Μπορούμε άραγε να μιλάμε για τη «γενιά των Τεμπών»; Θα πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός
Μπορούμε άραγε να μιλάμε για τη «γενιά των Τεμπών»; Θα πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός. Ξέρουμε, άλλωστε, ότι η γενιά δεν είναι απλώς μια ηλικιακή σύμβαση· έχει αξία όταν αναφέρεται σε εμπειρίες καθολικής εμβέλειας, σε ευρύτερες συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται ένα κοινό έδαφος, μια «ταυτότητα» – έστω και αν αυτή δεν είναι ποτέ μονολιθική.
Στην περίπτωσή µας, όμως, ενδέχεται να πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια «δημοσιογραφική» περιγραφή. Γιατί το δυστύχημα των Τεμπών είναι ακριβώς ένα τέτοιο καθολικό γεγονός. Δεν είναι μόνο το συγκινησιακό σοκ που προκαλεί στους 20άρηδες, αφού τα θύματα ήταν κυρίως συνομήλικοί τους και ο καθένας σκέφτεται «θα μπορούσα να είμαι κι εγώ εκεί». Είναι επίσης ότι αίφνης χάθηκε η αυτονόητη αίσθηση ασφάλειας που έδινε το πιο «δικό τους» μέσο μεταφοράς. Το τρένο ήταν ένα φθηνό μέσο, σαφώς φθηνότερο από το αεροπλάνο και παρά το γεγονός ότι μετά την ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρόμου η τιμή του είχε ανεβεί χωρίς να βελτιωθούν οι υπηρεσίες· ταυτόχρονα, σε αντίθεση με το φθηνό, αλλά μίζερο ΚΤΕΛ, με τα σκυλάδικα στα ηχεία και τις ταινίες του Τζέισον Στέιθαμ στην οθόνη, ήταν ταυτισμένο με μια κουλτούρα ελευθερίας και ανεμελιάς – όσοι έχουν ταξιδέψει, στην πραγματικότητα ή στη φαντασία, με το Interrail το καταλαβαίνουν πολύ καλά.
Eνα τέτοιο τραγικό γεγονός, με όλες τις συνδηλώσεις που κουβαλάει, εγγράφεται στη συλλογική μνήμη, αποτελεί κοινή αναφορά. Και πάλι, όμως, είναι κάτι περισσότερο. Το ορατό αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα βαθιάς οργής, ως στάδιο της διεργασίας του πένθους. Αυτή η οργή της ανημπόριας, ωστόσο, εκρήγνυται στιγμιαία πάνω σε ένα μονιμότερο ψυχικό υπόστρωμα, που μία λέξη το χαρακτηρίζει περισσότερο απ’ όλες: ματαίωση.
Ας σκεφτούμε τις εμπειρίες των ανθρώπων ηλικίας 20-30 χρόνων. Δεν έχουν γνωρίσει παρά μόνο μια «perma-crisis», ένα παλίμψηστο κρίσεων που η καθεμία επικάθεται στην προηγούμενη. Η λιτότητα και οι θυσίες της οικονομικής κρίσης δεν έφεραν μια έστω δικαιότερη κοινωνία (ο δείκτης ανισότητας Gini, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ξανατραβάει την ανηφόρα). Οι «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας διαμόρφωσαν μια συνθήκη ακραίας επισφάλειας, που δεν επιτρέπει σε κανέναν νέο να οργανώσει στοιχειωδώς και αξιοπρεπώς τη ζωή του – σε συνδυασμό με τα δυσθεώρητα ενοίκια στον βωμό του Airbnb, ο απογαλακτισμός από την οικογένεια αναβάλλεται επ’ αόριστον. Τα σκληρά μέτρα της καραντίνας απέδωσαν βραχυπρόθεσμα, αφού η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην Ε.Ε. με βάση τους νεκρούς ανά εκατομμύριο πληθυσμού (στοιχεία Our World in Data) και παρά τις διακηρύξεις το ΕΣΥ αφέθηκε στον πατριωτισμό των ανθρώπων του. Η χώρα κλείνεται σπίτι στο ενδεχόμενο μιας απλής βροχής γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές, σαν τις φωτιές της Εύβοιας πριν από δύο καλοκαίρια. Και τώρα, το δυστύχημα των Τεμπών μας θύμισε με δραματικό τρόπο ότι το Δημόσιο έγινε πιο φθηνό χωρίς να γίνει καλύτερο και το ιδιωτικό συνεχίζει εν πολλοίς να κινείται στη λογική της «φθηνής (φθηνιάρικης) ανάπτυξης».
Τα ίδια περίπου ισχύουν για τους σημερινούς 40άρηδες. Τουλάχιστον αυτοί πρόλαβαν τα χρόνια των αυξημένων προσδοκιών, αν και ίσως αυτό καθιστά εντονότερη τη δική τους ματαίωση. Γενιές μορφωμένες, «καλωδιωμένες» στο Διαδίκτυο και στις πλατφόρμες, ανοιχτές στον κόσμο, αξιακά ριζοσπαστικές και με έντονο αίσθημα ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης, βρίσκονται αντιμέτωπες με την αδυναμία του σχεδιασμού μιας βιογραφίας. Ενα «αρχείο ματαιωμένων σχεδίων», ατομικών και συλλογικών – δανείζομαι τον τίτλο της εξαιρετικής θεατρικής παράστασης του Παντελή Φλατσούση, που ανέβηκε πέρυσι στην Αθήνα.
Οι συγκλονιστικές κινητοποιήσεις μετά το δυστύχημα δεν αφορούσαν μόνο αυτό· ήταν συμπύκνωση όσων έχουν προηγηθεί, όπως οι κινητοποιήσεις στη Γαλλία δεν αφορούν μόνο το συνταξιοδοτικό ή ο Μάης του 1968 δεν αφορούσε μόνο τους χωριστούς κοιτώνες αγοριών – κοριτσιών στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ. Και ενόψει εκλογών μπορούμε να υποθέσουμε ότι η οργή και η ματαίωση θα έχουν πολιτικές συνέπειες.
Αν και καλύτερα να μη στοιχηματίζει κανείς, θα ήταν μια εύλογη υπόθεση ότι η «γενιά των Τεμπών» θα πάει στις κάλπες περισσότερο απ’ ό,τι πριν. Θα αποδοκιμάσει ενδεχομένως την κυβέρνηση, που δεν τήρησε τις υποσχέσεις της για ασφάλεια και διαχειριστική αποτελεσματικότητα. Ισως ενισχύσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και είναι ακόμη σχετικά νωπή η άλλη ματαίωση του 2015, όταν οι καταρρακωμένοι από την κρίση δείκτες πολιτικής εμπιστοσύνης ανέβηκαν για λίγο στα ύψη, για να καταρρεύσουν ξανά (για τους σημερινούς 20άρηδες το δημοψήφισμα αποτελεί μία από τις πρώτες πολιτικές αναμνήσεις). Πιθανότερο να ενισχύσει μικρότερα κόμματα, όπως το ΜέΡΑ25, που διατηρεί ένα δυναμικό ριζοσπαστισμού έστω και ως στυλ, είτε μορφώματα στα άκρα δεξιά, που κηρύττουν την πλήρη απόρριψη της πολιτικής.
Ο,τι κι αν γίνει, το πρόβλημα παραμένει: Ποιες πολιτικές διεξόδους μπορεί να βρει η ματαίωση μιας γενιάς που βλέπει τη χώρα να πηγαίνει από κρίση σε κρίση, από καταστροφή σε καταστροφή, χωρίς να φθάνει ποτέ στην υπόσχεση ενός θριάμβου – σαν ανασυσταθείσα ίλη ιππικού εν έτει 2023;
Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμων, συγγραφέας.
Καθημερινή