυραυλικό σύστημα, όπως αυτό των S-400 και πως αυτή η κίνηση θα επηρεάσει τις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας;

Η αλλαγή του διεθνούς κατεστημένου

Το έτος του 1991, είναι ένα σημαντικότατο έτος για την παγκόσμια ιστορία και πολιτική, διότι με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, παρατηρούμε ότι για πρώτη φορά το διεθνές σύστημα, κυριαρχείται επί της ουσίας από μόνο έναν πόλο ισχύος, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πλέον η συλλογιστική Ηγεμονία που διατηρούσαν οι ΗΠΑ στον δυτικό κόσμο μέσω των πολλαπλών αμυντικών και οικονομικών ιδρυμάτων τους μετατρέπεται σε μία απόλυτη Αμερικανική Ηγεμονία, η οποία πλέον δεν προσπαθεί να πείσει τους συμμάχους της μέσω οικονομικής βοήθειας ή της διπλωματίας αλλά αντίθετα τους προστάζει διότι πλέον έχει την απόλυτη ισχύ. Ταυτοχρόνως η αλλαγή αυτή επηρεάζει εντόνως και την Τουρκία, η οποία πλέον συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται δέσμια στις αμερικανικές βλέψεις ενώ θεωρεί ότι αρχίζει να αποξενώνεται σιγά σιγά από τη δυτική πολιτική και αμυντική σκηνή.

1: Θεωρία του Αναχωματικού Δακτυλίου κατά τον Γεωγράφο Nikolas J. Spykman. Πηγή: https://alchetron.com/Rimland

Το πρώτο μεγάλο πλήγμα μεταξύ των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εντοπίζεται τον Μάρτιο του 2003 με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, όπου το τουρκικό κοινοβούλιο με ψήφισμά του απαγορεύει την είσοδο αμερικανικών στρατευμάτων στο τουρκικό έδαφος, ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους οι σχέσεις των δύο χωρών φτάνουν στο ναδίρ, εξαιτίας της έντονης διαφωνίας μεταξύ Άγκυρας-Ουάσιγκτον για το μέλλον του Ιράκ αλλά ιδιαιτέρως τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ. Εξαιτίας των συγκυριών αυτών νέες ιδεολογίες άρχισαν να διαμορφώνονται και να ακμάζουν στο εσωτερικό της Τουρκίας. Μία εξ’ αυτών είναι η ιδεολογία του Νέο-οθωμανισμού, με κύριο εκπρόσωπο τον 21ο αιώνα τον πρώην ΥΠΕΞ της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου. Η ιδεολογία αποτελεί μία εξαιρετική έκφανσή του λεγόμενου πολιτικού Ισλάμ. Δηλαδή έναν συνδυασμό της κοσμικότητας και του ρεαλισμού όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική εικόνα αλλά ταυτόχρονά προωθεί μία επεκτατική και επιθετική πολιτική βασισμένη σε μία διαστρεβλωμένη έννοια του οθωμανικού παρελθόντος και της θρησκείας του Ισλάμ. Η θεωρία λοιπόν του Νέο-οθωμανισμού ήθελε μία Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία θα συνομιλούσε επί ίσοις όροις με τις λοιπές δυνάμεις του διεθνούς συστήματός, ενώ ταυτόχρονά θα ήλεγχε τις γειτονικές της χώρες είτε μέσω της θρησκείας είτε μέσω κάποιας άλλη μορφής ισχύος. Η χρυσή αυτή εποχή όπως την ονόμασε ο Νταβούτογλου όμως δεν ήρθε ποτέ. Στο περιφερειακό επίπεδο η αποτυχημένη απόπειρα της Τουρκίας να επωφεληθεί από την αναταραχή της Αραβικής Άνοιξης ειδικά στην περιοχή της Γάζας και της Συρίας, την έκανε ιδιαίτερα μισητή στους γείτονες της, ενώ στο διεθνές πεδίο οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε πολύ άσχημά επίπεδα, με μία δημοσκόπησή του 2009 να δείχνει πως μόνο το 14% των συμμετεχόντων είχαν θετική άποψη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό ήταν το χαμηλότερό ποσοστό που σημειώθηκε από όσες χώρες διεξήγαγαν αυτή την δημοσκόπηση.

Το χρονικό μίας κρίσεως

Βλέποντας λοιπόν την τροπή που είχαν πάρει οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κρίση των S-400 είναι αποτέλεσμά μίας βαθιάς πληγής που έχει δημιουργηθεί κατά την πάροδο αρκετών ετών. Για την τουρκική πλευρά η απόκτησή των ρωσσικών S-400 είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό, διότι η Άγκυρα υποστηρίζει πως οι αποσταθεροποιητικές πράξεις της Ουάσιγκτον και η διεθνής αποξένωσή που λαμβάνει από την διεθνή κοινότητα την ωθεί να βελτιώσει γρήγορα το αμυντικό της πρόγραμμά με όποιο τρόπο μπορεί για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην εχθρικότητα των γειτόνων της και να είναι προετοιμασμένη αμυντικά, λησμονώντας όμως ότι και η ίδια ήταν βασικός παράγον στην αποσταθεροποίηση της περιοχής. Από την άλλη πλευρά οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν αυτή την προσέγγιση της Τουρκίας επικίνδυνή αλλά και εφιαλτική σε περίπτωσή συσφίξεως των Ρωσσώ-τουρκικών σχέσεων.

Η αρχή της κρίσης ξεκινάει στις 25 Ιουλίου του 2017 όταν ο πρόεδρος Ερντογάν αναφέρει ότι τα σχέδια για την απόκτησή των S-400  προχωρούν κανονικά και τα απαραίτητα έγγραφα είναι προετοιμασμένα, ενώ το ίδιο έτος δόθηκε από την Τουρκία χρηματικό πόσο ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων στην Ρωσσία. Με την απόκτησή ενός τέτοιου  συστήματος η Τουρκία δυνητικά μπορεί να δημιουργήσει, ένα από τα ισχυρότερα αντιαεροπορικά συστήματά στην Μέση Ανατολή, την Μαύρη Θάλασσα και την Μεσόγειο, καθότι μόνο με μόλις λίγα τέτοια συστήματά μπορεί να καλύψει σχεδόν όλη της την επικράτεια δοθέντος ότι κάθε S-400 έχει μέγιστη εμβέλεια 400 χιλιομέτρων κάτι το οποίο σημαίνει ότι εάν ένα μαχητικό απογειωθεί από την βάση της Σούδας με προορισμό τα τουρκικά παράλια δεν θα προλάβει να διανύσει καν την μισή διαδρομή, πριν το υποδεχθούν δύο βαλλιστικοί πύραυλοι. Η επιχειρησιακή ισχύς του επεκτείνεται περαιτέρω ειδικά αν συνδυαστεί με ένα ικανό σώμα αεροπορίας, το οποίο θα χρησιμοποιείται συμπληρωματικά για τον εμποδισμό μαχητικών αλλά και βαλλιστικών πυραύλων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες φυσικά και δεν έλαβαν με θετικό τρόπο αυτή την τροπή των γεγονότων και κατά τους πρώτους μήνες η διευθέτηση του ζητήματός παρέμεινε σε καθαρά διπλωματικό επίπεδό καθότι η έκβασή της προμήθειας των S-400 ήταν ακόμη αβέβαιη. Από τις 19 Ιουνίου του 2018 όμως, αφού επισημοποιήθηκε η γραμμή παραγωγής και μεταφοράς των S-400 προς την Τουρκία, βλέπουμε εμπράκτως την δυσχέρεια της αμερικανικής ηγεσίας, όταν η επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας ενέκρινε ένα νομοσχέδιο προϋπολογισμού, το οποίο ενείχε την πρόβλεψή, ότι εάν η Τουρκία δεν εγκαταλείψει την προμήθεια των S-400 θα αποκλειστεί από το πρόγραμμά παραλαβής υπερηχητικών μαχητικών F-35 Lockheed, δηλαδή το πιο κοστοβόρο οπλικό σύστημα που έχουν να προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, στου οποίου την παραγωγή συμμετείχε και η Τουρκία. Η Τουρκία όμως παραμένοντας πιστή στην επιθυμία της να αναπτυχθεί σε περιφερειακή δύναμη δεν διακόπτει την συνεργασία με την Ρωσσία, κάτι το οποίο είχε ως αποτέλεσμα στις 28 Μαρτίου του 2019 31 γερουσιαστές και από τα δύο κόμματά, να προτείνουν στον επικεφαλής της επιτροπής πιστώσεών του Λευκού Οίκου, να προταθεί προς ψηφοφορία δικομματικό νομοσχέδιο, το οποίο θα αποκλείει την χρήση αμερικανικών ομοσπονδιακών κεφαλαίων για την μεταφορά των F-35, κάτι το οποίο θα παρακάμπτεται μόνο εάν ο ίδιος ο πρόεδρος παραθέσει στο Κογκρέσο αποδείξεις ότι η Τουρκία δεν έχει πλέον βλέψεις ως προς την αγορά των S-400. Στις 7 Ιουνίου του ιδίου έτους οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίζουν να σταματήσουν να δέχονται νέους Τούρκους πιλότους για τις πτήσεις με τα F-35, ενώ μέχρι το τέλος του έτους η Τουρκία αποκλείστηκε από τα προγράμματά παραγωγής των F-35 και όλοι οι Τούρκοι υπάλληλοι (ακόμα και αυτοί που εργάζονταν στο μικτό αμερικανικό γραφείο) έπρεπε να αποχωρήσουν από το πρόγραμμά το αργότερο στις 31 Ιουλίου. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή που δίνει σε αυτό το ζήτημά το γραφείο τύπου του Λευκού Οίκου: «Η απόφασή της Τουρκίας να αγοράσει το ρωσσικό αντιαεροπορικό σύστημα ασφαλείας S-400 καθιστά την συνεχή ενασχόλησή της με τα F-35 αδύνατη. Τα F-35 δεν μπορούν να συνυπάρξουν με μία ρωσσική πλατφόρμα συλλογής πληροφοριών η οποία θα χρησιμοποιηθεί για να μαθευτούν οι ανεπτυγμένες ικανότητές του.» 

Η θέση της Τουρκίας από την άλλη σε αυτό το ζήτημά είναι λίγο πιο περίπλοκή από την αμερικανική. Η τουρκική ηγεσία παρότι επιθυμεί να αναπτύξει ένα πολεμικό οπλοστάσιο το οποίο θα της δώσει την δυνατότητα να ασκεί άτυπα την στρατιωτική ισχύ της στις γειτονικές χώρες, δεν μπορεί να ρισκάρει να αποξενωθεί εντελώς από σύσσωμο το δυτικό μπλοκ. Οπότε αυτό το οποίο προσπαθεί να επιτύχει είναι να ικανοποιήσει εαυτόν και τους πάντες ταυτοχρόνως. Παράδειγμά αυτού είναι η πρότασή που παρατέθηκε από την Τουρκία στις 3 Απριλίου του 2019, η οποία καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν ένα κοινό γραφείο με τις τουρκικές αρχές, το οποίο θα καθόριζε ότι τα ρωσσικά S-400 δεν αποτελούν κίνδυνο για την Βορειοατλαντική Συμμαχία ούτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την καθησυχαστική στάση που διατηρεί η Τουρκία μπορούμε επίσης να την διακρίνουμε  από τις δηλώσεις του ΥΠΕΞ Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου: «Θα έχουμε πλήρη έλεγχό των συστημάτων των S-400. Οι τεχνικοί μας πήγαν στην Ρωσσία για να εκπαιδευτούν αλλά δεν θα υπάρχουν Ρώσσοι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες στην Τουρκία. Όποτε, αιτιάσεις άλλων χωρών για να μη χρησιμοποιηθούν οι S-400 είναι απαράδεκτες.» Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο μετά τις δηλώσεις αυτές το Κρεμλίνο επιβεβαιώνει την δήλωσή της Βαλέριας Ρεσατνικόβα, εκπρόσωπο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Τεχνικής-Στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία ανέφερε ότι: «Η επιστροφή των Ρώσσων τεχνικών εμπειρογνωμόνων οι οποίοι βρίσκονται στην Τουρκία για την αποστολή των S-400 θα πραγματοποιηθεί με βάση το συμφωνηθέν πρόγραμμά.» Η Τουρκία όμως πλην του καθησυχασμού για να προσπαθήσει να προσδώσει στον  εαυτό της νομικό και ηθικό κάλυμμά, κατηγορεί ευθέως την Αμερική και το ΝΑΤΟ για δύο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορά τα πυραυλικά συστήματά S-300 παλαιότερης γενιάς τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο. Λησμονώντας για ακόμη μία φορά ότι ακόμα και όταν η Ελλάδα προμηθεύτηκε τους S-300 στρατιωτικοί αναλυτές και του ΝΑΤΟ και συγκεκριμένα των Ηνωμένων Πολιτειών εξέφρασαν την ανησυχία τους για το πόσο τα συστήματά αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν δυνητικό κίνδυνο για τις σχέσεις Ελλάδος-Κύπρου-ΗΠΑ αλλά και για την γενικότερή ασφάλεια του νατοϊκού συστήματός, και επίσης αγνοεί ότι ο κινητήριος παράγον που ώθησε και την Ελλάδα και την Κύπρο στην αγορά των S-300, ήταν η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας το 1990 στο κυπριακό ζήτημά.

Τι μέλλει γενέσθαι;

Με βάση αυτά λοιπόν κάποιος εύλογα θα μπορούσε να θεωρήσει ότι βαίνουμε τις τελευταίες περιόδους της αμερικανοτουρκικής φιλίας, ότι οι κινήσεις κατευνασμού και από τις δύο πλευρές είναι η έσχατή λύση, και ότι πλέον η Τουρκία απογοητευμένη από την Βορειοατλαντική Συμμαχία και έχοντας υψηλότατες προσδοκίες για τον ρόλο της στην περιοχή στρέφεται προς την Ρωσσία για να εκπληρώσει τους στόχους της. Τα ερωτήματά αυτά παρότι λογικά είναι εν μέρη λανθασμένα, διότι εμπόδιο σε αυτές τις υποθέσεις μπαίνει η ίδια η γεωγραφία και η γεωπολιτική. Σίγουρα είναι αληθές ότι η αποδυνάμωσή του ΝΑΤΟ και οι αποδιοργανωτικές πράξεις των Ηνωμένων Πολιτειών κρίθηκαν ως επωφελής από την Τουρκία, διότι από την μία από την ευρωπαϊκή πλευρά εισπράττει μία ήπια στάση σε όλες τις πράξεις τις ενώ η αποχώρησή των αμερικανικών δυνάμεών από την περιοχή της Μοσούλης, και του Κιρκούκ επί προεδρίας Τραμπ, αφήνουν το πεδίο ελεύθερο για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να εξυπηρετήσουν έναν σημαντικότατό διττό στόχο. Από την μία να ελέγξουν τα στρατηγικής σημασίας κοιτάσματά των προαναφερθεισών περιοχών κα ταυτόχρονά να ολοκληρώσουν την συστηματική εξολόθρευσή των κουρδικών πληθυσμών που διαμένουν στην περιοχή του Βορείου Ιράκ και της Συρίας, δημιουργώντας ένα έτσι ένα Buffer Zone, το οποίο θα δράσει ως ανάχωμά σε οποιαδήποτέ κουρδική διεκδίκησή και ταυτόχρονα θα διακόψει την επικοινωνία μεταξύ των Κούρδων των περιοχών αυτών. Η Τουρκία λοιπόν, εκμεταλλεύεται την αποδυνάμωσή του δυτικού μπλοκ υπέρ της και για αυτό αρχίζουμε και βλέπουμε μία ανάπτυξή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Άγκυρας-Κρεμλίνου, και για αυτό προκλήθηκε η κρίση των S-400. Σημαίνει όμως αυτό ότι είναι πιθανή μία Ρώσσο-Τουρκική συμμαχία, η οποία θα κλονίσει δια παντός τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις; Η πιθανότητά για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερά μικρή όσο και αισιόδοξες και αν φαίνονται οι σχέσεις μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας, διότι μόνο και μόνο από την γεωγραφία τους και τις φιλοδοξίες που τρέφουν και οι δύο, μία σύγκρουσή είναι αναπόφευκτή, κάτι το οποίο το γνωρίζουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

2: Το προτεινόμενό τουρκικό Buffer Zone στην κουρδική περιοχή της Βορείου Συρίας. Πηγή: https://www.bbc.com/news/world-middle-east-49973218

Από την πλευρά των ΗΠΑ τα πράγματά είναι λίγο διαφορετικά, διότι παρόλο που γνωρίζουν ότι τα συμφέροντά της Τουρκίας μακροπρόθεσμά βρίσκονται κυρίως στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δεν μπορούν παρά να ανησυχήσουν για μία εν δυνάμει περίπτωσή όπου η Ρωσσία εκμεταλλευόμενη την κατάστασή καταφέρει να εδραιώσει την ναυτική της παρουσία στην Μεσόγειο, μέσω της Τουρκίας, κάτι το οποίο θα αποβεί μοιραίο για τις ναυτικές δυνάμεις, διότι τότε η Ρωσσία πλην από την ναυτική της βάση στην Ταρσό της Συρίας θα ελέγχει και άλλα πολεμικά λιμάνια μέσα στην Μεσόγειο. Για αυτό τον λόγο βλέπουμε μία τάση κατευνασμού στις πράξεις της Τουρκίας, κάτι το οποίο λέγεται ότι φαινομενικά σταμάτησέ, όταν ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνώρισε επισήμως την αρμενική γενοκτονία. Ότι και αν συμβεί όμως και όποιος και αν είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, η Τουρκία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μακροχρόνιου στρατιωτικού και γεωπολιτικού σχεδιασμού του λεγόμενου Deep State των ΗΠΑ. Το μόνο ερώτημά που τίθεται είναι το σε πιο βαθμό είναι διατεθειμένες οι Ηνωμένες Πολιτείες να υποκύψουν στις αιτιάσεις της Τουρκίας και το πόσο η ίδια η μεταψυχροπολεμική Τουρκία είναι διατεθειμένη να διαταράσσει το Status Quo, για να γείρει την πλάστιγγά υπέρ της.

Κατά την άποψη του συγγραφέως, οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις αυτή την περίοδο είναι αληθές ότι έχουν φτάσει σε ένα πρωτόγνωρο ναδίρ, και η πυραυλική κρίση των S-400 αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για να φτάσουν σε αυτό το σημείο οι σχέσεις αυτές. Όσο όμως και να θεωρούμε ότι η Τουρκία θα αφήσει την Αμερική για το Κρεμλίνο, ή ότι η Αμερική θα απαρνηθεί την συμμαχία των ΗΠΑ, κάτι τέτοιο είναι απίθανό διότι από την μία για τις Ηνωμένες Πολιτείες η Νοτιοανατολική πτέρυγά του ΝΑΤΟ είναι ίσως η πιο σημαντική, κάτι το οποίο εκμεταλλεύεται πλήρως η Τουρκία, εν αντίθεσή με την Ελλάδα, η οποία απαξιώντας κάθε κανόνα της γεωπολιτικής γραπώνεται μονάχα στο Διεθνές Δίκαιο, ενώ από την άλλη η Τουρκία γνωρίζει ότι οποιαδήποτε συμμαχία με την Ρωσσία έχει καιροσκοπικό και σύντομό χαρακτήρα, καθότι εξαιτίας των ιδεολογικών και γεωγραφικών περιορισμών τους οι δύο αυτές δυνάμεις βρίσκονται συνεχόμενά σε μία τροχιά συγκρούσεών.

Πηγές

  • Ιωάννης Θ, Μάζης «Γεωπολιτικά Ζητήματά στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο- ΙΙ», τόμος 2ος, εκδόσεις Λειμών, Αθήναι, 2018
  • Bac Müftüler, Meltem «Turkey and the United StatesThe Impact of the War in Iraq», International Journal, τόμος 61ος, υπ’ αρίθ’ 1, Sage Publications, Χειμώνας 2005/2006
  • Hale, William, «Τουρκική Εξωτερική Πολιτική», εκδόσεις Πεδίο, Αθήναι, 2006
  • Kasapoglu, Can «Turkey’s S-400 Dilemma», Centre for Economics and Foreign Policy Studies, Κωνσταντινούπολη, 1η Ιουλίου 2017
  • Lahiry, Sujit «Theorising Hegemony, US Hegemony and the Post Second World War Order», World Affairs: The Journal International Issues, τόμος 17ος, υπ’ αρίθ. 2, Απρίλιος-Ιούνιος 2013
  • Lindgaard, Jacob, Pieper, Moritz «Turkey’s NATO Future: Between Alliance Dependency, Russia, and Strategic Autonomy», Danish Institute for International Studies, Δανία, 1η Ιανουαρίου 2020

Ιστοσελίδες

ΠΗΓΗ: geopolitics.iisca.eu

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα