Μετά την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, του Λουκόβου στις 7 και του Πικέρασι (Πικέρνι) στις 8 του ίδιου μήνα, η 3η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού κινήθηκε βόρεια και στις 13 Δεκεμβρίου είχε φθάσει δυτικά και βορειοδυτικά του Μπόρσι, στην άριστα οχυρωμένη γραμμή, ύψωμα 613 – Μάλι ε Κηπαρόιτ – Μάλι ε Τζόρετ – αυχένας Κούτσι – Μάλι Ιτέρας που υπεράσπιζε η ιταλική μεραρχία Σιένα.
Το απόσπασμα Τσακαλώτου προώθησε το Ι/42 τάγμα στην περιοχή Φτέρα – Τζόρα για να αντικαταστήσει την Α΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως, το δε ΙΙ/40 στον ορεινό όγκο Μάλι Ιτέρας για να εκβιάσει δι’ υπερκεράσεως τον αυχένα Κούτσι, με κατάληψη του όγκου της Παπαθιάς.
Στις 15 Δεκεμβρίου οι πρώτες επιθέσεις του 12ου Συντάγματος Πεζικού (Σ.Π.) κατά των υψωμάτων του Κηπαρού απέτυχαν.
Το ύψωμα 613 καταλήφθηκε τελικά, μέσα σε χιονοθύελλα και πολύνεκρο αγώνα εκ του συστάδην, στις 17 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα ο εχθρός να εγκαταλείψει και το Μάλι Βάριτ βορειότερα. Στις 19 Δεκεμβρίου κατελήφθησαν, με βαριές απώλειες, από το 6ο Σ.Π. το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκιάμι (βόρεια του Πανόρμου) και το ύψωμα Τσίπι (βόρεια του Πύλιουρι). Ανατολικότερα καταλαμβάνεται από το απόσπασμα Τσακαλώτου το ισχυρά οργανωμένο ύψωμα Μάλι ε Τζόρετ και ο αυχένας Κούτσι μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα που απέφερε στη σημαία του 4ου Σ.Π. χρυσό αριστείο ανδρείας.
Το 6ο Σύνταγμα που ήλεγχε τις ανατολικές προσβάσεις του ορεινού όγκου του Κηπαρού (Μάλι Κηπαρόιτ) πριν προχωρήσει προς Χιμάρα, έταξε ένα τάγμα στο ύψωμα Τσίπι για να ελέγχει την οδό προς Πύλιουρι ενώ το δεύτερο τάγμα του βάδισε προς απελευθέρωση του χωριού.
Με τη διάνοιξη της κοιλάδας Σουσίτσα και του υψώματος Τσίπι (βορειοδυτικά της Χιμάρας) στις 21 Δεκεμβρίου, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την πόλη της Χιμάρας το ίδιο βράδυ ενώ λίγο μακρύτερα απελευθερώνονταν το Πύλιουρι. Πλήθος αιχμαλώτων (ανάμεσα τους δύο αντισυνταγματάρχες) και άφθονο υλικό περιέρχονταν στα ελληνικά χέρια αν και οι Ιταλοί είχαν δηώσει και καταστρέψει φεύγοντας ότι μπορούσαν.
Τη νύχτα του Σαββάτου 22 Δεκεμβρίου 1940, ελληνικά τμήματα εισέρχονταν στο κάστρο του Ελληνισμού της Ηπείρου, στην αδούλωτη Χιμάρα και προχωρούσαν προς το Σκουταρά όπου οι Ιταλοί θα προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Χιμάρα με οδηγούς πολλούς ντόπιους Έλληνες: Θανάσης Κούστας, Αντώνης Κοκκαβέσης, Σάββας Πρίφτης, Πολυμέρης Κολιάκης, Π. Μπολάνος, Ν. Μπελέρης, Γ. Δημογιάννης, Σ. Λυκόκας, Γ. Μπρίγκος, Γ. Δήμας, Δ. Ζώτος, Ν. Ντούκος, Γρ. Πρίφτης, Π. Γκόρος κ.α.
Παράλληλα Χιμαριώτες πήραν τα όπλα και ενίσχυσαν δυναμικά τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις.
Την Κυριακή το πρωί, μετά την πρώτη δοξολογία στην παλιά μονή του Αγίου Κοσμά, λαός και στρατός έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» στους Άγιους Πάντες και ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ένας μεγάλος χορός αγκάλιασε ντόπιους και ελευθερωτές.
Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Κωστή Χατζηαντωνίου, Η ΧΙΜΑΡΑ

Σαν σήμερα το 1913 η διχοτόμηση της Ηπείρου με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας
Σαν σήμερα στις 17 Δεκεμβρίου του 1913, η Διεθνής Επιτροπή των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία) για την χάραξη των συνόρων, η οποία είχε αναλάβει τον διακανονισμό των ορίων του νεοσύστατου αλβανικού κράτους, προχωρά στην σύνταξη του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας με το οποίο και τελικά γίνεται η διχοτόμηση της ενιαίας Ηπείρου.
Βάσει του εν λόγω πρωτοκόλλου, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών περιοχών της όπως η Χιμάρα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι και η Κορυτσά θα υπάγονταν πλέον στο αλβανικό κράτος.
Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει να διαγράφεται η συνεχόμενη αγωνιστική πορεία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού για δικαίωση, η οποία όμως ποτέ δεν ήλθε.
Με αυτό το πρωτόκολλο οι βορειοηπειρώτικες κοιτίδες στερούνται μια για πάντα την Μητέρα Πατρίδα, αν και ακολούθησαν αγώνες και απελευθερώσεις, που συνεχώς ακυρώνονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Λόγω των πολιτικών σκοπιμοτήτων και των αισχρότατων παρεμβάσεων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας η Βόρειος Ήπειρος παρέμεινε στην Αλβανία και οι κάτοικοι της είτε αναγκάστηκαν είτε να εγκαταλείψουν μαζικά τον τόπο τους, είτε μερικές δεκαετίες αργότερα να περιοριστούν σε αυθαίρετες μειονοτικές ζώνες, οι οποίες στην πορεία άλλαξαν ακόμη και την αποδοχή των Βορειοηπειρωτών μεταξύ τους.
Ακολούθησαν μεγάλοι αγώνες και πολλές διαμαρτυρίες που κορυφώθηκαν με την βραχύβια Αυτονομία της Βορείου Ήπειρου.
Ωστόσο μετά το τέλος του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, ξεκινά η διαδικασία της συστηματικής αλβανοποίησης των Ελλήνων, η οποία κατάφερε να προκαλέσει ζημιά κυρίως σε πληθυσμούς που κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν υιοθετήσει την αλβανική γλώσσα ως βασική τους ή ήταν δίγλωσσοι. Επίσης το ίδιο έγινε και στους βλαχόφωνους Έλληνες.
Οι παραπάνω ενέργειες κορυφώθηκαν επί καθεστώτος Χότζα, όπου και τραυμάτισαν βάναυσα την συνείδηση των ανθρώπων.
Ακολουθεί απόσπασμα από το Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:
«Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάς ενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.
Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.
Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα (σημ. Χαραυγή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».

Σαν σήμερα το 1916 η ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας της Κορυτσάς
Κατά την 7η Δεκεμβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην Κορυτσά αφού πρωτίστως έδωσε σκληρές μάχες με τα στρατεύματα των Οθωμανών, ενώ κατά την Φεβρουάριο του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επιδικάσουν την Κορυτσά στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Ωστόσο οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής ήταν αντίθετη σε μια τέτοια απόφαση.
Έτσι στις 13 Απριλίου 1913, μια επιτροπή από Κορυτσαίους, Μοσχοπολίτες και Κολωνιάτες, μεταξύ τους και μουσουλμάνοι και εκπρόσωποι της μουφτείας της Κορυτσάς, παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου διαμαρτυρήθηκαν ενώπιον των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων για την προσάρτηση της Κορυτσάς στην Αλβανία και ταυτόχρονα ζητούσαν ένωση με την Ελλάδα και προχώρησαν δυναμικά στο γνωστό Βορειοηπειρωτικό Αγώνα, ο οποίος δυστυχώς δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Δύο χρόνια μετά, κατά την 15η Νοεμβρίου του 1916, ο Συνταγματάρχης Ντεκουάν, πρώην Αρχηγός του Επιτελείου της εκστρατείας των Δαρδανελλίων, απεστάλη στην περιοχή για να τη διοικήσει στο όνομα της Γαλλίας, εγκαθιστώντας ως Έλληνα εκπρόσωπο τον βενιζελικό Περικλή Αργυρόπουλο και σαν σήμερα στις 10 Δεκεμβρίου του 1916, η περιοχή της Κορυτσάς, ευρισκόμενη σε απομόνωση από το υπόλοιπο νεοσύστατο αλβανικό κράτος λόγω του πολέμου, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη.
Τότε υπεγράφη ένα πρωτόκολλο ανάμεσα στις γαλλικές στρατιωτικές αρχές, υπό του χριστιανού λήσταρχου Θεμιστοκλή Γκερμένι και τους προύχοντες της περιοχής, με στόχο την οργάνωση της συνεργασίας μεταξύ των τοπικών αρχών και των στρατευμάτων κατοχής. Η περιοχή ανακηρύχθηκε Αυτόνομη Δημοκρατία, ηγούνταν από Γάλλο εκπρόσωπο και από επιτροπή 14 Κορυτσαίων (7 χριστιανοί και 7 μουσουλμάνοι), επίσημη γλώσσα ήταν η αλβανική και παράλληλα διδάσκονταν η αλβανική, ενώ η ελληνική απαγορεύτηκε.
Σαν σήμερα το 1916 η ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας της Κορυτσάς


