THE NEW YORK TIMES Πολ Κρούγκμαν: Ο εμπορικός ανταγωνισμός και η σκληρή τακτική των ΗΠΑ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Η διοίκηση Μπάιντεν, έχοντας διατηρήσει κάποιους από τους δασμούς της περιόδου Τραμπ, συγκρούεται τώρα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ο οικονομικός εθνικισμός, ο αναδυόμενος προστατευτισμός και οι εμπορικοί κανόνες που κάμπτονται στον βωμό της εθνικής ασφάλειας

Μόλις την περασμένη Παρασκευή, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που υποτίθεται ότι είναι εκεί για να επιβάλλει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους λειτουργεί το παγκόσμιο εμπόριο, αποκήρυξε ως παράνομo το επίσημο αιτιολογικό στη βάση του οποίου παραμένουν εν ισχύ κάποιοι από τους δασμούς που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ. Σύμφωνα με το εν λόγω αιτιολογικό από την πλευρά της Ουάσιγκτον, οι δασμοί αυτοί εξακολουθούν να θεωρούνται απαραίτητοι για την προστασία της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου παρουσιάστηκε από την πλευρά του (στο πλαίσιο της διευθέτησης της υπόθεσης «United States — Certain Measures on Steel and Aluminium Products» που αφορά στους δασμούς που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον σε προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου που εισάγονται στις ΗΠΑ) να μην αποδέχεται το αμερικανικό σκεπτικό, γεγονός το οποίο προκάλεσε όμως την έντονη αντίδραση της αμερικανικής πλευράς.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν κατηγορηματικά την εσφαλμένη ερμηνεία και τα συμπεράσματα στις εκθέσεις της Επιτροπής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου […] Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τη σαφή και κατηγορηματική θέση ότι τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας δεν μπορούν να εξετάζονται κατά τη διευθέτηση διαφορών στον ΠΟΕ και ότι ο ΠΟΕ δεν έχει εξουσία να αμφισβητεί την ικανότητα ενός μέλους του να ανταποκρίνεται σε μια ευρεία σειρά απειλών για την ασφάλειά του», αναφέρει στην ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα στις 9 Δεκεμβρίου ο Άνταμ Χοτζ, εκπρόσωπος της αντιπροσώπου των ΗΠΑ για το εμπόριο (United States Trade Representative – USTR) Κάθριν Τάι.

Πρόκειται για πολύ μεγάλο θέμα, γράφει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν στους New York Times, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει γίνει εξαιρετικά σκληρή στο μέτωπο του εμπορίου, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να αλλάζει αθόρυβα τα βασικά θεμέλια της παγκόσμιας οικονομικής τάξης.

Από το 1948 το εμπόριο διέπεται από τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ) η οποία στην πορεία, από το 1994 και έπειτα, ενσωματώθηκε στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Το σύστημα ΓΣΔΕ-ΠΟΕ δεν επιβάλλει κάποιο συγκεκριμένο επίπεδο δασμών. Ωστόσο, απαγορεύει στις χώρες να επιβάλλουν νέους δασμούς ή άλλους περιορισμούς στο διεθνές εμπόριο εκτός και αν υπάρχουν ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με έναν από αυτούς τους όρους, που ορίζεται στο Άρθρο XXI, ένα έθνος μπορεί να αναλάβει δράση «την οποία θεωρεί αναγκαία για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων ασφαλείας του».

Ο Πολ Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι ο Τραμπ έκανε ξεκάθαρα κατάχρηση αυτού του προνομίου με το αιτιολογικό ότι οι ΗΠΑ ήταν αναγκαίο να επιβάλουν δασμούς στον χάλυβα και στο αλουμίνιο ως μέσο προστασίας από την απειλή των… εισαγωγών από τον Καναδά.

Οι αμερικανικοί δασμοί σε βάρος των καναδικών μετάλλων έχουν εν τω μεταξύ αποσυρθεί, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από τους παρόμοιους δασμούς κατά των ευρωπαϊκών προϊόντων. Ωστόσο οι δασμοί εξακολουθούν να ισχύουν αναφορικά με την Κίνα.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει διαμηνύσει όμως και κάτι άλλο το οποίο ο Κρούγκμαν θεωρεί σημαντικό: ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν έχει δικαιοδοσία επί του θέματος και ότι εναπόκειται, με άλλα λόγια, στην ίδια την Ουάσιγκτον να κρίνει εάν οι εμπορικές της ενέργειες είναι απαραίτητες για την αμερικανική εθνική ασφάλεια και ότι ένας διεθνής οργανισμός όπως ο ΠΟΕ δεν έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει αυτήν της την κρίση.

