«Προχωρήστε, δεν υπάρχει τίποτα να δείτε»

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Ενα ανεκδοτο διηγημα της Dominique Manotti

Ιστορικός και ακτιβίστρια, η Ντομινίκ Μανοτί κατέφυγε στη λογοτεχνία σε μεγαλύτερη ηλικία, από απόγνωση, όταν ξεθώριασε η προοπτική ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τα έργα της, γραμμένα σαν φανταστικά ντοκιμαντέρ, αφηγούνται την προδοσία των ελίτ και τη λαϊκή οργή, ιδίως εκείνη που κατέκλυσε την πόλη της Μασσαλίας πριν από πενήντα χρόνια.

«Προχωρήστε, δεν υπάρχει τίποτα να δείτε»

 

26 Αυγούστου 1973

Λε Κοτιντιέν ντε Μαρσέιγ

Στο πρωτοσέλιδο: Μακελειό σε λεωφορείο

Σε μια κρίση παραφροσύνης, επιβάτης αλγερινής καταγωγής έκοψε τον λαιμό οδηγού λεωφορείου και μαχαίρωσε τέσσερις συνεπιβάτες του.

27 Αυγούστου 1973

Δελτίο τύπου των συνδικάτων εργαζομένων στις αστικές συγκοινωνίες: Η κηδεία του Γκερλάς θα λάβει χώρα την Τρίτη 28 Αυγούστου. Το κοινό καλείται να παρευρεθεί. Το γεγονός ότι ο δολοφόνος ήταν μετανάστης δεν πρέπει να οδηγήσει στην ενίσχυση του ρατσισμού.

Μασσαλία, 10.00 μ.μ., 28 Αυγούστου 1973

Η συνοικία της Όπερας, στην καρδιά της πόλης, η συνοικία των αμερικάνικων κοκτέιλ μπαρ με την «ολοένα αυξανόμενη πελατεία» τους, έχει ερημώσει. Στους δρόμους δεν κυκλοφορεί ψυχή, όλες οι πόρτες είναι κλειστές, όλα τα φώτα σβηστά. Είναι ο τρόπος της πόλης να αποτίσει φόρο τιμής στον Γκερλάς, τον οδηγό λεωφορείου, που δολοφονήθηκε πριν από δύο ημέρες εν ώρα εργασίας. Μια πομπή από περισσότερους από πέντε χιλιάδες ανθρώπους τον συνόδευσε σήμερα στον τελευταίο τόπο κατοικίας του, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ποτισμένη από μίσος:

–Αλγερινός ο δολοφόνος, δεν είναι τυχαίο. Μπουχτίσαμε πια με τους Αλγερινούς εγκληματίες! Στη θάλασσα, οι δολοφόνοι!… Γυρίστε σπίτια σας…

Η πόλη σιωπά και περιμένει, παγωμένη, την επερχόμενη τραγωδία.

Μοναδική εξαίρεση στη συνοικία το Φουντρ, το μπαρ-εστιατόριο του Περέιρα, μετανάστη από την Πορτογαλία και επί χρόνια συνεργάτη της ΟΑΣ (1), την περίοδο που η δράση της ήταν ακόμη απαγορευμένη. Βαριές κουρτίνες καλύπτουν κάθε χαραμάδα του μαγαζιού, ούτε ίχνος φωτός δεν φαίνεται από τον δρόμο, στο εσωτερικό του όμως καμιά πενηνταριά άντρες στριμώχνονται, ιδρώνουν, σπρώχνουν ο ένας τον άλλον, φωνάζουν, γελάνε, βρίζουν, τραγουδούν και ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Διακόπτουν τις φωνές τους μονάχα για να τσιμπολογήσουν από τα πιάτα με κέμια (2) που διαρκώς σερβίρει η μητέρα του Περέιρα: καρότα και φασόλια με κύμινο, μύδια α λα εσκαμπές, πικάντικες ελιές, όλα πνιγμένα σε γενναίες ποσότητες ανιζέτ (3) μάρκας Κριστάλ. Τα πάντα εδώ συντηρούν τη νοσταλγία των «Γάλλων που εκδιώχθηκαν από την Αλγερία» –του βασικού κορμού της πελατείας του Φουντρ.

Ο αρχιφύλακας Πικόν έχει αράξει σε ένα σκαμπό μπροστά από το μπαρ. Τακτικός θαμώνας, λατρεύει κάθε σπιθαμή του μαγαζιού: τις καρέκλες από ξύλο μασίφ, τον μεγάλο μπρούτζινο πάγκο, τους τοίχους στο χρώμα της ώχρας, τις τρεις μεγάλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Σαλαζάρ, του Πορτογάλου δικτάτορα που υποστηρίζει πιστά ο Περέιρα, την ατμόσφαιρα του μαγαζιού: νιώθει σαν στο σπίτι του. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά ολόγυρα, γνωρίζει λίγο-πολύ τους πάντες, ανάμεσά τους πολλοί διασωθέντες, όπως και ο ίδιος, από το ναυάγιο της Γαλλικής Αλγερίας. Πολλοί μπάτσοι, επίσης. Είναι ωραίο να είσαι μέλος μιας οικογένειας. Ανταλλάσσει μερικές σκόρπιες σκέψεις για την πορεία του κόσμου με τον διπλανό του, έναν νεαρό αστυνομικό, τον Λυκ Ροσσί, που τον είχε γνωρίσει όταν συνυπηρετούσαν στο Τμήμα του 15ου Διαμερίσματος. Κάποιος, από το βάθος της αίθουσας κραυγάζει, γελώντας δυνατά:

–Στον Γκερλάς…

Ο Πικόν απαντά υψώνοντας το ποτήρι του:

–Στον Γκερλάς, θα πάρουμε εκδίκηση.

Οι θαμώνες επαναλαμβάνουν εν χορώ:

–Στον Γκερλάς.

–Δεν υπήρχε καταλληλότερη στιγμή να βάλουμε μπροστά την Επιτροπή Υπεράσπισης των Μασσαλιωτών, ούτε στα όνειρά μας. Το έγκλημα δεν θα το ξεχάσουν εύκολα. Το πτώμα του οδηγού, η λίμνη αίματος, το λεωφορείο που συνέχιζε μόνο του την πορεία του, ο μισότρελος βρωμιάρης μαγκρεμπίνος…

–Μη λες ανοησίες, ο δολοφόνος δεν είναι τρελός, είναι βρωμιάρης μαγκρεμπίνος, αυτό είναι όλο.

–Αυτοί οι μαλάκες στα συνδικάτα, όχι πολιτική, όχι πανό, σκεφτείτε την οικογένεια…

–Τους έχουμε στο χέρι. Τα φυλλάδιά μας είναι παντού, οι αφίσες μας, «Η Μασσαλία φοβάται, υπογραφή Επιτροπή Υπεράσπισης των Μασσαλιωτών» σε κάθε τοίχο… Η Επιτροπή, εμείς είμαστε. Μόνο για εμάς συζητούσαν στη νεκρώσιμη πομπή.

–Και το προσέξατε; Ούτε ένας βρωμοάραβας δεν κυκλοφορεί στους δρόμους, ούτε καν στα εργοτάξια, όλοι τους έχουν αμπαρωθεί στα σπίτια τους, χεσμένοι απάνω τους.

–Αρκεί να παραμείνει έτσι.

Ο Περέιρα υψώνει με τη σειρά του το ποτήρι του:

–Αυτό εξαρτάται από εμάς. Η Επιτροπή Υπεράσπισης των Μασσαλιωτών θα νικήσει.

Μια κραυγή τού απαντά:

–Πετάχτε τους αραπάδες στη θάλασσα!

Το πλήθος επαναλαμβάνει φωνάζοντας ρυθμικά και χτυπώντας τα πόδια:

–Πετάχτε τους αραπάδες στη θάλασσα!

Όταν η οχλαγωγία καταλαγιάζει, ο αρχιφύλακας Πικόν σηκώνεται όρθιος και τεντώνεται. Αισθάνεται δυνατός, ζεστός, έτοιμος για δράση. Σκύβει προς τον διπλανό του, τον Λυκ Ροσσί:

–Θα πρέπει να τους σπρώξουμε λιγάκι για να βουτήξουν στη θάλασσα. Ποιος είναι αποφασισμένος να τους σπρώξει; Αρκετά με τις κουβέντες, Λυκ. Αισθάνομαι σε φόρμα. Είσαι έτοιμος για ένα μικρό ροντέο με τους ιθαγενείς;

Ο Λυκ πάντα έτοιμος, χωρίς δεύτερη κουβέντα, όταν του το ζητάει ο αρχιφύλακας Πικόν. Στο αστυνομικό Τμήμα του 15ου Διαμερίσματος ο Πικόν θεωρείται αυθεντία.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Περέιρα, όρθιος, με το ποτό στο χέρι και ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη, παρατηρεί διακριτικά «την πελατεία». Εντοπίζει τον Πικόν όταν σηκώνεται, αυτόν τον ξεροκέφαλο κόπανο που μοιάζει μονίμως σαν να έχει ξυπνήσει στραβά, με τα σαγόνια σφιγμένα και το βλέμμα να βγάζει φωτιές. Όταν κατευθύνεται μαζί με τον Λυκ προς την κουζίνα και την έξοδο του προσωπικού, ο Περέιρα νεύει προς τον Σωτήρα –καλό παιδί, πρώην οδηγός σε αγώνες αυτοκινήτων, με την καριέρα του κατεστραμμένη από ένα σοβαρό ατύχημα– που του χρησιμεύει ως προσωπικό ασφαλείας τις κάπως θερμές βραδιές σαν και τούτη, όπου διάφορα περιστατικά είναι πάντα πιθανά, πάντα ενδεχόμενα. Ο Σωτήρας πλησιάζει, ο Περέιρα του δείχνει τον Πικόν και τον Λυκ.

–Τους βλέπεις αυτούς τους δυο; Πάνε τσάρκα, δεν ξέρω πού. Πήγαινε να τους παρακολουθήσεις. Τα μάτια σου στον Πικόν, ο άλλος δεν μετράει, και προσπάθησε να τον εμποδίσεις να κάνει καμιά κουταμάρα. Στείλτον να ξεσουρώσει στο κρεβάτι του, στης κυράς του το σπίτι. Την ξέρεις τη διεύθυνση; (Ο Σωτήρας γνέφει θετικά και ο Περέιρα του γλιστράει δύο χαρτονομίσματα στην τσέπη.) Γι’ αυτό το κάτι παραπάνω, ευχαριστώ δικέ μου. Κι έλα να μου τα πεις, αμέσως μετά.

Ο Σωτήρας παίρνει και ένα φίλο του μαζί, από ανάγκη να μην νιώθει μόνος, και συναντιούνται με τον Πικόν στο πάρκινγκ:

–Πας βολτίτσα, να έρθω παρέα;

Ο Πικόν αναλογίζεται. Αυτούς τους δύο τύπους, τους έχεις ανάγκη ή όχι; Διακριτικοί μάρτυρες, της οικογενείας, όμως ικανοί να διαδίδουν τις κατάλληλες φήμες εκεί που πρέπει. Μέσω του Περέιρα, για παράδειγμα. Αυτό θα μπορούσε να διευρύνει τον κύκλο των συνενόχων. Άρα μεγαλύτερος αντίκτυπος σε σχέση με ένα μεμονωμένο χτύπημα. Όχι άσχημα.

–ΟΚ, αλλά όχι στο αυτοκίνητό μου. Θα γίνουν κινήσεις και θέλω την άνεσή μου. Ακολουθήστε μας, εσύ και ο φίλος σου, με τη φοβερή τη Μερσεντές σου.

Ο Πικόν μπαίνει στο Φίατ του, στη θέση του συνοδηγού. Δίνει το κλειδί στον Λυκ:

–Οδηγείς εσύ, εγώ έχω πιει πολύ.

Η Μερσεντές τούς προσεγγίζει και, με τα δύο αυτοκίνητα το ένα πλάι στ’ άλλο, ο Πικόν εξηγεί:

–Θα κάνουμε πρώτα μια γύρα, να πάρουμε τη θερμοκρασία της πόλης. Θα ανεβούμε από την πύλη της Αιξ και μετά, αν όλα πάνε καλά, θα βγούμε στην Καλάντ.

Ο Σωτήρας διστάζει:

–Την Καλάντ δεν την γνωρίζω, θα χαθώ στο χάος με τα αδιέξοδα.

–Μην ανησυχείς, είναι η παιδική χαρά του Τμήματος του 15ου, ο Λυκ και εγώ την ξέρουμε καλά. Και έχουμε καλές αναμνήσεις, σχεδόν όπως κάτω στην Αλγερία. Δεν είσαι μαυροπόδαρος, δεν μπορείς να καταλάβεις. Πρώτα όμως περνάμε από την πύλη της Αιξ για να νιώσουμε την ατμόσφαιρα της βραδιάς στη γειτονιά με τα κουσκούς και το τσάι μέντας.

Σε όλη τη διαδρομή, ο Πικόν ψάχνει για αφίσες της ΕΥΜ (4). Δεν απογοητεύεται. Μετράει πάνω από εκατό. Το σύνθημα «Η Μασσαλία φοβάται» απλώνεται παντού, νιώθει την υποστήριξη. Η έντασή του αυξάνεται.

Φτάνουν στην πύλη της Αιξ. Η συνοικία, συνήθως τόσο ζωντανή τέτοια ώρα, είναι έρημη, τα καταστήματα έχουν κατεβάσει τα σιδερένια ρολά τους, κανείς δεν περιφέρεται στους δρόμους. Τα δύο αυτοκίνητα σταματούν το ένα δίπλα στο άλλο, με τα παράθυρα κατεβασμένα. Ο Πικόν σκύβει προς τον Σωτήρα:

–Ήμουν σίγουρος, «η Μασσαλία φοβάται» είναι ωραίο σύνθημα για να ανεβάσει τη θερμοκρασία, όμως έχει ήδη ξεπεραστεί: απόψε ο φόβος αλλάζει στρατόπεδο. Ωραία λοιπόν, τώρα είναι η ώρα, θα κάνουμε μια βόλτα στην Καλάντ.

Η ανάσα του Πικόν αναδίνει την έντονη μυρωδιά της ανιζέτ όταν μετατρέπεται σε ξύδι. Ο Σωτήρας διστάζει, θα ήταν μια καλή στιγμή για να τον στείλει για ύπνο, όμως πώς να του το πει; Δεν είναι και από τους πιο βολικούς ανθρώπους. Τα αυτοκίνητα ξεκινούν.

Φτάνοντας στην Καλάντ από τον δρόμο της Μαντράγκ, η ομάδα του Πικόν διασταυρώνεται με ένα αστυνομικό όχημα σταθμευμένο στη διαχωριστική νησίδα του δρόμου, στα μέσα της διαδρομής μεταξύ του Καμπάν-Λεβέκ, του συγκροτήματος κατοικιών προσωρινής στέγασης, και τη γειτονική συνοικία. Ο Λυκ χαιρετά τους αστυνομικούς με μια κίνηση του χεριού του.

–Το όχημα του Τμήματος του 15ου. Στατική επίβλεψη. Περιμένουν σίγουρα φασαρίες μετά την κηδεία του Γκερλάς.

–Και εγώ το ίδιο, για να είμαι ειλικρινής.

Στη διασταύρωση, τα δύο αυτοκίνητα κατεβαίνουν στο ρελαντί τη λεωφόρο Πομόν. Στα αριστερά τους, το μπαρ Τερμινίς είναι έτοιμο να κλείσει, τρεις-τέσσερις άνδρες τακτοποιούν και καθαρίζουν το εσωτερικό του.

Εδώ είμαστε, σκέφτεται ο Πικόν.

–Κάνε τον κύκλο και ξαναπέρνα μπροστά από το Τερμινίς αργά, Λυκ.

Έχοντας κάνει τον γύρο της συνοικίας, τα δύο αυτοκίνητα διασταυρώνονται και πάλι με το αστυνομικό όχημα του 15ου, πάντα σε «στατική επίβλεψη», και ξαναπαίρνουν τη λεωφόρο Πομόν. Μπροστά από το Τερμινίς, ένας νεαρός άνδρας έχει βγει από το μπαρ και κάθεται στο χαμηλό τοιχάκι του εξωτερικού χώρου, με τα πόδια του να κρέμονται προς τη μεριά του βουλεβάρτου.

–Συνέχισε, λέει ο Πικόν. Να, εδώ, σταματάς, κάνεις αναστροφή, θα επιστρέψουμε στο μπαρ, σταματάς μπροστά του, περιμένεις, θέλω να πω δυο λόγια στον τύπο στον τοίχο, δεν σβήνεις τη μηχανή, ξεκινάς όταν σου πω. Το κατάλαβες;

–Ναι, δεν είναι δα και τόσο περίπλοκο.

–(Νεύει στον Σωτήρα) Σταματάμε μπροστά από το μπαρ, θέλω να μιλήσω στον τύπο. Εσύ μας προσπερνάς και μας περιμένεις λίγο παρακάτω. Δεν θα πάρει πολύ. Ξεκινάμε.

Το Φίατ κάνει αναστροφή, επιβραδύνει, η Μερσεντές προσπερνά. Ο Πικόν χαμηλώνει το παράθυρο, στρέφεται προς τα δεξιά. Πολύ συγκεντρωμένος, οραματίζεται όλες τις κινήσεις που πρόκειται να κάνει μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, γλιστρά το δεξί χέρι στη ζώνη του, πιάνει το όπλο του, είναι φυσικά εκεί, το κρατούσε στο πλευρό του όλη τη μέρα, στην κηδεία του Γκερλάς, το χαϊδεύει, πλημμυρισμένος από έξαψη, το σφίγγει με σιγουριά, το αυτοκίνητο σταματά μπροστά από το μπαρ. Ο Πικόν καλεί στα αραβικά τον νεαρό άνδρα, που πηδάει από το τοιχάκι και πλησιάζει. Με μια πολύ γρήγορη και πολύ ρευστή κίνηση, ο Πικόν απελευθερώνει το όπλο του, το στρέφει προς το στήθος του νεαρού άνδρα που σκύβει προς το μέρος του και, σε μια έκρηξη μίσους και ηδονής, τον πυροβολεί εξ επαφής κατευθείαν στο στέρνο, το θύμα δεν είχε προλάβει να κάνει την παραμικρή κίνηση οπισθοχώρησης, το σώμα του τινάζεται, υποχωρεί, ο φονιάς τού ρίχνει μια δεύτερη σφαίρα στην κοιλιά προτού καν το σώμα αγγίξει το έδαφος, ο Λυκ βάζει ταχύτητα, ξεκινά με δύναμη, ο Πικόν, αδειασμένος, εξαντλημένος, αμολάει μια τρίτη σφαίρα στην τύχη, η Μερσεντές ξεκινά πίσω από το Φίατ, τα δύο αυτοκίνητα στρίβουν αριστερά και εξαφανίζονται.

Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, τα δύο αυτοκίνητα σταματούν, παρκάρουν. Ο Λυκ, άσπρος σαν το πανί, με τα χέρια του να τρέμουν, τα βάζει με τον Πικόν:

–Καθίκι, με πετάς μέσα στα σκατά –και χωρίς καν να ρωτήσεις τη γνώμη μου… Εάν το ήξερα, πιστεύεις ότι θα χαιρέταγα τους μπάτσους του 15ου στο όχημα;

–Ένα, μη μου λες ότι δεν ήξερες τίποτα. Δεν ξέρεις τι σημαίνει «ροντέο με τους ιθαγενείς»; Και δύο: κανένας δεν είναι μέσα στα σκατά. Στη Μασσαλία, όλοι θέλουμε οι βρωμοάραβες να ξεκουμπιστούν και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Η κυβέρνηση και οι πολιτικοί δεν κάνουν τίποτα. Χρειάζονται άνθρωποι αποφασισμένοι, να κάνουν τη δουλειά για λογαριασμό τους. Εγώ, για παράδειγμα. Σκότωσα τον μικρό για να τρομάξω τους άλλους, να κάτσουν να σκεφτούν: για να σώσω το τομάρι μου, πρέπει να γυρίσω σπίτι μου. Απολύτως ευχαριστημένοι οι Μασσαλιώτες. Ποιος θα ενδιαφερθεί για το πτώμα ενός βρωμιάρη; Οι εφημερίδες; Οι δικαστές; Οι μπάτσοι; Κανείς, σου λέω.

Ο Σωτήρας προσεγγίζει τον Λυκ, φιλικά.

–Ο Πικόν έχει δίκιο, κανείς δεν θα ψάξει να μάθει τι συνέβη. Εκεί που είχαμε παρκάρει προηγουμένως, μπορούσαμε να δούμε το όχημα του 15ου μέσα από τα κλαδιά των θάμνων. Μας είδαν νωρίτερα, γνώριζαν ότι γυρνούσαμε στη γειτονιά. Όταν ακούσαμε τον πρώτο πυροβολισμό, τον άκουσαν και εκείνοι, η νύχτα είναι πολύ ήσυχη, έβαλαν μπροστά τη μηχανή και, όταν έπεσε η τρίτη σφαίρα, ήδη έκαναν αναστροφή, με κατεύθυνση προς το Τμήμα. Δεν έχουν καμία όρεξη να ανακατευτούν σε ό,τι κι αν συνέβη. Ό,τι έγινε, έγινε και δεν θα υπάρξει έρευνα. Θα πάμε τον Πικόν σπίτι του και, μετά, εμείς οι τρεις θα γυρίσουμε στο Φουντρ κι εκεί θα τελειώσουμε τη βραδιά μας. Και αν ποτέ χρειαστεί, πάνω από πενήντα άτομα θα καταθέσουν ότι όλο το βράδυ ήμασταν στο Φουντρ. Άντε, πάμε τώρα.

Επίλογος

Σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες, τη νύχτα της 28ης προς την 29η Αυγούστου 1973, στη Μασσαλία σημειώθηκαν τρεις δολοφονίες Βορειοαφρικανών.

Ένας νεαρός Αλγερινός, 16 ετών, στην Καλάντ.

Το πτώμα ενός Βορειοαφρικανού ανακαλύφθηκε μέσα σε μια λίμνη αίματος, στην Εστάκ.

Ένας Αλγερινός χτυπήθηκε με τσεκούρι στο κεφάλι ενώ περπατούσε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.

Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων εβδομάδων του Σεπτεμβρίου, σημειώθηκαν 17 ή 18 δολοφονίες Βορειοαφρικανών, τη νύχτα, σε διαφορετικές γειτονιές της πόλης.

Καμία δίκη δεν έγινε ποτέ ούτε και υπήρξε καμία καταδίκη.


Στο μυθιστόρημά μου Μασσαλία 73 (5) αφηγούμαι τη δολοφονία του νεαρού άνδρα στην Καλάντ από την οπτική γωνία της οικογένειας του θύματος και του αστυνόμου Ντακέν, που υπηρετούσε εκείνη τη χρονιά στη Μασσαλία. Αυτό το διήγημα εξιστορεί την ίδια δολοφονία, από την οπτική γωνία του δολοφόνου.

Dominique Manotti

Καθηγήτρια Ιστορίας με μακρόχρονη πολιτική δράση και, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων με έντονο κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό
μετάφραση: Ελίνα Βέτση

(1Η Οργάνωση Μυστικός Στρατός (ΟΑΣ) δημιουργήθηκε το 1961 από υποστηρικτές της Γαλλικής Αλγερίας και διέπραξε πολυάριθμες επιθέσεις στην Αλγερία και τη Γαλλία.

(2Kémia: Ποικιλία μεζέδων ή ορεκτικών με βορειοαφρικανική προέλευση που συνήθως σερβίρονται μαζί με το απεριτίφ.

(3Anisette: Απεριτίφ με βάση τον γλυκάνισο, παρόμοιο με το ελληνικό ούζο. Είναι το χαρακτηριστικό απεριτίφ των Πιε-Νουάρ («μαυροπόδαρων»), των Γάλλων που είχαν γεννηθεί και ζούσαν στη Γαλλική Αλγερία και εκπατρίστηκαν μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας το 1962.

(4Επιτροπή Υπεράσπισης των Μασσαλιωτών (ΕΥΜ).

(5Dominique Manotti, Μασσαλία 73, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2021.

Le Monde Diplomatigue

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,700ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα