Οι λόγοι που απέτυχε η επιχείρηση

Ο Χίτλερ δεν υπήρξε ποτέ συμπαθής στους στρατηγούς του. Ήδη από το 1938 άρχισαν να ωριμάζουν οι πρώτες σοβαρές συνωμοτικές κινήσεις με στόχο τη ανατροπή του, με αφορμή το ζήτημα της Τσεχοσλοβακίας.

Ευτυχώς για τον ίδιο και δυστυχώς για τους συνωμότες οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υποχώρησαν στις πιέσεις του Γερμανού δικτάτορα και τον έσωσαν από τον ίδιο του τον στρατό.

Αργότερα ήρθαν οι μεγάλες νίκες και οι στρατηγοί υποτάχτηκαν στο άστρο του «Αυστριακού δεκανέα». Η καταστροφή του Στάλινγκραντ όμως άνοιξε και πάλι τον ασκό του Αιόλου. Οι δύο απόπειρες όμως που έγιναν την άνοιξη του 1943 δεν είχαν αποτέλεσμα. Χρειαζόταν σοβαρότερη οργάνωση για να απαλλαγεί η Γερμανία από τον Φύρερ της.  

Το καλοκαίρι του 1944 η τύχη των όπλων είχε αναφανδόν και οριστικά στρέψει τα νώτα της στον Αδόλφο Χίτλερ. Στη Δύση οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Νορμανδία και ήδη οι εκεί γερμανικές στρατιές παρέπαιαν. Στην Ανατολή οι Σοβιετικοί είχαν διαλύσει εντελώς την Ομάδα Στρατιών Κέντρου και είχαν φτάσει από το Κουρσκ στη Βαρσοβία, πιέζοντας παράλληλα και στα Βαλκάνια και στις Βαλτικές χώρες.

Οι γερμανικές απώλειες ήταν τεράστιες. Μόνο ένας ανόητος φανατικός θα μπορούσε ακόμα να ελπίζει σε ανατροπή των δεδομένων. Ο φανατικός αυτός υπήρχε και άκουγε στο όνομα Αδόλφος Χίτλερ. Ο Χίτλερ στην πραγματικότητα δεν ξεπέρασε ποτέ τη συντριβή του Στάλινγκραντ, οι ευθύνες για την οποία βάρυναν αποκλειστικά τον ίδιο.

Έχοντας χάσει κάθε αίσθηση μέτρου είχε πέσει και ο ίδιος θύμα των φαντασιώσεών του, αναμένοντας τη λύτρωση από τα νέα «θαυμαστά όπλα». Το σώμα των Γερμανών αξιωματικών – και δεν μιλάμε για του αυλοκόλακες τύπου Κάιτελ, Κρεμπς και Γιόντλ – είχε ριζικά αντίθετη άποψη περί της τύχης του πολέμου, άποψη τεκμηριωμένη στα πραγματικά γεγονότα που βίωναν καθημερινά, αντιμετωπίζοντας τους εχθρούς με μια ρημαγμένη πολεμική μηχανή. Μοιραία, ενόψει της απολύτως διαφαινόμενης ήττας, η δυσαρέσκεια των αξιωματικών κατά του Χίτλερ άρχισε να αυξάνεται.

Τα παλιά σχέδια δολοφονίας του και ανατροπής του ναζιστικού καθεστώτος με σκοπό την επίτευξη ειρήνης σε ένα τουλάχιστον μέτωπο βγήκαν ξανά στο προσκήνιο. Κύρια εστία εξύφανσης της νέας συνωμοσίας ήταν τα στρατηγεία της Δύσης, πριν ακόμα την συμμαχική απόβαση.

Η συμμαχική απόβαση και οι τραγικές επιλογές του Χίτλερ που επέτειναν το μοιραίο οδήγησαν τους συνωμότες στο συμπέρασμα ότι αν δεν ενεργούσαν αρκετά γρήγορα η Γερμανία θα κατέρρεε σε πολύ μικρό χρόνο – όπως και τελικά συνέβη.

Η συνομωσία

Το σχέδιο κατάληψης της εξουσίας βασίστηκε στο ήδη υπάρχων σχέδιο «Βαλκυρία», που είχε εγκρίνει ο ίδιος ο Χίτλερ. Αυτό ήταν ένα σχέδιο εσωτερικής ασφάλειας του Ράιχ σε περίπτωση εσωτερικών ταραχών, ή εξέγερσης των εκατομμυρίων ξένων εργατών που εργάζονταν στην πολεμική γερμανική βιομηχανία.

Το σχέδιο προέβλεπε την αποκατάσταση της εσωτερικής τάξης από τον Στρατό του Εσωτερικού. Ακριβώς στο σχέδιο αυτό βασίστηκαν οι συνωμότες και σκόπευαν να το εφαρμόσουν αμέσως μετά τον θάνατο του Χίτλερ, για να αποδιαρθρώσουν την ναζιστική διοίκηση και να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση με την προοπτική επίτευξης συνθήκης ειρήνης, τουλάχιστον στο ένα μέτωπο.

Η κατά του Χίτλερ συνομωσία είχε μακρά προϊστορία. Από τους πρώτους συνωμότες ήταν ο στρατάρχης Ερικ φον Βίτσλέμπεν, ο στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ και ο υποστράτηγος Χανς Όστερ.

Οι στρατιωτικοί συνεργάστηκαν με τα μέλη του λεγόμενου κύκλου Κράιζουερ, δηλαδή με Γερμανούς ευπατρίδες, απογόνους παλαιών και ιστορικών οικογενειών, που επίσης επιθυμούσαν την «εκθρόνιση» του Χίτλερ, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν άνδρες όπως ο φον Μόλτκε (απόγονος των διάσημων στραταρχών του 1870 και του 1914), ο Γιορκ (απόγονος του Πρώσου στρατάρχη που το 1813 πρώτος κτύπησε τους Γάλλους) κ.α.

Οι πρώτες κινήσεις του 1938 –39 δεν απέδωσαν, όπως αναφέρθηκε, ενώ μετά τις επιτυχίες στην Πολωνία και τη Γαλλία το 1940, το γόητρο του Χίτλερ είχε τόσο ανυψωθεί που η δολοφονία του θα ήταν τουλάχιστον απερισκεψία. Το 1941 δημιουργήθηκε μια νέα ομάδα συνωμοτών, υπό τον συνταγματάρχη φον Τρέσκοβ, επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Κέντρο στο Ανατολικό Μέτωπο.

Σταδιακά οι δύο ομάδες ήρθαν σε επαφή, συγκεκριμένα ο Όστερ συνάντησε τον Τρέσκοβ και αποφάσισαν να ακολουθήσουν κοινή γραμμή. Ωστόσο πολύ λίγα μπορούσαν να γίνουν, τουλάχιστον όσον αφορά την φυσική εξόντωση του Χίτλερ, ο οποίος φρουρούνταν άριστα και από την άλλη οι συνωμότες δεν είχαν πρόσβαση στο κοντινό του περιβάλλον. Οι συνωμότες κατάφεραν πάντως να στρατολογήσουν ένα ακόμα «μεγάλο όνομα», τον στρατηγό Φρίντριχ Όλμπριχ, του Γενικού Επιτελείου, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του το δίκτυο επικοινωνιών του Στρατού του Εσωτερικού.

Τον Μάρτιο ο Όλμπριχ και ο Τρέσκοβ αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον Χίτλερ κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στο στρατηγείο της ΟΣ Κέντρο, τοποθετώντας βόμβα στο αεροσκάφος που θα τον μετέφερε πίσω.

Η βόμβα όμως δεν εξερράγη από σφάλμα του πυροδοτικού μηχανισμού.

Δεύτερη απόπειρα, που ανέλαβε ο νεαρός αξιωματικός φον Κλάιστ (γόνος επίσης μιας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές οικογένειες της Γερμανίας), ο οποίος δέχτηκε να ανατιναχτεί μαζί με τον Χίτλερ, κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης στο Βερολίνο, απέτυχε γιατί ο Χίτλερ αναχώρησε πολύ νωρίτερα από του προβλεπόμενου από την έκθεση.

Καθώς πάντως τα νέα από τα πολεμικά μέτωπα συνεχώς χειροτέρευαν, οι συνωμότες κατάλαβαν ότι έπρεπε να κινηθούν ταχύτερα. Τον Αύγουστο του 1943 ο Τρέσκοβ συναντήθηκε με έναν άλλο συνταγματάρχη, τον Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, έναν αγνό Γερμανό πατριώτη και θρησκευόμενο αξιωματικό. Ο Στάουφενμπεργκ υπηρετούσε στο επιτελείο αλλά ζήτησε μόνος του να σταλεί σε μάχιμη θέση.

Τον έστειλαν στην Τυνησία. Εκεί τραυματίστηκε σοβαρά, χάνοντας το δεξιό βραχίονα, δύο δάκτυλα από το αριστερό χέρι και το αριστερό του μάτι. Επιστρέφοντας στη Γερμανία, ο Στάουφενμπεργκ κατάφερε να παραμείνει στο στράτευμα και τοποθετήθηκε στο επιτελείο του αρχηγού του Στρατού του Εσωτερικού, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την εσωτερική ασφάλεια στη Γερμανία και τα κατεχόμενα εδάφη. Αμέσως μετά την τοποθέτησή του, συναντήθηκε με τους Όλμπριχ και Τρέσκοβ και αποφάσισαν να αξιοποιήσουν το υπάρχων σχέδιο «Βαλκυρία» προς όφελός τους.

Θα μπορούσαν έτσι, μετά τη δολοφονία του Χίτλερ να καταλάβουν άμεσα τα στρατηγικά σημεία και να εξουδετερώσουν τον ναζιστικό μηχανισμό. Υπήρχε ένα όμως πρόβλημα. Το σχέδιο «Βαλκυρία» μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή μόνο κατ’ εντολή του Χίτλερ, ή του αρχηγού του Στρατού του Εσωτερικού, στρατηγού Φρίντριχ Φρομ, ο οποίος κατά συνέπεια έπρεπε ή να μυηθεί στη συνωμοσία, ή να εξοντωθεί. Ο Φρομ ήταν ενήμερος, σε μέσες άκρες, για τη συνωμοσία, αλλά ούτε είχε προσχωρήσει σε αυτή, ούτε όμως την είχε καταγγείλει.

Μέχρι πάντως την 20η Ιουλίου 1944, οι συνωμότες επιχείρησαν 4 φορές να δολοφονήσουν τον Χίτλερ (Μάρτιος 1943, Νοέμβριος 1943, Φεβρουάριος 1944, Μάρτιος 1944). Ο Χίτλερ γλίτωνε, αφού είχε καταστεί εξαιρετικά δύσκολος στόχος. Σπάνια εμφανιζόταν πλέον δημόσια, ή πήγαινε στο Βερολίνο.

Συνήθως βρισκόταν στο άριστα φρουρούμενο αρχηγείο του στο Ράστενμπουργκ της Ανατολικής Πρωσίας.

Η κατάσταση άρχισε να δυσκολεύει και ο χρόνος να πιέζει. Τότε ήρθε η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία. Η στρατιωτική κατάσταση σταδιακά εξελίχτηκε σε καταστροφική για τους Γερμανούς. Αυτός ήταν λοιπόν ένας ακόμα λόγος επίσπευσης της δολοφονίας του Χίτλερ.

Έτσι η απόφαση για μια νέα απόπειρα ελήφθη. Άλλωστε για πολλούς από τους συνωμότες η επιτυχία καθαυτή δεν είχε πια σημασία. Η ενέργεια τους, μετά την δήλωση των Συμμάχων ότι μόνο την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας αποδέχονταν, αποκτούσε χαρακτήρα συμβολικό.

Όπως ο υπολοχαγός Χάινριχ, κόμης του Λέντορφ – Στάινορτ έγραψε στον Στάουφενμπεργκ : «Η απόπειρα πρέπει να γίνει όποιο και αν είναι το κόστος. Ακόμα και αν αποτύχουμε, οφείλουμε να αναλάβουμε δράση. Οι πρακτικοί λόγοι δεν έχουν πλέον σημασία. Αυτό που μετράει είναι να φανεί ότι υπάρχει γερμανική αντίσταση, να φανεί στα μάτια όλου του κόσμου, να γραφτεί στην ιστορία. Σε σύγκριση με τον σκοπό αυτό τίποτα άλλο δεν μετράει».

Την ίδια πάντως ο Χίμλερ έλαβε επίσημη διαβεβαίωση ότι «κάτι υπήρχε», από τον μυημένο στη συνωμοσία και παλαιό του φίλο Γιόχαν Πόπιτς, υπουργό στην τοπική κυβέρνηση της Πρωσίας, ο οποίος ανοικτά του ζήτησε τη βοήθειά του για την ανατροπή του Χίτλερ. Κατόπιν του είπε, θα αναλάμβανε ο ίδιος την διακυβέρνηση και θα επιχειρούσε την επίτευξη ανακωχής σε ένα μέτωπο τουλάχιστον. Ο Χίμλερ δεν δέχτηκε, αλλά ούτε επίσης κατήγγειλε τον Πόπιτς. Θα το έκανε μετά την 20η Ιουλίου, απλώς και μόνο για να καλυφθεί ο ίδιος.

Η πρόταση προσέγγισης του Χίμλερ, βάση ορισμένων πηγών, υλοποιήθηκε και μέσω της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, της Αμπβέρ και του επικεφαλής της ναυάρχου φον Κανάρις. Ωστόσο οι πληροφορίες για την αντίδραση του Κανάρις, ή την ανοικτή συμμετοχή του στη συνωμοσία δεν υπάρχουν, παρά συγκεχυμένες.

Τελικά αποφασίστηκε την νέα απόπειρα να την εκτελέσει ο Στάουφενμπεργκ, ο οποίος λόγω θέσης ήταν ο μόνος που μπορούσε να πλησιάσει τον Χίτλερ. Εξάλλου η προσχώρηση στη συνωμοσία και του διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων στη Γαλλία φον Στιλπνάγκελ, δημιουργούσε νέες δυνατότητες.

Αινιγματικός πάντως παραμένει ο ρόλος των δύο στραταρχών του Ρόμμελ και του Κλούγκε, οι οποίοι γνώριζαν πράγματα για τη συνωμοσία, αλλά δεν την κατήγγειλαν, χωρίς ωστόσο να συμμετάσχουν ανοικτά. Ο Ρόμμελ άλλωστε, χωρίς ιδιαίτερη συμπάθεια στον Χίτλερ και βιώνοντας την διάλυση των γερμανικών δυνάμεων στη Γαλλία, από τις 6 Ιουνίου και μετά, ήταν ο μόνος που τόλμησε ανοικτά να συντάξει έκθεση προς τον Χίτλερ δηλώνοντας πως επιβαλλόταν η παύση των εχθροπραξιών στο Δυτικό μέτωπο.

Στις 7 Ιουλίου παρουσιάστηκε η ευκαιρία να δολοφονηθεί ο Χίτλερ στη στο Ράστενμπουργκ, στη «Φωλιά του Λύκου». Ο στρατηγός Τσίεφ όμως που ανέλαβε την εκτέλεση δεν προχώρησε τελικά. Η επόμενη ευκαιρία δόθηκε στις 11 Ιουλίου, όταν ο Στάουφενμπεργκ πήγε, με μια βόμβα στον χαρτοφύλακά του στην αίθουσα συσκέψεων του Χίτλερ, αλλά η οδηγία που του είχε δοθεί ήταν να εκτελέσει την απόπειρα μόνο αν ήταν παρόντες ο Γκαίρινγκ και ο Χίμλερ.

Έτσι και η ευκαιρία αυτή χάθηκε. Στις 15 Ιουλίου δόθηκε άλλη μια ευκαιρία. Στην σύσκεψη της μέρας ήταν παρόντες και ο Χίμλερ και ο Γκαίρινγκ, αλλά την τελευταία στιγμή αποχώρησε ο Χίτλερ. Στις 20 Ιουλίου ο Στάουφενμπεργκ όφειλε να παραβρεθεί σε μια νέα σύσκεψη στη «Φωλιά του Λύκου». Ήταν η τελευταία ευκαιρία, καθώς είχε πληροφορίες ότι η Γκεστάπο πλησίαζε.

20η Ιουλίου1944

Η 20η Ιουλίου ξημέρωσε ολόφωτη.  Στις 07.00 ένα αεροπλάνο απογειώθηκε από το Βερολίνο με προορισμό το Ράστενμπουργκ. Επιβάτες του ήταν ο φον Στάουφενμπεργκ και ο υπασπιστής του, υπολοχαγός Βέρνερ φον Χαίφτεν. Ο καθένας τους είχε μαζί του έναν βαρύ χαρτοφύλακα. Κάθε χαρτοφύλακας περιείχε μία βόμβα.

Γνώριζαν ότι ήταν η τελευταία απόπειρα. Ο κλοιός γύρω τους έκλεινε. Ένας από τους πιο σημαίνοντες συνωμότες, ο σοσιαλιστής πρώην βουλευτής στο Ράιχσταγκ Γιούλιους Λέμπερ, είχε συλληφθεί πριν από μερικές ημέρες. Στο Βερολίνο την ίδια ώρα είχαν συγκεντρωθεί εκείνοι που πρόκειται να αποτελέσουν τα μέλη τής μεταχιτλερικής προσωρινής κυβερνήσεως.

Πρόεδρος τής Δημοκρατίας ο στρατάρχης Μπεκ, καγκελάριος ο συντηρητικός πολιτικός Γκαίρντελερ, υπουργός εξωτερικών, ο φον Χάσελ, αρχιστράτηγος ο στρατάρχης φον Βίτσλέμπεν. Ο στρατιωτικός διοικητής του Βερολίνου, στρατηγός φον Χάζε, και ο αστυνομικός διευθυντής κόμης Χέλντορφ ήταν μυημένοι. Ο Χάζε υπολογίζει στην υποστήριξη τμημάτων από τη Σχολή Πεζικού στο Νταίμπεριτς, τη Σχολή Τεθωρακισμένων στο Κράμπνιτς και στο μηχανοκίνητο τάγμα της μεραρχίας «Γκρόσντοϋτσλαντ».

Έπειτα από τρίωρη πτήση το αεροπλάνο τού Στάουφενμπεργκ προσγειώθηκε στο Ράστενμπουργκ. Αμέσως μετά την προσγείωση του Στάουφενμπεργκ κινήθηκε προς τη «Φωλιά του Λύκου» ο στρατηγός Έριχ Φελγκίμπελ, διευθυντής διαβιβάσεων τού Ανωτάτου Αρχηγείου της Βέρμαχτ, σημαίνον στέλεχος τής συνωμοσίας και ο άνθρωπος που θα έπρεπε, μετά το εγχείρημα, να απομονώσει τις επικοινωνίες του στρατηγείου τού Χίτλερ.

Περνώντας από διάφορους σταθμούς ελέγχου που εξετάζουν τις ταυτότητες αλλά δεν ενδιαφέρονται για το φορτίο, το αυτοκίνητο που είχε σταλεί στο αεροδρόμιο για να τον παραλάβει αποβίβασε τον Στάουφενμπεργκ μπροστά στο γραφείο του στρατάρχη Κάιτελ. Ο Στάουφενμπεργκ κατέβηκε με κόπο από το αυτοκίνητο, κρατώντας χαρτοφύλακά του με τα τρία δάκτυλα που έχουν απομείνει στο μοναδικό του χέρι. Η άλλη βόμβα μένει στο αυτοκίνητο μαζί με τον Χαίφτεν.

Ήταν άχρηστη, αφού ο Στάουφενμπεργκ δεν ήταν σε θέση, σωματικά, να μπει στην αίθουσα του Χίτλερ κρατώντας δύο χαρτοφύλακες. Άλλωστε, οι πυροτεχνουργοί της συνωμοσίας εγγυήθηκαν ότι μία και μόνη βόμβα ήταν αρκετή και δεν θα άφηνε κανέναν ζωντανό.

Ο Στάουφενμπεργκ παρουσιάστηκε στον Κάιτελ και συζήτησε μαζί του το θέμα για το οποίο είχε έρθει στο Ράστενμπουργκ, για τις νέες μεραρχίες του Στρατού του Εσωτερικού, που σχηματίσθηκαν με την πρόσκληση ηλικιωμένων εφέδρων και στις οποίες δόθηκε η ονομασία «Μεραρχίες Λαϊκών Γρεναδιέρων». Όταν ο Κάιτελ πήρε το πηλίκιό του για να βγει, ο Στάουφενμπεργκ έμεινε μόνος τους και έσπασε το φυσίγγιο που περιείχε το οξύ που θα προξενούσε, σε 10 λεπτά την πυροδότηση του επικρουστήρα και στη συνέχεια της βόμβας. Τίποτα πια δεν μπορεί να εμποδίσει την βόμβα να εκραγεί, δέκα λεπτά αργότερα. Έξω, ο στρατάρχης Κάιτελ άρχισε να τον φωνάζει. Ο Στάουφενμπεργκ βγήκε τελικά, ζητώντας συγγνώμη για την αργοπορία. Ο Κάιτελ προσφέρθηκε να κρατήσει τον χαρτοφύλακά του. Εκείνος όμως αρνήθηκε ευγενικά.

Οι δύο άνδρες έφτασαν στην αίθουσα συσκέψεων. Ήταν ένα ξύλινο οίκημα ενισχυμένο με ένα στρώμα σκυροδέματος. Φωτιζόταν από δέκα παράθυρα και εντός της υπήρχε ένα τηλεφωνικό κέντρο που υπηρετούνταν από έναν υπαξιωματικό. Ο Στάουφενμπεργκ, μπαίνοντας, απευθύνθηκε στον υπαξιωματικό, λέγοντάς του ότι περιμένει μια επείγουσα τηλεφωνική πρόσκληση από το Βερολίνο και τον παρακάλεσε να τον ειδοποιήσει.

Κατόπιν, ακολουθώντας τον Κάιτελ και τον στρατηγό Μπούλε, μπήκε στην αίθουσα συσκέψεων. Η σύσκεψη είχε αρχίσει εδώ και ένας αξιωματικός αναφέρεται στις τελευταίες εξελίξεις στο Ανατολικό μέτωπο. Ο Κάιτελ διέκοψε τον εισηγητή για να παρουσιάσει τον Στάουφενμπεργκ. Μόνος καθήμενος  ανάμεσα σε 20 αξιωματικούς, που στέκονταν όρθιοι ήταν ο Χίτλερ, οποίος αφού χαιρέτησε τον Στάουφενμπεργκ ζήτησε από τον εισηγητή να συνεχίσει.

Ο Στάουφενμπεργκ αμέσως πλησίασε όσο μπορούσε και άφησε διακριτικά τον χαρτοφύλακα με το 1 κιλό πλαστικού εκρηκτικού κάτω από το τραπέζι, προς το μέρος τού Χίτλερ. Αμέσως μετά βγήκε, όσο πιο αθόρυβα και διακριτικά από την αίθουσα. Ο Κάιτελ ήταν αυτός που αντιλήφθηκε την απουσία του και αμέσως βγήκε έξω, με σκοπό να πει στον Στάουφενμπεργκ να επιστρέψει αμέσως, αφού σε λίγο ο Χίτλερ θα άκουγε τη δική του εισήγηση. Ο Στάουφενμπεργκ όμως δεν βρισκόταν εκεί.

Ο Κάιτελ τότε επέστρεψε στην αίθουσα. Η ώρα ήταν 12.42 ακριβώς. Η βόμβα εξερράγη, την ώρα που ο Στάουφενμπεργκ και ο Χαίφτεν είχαν ήδη βγει από τον χώρο  και καπνίζοντας ένα τσιγάρο, περίμεναν την έκρηξη. Ο ήχος της έκρηξης ήταν τρομακτικός. Φλόγες ξεπετάγονταν από την αίθουσα, φωνές και κραυγές πόνου.

Αμέσως, με οδηγό τον Χαίφτεν, το αυτοκίνητο τους κατευθύνθηκε προς το αεροδρόμιο. Ο υπεύθυνος του σταθμού ελέγχου του αεροδρομίου, που παραξενεύτηκε από την έκρηξη, δεν τους επέτρεψε παρόλα αυτά την είσοδο, αλλά ο Στάουφενμπεργκ κατάφερε να περάσει τηλεφωνώντας σε ένα μυημένο λοχαγό στη «Φωλιά του Λύκου». Λίγα λεπτά αργότερα πετούσαν προς το Βερολίνο.

Έφτασαν στις 15.45  και αμέσως ο Στάουφενμπεργκ τηλεφώνησε στον στρατηγό Όλμπριχ την είδηση, ο Χίτλερ ήταν νεκρός.

Ο Όλμπριχ αμέσως πήγε στο γραφείο του Φρομ, στον οποίο ανακοίνωσε το γεγονός και του ζήτησε να διατάξει την εφαρμογή του σχεδίου «Βαλκυρία». Ο Φρομ όμως αρνήθηκε ζητώντας επιβεβαίωση της πληροφορίας. Ο Όλμπριχ σήκωσε τότε το ακουστικό και τηλεφώνησε στο Ράστενμπουργκ, ζητώντας τον Κάιτελ με την πεποίθηση ότι το Ράστενμπουργκ δεν θα απαντούσε, αφού θα είχαν διακοπεί οι επικοινωνίες.  Ωστόσο, ο Κάιτελ ήρθε στο τηλέφωνο σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο Φρομ του είπε πως στο Βερολίνο κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε γίνει απόπειρα κατά τού Χίτλερ.

Ο Κάιτελ επιβεβαίωσε το γεγονός, προσθέτοντας όμως  ότι ο Χίτλερ δεν τραυματίσθηκε σοβαρά και είχε πάει κανονικά να υποδεχθεί τον Μουσολίνι στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ράστενμπουργκ.

Τόνισε επίσης ότι δεν υπήρχε λόγος να εφαρμοσθεί το σχέδιο «Βαλκυρία», αλλά ρώτησε τον Φρομ μήπως γνώριζε πού βρισκόταν ο επιτελάρχης του, φον Στάουφενμπεργκ, ο οποίος βρισκόταν στη σύσκεψη με τον Χίτλερ μερικές στιγμές πριν από την έκρηξη, αλλά εξαφανίστηκε. Ο Φρομ απάντησε ότι δεν γνώριζε τίποτα.

Ο Στάουφενμπεργκ δεν έγινε αμέσως στόχος των υπονοιών. Η έκρηξη στάθηκε τρομερά σφοδρή και 4 άτομα σκοτώθηκαν, ο στρατηγός Σμουντ, ο πτέραρχος Κέρτεν, ο στενογράφος Μπέργκερ και ο συνταγματάρχης Μπραντ, ο οποίος, μετακινώντας τον χαρτοφύλακα τού Στάουφενμπεργκ, επάνω στον οποίο είχε σκοντάψει, έσωσε αυτός ίσως την ζωή τού Χίτλερ.

Την ώρα εκείνη, ηρεμότερος από όλους στάθηκε ο Χίτλερ. Όταν η αμαξοστοιχία τού Μουσολίνι μπήκε στον σταθμό, στεκόταν στην αποβάθρα, έχοντας πίσω του τον Γκαίρινγκ, τον Χίμλερ, τον Ρίμπεντροπ, τον Μπόρμαν.

Ο χαιρετισμός με τον αριστερό βραχίονα, μια αμυχή στο χέρι και μια γάζα τοποθετημένη στο δεξιό αφτί, όπου είχε διαρραγεί το ακουστικό τύμπανο, αποτελούσαν τα μόνα ορατά ίχνη της απόπειρας. «Ντούτσε», είπε ο Χίτλερ, «Πριν από λίγο ανατίναξαν ένα διαβολικό μηχάνημα εναντίον μου. Η Θεία Πρόνοια με φύλαξε».

Όταν έφθασαν στην Βόλφσαντσε, ζήτησε συγγνώμη και κλείστηκε μόνος με τον Χίμλερ, ενώ οι άλλοι κορυφαίοι του ναζισμού άρχισαν να διαπληκτίζονται μπροστά στους εμβρόντητους Ιταλούς και ο Γκαίρινγκ απειλούσε τον Ρίμπεντροπ με την στραταρχική ράβδο του. Η επανεμφάνιση τού Χίτλερ αποκατέστησε την ευπρέπεια. Ο Χίμλερ αναχώρησε για το Βερολίνο, αφού διορίσθηκε ανώτατος διοικητής του Στρατού του Εσωτερικού. Έπειτα, ο Χίτλερ συνομίλησε με τον Μουσολίνι.

Βερολίνο – Γαλλία

Στο υπουργείο Στρατιωτικών, στο Βερολίνο, διαδραματίστηκε άλλη σκηνή. Φθάνοντας ο Στάουφενμπεργκ συναντήθηκε με τον Φρομ, τον οποίο ανακοίνωσε ότι ο Χίτλερ ήταν νεκρός. Όταν ο Φρομ του είπε ότι είχε συνομιλήσει με τον Κάιτελ, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χίτλερ ζούσε, ο Στάουφενμπεργκ άρχισε να ορκίζεται ότι ο Χίτλερ ήταν νεκρός και μάλιστα ότι είδε να βγάζουν το πτώμα του από την κατεστραμμένη αίθουσα. Ο Φρομ όμως δεν τον πίστεψε.

Στο μεταξύ, ο Στάουφενμπεργκ είχε παρατηρήσει ότι στους δρόμους δεν είχαν κινηθεί τα στρατιωτικά τμήματα που προβλεπόταν από το σχέδιο. Η έκπληξή του μετατράπηκε σε οργή όταν έμαθε ότι το σύνθημα «Βαλκυρία» μόλις εκείνη τη στιγμή είχε δοθεί και μάλιστα αποκλειστικά χάρη στην ενεργητικότητα του συνταγματάρχη Μερτς φον Κιρχάιμ, που αντικατέστησε τους διστακτικούς προϊσταμένους του.

Το τάγμα της φρουράς του Βερολίνου το διοικούσε ο ταγματάρχης Ότο Ερνστ Ρέμερ, 32 χρονών, αξιωματικός μάχιμος, με εννιά τραύματα, στον οποίο ο Χίτλερ, πρόσφατα, είχε απονείμει ιδιοχείρως τον Σταυρό των Ιπποτών. Ο Χέλντορφ είχε ζητήσει την απομάκρυνση του Ρέμερ από το Βερολίνο, υπολογίζοντας τα αμφίβολα πολιτικά του αισθήματα, οι λοιποί όμως συνωμότες δεν έδωσαν σημασία στην προειδοποίησή του.

Ο Ρέμερ λοιπόν κλήθηκε, από τον φον Χάζε, ο οποίος τον πληροφόρησε πως ο Χίτλερ ήταν νεκρός και του ανάθεσε  την κατάληψη των ραδιοφωνικών σταθμών, τον αποκλεισμός τής περιοχής των υπουργείων, την κατάληψη της έδρας της Γκεστάπο, τη σύλληψη του Γκαίμπελς και των άλλων ναζιστών ηγετών. Ο Ρέμερ δεν έφερε καμία αντίρρηση. Επέστρεψε στο Νταίμπεριτς, έδωσε τις σχετικές εντολές και έφυγε ο ίδιος, για να πραγματοποιήσει την σύλληψη του Γκαίμπελς.

Ο Γκαίμπελς όμως είχε προειδοποιηθεί. Ένας έφεδρος υπολοχαγός, του τάγματος φρουράς του Βερολίνου, τον είχε προειδοποιήσει. Όταν έφτασε ο Ρέμερ με το περίστροφο στο χέρι, βρήκε απέναντί του έναν Γκαίμπελς εντελώς ψύχραιμο. «Τι επιθυμεί ο κύριος ταγματάρχης ; Να με συλλάβει; Γιατί; Γιατί ο Χίτλερ ήταν νεκρός;». 

Ο Γκαίμπελς χαμογέλασε. «Ο κύριος ταγματάρχης έχει πέσει θύμα απάτης», είπε.

«Έχετε στον λαιμό σας τον Σταυρό του Ιππότη, που σας τον έδωσε ο ίδιος ο Φύρερ. Άρα γνωρίζεται τη φωνή του, δεν είναι έτσι; Ακούστε λοιπόν τη φωνή του». Σε τριάντα μόλις δευτερόλεπτα ο Γκαίμπελς συνδέθηκε τηλεφωνικώς με τη Φωλιά τού λύκου. Έδωσε στον Ρέμερ το ακουστικό.

Ο Χίτλερ, από την άλλη άκρη του σύρματος είπε στον νεαρό ταγματάρχη ότι οι προδότες τής γερμανικής πατρίδας έκαναν πράγματι απόπειρα να τον δολοφονήσουν, αλλά ούτε καν τραυματίστηκε και τώρα, είχε έρθει η ώρα για την τιμωρία των προδοτών. Ανέθεσε μάλιστα στον ίδιο τον Ρέμερ, προσωπικά, να συλλάβει τους συνωμότες και του ζήτησε, ως την άφιξη του Χίμλερ, να μην υπακούει σε κανέναν άλλον εκτός από τον Γκαίμπελς.

Η ώρα ήταν περίπου 18.00. Οι  συνωμότες είχαν πλέον βάσιμες υποψίες ότι ο Χίτλερ δεν ήταν νεκρός. Ωστόσο ήταν πάντα κύριοι του Υπουργείου Στρατιωτικών, είχαν καταλάβει την έδρα τού Επιτελείου και πίστευαν πως ήταν κοντά στην επιτυχία. Στο Τσόσεν ο Βίτσλεμπεν ανέλαβε τη διοίκηση της Βέρμαχτ. Από την Μπέντλερστράσε, ο Στάουφενμπεργκ, χρησιμοποιώντας το όνομα τού Φρομ, διέταξε τους κατά τόπους διοικητές να συλλάβουν τα στελέχη της ναζιστικής διοίκησης. Έγινε επίσης επαφή με το Παρίσι, όπου ο Στυλπνάγκελ, ανέπτυξε αμέσως δράση.

Στο μέτωπο, μετά το γνωστό επεισόδιο του σχεδόν μοιραίου τραυματισμού του Ρόμμελ, επικεφαλής της ομάδας στρατιών που αυτός διοικούσε είχε τοποθετηθεί ο στρατάρχης φον Κλούγκε. Ο Κλούγκε δεν ήταν φιλικά διακείμενος προς τον Χίτλερ, αλλά δεν συμμετείχε και στη συνωμοσία. Όταν μετά από μια σύσκεψη με τους στρατηγούς των μάχιμων σχηματισμών του ο Κλούγκε επέστρεψε στο στρατηγείο του, ο επιτελάρχης του, Σπάιντελ, επιτελάρχης και του Ρόμμελ και μυημένος στη συνωμοσία, ανακοίνωσε στον στρατάρχη πως έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ, η οποία φαίνεται να πέτυχε. Ο Κλούγκε αντέδρασε καθόλου. Μόνο ρώτησε : «Άλλο τίποτε;».  «Όχι στρατάρχα». «Ευχαριστώ» κατέληξε.

Στις 19.00  τον κάλεσε στο τηλέφωνο ο Λούντβιχ Μπεκ : «Κλούγκε, ο Χίτλερ είναι νεκρός. Προσχωρήστε αμέσως στο κίνημά μας… Σας υπενθυμίζω τις συζητήσεις μας και τη θέση που πήρατε τότε». Ο Κλούγκε όμως αρνήθηκε.

«Όχι, η κατάσταση δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένη. Ο θάνατος τού Χίτλερ πιθανολογείται. Δεν ήταν εντελώς σίγουρος», απάντησε αυτός.

«Αυτό όμως δεν είχε σημασία, το κίνημά μας αναπτύσσεται και θα συνεχισθεί ως το τέλος. Το παν εξαρτάται από τα στρατεύματα τής Δύσης, από σας. Απαιτώ απάντηση χωρίς περιστροφές», ήρθε η αυστηρή απάντηση από την άλλη άκρη. Ο Κλούγκε όμως και πάλι δεν πήρε θέση. «Οφείλω, να συμβουλευτώ το επιτελείο μου. Θα σας τηλεφωνήσω σε μισή ώρα», αρκέστηκε να απαντήσει.

Την επόμενη στιγμή, παρουσιάστηκε ενώπιον του ο Στυλπνάγκελ, με δύο ακόμα συνωμότες, τον δόκτορα Χορστ, που ήταν γαμπρός τού Σπάιντελ, και τον φον Χόφακερ. Οι τέσσερις αποσύρθηκαν στο γραφείο του στρατάρχη. Ο Χόφακερ, πήρε τον λόγο: «Ο πόλεμος είναι χαμένος. Δώστε ένα τέλος στη σφαγή, εμποδίστε να ξεσπάσει πάνω στον γερμανικό λαό η καταστροφή».

Ο Κλούγκε σηκώθηκε όρθιος και είπε : «Κύριοι, η απόπειρα απέτυχε. Το πληροφορήθηκα πριν από λίγο απευθείας από το Ράστενμπουργκ. Κάθε περαιτέρω συζήτηση είναι μάταιη». Ο στρατάρχης Γκύντερ φον Κλούγκε είχε πάρει την απόφασή του. Ωστόσο ο Κλούγκε δεν γνώριζε πως ο Στύλπναγκελ είχε ήδη διατάξει, χωρίς να ζητήσει την έγκρισή του, τη σύλληψη όλων των μελών των SS και των SD στο Παρίσι!

Έξαλλος από θυμό ο Κλούγκε διέταξε την άμεση ακύρωση της διαταγής. Το κακό όμως είχε ήδη γίνει και περίπου 1.200 άνδρες των SS  και των SD είχαν ήδη συλληφθεί στο Παρίσι, χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Οι αξιωματικοί του Στύλπναγκελ γιόρταζαν κιόλας την επιτυχία. Αν και το ραδιόφωνο είχε επίσημα ανακοινώσει ότι η απόπειρα κατά του Χίτλερ είχε αποτύχει, ήταν βέβαιοι για την προσχώρηση του Κλούγκε στο κίνημα.

Πίστευαν μάλιστα ότι ο Κλούγκε θα πήγαινε αυθημερόν να συναντήσει τον Αϊζενχάουερ. Στις 23.00 όμως οι αυταπάτες τους διαλύθηκαν όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Από το ακουστικό ακούστηκε η φωνή του Στάουφενμπεργκ. Ψύχραιμα ανακοίνωσε στους επιτελείς του Στύλπναγκελ πως το κίνημα είχε αποτύχει.

Η «Γκρόσντοϋτσλαντ», αντί να προστατεύσει το υπουργείο Στρατιωτικών, το περικυκλώνει και το καταλαμβάνει. Άνδρες των SS, πράκτορες της Γκεστάπο ενώνονται με τους στρατιώτες. «Βρίσκονται έξω από την πόρτα τού γραφείου μου… Φτάνουν», ήταν τα τελευταία του λόγια.

Στο ο Φρομ, έχοντας απελευθερωθεί το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να κάνει να σιωπήσουν συντομότερο οι άνθρωποι αυτοί, τών οποίων υπήρξε, με σιωπηρή συμφωνία, συνένοχος. Ο Βίτσλεμπεν, επέστρεψε στο σπίτι του περιμένοντας τη σύλληψή του. Ο Γκαίρντελερ, εξαφανίστηκε. Ο γενικός επιτελάρχης, στρατηγός Βάγκνερ, πρόλαβε να αυτοκτονήσει. Ο Χέπνερ, στον οποίον ο Φρομ, εν ονόματι μιας παλιάς φιλίας, πρότεινε ένα περίστροφο, αρνήθηκε να αυτοκτονήσει  και οδηγήθηκε στην στρατιωτική φυλακή τού Μοαμπίτ.

Μερικοί κατάφεραν να ξεφύγουν. Άλλοι, ανάμεσά τους ο Γιορκ, ο Σβέριν και ο Μπέρτχολντ φον Στάουφενμπεργκ, αδελφός του Κλάους, οδηγήθηκαν στην Γκεστάπο. Ο Μπεκ αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τραυματιστεί επιπόλαια στο μέτωπο. Όταν συνήλθε επανέλαβε την απόπειρα, αλλά και πάλι απέτυχε. Τότε επενέβη ο Φρομ και διατάσσει ένα υπαξιωματικό να «βοηθήσει τον γηραιό κύριο».

Ο υπαξιωματικός πράγματι εκτέλεσε τον Μπεκ σε ένα διπλανό γραφείο.

Μένουν τέσσερις άντρες, και οι τέσσερις συνεργάτες τού στρατηγού Φρομ. Ο Φρομ, σε συνεννόηση με τον Ρέμερ και τον περιβόητο Σκόρτσενι καταδικάζει άμεσα σε θάνατο τον στρατηγό Όλμπριχ, τον συνταγματάρχη φον Κίρχαϊμ, τον υπολοχαγό Χέφτεν και τον Στάουφενμπεργκ. Κατέβασαν και τους τέσσερις στην αυλή του υπουργείου και υπό το φως των προβολέων ενός αυτοκινήτου τους εκτέλεσαν.

Η επιχείρηση Βαλκυρία απέτυχε, κυρίως λόγω του κακού σχεδιασμού της και όχι λόγω του γεγονότος ότι ο Χίτλερ επέζησε της εναντίον του απόπειρας.

Αν οι συνωμότες δρούσαν αποφασιστικά στο Βερολίνο τις πρώτες, κρίσιμες ώρες μετά την απόπειρα, θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τους αμφίβολης πίστης αξιωματικούς και να έχουν υπό τον έλεγχό τους τα στρατιωτικά τμήματα στην γερμανική πρωτεύουσα.

Αν αυτό επιτυγχάνονταν θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι και τα στρατεύματα του Δυτικού μετώπου με τους αρχηγούς τους θα προσχωρούσαν στο κίνημα.

Η αποτυχία πάντως συνοδεύτηκε με ένα άνευ προηγουμένου, ακόμα και για τη ναζιστική Γερμανία, «κυνήγι μαγισσών». Πάνω από 7.000 άτομα συνελήφθησαν και 5.000 εκτελέστηκαν. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο Κλούγκε, που προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να εξευτελιστεί και ο Ρόμμελ, που με αντάλλαγμα την ασφάλεια της οικογένειάς του, υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει.

Η υπόθεση του Ρόμμελ παραμένει πάντως σκοτεινή.

Ο Ρόμμελ ενεπλάκη στα της συνωμοσίας από τα μισόλογα που με τη βία απέσπασε η Γκεστάπο από συλληφθέντες αξιωματικούς. Επίσης θύμα των εκκαθαρίσεων ήταν και ο φον Κανάρις. 

Την χειρότερη μοίρα όλων είχε ο Γιόχαν Πόπιτς, τον οποίο φρόντισε να εξαφανίσει ο Χίμλερ και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους καλύτερους δήμιους των SS.