Παραδόξως, ο Μπάιντεν και το περιβάλλον του θεωρούνται από την αμερικανική Δεξιά υπερβολικά «κοσμοπολίτες» και υπερβολικά «ήπιοι» απέναντι στην Κίνα, πράγμα που εκ των πραγμάτων ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση των δασμών και της σύγκρουσης με τον ΠΟΕ δεν ισχύει.

Αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους η διοίκηση Μπάιντεν έχει υιοθετήσει μια τόσο σκληρή στάση, ο Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ αντιλαμβάνονται πλέον καλύτερα τις απειλές που μπορεί να προέλθουν από τα αυταρχικά καθεστώτα, πολύ δε περισσότερο με φόντο πια τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τους ρωσικούς εκβιασμούς κατά της Ευρώπης στο πεδίο του φυσικού αερίου.

Η Κίνα δεν είναι Ρωσία αλλά είναι και εκείνη μια «απολυταρχία» που γίνεται μάλιστα περισσότερο, όχι λιγότερο, αυταρχική με την πάροδο του χρόνου, όπως αναφέρει ο Κρούγκμαν.

H κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να περιορίσει τις δυνητικά αρνητικές επιρροές της Κίνας στη διεθνή σκηνή, εστιάζοντας στους ημιαγωγούς που διαδραματίζουν τόσο κεντρικό ρόλο στον σύγχρονο κόσμο.

Από τη μία πλευρά, η Αμερική επιδοτεί τώρα την εγχώρια παραγωγή ημιαγωγών με στόχο να περιορίσει την όποια εξάρτησή της από την Κίνα και άλλες χώρες. Παράλληλα, οι ΗΠΑ επιβάλλουν και άλλους νέους κανόνες με στόχο να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένες τεχνολογίες ημιαγωγών.

Το Πεκίνο θα μπορούσε να προσφύγει στον ΠΟΕ, υποστηρίζοντας ότι αυτές οι ενέργειες από την πλευρά των ΗΠΑ παραβιάζουν τους διεθνείς κανόνες εμπορίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ωστόσο ήδη καταστήσει σαφές ότι ο ΠΟΕ δεν έχει καμία δικαιοδοσία πάνω σε αποφάσεις τις οποίες η Ουάσιγκτον προσεγγίζει μέσα από ένα πρίσμα προάσπισης της εθνικής ασφάλειας.

Η διοίκηση Μπάιντεν έχει παράλληλα φέρει το τελευταίο διάστημα και τον Inflation Reduction Act (νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού) που έχει προκαλέσει αντιδράσεις πλην όμως όχι στην Κίνα αλλά στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο του εν λόγω νόμου, η αμερικανική κυβέρνηση προωθεί τις «καθαρές» μορφές ενέργειας, τις «πράσινες» τεχνολογίες αλλά και ευρύτερα το «made in America», δίνοντας οικονομικά κίνητρα σε εταιρείες προκειμένου εκείνες να μεταφέρουν την παραγωγή τους ή μέρος της παραγωγής τους στις ΗΠΑ.

Ο Πολ Κρούγκμαν μιλά για οικονομικό εθνικισμό. Ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος διερωτάται πώς θα μπορούσε να υπερασπιστεί η αμερικανική ηγεσία αυτόν τον οικονομικό εθνικισμό εάν καλούνταν να το πράξει ενώπιον του Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου. Η απάντηση ωστόσο έχει σε έναν βαθμό ήδη δοθεί μέσα από τις ίδιες τις εξελίξεις. Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να υπερασπιστεί τις θέσεις της, επικαλούμενη ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Μέσα από το πρίσμα της εθνικής ασφάλειας θα μπορούσε όμως να ιδωθεί ακόμη και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η προστασία του περιβάλλοντος στη βάση της οποίας θα μπορούσαν για παράδειγμα να δικαιολογηθούν «κλιματικοί δασμοί».

Εάν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που ουσιαστικά δημιούργησαν το μεταπολεμικό εμπορικό σύστημα, είναι τώρα πρόθυμες να κάμψουν κάποιους από τους κανόνες του προκειμένου να επιτύχουν άλλους δικούς τους στρατηγικούς στόχους, τότε δεν υπάρχει ο κίνδυνος να δούμε τον προστατευτισμό να μεγαλώνει παγκοσμίως; Ναι, υπάρχει, απαντά ο Κρούγκμαν, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η διοίκηση Μπάιντεν κάνει το σωστό. Διότι η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου είναι σημαντική, αλλά όχι περισσότερο σημαντική από τη δημοκρατία και τη σωτηρία του πλανήτη.

Πηγή: the New York Times, Καθημερινή   

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα