Τον Απρίλιο, καθώς ο κόσμος είχε στραμμένη την προσοχή του στην εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, ένα μέλος του ΝΑΤΟ εξαπέλυσε επίθεση σε δύο γειτονικά του εδάφη. Σε μια βομβιστική επιχείρηση, η Τουρκία στόχευσε τα στρατόπεδα των Κούρδων μαχητών στο Ιράκ και στη Συρία, προκαλώντας ζημιές σε καταφύγια, αποθήκες πυρομαχικών και βάσεις
Τον Απρίλιο, καθώς ο κόσμος είχε στραμμένη την προσοχή του στην εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, ένα μέλος του ΝΑΤΟ εξαπέλυσε επίθεση σε δύο γειτονικά του εδάφη. Σε μια βομβιστική επιχείρηση, η Τουρκία στόχευσε τα στρατόπεδα των Κούρδων μαχητών στο Ιράκ και στη Συρία, προκαλώντας ζημιές σε καταφύγια, αποθήκες πυρομαχικών και βάσεις. Η ειρωνεία του γεγονότος πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητη. Αυτό δεν προκαλεί καμία έκπληξη: Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο δυτικός κόσμος έκανε τα στραβά μάτια στη σκληρή μεταχείριση των Κούρδων από την Τουρκία. Επί δεκαετίες, το τουρκικό κράτος διώκει την κουρδική μειονότητα –περίπου το 18% του πληθυσμού– με καταστροφικό ζήλο. Χιλιάδες έχουν χάσει τη ζωή τους και περίπου ένα εκατομμύριο έχουν εκτοπιστεί σε μια εκστρατεία σκληρής εσωτερικής καταστολής. Αλλά τα δυτικά έθνη, εκτός από μια σύντομη περίοδο όπου η κουρδική αντίσταση συγκρατούσε το ανερχόμενο Ισλαμικό Κράτος, σπάνια έδειχναν να ενδιαφέρονται.
Η μεταχείριση των Κούρδων από την Τουρκία βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος – αλλά όχι επειδή οι σύμμαχοι έχουν αφυπνιστεί για την αδικία της συστηματικής καταπίεσης των Κούρδων. Αλλά αντιθέτως, επειδή η Τουρκία απειλεί ουσιαστικά να εμποδίσει την εισδοχή της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αν δεν συμφωνήσουν να καταστείλουν τους Κούρδους μαχητές. Για τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που βλέπει μια ευκαιρία να εδραιώσει περαιτέρω την εθνικιστική του ατζέντα, πρόκειται για ένα τολμηρό χαρτί. Η χλιαρή αντίδραση των συμμάχων του ΝΑΤΟ μέχρι στιγμής φανερώνει ότι μπορεί να έχει επιτυχία. Oπως και να διαμορφωθεί η κατάσταση, είναι βαθιά αποκαλυπτική. Για την Τουρκία, υπογραμμίζει για άλλη μία φορά την ορμή με την οποία ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να εξοντώσει τους Κούρδους, ενώ παράλληλα ισχυροποιεί τη χώρα ως περιφερειακή δύναμη. Για την ίδια τη Συμμαχία, το αδιέξοδο φέρνει στο φως γεγονότα που επί του παρόντος αποκρύπτονται από τη μετατροπή της σε έναν καθαρά αμυντικό οργανισμό. Το ΝΑΤΟ, το οποίο έχει επί μακρόν συναινέσει στις διώξεις των Κούρδων, απέχει πολύ από το να αποτελεί δύναμη ειρήνης. Και η Τουρκία, μέλος από το 1952, το αποδεικνύει.
Η σύγκρουση της Τουρκίας με τους Κούρδους χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο οθωμανικός συγκεντρωτισμός οδήγησε σε φυλετικές εξεγέρσεις. Οι δύο πρώτες δεκαετίες της Τουρκικής Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε το 1923, περιελάμβαναν την άρνηση της κουρδικής ταυτότητας, αυτονομίας και γλώσσας, που ήταν βασικά στοιχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησαν εξεγέρσεις, οι οποίες όμως κατεστάλησαν με τη βία. Αφού παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αδρανής τη δεκαετία του 1940 και του 1950, η κουρδική στρατιωτική δράση γνώρισε στη συνέχεια μια αναβίωση, υπό επαναστατικές σημαίες. Το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, ή PKK, αναδύθηκε μέσα σε αυτό το κλίμα. Η οργάνωση χαρακτηρίζεται τρομοκρατική ομάδα από την Τουρκία, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. – και οι μέθοδοί της είναι πράγματι βίαιες. Σε τέσσερις δεκαετίες συγκρούσεων, το PKK έχει συντελέσει στην αιματοχυσία και είναι υπεύθυνο για τον θάνατο αμάχων, καθώς και αξιωματούχων ασφαλείας. Ωστόσο, η μιλιταριστική προσέγγιση της Τουρκίας στο κουρδικό ζήτημα έχει αφήσει ελάχιστο χώρο για άλλες, πιο διαλλακτικές κουρδικές οργανώσεις.
Οι ειρηνικές μορφές κουρδικού ακτιβισμού –όπως αυτές που οργανώνονται από το νόμιμο Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα ή HDP– δέχονται συνεχείς επιθέσεις, κατηγορούμενες για σύνδεση με το PKK. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι το PKK συνεργάζεται με το κίνημα Γκιουλέν, πρώην σύμμαχο του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο η Αγκυρα κατηγορεί ότι οργάνωσε την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016. Μέλη αυτών των δύο ομάδων είναι που ο κ. Ερντογάν απαιτεί να παραδώσουν η Σουηδία και η Φινλανδία.
Επί δεκαετίες, το τουρκικό κράτος διώκει την κουρδική μειονότητα –περίπου το 18% του πληθυσμού– με καταστροφικό ζήλο.
Πού ήταν το ΝΑΤΟ σε όλα αυτά; Της στρατιωτικής επέμβασης του 1980, που αν μη τι άλλο απολάμβανε της στήριξης της Συμμαχίας, ηγήθηκε ο Κενάν Εβρέν, επικεφαλής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ κατά των ανταρτών. Οι δυτικές χώρες συνέχισαν να παρέχουν άπλετη υποστήριξη στις εκστρατείες κατά των Κούρδων τα επόμενα χρόνια, ακόμη και κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά βίαιων συγκρούσεων του 1993-95. Καθώς οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν τη δεκαετία του 2010, η Δύση παραμέλησε σε μεγάλο βαθμό τα εσωτερικά κύματα καταστολής και τις επαναλαμβανόμενες εισβολές της Τουρκίας στη Συρία και στο Ιράκ, όπου οι Κούρδοι αναζητούν εδώ και καιρό καταφύγιο. Εφόσον αυτή η ευνοϊκή σιωπή είναι τόσο επίμονη, γιατί ο κ. Ερντογάν επέλεξε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή για να κλιμακώσει τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις; Η απάντηση είναι απλή: Οι εκλογές είναι προ των πυλών και η κυβέρνηση, που διαχειρίζεται τη χειρότερη οικονομική κρίση της χώρας εδώ και δύο δεκαετίες, υπολογίζει στον εθνικισμό ως φάρμακο για τα εθνικά δεινά. Το κυβερνών κόμμα έχει συνεπώς εντείνει τις κινήσεις του κατά των Κούρδων, με φυλακίσεις πολιτικών και δημοσιογράφων, στρατιωτικές εκστρατείες στο εξωτερικό και απαγορεύσεις συναυλιών και θεατρικών παραστάσεων στο εσωτερικό. Εάν οι ΗΠΑ πιέσουν Φινλανδία και Σουηδία να αποδεχθούν τα αιτήματα της Τουρκίας, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να συμβεί, αυτό θα ήταν κάτι περισσότερο από μια πολιτική νίκη. Θα ήταν ένας σπάνιος συμβολικός θρίαμβος. Οι βομβαρδισμοί και οι πολιτιστικές απαγορεύσεις δεν θα ήταν τίποτα σε σύγκριση με μια διεθνή παραδοχή, που σφραγίζεται από την ισχυρότερη χώρα του κόσμου, ότι τα κουρδικά δικαιώματα μπορούν να παραμεριστούν.
Μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρούμε την Τουρκία ένα εξαιρετικά πολεμοχαρές κράτος. Χαρακτηρισμένη ως ο «άρρωστος άνθρωπος της Ευρώπης» τις τελευταίες ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η χώρα φαίνεται τώρα να είναι ο πολεμοχαρής άνθρωπος της ηπείρου. Αλλά είναι λάθος να εξετάζουμε τη χώρα μεμονωμένα. Η επιθετικότητα του κ. Ερντογάν δεν είναι μόνο δική του. Επιτρέπεται, ενθαρρύνεται και υποστηρίζεται από τα δυτικά κράτη, καθώς και από τη Ρωσία. Στην Τουρκία πρόκειται για έναν προκλητικό ισχυρισμό: Οι Αρχές θέλουν οι πολίτες τους, και ο κόσμος, να πιστέψουν ότι οι «ξένοι» και οι «εξωτερικές δυνάμεις» πάντα υποστήριζαν τον κουρδικό αυτονομισμό. Αυτή η αρκετά δημοφιλής, αλλά εξαιρετικά διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας δεν λέει τίποτα για τα όπλα, την υλικοτεχνική υποστήριξη και τη συγκατάθεση που άλλες χώρες έχουν παράσχει αφειδώς στη δολοφονία των Κούρδων.
Η επιθετικότητα της Τουρκίας συνοδεύεται από την αποδοχή του ΝΑΤΟ, ακόμη και από τη συνενοχή του. Δεν έχει νόημα οι δυτικές χώρες να κάνουν κήρυγμα στην Τουρκία ή η Τουρκία να παραπονιέται για την υποκρισία της Δύσης: Βρίσκονται σε αυτό μαζί. Ο,τι κι αν συμβεί με την επέκταση της Συμμαχίας –είτε οι Κούρδοι θυσιαστούν στον βωμό της γεωπολιτικής σκοπιμότητας είτε όχι–, αυτή θα πρέπει να είναι μια στιγμή καθαρότητας. Σε έναν κόσμο πολέμου, καμία χώρα δεν έχει το μονοπώλιο της βίας.
* Ο δρ Τσιχάν Τουγκάλ είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ και γράφει συχνά για την πολιτική και την κοινωνία της Τουρκίας.
“Καθημερινή”