ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΡΙΖΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Στην πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή του στην έκδοση του εκδοτικού οίκου «Πόλις» του Θουκυδίδη Ιστορία, ο κ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος γράφει πως «το θαυμαστότερο εργαλείο της Θουκυδίδειας ανάλυσης είναι οι δημηγορίες, οι λόγοι, μία ευρηματική επινόηση του ιστορικού στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τα απώτατα κίνητρα της πολιτικής πράξης.

Μέσα από αυτές κυρίως εκφράζεται ο Θουκυδίδης ως ιστορικός στοχαστής.

Οι δημηγορίες είναι εγκιβωτισμένες στην ιστορική αφήγηση. Η μεγάλη σημασία τους στο έργο του, αυτό που τις καθιστά ισότιμες με την καθαυτό ιστορική έκθεση, αντανακλά την κυριαρχική θέση του προφορικού λόγου στην πολιτική εκείνων των χρόνων, όταν οι αποφάσεις καθορίζονταν ουσιαστικά από πειστικές ομιλίες και από συνομιλίες στα κέντρα όπου λαμβάνονταν (Εκκλησία του δήμου, βουλευτήρια, διοικητήρια κλπ).

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος μπορούσε να γίνει ευρύτερα γνωστός πέρα από το ακροατήριο ενώπιον του οποίου εκφωνήθηκε, μόνο εφόσον κάποιος τον απομνημόνευε σωστά και τον απέδιδε με ακρίβεια. Ο Θουκυδίδης ανακαλεί στη μνήμη του τις δημηγορίες που άκουσε ο ίδιος ή αντλεί πληροφορίες από άλλους γι αυτές που δεν είχε ακούσει και προσφεύγει στην φαντασία του μόνον όταν μνήμη και πληροφόρηση είναι ανεπαρκείς. Πολύ συχνά στις δημηγορίες οι ομιλητές φαίνεται να επιχειρηματολογούν με γενικευτικές αποφάνσεις.

Το πολιτικό γεγονός ανάγεται σε αρχές που διέπουν εν γένει το ιστορικό γίγνεσθαι και την ανθρώπινη συμπεριφορά και διαπλέκεται με αυτές διότι βασικός στόχος του Θουκυδίδη είναι, όπως ξέρουμε, να αναδειχθεί το κατ’ αρχήν, το γενικότερα ισχύον και η παραδειγματική αξία του.

Δηλαδή, προσπαθούσαν με τις δημηγορίες να αναζητήσουν την ρίζα της ουσίας μιας πολιτικής πράξης, ενός πολιτικού γεγονότος.

Και επειδή έπρεπε να παρουσιαστούν τα διαφορετικά πρίσματα θεώρησης ενός ζητήματος, οι δημηγορίες παρατίθενται στον Θουκυδίδη κατά αντιθετικά ζεύγη.

Ο τύπος αυτός της αντιθετικής συζήτησης είχε ισχυρή επίδραση στη σκέψη του 5ου αιώνα όταν με την παρέμβαση της Σοφιστικής (από τον Πρωταγόρα και μετά), προβλήθηκε ο αντινομικός χαρακτήρας της ανθρώπινης πράξης και η δυνατότητα ενός διπλού λόγου για κάθε ζήτημα.

Σε τέτοια χωρία των δημηγοριών εμπεριέχονται σιωπηρά απόψεις και αρχές σχετικά με την δυναμική των πολιτικών γεγονότων οι οποίες διατυπώνονται από τους ομιλητές ως προσωπικές τους θέσεις που, όμως, πέρα από το προσωπικό στοιχείο, επιτρέπουν να διαφανούν οι γνώμες και ο τρόπος σκέψης μιας ολόκληρης εποχής.

Πριν λίγες ημέρες διαβάσαμε την άποψη του, εξαιρετικά, νομομαθούς Καθηγητή και πρώην Υπουργού και Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως Ευάγγελου Βενιζέλου για την απόφαση του ΣτΕ και την μη υποχρέωση της κυβέρνησης να την εφαρμόσει.

Δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε στα νομικά.

Παραθέτουμε, όμως αποσπάσματα από άρθρο του Ιταλού φιλοσόφου Τζιόρτζιο Αγκαμπέν, με αφορμή το ίδιο θέμα: την συμπεριφορά του κράτους προς τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς(φαίνεται πως το πρόβλημα δεν ήταν, μόνο, ελληνικό).

Αλλά στη φιλοσοφική του προσέγγιση. Δηλαδή στην ανάδειξη του κατ΄ αρχήν, του γενικότερα ισχύοντος και της παραδειγματικής αξίας του.

Ποιο είναι, λοιπόν,  το κατ’ αρχήν;

«Έχουμε σήμερα, γράφει ο Αγκαμπέν,  κάτι διαφορετικό, έναν καινούργιο άνθρωπο και πολίτη, για να χρησιμοποιήσουμε δύο όρους οικείους στην πολιτική μας παράδοση.

Σίγουρα, είναι κάτι που έχει πάρει τη θέση αυτού που εκφράζεται με τον ελληνικό όρο εν δια δυοίν, και το οποίο προτείνω να αποκαλέσουμε προσωρινά με έναν τεχνικό όρο του ποινικού δικαίου: ο συνεργός – με την προϋπόθεση να διευκρινιστεί ότι πρόκειται για μια ειδική μορφή συνενοχής.

Κατά την ορολογία του ποινικού δικαίου, συνεργός είναι αυτός που έχει μια συμπεριφορά που δεν συνιστά από μόνη της αδίκημα, αλλά συμβάλλει στην εγκληματική ενέργεια άλλου προσώπου, του δράστη.

Βρεθήκαμε και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με άτομα –ακόμα και μια ολόκληρη κοινωνία– που έγιναν συνεργοί σε ένα έγκλημα του οποίου ο δράστης απουσιάζει ή σε κάθε περίπτωση είναι ανομολόγητος.

Μια παράδοξη κατάσταση, δηλαδή μια κατάσταση όπου υπάρχουν μόνο συνεργοί, αλλά απουσιάζει ο δράστης του αδικήματος, μια κατάσταση όπου όλοι -είτε πρόκειται για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας είτε για έναν απλό πολίτη, τον υπουργό Υγείας ή έναν απλό γιατρό – ενεργεί πάντα ως συνεργός και ποτέ ως δράστης του αδικήματος.

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο έχει πάρει τη μορφή ενός Συμφώνου Συνενοχής χωρίς τον παραβάτη– και αυτός ο απών παραβάτης συμπίπτει με τον κυρίαρχο του οποίου το σώμα σχηματίζεται από την ίδια τη μάζα των συνεργών και που επομένως δεν είναι τίποτε άλλο από την ενσάρκωση αυτής της γενικής συνενοχής, αυτού του συν-ένοχου «όντος», δηλαδή τελικά, όλων των ατόμων».

Δηλαδή, με απλά δικά μου λόγια, είμαστε ατομικά συνένοχοι σε ένα έγκλημα του οποίου ο δράστης δεν είμαστε ατομικά εμείς αλλά το σύνολό μας, το σύνολο στο οποίο ανήκουμε.

«Μια κοινωνία συνενόχων είναι πιο καταπιεστική και αποπνικτική από κάθε δικτατορία, γιατί όσοι δεν συμμετέχουν στη συνενοχή -οι μη συνένοχοι- είναι καθαρά και απλά αποκλεισμένοι από το Κοινωνικό Σύμφωνο, δεν έχουν θέση στην πόλη.

Υπάρχει επίσης μια άλλη έννοια με την οποία μπορούμε να μιλάμε για συνενοχή, και είναι η συνενοχή όχι τόσο και μόνο μεταξύ του πολίτη και του κυρίαρχου, αλλά επίσης και μάλλον μεταξύ του ανθρώπου και του πολίτη.

Τα δικαιώματα αποδίδονται στον άνθρωπο μόνο ως άμεσα συνυφασμένου με το προαπαιτούμενο του πολίτη.

Η μόνιμη ανάδυση στην εποχή μας του ανθρώπου ως τέτοιου είναι το σημάδι μιας ανεπανόρθωτης κρίσης αυτής της μυθοπλασίας ταυτότητας μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, στην οποία βασίζεται η κυριαρχία του σύγχρονου κράτους.

Αυτό που έχουμε μπροστά μας σήμερα είναι μια νέα διαμόρφωση αυτής της σχέσης, στην οποία ο άνθρωπος δεν γίνεται πλέον διαλεκτικά πολίτης, αλλά δημιουργεί μια μοναδική σχέση με αυτόν, με την έννοια ότι, μέσω της γέννησης του σώματός του, παρέχει στον πολίτη τη συνενοχή που χρειάζεται για να υπάρξει πολιτικά, και ότι ο πολίτης, από την πλευρά του, δηλώνει συνεργός της ζωής του ανθρώπου, φροντίζοντάς την.

Αυτή η συνενοχή, θα έχετε καταλάβει, είναι η βιοπολιτική , η οποία έχει πλέον φτάσει στην ακραία –και, ελπίζουμε, τελική– μορφή».

Ο Αγκαμπέν το προχωράει λέγοντας πως «το ερώτημα που ήθελα να θέσω είναι, σε ποιο βαθμό μπορούμε ακόμα να είμαστε υπάκουοι σε αυτήν την κοινωνία; Ή εάν, όπως πιστεύω, αισθανόμαστε ακόμη κάπως υποχρεωμένοι, πώς και εντός ποιων ορίων μπορούμε να ανταποκρινόμαστε σε αυτήν την υποχρέωση και να μιλούμε δημόσια;

Δεν έχω πειστική απάντηση, μπορώ μόνο να σας πω, όπως ο ποιητής, αυτό που ξέρω: δεν μπορούμε να ενεργούμε πια».

Για την επιλογήτων αποσπασμάτων και την αντιγραφή: Παντελής Σαββίδης

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα