Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΣΕ ΚΙΝΗΣΗ

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (27.2.20215)

 ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ – ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ*

 

του Θεοδώρου Κατσούφρου**

Οι περί -και μετά- την απόφαση του Δικαστηρίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό εξελίξεις σηματοδοτούν μία νέα νομική πραγματικότητα για την Ελλάδα. Στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρείται η σφαιρική κριτική ανάλυση       της διαμορφούμενης νομικής πραγματικότητας

Α. ΜΕΡΟΣ

Ανάλυση και σχολιασμός της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-128/24 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελλάδας) υπό το φως της νομολογίας του

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου 2025 απόφαση[1] μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Επιτροπή) κατά της Ελλάδας λόγω παραβάσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 258 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η προσφεύγουσα ζήτησε την καταδίκη της Ελλάδας η οποία δεν είχε καταρτίσει, έως την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Μαρτίου 2021, εθνικό θαλάσσιο χωροταξικό σχέδιο και δεν είχε αποστείλει αντίγραφό του ούτε στην προσφεύγουσα, ούτε σε άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με την οδηγία 2014/89/ΕΕ της 23ης Ιουλίου 2014 «περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό» (ΘΧΣ)[2].

Είχαν προηγηθεί, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής ακολουθούμενη διαδικασία,  η από 2 Δεκεμβρίου 2021 προειδοποιητική επιστολή (έγγραφο οχλήσεως) της Επιτροπής, η από 1ης Φεβρουαρίου 2022 κριθείσα ως μη ικανοποιητική απάντηση της Ελλάδας, η από 19 Απριλίου 2023 αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η από 7 Ιουνίου 2023 απάντηση της Ελλάδας. Με το ανωτέρω έγγραφό της, χωρίς να αμφισβητεί τη μη κατάρτιση του επίδικου σχεδίου, η Ελλάδα υποστήριξε ότι η ολοκλήρωση του εθνικού σχεδίου ΘΧΣ επρόκειτο, κατά τους υπολογισμούς της, να υλοποιηθεί εντός τριετίας, με το αιτιολογικό ότι η πολυπλοκότητα του νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, η εκτεταμένη ακτογραμμή και η πολυνησιωτικότητα της χώρας, σε συνδυασμό με «τις γεωπολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ανατολική Μεσόγειο», δικαιολογούσαν την καθυστέρηση της εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσης[3].

Στο πλαίσιο της δίκης και σύμφωνα με το υπόμνημα αντικρούσεώς της, η Ελλάδα υποστήριξε ότι της ήταν αντικειμενικώς αδύνατον να τηρήσει την υποχρέωσή της λόγω των διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο για τη σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης των ΑΟΖ τους, η οποία συνήφθη τελικώς στις 6 Αυγούστου 2020[4]. Κατά την Ελλάδα, η εθνική διαδικασία για την κατάρτιση του επίδικου σχεδίου ανεστάλη μέχρι τον καθορισμό του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του επί τη βάσει της εν λόγω διμερούς συμφωνίας[5], με αποτέλεσμα η ίδια να μην διαθέτει συναφώς επαρκή χρόνο μέχρι τις 31 Μαρτίου 2021[6]. Από την πλευρά της, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Ελλάδα όφειλε να αποδείξει ότι βρισκόταν σε αντικειμενική αδυναμία μέχρι τις 19 Ιουνίου 2023, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη συμμόρφωσή της προς την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, ήτοι δύο έτη και δέκα μήνες μετά τη σύναψη της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας[7]. Η Επιτροπή θεώρησε ως αλυσιτελή την επίκληση αντικειμενικής αδυναμίας εξαιτίας της διαπραγμάτευσης και της σύναψης της συμφωνίας με την Αίγυπτο[8]. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η Ελλάδα επισήμανε ότι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών καθορίζει και το εύρος τους, άρα και το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, και ότι, ως εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, «η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών κάθε κράτους μέλους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαδικασία κατάρτισης των [εθνικών σχεδίων ΘΧΣ]»[9].  Υπό τις περιστάσεις αυτές, πάντα κατά την Ελλάδα, ήταν αδύνατη η χρήση θαλάσσιου χάρτη, οι συντεταγμένες του οποίου «τελούσαν υπό επανακαθορισμό» λόγω των διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο[10]. Τέλος, η Ελλάδα επικαλέστηκε και τη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου ότι «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», ως εκ του ότι η υλοποίηση του εθνικού σχεδίου ΘΧΣ εξηρτάτο από την ύπαρξη επικαιροποιημένου θαλάσσιου χάρτη. Κατά την ίδια, η ανωτέρω γενική αρχή θα έπρεπε «να καταλαμβάνει τις περιστάσεις που συνδέονται με την αντικειμενική αδυναμία»[11], ώστε να δικαιολογεί τη χορήγηση «πρόσθετη[ς] προθεσμία[ς] για την ολοκλήρωση της κατάρτισης» του επίδικου σχεδίου[12].

Πριν εισέλθω στο σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, θεωρώ χρήσιμο, για την κατανόηση της συλλογιστικής του, να προτάξω ορισμένες θεμελιώδεις αρχές (πέραν των αυτονόητων θεμελιωδών αρχών της αυτονομίας και της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου) οι οποίες διέπουν, σύμφωνα με συνεκτική και συνεπή νομολογία του, τη σχέση μεταξύ της ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης και την άμεση ή έμμεση  διασύνδεση του παράγωγου δικαίου, όπως η οδηγία περί ΘΧΣ, με το δίκαιο της θάλασσας, ειδικότερα δε με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών των κρατών μελών.

Με βάση μία πρώτη αρχή, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-146/89 (Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου)[13], κάθε παράκτιο κράτος μέλος έχει το μονομερές δικαίωμα να χαράσσει ευθείες γραμμές βάσης από τις οποίες μετρείται το εύρος των θαλάσσιων ζωνών του όταν συντρέχουν οι προβλεπόμενες συναφώς γεωγραφικές προϋποθέσεις[14]. Εντούτοις, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η πράξη θέσπισης της ανωτέρω μεθόδου, ακόμη και αν είναι απολύτως σύννομη προς το δίκαιο της θάλασσας, ισχύει μόνον έναντι των τρίτων κρατών αλλά όχι εντός της ενωσιακής «επικράτειας» (δηλαδή ούτε έναντι των λοιπών κρατών μελών, ούτε εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης), όταν, λόγω ακριβώς της υιοθέτησής της από το κράτος μέλος, παραβιάζεται το ενωσιακό δίκαιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η έγκυρη κατά το δίκαιο της θάλασσας τροποποίηση των ευθειών γραμμών βάσης από το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ως αποτέλεσμα να θίγονται οι προβλεπόμενες από το Παράρτημα Ι του αλιευτικού κανονισμού 170/83 δραστηριότητες αλιέων άλλων κρατών μελών, και συγκεκριμένα της Γαλλίας, της Ιρλανδίας, της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών και του Βελγίου. Η εφαρμογή του επίδικου βρετανικού μέτρου οδηγούσε στον αποκλεισμό τους από θαλάσσιες ζώνες εντός των οποίων αλίευαν πριν από την υιοθέτησή του επειδή οι νέες γραμμές βάσης περιλάμβαναν εφεξής θαλάσσιες περιοχές, περισσότερο απομακρυσμένες από την ακτή σε σχέση με εκείνες πού ίσχυαν πριν από τη χάραξή τους. Το Δικαστήριο απέρριψε τη βρετανική επιχειρηματολογία ότι το μέτρο ήταν απολύτως σύμφωνο με τις πρόνοιες του δικαίου της θάλασσας και ίσχυε ως εκ τούτου έναντι όλων, κρίνοντας ότι δεν υφίσταντο στην πραγματικότητα πρακτικές δυσχέρειες δεδομένου ότι οι προηγούμενες ευθείες γραμμές βάσης θα εξακολουθούσαν να ισχύουν έναντι των κοινοτικών αλιέων και οι νέες αποκλειστικά έναντι των τρίτων κρατών[15]. Τη συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου αναλύω εκτενώς στη μονογραφία μου Questions de droit international de délimitation maritime dans la jurisprudence de la Cour de justice des Communautés européennes: les lignes de base[16].

Συνοψίζοντας, όταν η εφαρμογή ενός κανόνα του διεθνούς δικαίου εκ μέρους κράτους μέλους παραβιάζει κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ο δεύτερος ισχύει κατά προτεραιότητα εντός της ενωσιακής έννομης τάξης, χωρίς να επηρεάζεται η εφαρμογή του πρώτου μεταξύ του κράτους μέλους και των άλλων τρίτων υποκειμένων διεθνούς δικαίου.

Με βάση μία δεύτερη αρχή, η οποία προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-459/03 (Επιτροπή κατά Ιρλανδίας)[17], σε περίπτωση κατά την οποία ανακύπτει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης, νομικό ζήτημα απτόμενο της Σύμβασης του 1982 και εμπίπτον είτε στην αποκλειστική είτε στη συντρέχουσα, δηλαδή την ασκούμενη από κοινού με τα κράτη μέλη, αρμοδιότητα της Ένωσης, όπως είναι η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, το ζήτημα επιλύεται εντός της Ένωσης από το Δικαστήριο και όχι από τρίτο διεθνές δικαστήριο, εφόσον στη διαφορά εμπλέκονται δύο κράτη μέλη. Η συγκεκριμένη διαφορά ανέκυψε με αφορμή την κατασκευή ενός εργοστασίου επεξεργασίας αποβλήτων από πυρηνικά καύσιμα (Mox Plant) στις, κείμενες απέναντι από τις ιρλανδικές, ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου. Αμφισβητώντας τις βρετανικές εκτιμήσεις περί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία του εν λόγω εργοστασίου[18], η Ιρλανδία επιδόθηκε σε ένα μάταιο δικαστικό περίπλου, απευθυνόμενη αρχικά σε ένα ad hoc διαιτητικό δικαστήριο[19], στη συνέχεια γνωστοποιώντας στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι κίνησε και την προβλεπόμενη στο παράρτημα VIΙ της Σύμβασης του 1982 διαδικασία ενώπιον άλλου διαιτητικού δικαστηρίου[20], τέλος δε υποβάλλοντας  ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου για το δίκαιο της θάλασσας (ITLOS)[21] αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, αιτούμενη την αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου. Το επιληφθέν της διαφοράς ITLOS εξέδωσε στις 3 Δεκεμβρίου 2001 διάταξη για τη λήψη δέσμης προσωρινών μέτρων, διαφορετικών από τα αιτηθέντα[22]. Το Ηνωμένο Βασίλειο προέβαλε τόσο ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου όσο και ενώπιον του ITLOS ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας τους, υποστηρίζοντας ότι αποκλειστικά αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς ήταν το Δικαστήριο[23]. Με διάταξη της 24ης Ιουνίου 2003, το διαιτητικό δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία εκτιμώντας ότι ανέκυπταν ζητήματα εφαρμογής συνδεόμενα στενά με το ενωσιακό δίκαιο[24]. Το διαιτητικό δικαστήριο επισήμανε ειδικότερα ότι τα ζητήματα δικαιοδοσίας που είχαν ανακύψει αφορούσαν κατ’ ουσία «την εσωτερική λειτουργία μιας διακριτής έννομης τάξεως, εν προκειμένω της κοινοτικής έννομης τάξεως», τα οποία έπρεπε να επιλυθούν «εντός του θεσμικού πλαισίου της Κοινότητας, ειδικότερα δε από το Δικαστήριο»[25]. Παράλληλα, με την ίδια διάταξη επικύρωσε τα προσωρινά μέτρα που είχε διατάξει στο μεσοδιάστημα το ITLOS[26].

Κατόπιν των ανωτέρω εξελίξεων, η Επιτροπή άσκησε στις 30 Οκτωβρίου 2003 ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατά της Ιρλανδίας με το αιτιολογικό ότι η τελευταία, κινώντας κατά του Ηνωμένου Βασιλείου διαδικασία διευθετήσεως διαφορών σχετικά με το εργοστάσιο ΜΟΧ στο πλαίσιο της Σύμβασης του 1982, παρέβη το ενωσιακό δίκαιο[27]. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προσήψε στην Ιρλανδία ότι αγνόησε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται διαφορών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, καθόσον υπέβαλε στην κρίση διεθνών δικαστηρίων διαφορά της με άλλο κράτος μέλος σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεων της Σύμβασης του 1982[28]. Ως γνωστόν, η Σύμβαση του 1982 είναι μικτή συμφωνία κατά το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον «συνήφθη τόσο από την Κοινότητα όσο και από όλα τα κράτη μέλη της στο πλαίσιο της συναρμοδιότητάς τους»[29]. Υπό το πρίσμα της κοινοτικής έννομης τάξεως, «οι μικτές συμφωνίες έχουν το ίδιο νομικό καθεστώς με αυτό των αμιγώς κοινοτικών συμφωνιών»[30].

Το Δικαστήριο έκρινε τελικά ότι οι διατάξεις της Σύμβασης του 1982 τις οποίες η Ιρλανδία επικαλέστηκε ενώπιον τρίτων δικαιοδοτικών οργάνων ενέπιπταν σε κανόνες της κοινοτικής έννομης τάξης επί των οποίων αρμόδιο να αποφαίνεται είναι το ίδιο[31]. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε αν η δικαιοδοσία του είναι αποκλειστική, ώστε να απαγορεύεται σε κράτος μέλος να υποβάλει διαφορά όπως η σχετική με το εργοστάσιο ΜΟΧ στην κρίση διεθνούς δικαστηρίου. Διαπιστώνοντας ότι η ίδια η Σύμβαση του 1982 προνοεί, ώστε «να αποφεύγεται παρόμοια προσβολή της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και να διαφυλάσσεται έτσι η αυτονομία του κοινοτικού νομικού συστήματος»[32]  χάρη στη διάταξη του άρθρου 282 της Σύμβασης του 1982, η οποία προβλέπει ότι «η Συνθήκη κατισχύει […] του απαντώντος στο τμήμα XV της [Σύμβασης] συστήματος»[33], το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «οι διατάξεις της Σύμβασης του 1982 που εμπλέκονται στη διαφορά περί το εργοστάσιο ΜΟΧ εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας και οι σχετικές διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης»[34], με αποτέλεσμα  «η δικαιοδοσία του [να] είναι αποκλειστική και υποχρεωτική για τα κράτη μέλη»[35]. Τέλος, το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι «η κίνηση και η συνέχιση μιας διαδικασίας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου […] ενέχει προδήλως τον κίνδυνο καταστρατηγήσεως του συστήματος κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες και, επομένως, της αυτονομίας του κοινοτικού νομικού συστήματος»[36].  Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η Ιρλανδία, κινώντας κατά του Ηνωμένου Βασιλείου διαδικασία διευθετήσεως διαφορών από τρίτα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα βάσει της Σύμβασης του 1982, παρέβη τις απορρέουσες από τη Συνθήκη υποχρεώσεις[37].

Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να επιλαμβάνεται και να εκδικάζει διαφορές μεταξύ κρατών μελών οι οποίες εμπίπτουν στην αποκλειστική ή στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (νυν Ένωσης) και ανακύπτουν κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβαση του 1982.

Με βάση μία τρίτη αρχή, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020 στην υπόθεση C-457/18 (Σλοβενία κατά Κροατίας)[38], το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιόν του κατά άλλου κράτους μέλους βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ υπό το πρόσχημα της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου αν το κύριο και πραγματικό αίτημά του δεν είναι η τήρηση της ενωσιακής νομιμότητας αλλά συγκεκριμένη νομική διαφορά ως προς τη μεταξύ των δύο κρατών μελών οριοθέτηση των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων τους η οποία διέπεται, ως εκ της φύσεώς της, από το διεθνές δίκαιο. Συγκεκριμένα, η Σλοβενία επιδίωξε κατ’ ουσία την αναγνώριση της από 19 Ιουνίου 2017 απόφασης ενός συσταθέντος επί τούτου, βάσει σύμβασης διαιτησίας που είχε συνάψει η ίδια με την Κροατία, διαιτητικού δικαστηρίου. Την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου αμφισβήτησε η Κροατία επικαλούμενη παρεμπίπτον δικονομικό ζήτημα, και συγκεκριμένα την ανεπίσημη επικοινωνία μεταξύ του επιλεγέντα από την Σλοβενία διαιτητή και του εκπροσώπου της ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου κατά τη διάρκεια των διασκέψεών του[39]. Θεωρώντας ότι το εν λόγω συμβάν υπονόμευσε ανεπανόρθωτα την αμεροληψία και την ακεραιότητα της διαιτητικής διαδικασίας[40], η Κροατία ενημέρωσε το διαιτητικό δικαστήριο για την απόφασή της να τερματίσει τη διμερή σύμβαση διαιτησίας βάσει της οποίας  εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση παρ’ όλον ότι είχε προηγηθεί η λήψη διορθωτικών μέτρων με την αντικατάσταση των διορισθέντων από τις δύο χώρες διαιτητών[41]. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η Κροατία υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί της Σλοβενίας περί παραβίασης υποχρεώσεων από το δίκαιο της Ένωσης είχαν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς, πραγματικό αντικείμενο της οποίας ήταν «το κύρος και τα έννομα αποτελέσματα της συμβάσεως διαιτησίας και της διαιτητικής αποφάσεως»[42]. Κατά την Κροατία, η διαφορά έπρεπε να επιλυθεί κατ’ εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και όχι βάσει του δικαίου της Ένωσης[43]. Αντιθέτως, η Σλοβενία υποστήριξε ότι η προσφυγή της αφορούσε αποκλειστικά την παράβαση του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης[44] και ότι, αν διαπιστωνόταν ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων η ίδια θεμελίωνε τους ισχυρισμούς της περί παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης ενέπιπταν και στο διεθνές δίκαιο, η διαπίστωση αυτή δεν θα εμπόδιζε το Δικαστήριο «να λάβει υπόψη τους ουσιαστικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου τους οποίους η Ένωση έχει ενσωματώσει ή είχε την πρόθεση να ενσωματώσει στο νομικό της σύστημα»[45]. Η Σλοβενία υποστήριξε περαιτέρω ότι οι επικράτειες των δύο κρατών μελών οριοθετούνται από τα καθορισμένα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο σύνορά τους, εν προκειμένω σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση, οπότε ζητούμενο για το Δικαστήριο δεν ήταν ούτε να διαπιστώσει παράβαση του διεθνούς δικαίου, ούτε να αποφανθεί επί διεθνούς διαφοράς. Πάντα κατά την προσφεύγουσα, τα σύνορα μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας «αποτελούν πραγματικό στοιχείο» και «όχι νομικό ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί»[46].

Αποφαινόμενο επί της διαφοράς, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι είναι αναρμόδιο να κρίνει ζητήματα που άπτονται της ερμηνείας διεθνούς συμβάσεως, το αντικείμενο της οποίας εκφεύγει των τομέων αρμοδιότητας της Ένωσης[47], επισημαίνοντας παράλληλα ότι η αναρμοδιότητά του καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία «η παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής είναι παρεπόμενη σε σχέση με την προβαλλόμενη παράβαση υποχρεώσεων απορρεουσών από διεθνή σύμβαση»[48]. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι προβληθείσες από την ίδια τη Σλοβενία παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης ήταν αποτέλεσμα της σύμβασης διαιτησίας και της εκδοθείσας βάσει αυτής διαιτητικής απόφασης, «ιδίως δε της υποχρεώσεως σεβασμού των συνόρων που καθορίζονται με τη διαιτητική απόφαση»[49]. Άρα, εκείνο που εμπόδιζε τη Σλοβενία να εφαρμόσει σε ολόκληρη την επικράτειά της τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ήταν  το ότι «η άρνηση της Κροατίας να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση […] παρακωλύει, όσον αφορά στις θαλάσσιες ζώνες που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, την εφαρμογή των διατάξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης»[50].  Όμως, ούτε η σύμβαση διαιτησίας, ούτε η διαιτητική απόφαση «αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης»[51]. Δεδομένου ότι η ασκούμενη βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ προσφυγή κράτους μέλους κατά άλλου κράτους μέλους λόγω παραβάσεως «μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνο τη μη τήρηση υποχρεώσεων απορρεουσών από το δίκαιο της Ένωσης […], το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο […] να αποφανθεί επί της προβαλλόμενης παραβάσεως των υποχρεώσεων από τη σύμβαση διαιτησίας και τη διαιτητική απόφαση», όπως προέκυπτε από τις αιτιάσεις της Σλοβενίας[52].

Συνοψίζοντας, στο πλαίσιο προσφυγής είτε της Επιτροπής κατά κράτους μέλους λόγω παραβάσεως υποχρεώσεως εκ των Συνθηκών (βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ), είτε κράτους μέλους κατά άλλου κράτους μέλους (βάσει του άρθρου 259 της ΣΛΕΕ), η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη σε περίπτωση κατά την οποία η παράβαση του ενωσιακού δικαίου είναι παρεπόμενη σε σχέση με άλλη, κύρια διαφορά, η οποία διέπεται από το διεθνές δίκαιο.

Πέραν όμως της κατά το δίκαιο της θάλασσας εκκρεμούσας -δυστυχώς μέχρι και σήμερα- διαφοράς μεταξύ των δύο κρατών μελών και ανεξάρτητα από την προπεριγραφείσα τρίτη αρχή, ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο της απόφασης του Δικαστηρίου, το οποίο δεν πρέπει να αγνοείται στο συγκεκριμένο συμφραζόμενο, είναι ότι, «εφόσον στις Συνθήκες δεν υφίσταται ακριβέστερος ορισμός των εδαφών που υπόκεινται στην κυριαρχία των κρατών μελών, εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να καθορίσει την έκταση και τα όρια του εδάφους του σε συμμόρφωση προς τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου», ενώ «το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών καθορίζεται μέσω παραπομπής στις εθνικές επικράτειες, κατά την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση [(ΣΕΕ)] και του άρθρου 355 ΣΛΕΕ», καθώς και του άρθρου 77§4 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τον γεωγραφικό καθορισμό των συνόρων τους, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο»[53]. Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι: «Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δύναται να εξετάσει, στο πλαίσιο […] του άρθρου 259 ΣΛΕΕ, το ζήτημα της εκτάσεως και των ορίων της επικράτειας [της Κροατίας και της Σλοβενίας], εφαρμόζοντας ευθέως τα καθορισθέντα από τη διαιτητική απόφαση σύνορα προκειμένου να ελέγξει αν [ευσταθούν] οι παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, διότι άλλως θα υπερέβαινε τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τις Συνθήκες και θα σφετεριζόταν τις επιφυλασσόμενες υπέρ των κρατών μελών αρμοδιότητες όσον αφορά στον γεωγραφικό καθορισμό των συνόρων τους»[54]. Αναγνωρίζεται δηλαδή ευθέως η αρμοδιότητα των κρατών μελών να οριοθετούν τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά τους, υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ένωσης να ορίζει το γεωγραφικό (εδαφικό) πεδίο εφαρμογής των κανόνων της. Όπως επιβεβαιώνεται όμως και  με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2025 (βλέπε αναλυτικότερα κατωτέρω, υπό 1), το Δικαστήριο αναπέμπει και πάλι στα ίδια τα κράτη μέλη ως αρμόδια για τον ορισμό των «θαλάσσιων υδάτων» τους εντός των οποίων ασκούνται οι προβλεπόμενες από την οδηγία περί ΘΧΣ δραστηριότητες, επικυρώνοντας προφανώς ως νόμιμη εμπλεκόμενη στον ΘΧΣ εθνική πράξη ή διεθνή συμφωνία υπό τον όρο της αυστηρής τήρησης τόσο του διεθνούς όσο και του ενωσιακού δικαίου.

Τέλος, στο πλαίσιο πάντα της απόφασης της 31ης Ιανουαρίου 2020, το Δικαστήριο θέτει και μία τέταρτη, σημαντικότατη, δικονομική αρχή. Αναφερόμενο καταρχάς στο άρθρο 4§3 ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο η Ένωση και τα κράτη μέλη της εκπληρώνουν, βάσει της αρχής της «καλόπιστης συνεργασίας» και του «αμοιβαίου σεβασμού», τα εκ των Συνθηκών καθήκοντά τους, το Δικαστήριο συνάγει ότι, και στην υπό την κρίση του τεθείσα συγκεκριμένη διαφορά, υφίσταται «η υποχρέωση […] η οποία συνίσταται στην καλόπιστη προσπάθεια για την εξεύρεση μιας σύμφωνης προς το διεθνές δίκαιο οριστικής νομικής λύσης […], η οποία να διασφαλίζει την πραγματική και απρόσκοπτη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στις οικείες ζώνες»[55]. Το Δικαστήριο  δράττεται της ευκαιρίας για να υπενθυμίσει ότι η «άρση» της μεταξύ των δύο κρατών μελών διαφοράς μπορεί να επιτευχθεί και «διά της επιλογής οποιουδήποτε τρόπου διευθετήσεώς της, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, της υποβολής της διαφοράς στην κρίση του Δικαστηρίου δυνάμει συνυποσχετικού κατά το άρθρο 273 ΣΛΕΕ»[56]. Υπό την έννοια αυτή, το Δικαστήριο υποδεικνύει στα κράτη μέλη (και όχι μόνο στα δύο εμπλεκόμενα στη διαφορά) ένα, σπάνια χρησιμοποιούμενο, μέσο επίλυσης «διεθνούς» διαφοράς τους στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου. Η συγκεκριμένη δυνατότητα προβλέπεται αποκλειστικά υπέρ των κρατών μελών,  όχι όμως και υπέρ των τρίτων, έστω και αν τα τελευταία συνδέονται με την Ένωση βάσει διεθνούς συμφωνίας η οποία προβλέπει, ούτως ή άλλως, τους δικούς της μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών. Οι τρεις αναγκαίες και ικανές συναφώς προϋποθέσεις κατά το άρθρο 273 ΣΛΕΕ είναι ότι πρέπει να πρόκειται όντως για νομική διαφορά μεταξύ των κρατών μελών, συναφή με το αντικείμενο των Συνθηκών, και να υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει συνυποσχετικού. Με τη σκέψη 109  της απόφασής του, το Δικαστήριο επιδεικνύει συγκρατημένο ή ελεγχόμενο ακτιβισμό στα θέματα του δικαίου της θάλασσας, φτάνοντας στο σημείο να προτρέπει τα κράτη μέλη να υποβάλλουν από κοινού στην κρίση του, ως διαφορές βάσει του άρθρου 273 ΣΛΕΕ, τις τυχόν συνοριακές διαφορές τους (στην ξηρά και στη θάλασσα) όταν συνδέονται λόγω συναφείας με το ενωσιακό δίκαιο, παρεμποδίζοντας την απρόσκοπτη εφαρμογή του. Ορισμένοι σχολιαστές, εστιάζοντας στην εικαζόμενη πρόθεση ή υποτιθέμενη βούληση του Δικαστηρίου να μην υπεισέλθει στην εξέταση του κύρους και της ισχύος τόσο της σύμβασης διαιτησίας όσο και της διαιτητικής απόφασης, υποτιμούν τη δικονομική δυνατότητα που διανοίγεται στα κράτη μέλη μέσω της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 273 ΣΛΕΕ, αντιπαρερχόμενοι ως άνευ σημασίας τη δυνατότητα της προτεινόμενης ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μεταξύ κρατών μελών ακόμη και σε θέματα θαλάσσιας οριοθέτησης, σε εθελοντική βάση και εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας ως κατεξοχήν Ένωσης δικαίου[57]. Στην πραγματικότητα, όπως περιγράφεται με την απόφασή του, το Δικαστήριο δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Η κύρια διαφορά μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας έχει ως πραγματικό αντικείμενό της τα διαφιλονικούμενα μεταξύ τους όρια των θαλάσσιων ζωνών τους. Άρα, πρόκειται για «διεθνή διαφορά» μεταξύ δύο κρατών μελών. Αυτό λοιπόν θα είναι, κατ’ ανάγκη,  και το αντικείμενο της διαφοράς την οποία μπορεί να κληθεί να εκδικάσει το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 273 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που το ίδιο προτείνει την εν λόγω διαδικασία στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι, βάσει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο «εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών»[58]. Η σχετική διάταξη κάνει λόγο για το δίκαιο γενικώς, ώστε να δικαιολογείται απολύτως και ο ακτιβισμός του θεσμικού αυτού οργάνου ως εποπτεύοντος δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης στο σύνολό της, χάριν ακριβώς της διευρυμένης αρμοδιότητάς του ως προς την τήρησή του. Τη συγκεκριμένη υπόθεση αναλύω διεξοδικά στο άρθρο μου «Η ερμηνεία και η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στοιχεία ακτιβισμού του ως οιονεί διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου»[59].

Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο «διευρύνει»,  ερμηνεύοντας διασταλτικά τη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 273 ΣΛΕΕ, τη δικαιοδοσία του, κατ’ εξαίρεση,  και σε θέματα θαλάσσιας οριοθέτησης, πάντοτε βεβαίως όσον αφορά στα κράτη μέλη και με τη συναίνεσή τους (διά του συνυποσχετικού) λόγω της επί του θέματος αποκλειστικής, κατ’ αρχήν,  αρμοδιότητάς τους.

Πρόταση αρχής: Υπό την παρούσα συγκυρία, δεν θα ήταν μία άριστη ευκαιρία για την πολιτικά λιμνάζουσα, εάν όχι τελούσα εν υπνώσει, διευθέτηση των «νομικών διαφορών» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, τόσο σε επίπεδο διεθνούς όσο και σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου (στο πλαίσιο του ΘΧΣ), η προσφυγή των δύο κρατών μελών, βάσει του άρθρου 273 ΣΛΕΕ, στη σοφία και το κύρος του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομολογία του; Μία τέτοια κίνηση δεν θα προέτρεπε συνακόλουθα, ως διπλωματικός μοχλός πίεσης, και την Αίγυπτο να συναινέσει στην ολοκλήρωση της μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ της με την Ελλάδα (είτε με διαπραγματεύσεις είτε μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου), με δεδομένη τη βούλησή της, τόσο (γεω)πολιτική όσο και οικονομική, για ολοένα στενότερες σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την ευκολότερη πρόσβασή της σε ενωσιακούς μηχανισμούς αρωγής ή χρηματοδότησής της;            

  1. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-128/24

Με «προίκα» λοιπόν τις ανωτέρω αρχές, το Δικαστήριο καλείται και πάλι να αποφανθεί, στο πλαίσιο της διαφοράς στην υπόθεση C-128/24[60],  επί της σχέσης μεταξύ ενωσιακού και διεθνούς δικαίου.

Κατά πρώτον, εγκύπτοντας στην εκ μέρους της Ελλάδας επίκληση της αρχής «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», το Δικαστήριο ερμηνεύει την έννοια της «ανωτέρας βίας». Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η παράβαση λόγω ανωτέρας βίας πρέπει «να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς [το κράτος μέλος] που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί»[61]. Επιπλέον, «η επίκληση της ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των εν λόγω δυσκολιών»[62]. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα ούτε «υποστήριξε ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη της διμερούς συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών συνιστούσαν τέτοια περίσταση»[63].

Κατά δεύτερον, απαντώντας στον ισχυρισμό της Ελλάδας «ότι, μετά τη σύναψη της συμφωνίας [με την Αίγυπτο], δεν διέθετε επαρκή χρόνο για την κατάρτιση του [επίδικου σχεδίου] και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να της χορηγηθεί πρόσθετος χρόνος για να ολοκληρώσει τη θέσπισή [του]»[64], το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ελλάδα δεν απέδειξε ότι, «δύο έτη και δέκα μήνες μετά τη σύναψη της συμφωνίας», «τελούσε σε αντικειμενική αδυναμία να καταρτίσει το [επίδικο σχέδιο]»[65].

Κατά τρίτον, σχετικά με την οφειλόμενη στην έλλειψη «επικαιροποιημένου θαλάσσιου χάρτη» (για τον οποίο αποκλειστικά αρμόδιο είναι το κράτος μέλος) αντικειμενική αδυναμία κατάρτισης του επίδικου σχεδίου, το Δικαστήριο υπενθυμίζει και επιβεβαιώνει ότι η οδηγία «δεν θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των κρατών μελών επί των θαλάσσιων υδάτων» βάσει των σχετικών διατάξεων του διεθνούς δικαίου, ιδίως της Σύμβασης του 1982, ούτε «τη χάραξη και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών από τα κράτη μέλη»[66]. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι καμία διάταξη της οδηγίας «δεν συνδέει τη διαδικασία της οριοθέτησης [των θαλάσσιων ζωνών των κρατών μελών] με τις υποχρεώσεις κατάρτισης και διαβίβασης θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων», υποχρεώσεις, η εκπλήρωση των οποίων ουδόλως προβλέπεται ότι πρέπει να αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας[67]. Το Δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι, ναι μεν «το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του [εθνικού σχεδίου ΘΧΣ] πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία της Ένωσης και με το [δίκαιο της θάλασσας], ιδίως δε με τη [Σύμβαση του 1982], εναπόκειται, όμως, στο κάθε κράτος μέλος «να καθορίσει την έκταση και τα όρια της επικράτειάς του, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων συνόρων του, σε συμμόρφωση προς τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου»[68]. Τούτου δοθέντος, «οι υποχρεώσεις κατάρτισης και διαβίβασης [εθνικού σχεδίου ΘΧΣ], δεν μπορούν να εξαρτώνται από την ύπαρξη συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών»[69].  Το Δικαστήριο εκτιμά ότι την ανωτέρω ερμηνεία επιρρωνύει «το γεγονός ότι η διαδικασία οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών έχει διαφορετικό αντικείμενο από τον [ΘΧΣ]»[70]. Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή και στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη «όχι μόνο τα αντίγραφα των [εθνικών σχεδίων ΘΧΣ], αλλά και όλες τις επακόλουθες ενημερωμένες μορφές τους»[71]. Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, η Ελλάδα «διατηρεί την ευχέρεια να καταρτίσει και να διαβιβάσει τα επίμαχα σχέδια και, κατά περίπτωση, να τα επικαιροποιήσει μεταγενέστερα ανάλογα με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της»[72]. Υπό τις περιστάσεις αυτές, «η υποχρέωση κατάρτισης και διαβίβασης των [εθνικών σχεδίων ΘΧΣ] δεν μπορεί να καθυστερεί ή και να αναστέλλεται επ’ αόριστον, σε περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται συμφωνία θαλάσσιας οριοθέτησης με τρίτο κράτος, με αποτέλεσμα η τήρηση των [απορρεουσών από το δίκαιο της Ένωσης] υποχρεώσεων να εξαρτάται από τη συνεργασία τρίτου κράτους»[73].

Εν συμπεράσματι, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η Ελλάδα, επικαλούμενη αλυσιτελώς «την άσκηση της εθνικής αρμοδιότητας για τη γεωγραφική οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών [της] προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωσή της προς τις υποχρεώσεις [της]»[74], «παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει [από την οδηγία]»[75].

  1. Για μία ψύχραιμη και αντικειμενική αποτίμηση της απόφασης του Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο δεν εκδίδει πολιτικές αποφάσεις, επιλαμβανόμενο και αποφαινόμενο αποκλειστικά επί ενδικάσιμων (justiciable) διαφορών. Αυτό ισχύει και για τις αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο διαπιστώνει παράβαση του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους κράτους μέλους, οι οποίες δεν έχουν, ούτε κατ’ ελάχιστον, τιμωρητικό χαρακτήρα. Σχολιάζοντας επομένως μία απόφασή του, η οποία έχει ομολογουμένως και διεθνοπολιτικές διαστάσεις όπως η συγκεκριμένη, οι Έλληνες αναλυτές οφείλουν να επιδεικνύουν τη δέουσα αυτοσυγκράτηση όσον αφορά σε εξωδικαιϊκούς χαρακτηρισμούς. Σε διαφορετική περίπτωση δεν υπηρετούν ούτε το ενωσιακό, ούτε το εθνικό συμφέρον. Η θέση του Δικαστηρίου είναι εν προκειμένω απόλυτη και διαυγής. Μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Διαχωρίζοντας τις απορρέουσες από το ενωσιακό δίκαιο υποχρεώσεις των κρατών μελών από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους βάσει του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα δε του δικαίου της θάλασσας, το Δικαστήριο προτρέπει ευθέως την Ελλάδα να καταρτίσει και να διαβιβάσει στην Επιτροπή το εθνικό σχέδιό της στο πλαίσιο του ΘΧΣ, ανεξάρτητα από την έκβαση των οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων ή της σύναψης συμφωνιών για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της με τις γειτονικές της χώρες. Με τον τρόπο αυτό λύει τον γόρδιο δεσμό που κρατά τη χώρα όμηρο των τουρκικών εκβιασμών. Η αποσύνδεση την οποία επιχειρεί το Δικαστήριο με την απόφασή του το οδηγεί αυτομάτως στο να εστιάσει στο πραγματικό, δηλαδή στο ενωσιακό, διακύβευμα  χάρη στην αποδραματοποίηση ή στην απεξάρτησή του από οποιαδήποτε (δι)εθνική φόρτιση. Εξυπακούεται λοιπόν ότι, ενόσω η Ελλάδα δεν συνάπτει τις σχετικές συμφωνίες, θα ισχύουν τα γεωγραφικά όρια, όπως τα καθορίζει η ίδια με το εθνικό σχέδιό της, σεβόμενη το δίκαιο της θάλασσας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όσον αφορά στη γείτονα, δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι διατηρεί πάντα την ιδιότητα του υποψήφιου κράτους μέλους και ότι, όσο θα διαρκεί η εκκρεμότητα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών της με την Ελλάδα, θα εξακολουθεί να ισχύει, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό αποτυπώνεται ήδη στον συνοδευτικό του εθνικού σχεδίου περί ΘΧΣ χάρτη της Ελλάδας (βλέπε χάρτη 2 του Παραρτήματος), με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει, ως ενωσιακή υποχρέωση «εν τω γίγνεσθαι», και την ίδια.

Αυτό ήταν, αν δεν απατώμαι, και το πνεύμα του νόμου «Μανιάτη» (βλέπε χάρτη 5 του Παραρτήματος). Θυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 156, πρώτη παράγραφος, τρίτο εδάφιο, του νόμου 4001/2011[76], «Ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη οι ακτές των οποίων είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετρείται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης». Προς τί λοιπόν ο καταγγελτικός λόγος του εμπνευστή ενός τόσο σημαντικού νομοθετήματος και σημερινού ευρωβουλευτή Γιάννη Μανιάτη μέσω της υποβολής σχετικής ερώτησης προς την Επιτροπή, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ελληνική κυβέρνηση «δεν έχει καμία δικαιολογία [για τη μη συμμόρφωση με την οδηγία], αλλά την απόλυτη ευθύνη για μία ακόμη αποτυχία»;[77]. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η απόφαση του Δικαστηρίου κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα, σε συνδυασμό μάλιστα και με τον χάρτη που συνοδεύει το έγγραφο της Επιτροπής, του Απριλίου 2024, σχετικά με την επί του θέματος κατάσταση όσον αφορά στην Ελλάδα (βλέπε χάρτη 1 του Παραρτήματος). Κινούμενη εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή έπραξε με το έγγραφό της το αυτονόητο, προκαλώντας αδίκως την αβάσιμη μήνιν της Τουρκίας (βλέπε ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ της 18ης Νοεμβρίου 2024, αναλυτικότερα κατωτέρω στο Β. Μέρος, υπό 1.β). Αποτύπωσε σε χάρτη (χωρίς να οριοθετεί η ίδια τις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας) τη θαλάσσια έκταση την οποία δικαιούται η χώρα μας -βάσει της βέλτιστης δυνατότητας που της παρέχει το δίκαιο της θάλασσας μέσω της πλήρους εφαρμογής της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης απόστασης- και εντός της οποίας μπορεί να καταρτίσει το εθνικό σχέδιό της, συμμορφούμενη προς τη σχετική οδηγία. Στο ίδιο μήκος κύματος, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τουλάχιστον ατυχής και η  δήλωση του διευθυντή του WWF Ελλάς Δημήτρη Καραβέλλα ότι «η καταδικαστική αυτή απόφαση είναι όχι απλώς απογοητευτική αλλά και ντροπιαστική»[78].  Δεν σχολιάζω καν το άρθρο των Γ. Ανθρακέα και Γ. Δασκαλούλη με τίτλο «Απόφαση-κόλαφος κατά της Ελλάδας λόγω μη υποβολής έκθεσης Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού: Θα επηρεάσει ενεργειακά και αμυντικά σχέδια της Ελλάδας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο»[79].

Περατώνοντας προσωρινά την ανάλυση της απόφασης του Δικαστηρίου (προκειμένου να την ολοκληρώσω για λόγους συνοχής της συλλογιστικής μου στο Β. Μέρος), υπενθυμίζω, προς επίρρωση των ανωτέρω αλλά και για την αντικειμενική ενημέρωση και τη λείανση των επικρίσεων από πάσα κατεύθυνση, ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου καταλέγεται και η επιβολή του ενωσιακού δικαίου όταν το παραβιάζουν τα κράτη μέλη, όπως γίνεται αντιληπτό σύμφωνα με τα προηγηθέντα. Η διαδικασία λόγω παραβάσεως κινείται είτε από την Επιτροπή κατά κράτους μέλους, είτε, πολύ σπανιότερα, από κράτος μέλος κατά άλλου κράτους μέλους.  Σύμφωνα με την ετήσια  Έκθεση επί των Δραστηριοτήτων του Δικαστηρίου για το έτος 2024[80], το έτος 2024 ασκήθηκαν 42 συνολικά προσφυγές της Επιτροπής λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά 17 κρατών μελών. Το «μερίδιο» της Ελλάδας ανέρχεται σε 7 παραβάσεις. Μεταξύ των «παραβατών» περιλαμβάνονται ακόμη και ιδρυτικά κράτη μέλη, όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία και το Λουξεμβούργο. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το ότι, κατά το χρονικό διάστημα 1952-2024, το Δικαστήριο επελήφθη 4.161 υποθέσεων λόγω παραβάσεως, εκ των οποίων η Ιταλία κατέχει την πρώτη θέση με συνολικό αριθμό 667 παραβάσεων, ενώ η Ελλάδα (πλήρες κράτος μέλος από το 1981) έχει παραπεμφθεί για 427 υποθέσεις[81]. Και επειδή οι στατιστικές είναι αμείλικτες και οι αριθμοί απηχούν πάντα την αλήθεια, είναι σαφές ότι η καταδίκη ενός κράτους μέλους λόγω παραβάσεως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «κόλαφο» ή «καταπέλτη», ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ντροπιαστική». Σε μία Ένωση δικαίου είναι απολύτως θεμιτό να διαπράττονται σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές παραβάσεις εκ μέρους όλων των κρατών μελών, συχνές ή λιγότερο συχνές ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν κράτη μέλη παραβάτες κατ’ εξακολούθηση (ακόμη και όταν τους επιβάλλεται πρόστιμο «δευτερογενώς» λόγω της μη εκτέλεσης προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου) που θα έπρεπε να στιγματίζονται ή να ντρέπονται για την «καταδίκη» τους. Αντιθέτως, όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη οφείλουν να κάνουν χρήση του πλεονεκτήματος που τους παρέχει η συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο μέσω του οποίου αντανακλάται εν τέλει και η δική τους εικόνα ως κρατών μελών εντός των οποίων επικρατεί, λάμπον, το κράτος δικαίου. Την απόφαση αναλύω, με μάλλον δημοσιογραφική γραφίδα, σε πρόσφατη ανάρτησή μου στη Huffingtonpost.gr.[82]

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) στην υπόθεση C-128/24, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. Η απόφαση είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62024CJ0128.

[2] Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά L, αριθμός φύλλου 257 της 28ης Αυγούστου 2014, σελίδες 135 επ. Η οδηγία είναι αναρτημένη και στην ιστοσελίδα https://eur-lex.europa.eu/eli/dir/2014/89/oj/eng .

[3] Σκέψη 15 της απόφασης.

[4] Σκέψη 17 της απόφασης.

[5] Σκέψη 18 της απόφασης.

[6] Σκέψη 19 της απόφασης.

[7] Σκέψη 20 της απόφασης.

[8] Σκέψη 21 της απόφασης.

[9] Σκέψη 22 της απόφασης.

[10] Σκέψη 23 της απόφασης.

[11] Σκέψη 24 της απόφασης.

[12] Σκέψη 25 της απόφασης.

[13] Η απόφαση είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?juri=CELEX:61989CJ146.

[14] Πρόκειται για το άρθρο 7 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS) του 1982 (Σύμβαση του 1982), διάταξη η οποία κωδικοποιεί εθιμικό δίκαιο, ισχύον έναντι πάντων (erga omnes).

[15] Σκέψεις 53 επ., ιδίως σκέψη 58 της απόφασης.

[16] Έκδοση του Institut Européen d’ Administration Publique, Maastrich, 1994.

[17] Η απόφαση είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:62003CJ0459

[18] Σκέψη 28 της απόφασης.

[19] Σύμφωνα με τη σκέψη 32 της απόφασης, το συγκροτηθέν δυνάμει της Σύμβασης για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού διαιτητικό δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Ιρλανδίας.

[20] Σκέψη 34 της απόφασης.

[21] Σκέψη 38 της απόφασης.

[22] Σκέψη 39 της απόφασης.

[23] Σκέψεις 40 και 41 της απόφασης.

[24] Σκέψεις 42, 43 και 44 της απόφασης.

[25] Σκέψη 45 της απόφασης.

[26] Σκέψη 47 της απόφασης.

[27] Σκέψη 53 της απόφασης.

[28] Σκέψεις 59 και 60 της απόφασης.

[29] Σκέψη 83 της απόφασης.

[30] Σκέψη 84 της απόφασης 

[31]Σκέψεις 120 και 121 της απόφασης.

[32] Σκέψη 124 της απόφασης.

[33] Σκέψη 125 της απόφασης.

[34] Σκέψη  126 της απόφασης.

[35] Σκέψη 136 της απόφασης.

[36] Σκέψη 154 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου)..

[37] Σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης (υπό 1).

[38] Η απόφαση είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:62018CJ0457.

[39] Σκέψεις 30 και 31 της απόφασης.

[40] Σκέψη 32 της απόφασης.

[41] Σκέψη 38 της απόφασης.

[42] Σκέψη 75 της απόφασης.

[43] Σκέψη 76 της απόφασης.

[44] Σκέψη 80 της απόφασης.

[45] Σκέψη 81 της απόφασης.

[46] Σκέψη 86 της απόφασης.

[47] Σκέψη 91 της απόφασης.

[48] Σκέψη 92 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[49] Σκέψη 101 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[50] Ibidem (η έμφαση είναι δική μου).

[51] Σκέψη 102 της απόφασης.

[52] Σκέψη 104 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[53] Σκέψη 105 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[54] Σκέψη 107 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[55] Σκέψη 109 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[56] Ibidem (η έμφαση είναι δική μου). Το επίρρημα «ενδεχομένως» αποδίδεται στη γαλλική (επίσημη γλώσσα των κλειστών διασκέψεων του Δικαστηρίου) με την έκφραση «le cas échéans» και στην αγγλική με την έκφραση «as the case may be» και χρησιμοποιείται για να τονιστεί, κατά την άποψή μου, ότι δεν πρόκειται για υποχρέωση αλλά για δυνατότητα ή ελεύθερη επιλογή των κρατών μελών. Στην προκειμένη περίπτωση, η δικονομική αυτή οδός παρίσταται μάλλον δυσχερής στην πραγματικότητα δεδομένου ότι η αποδοχή του άρθρου 273 ΣΛΕΕ και η σύναψη νέου συνυποσχετικού θα σήμαινε ήττα για την  Σλοβενία η οποία εμμένει στην εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης, με περισσότερες πιθανότητες αποδοχής της από την Κροατία η οποία θα τελούσε σε θέση ισχύος έναντι της αντιδίκου της στο πλαίσιο μίας νέας διαπραγμάτευσης για τη σύναψη του αναγκαίου συνυποσχετικού.  Αν και το κέρδος για αμφότερα τα κράτη μέλη θα ήταν ότι η ενεργοποίηση του άρθρου 273 ΣΛΕΕ θα έθετε οριστικά τέρμα στην ισχύουσα αβεβαιότητα ως προς τα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά τους και στη συνακόλουθη αδυναμία εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (την οποία είχε επικαλεστεί με τόση ζέση η Σλοβενία), η άκαρπη παρέλευση χρόνου άνω της πενταετίας μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου φαίνεται ότι αποκλείει, προς το παρόν τουλάχιστον, την υποδειχθείσα λύση.

[57] Βλέπε, μεταξύ άλλων, Eva Kassoti, «Between a Rock and a Hard Place: The Court of Justice’s Judgment in case Slovenia v Croatia», European Papers, Insight, 2020, volume 5, τεύχος 2, σελίδες 1061 έως και 1070 (https://www.europeanpapers.eu/en/system/files/pdf_version/EP_EF_2020_I_039_Eva_Kassoti_00397.pdf), Jakob Gasperin Wischhoff, «When Violations of International and EU Law Overlap», Verfassungsblog on Matters Constitutional, 6 Ιανουαρίου 2020 (https://verfassungsblog.de/when-violations-of-international-and-eu-law-overlap), ο οποίος σχολιάζει καυστικά μόνο τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, και  Jure Vidmar, «The CJEU’s Reasining in Slovenia v Croatia: A Dispute Ancillary to Another Dispute, but Which One?», Hague Yearbook of International Law, 2023, volume 34, σελίδες 181 έως και 204.

[58] Όπως προβλέπει ρητά το άρθρο 19§1 της συγκεκριμένης Συνθήκης.

[59] Το άρθρο είχε παρουσιαστεί υπό μορφή εισήγησης στο ετήσιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στην Αθήνα, 19-21 Δεκεμβρίου 2019 (https://isideris.gr/wp-content/uploads/2021/07/e-Tetradia_teuxos01_final.pdf ).

[60] Η απόφαση είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62024CJ0128.

[61] Σκέψη 33 της απόφασης.

[62] Ibidem.

[63] Σκέψη 34 της απόφασης.

[64] Σκέψη 35 της απόφασης.

[65] Σκέψη 36 της απόφασης.

[66] Σκέψη 38 της απόφασης.

[67] Σκέψη 39 της απόφασης.

[68] Σκέψη 40 της απόφασης, η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020 στην υπόθεση Σλοβενία κατά Κροατίας (η έμφαση είναι δική μου).

[69] Σκέψη 41 της απόφασης.

[70] Σκέψη 42 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[71] Σκέψη 43 της απόφασης.

[72] Ibidem (η έμφαση είναι δική μου).

[73] Σκέψη 44 (η έμφαση είναι δική μου).

[74] Σκέψη 45 της απόφασης.

[75] Σκέψη 46 της απόφασης.

[76] ΦΕΚ, τεύχος Α’, αριθμός φύλλου 179 της 22ας Αυγούστου 2011, σελίδες 3793 έως και 3892.

[77] Βλέπε Hellas Journal της 29ης Μαρτίου 2025 (https://hellasjournal.com/2025/03/kataggelia-tou-gianni-maniati-mia-akomi-apotychia-tis-kyvernisis-nd-i-katadiki-tis-elladas-gia-tin-mi-oloklirisi-tou-thalassiou-chorotaxikou-schediasmou/).

[78] Βλέπε τη σχετική δήλωση στο άρθρο της Μάχης Τράτσα, «Απόφαση-καταπέλτης από το Ευρωδικαστήριο για την απουσία Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού-Η απολογία της χώρας μας και η αποδόμησή της από τους δικαστές» στην εφημερίδα Το Βήμα της 10ης Μαρτίου 2025 (https://www.tovima.gr/print/society/katadiki-gia-to-xaos-lfstis-ellinikes-thalasses/).

[79] Βλέπε Hellas Journal της 26ης Μαρτίου 2025 (https://hellasjournal.com/2025/03/apofasi-kolafos-kata-tis-elladas-logo-mi-ypovolis-ekthesis-thalassiou-chorotaxikou-schediasmou-tha-epireasei-energeiaka-kai-amyntika-schedia-tis-elladas-se-aigaio-kai-anatoliki-mesogeio/).

[80] Annual Report 2024-Statistics concerning the judicial activity of the Court of Justice. Το έγγραφο είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2025-03/ra_en_statistiques_24_-_cour.pdf .

[81] Ibidem, στη σελίδα 45.

[82] Η ανάρτησή μου τιτλοφορείται «Περί της καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό-Μια απόφαση που βάζει τάξη στο ευρωπαϊκό δίκαιο και λύνει τον γόρδιο δεσμό του ελληνικού θαλάσσιου σχεδιασμού απέναντι στους τουρκικούς εκβιασμούς» (https://www.huffingtonpost.gr/entry/peri-tes-katadikes-tes-elladas-apo-to-eeropaiko-dikasterio-yia-ton-thalassio-chorotaxiko-schediasmo_gr_67eeedefe4b0c57595f00ff2). Η ευθύνη για τον τίτλο ανήκει στην ιστοσελίδα και όχι στον αρθρογράφο ο οποίος ευθύνεται ασφαλώς για το περιεχόμενό της.

 

Β. ΜΕΡΟΣ

Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός ως μία νέα νομική πραγματικότητα για την Ελλάδα μετά και την απόφαση του Δικαστηρίου

Η απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2025 (η διεξοδική ανάλυση της οποίας προηγήθηκε στο Α. Μέρος) σηματοδοτεί ραγδαίες εξελίξεις οι οποίες εγείρουν ορισμένα σοβαρά νομικά ερωτήματα. Για να απαντηθούν, πρέπει να τύχουν μίας κατά το δυνατόν σφαιρικής και αντικειμενικής προσέγγισης της νέας υπό διαμόρφωση νομικής πραγματικότητας. Η πολύ μεγάλη -και εν πολλοίς στρεβλή- δημοσιότητα επί του θέματος, σε συνδυασμό με τις αυτονόητες γεωπολιτικές διαστάσεις του, την αδικαιολόγητη άγνοια της λειτουργίας των ενωσιακών θεσμών και την έλλειψη συντονισμού των (συν)αρμόδιων φορέων της Ελλάδας, προκαλούν εύλογη σύγχυση.

  1. Τί είχε προηγηθεί της απόφασης του Δικαστηρίου

α) Το έγγραφο και ο χάρτης της Επιτροπής

Κατά το άρθρο 17§1 ΣΕΕ, η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των Συνθηκών, ως θεματοφύλακάς τους, αλλά και γενικότερα για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, άσκησε την προσφυγή της αφού προηγουμένως εξάντλησε όλα τα χρονικά περιθώρια για τη συμμόρφωση της Ελλάδας προς την οδηγία. Ακολούθως, και πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ανάρτησε στην ειδική πλατφόρμα της τα εθνικά σχέδια περί ΘΧΣ ενός εκάστου από τα είκοσι δύο παράκτια κράτη μέλη (τα άλλα 5 είναι περίκλειστα και δεν τα αφορά η οδηγία). Η Ελλάδα και η Κροατία δεν υπέβαλαν σχέδια[1], με αποτέλεσμα η ίδια η Επιτροπή να αναρτήσει αντ’ αυτών τα στοιχεία που συνέλεξε και να τα αποτυπώσει σε χάρτη, εν αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας με την υποβολή των αναγκαίων εθνικών εγγράφων και χαρτών. Το αφορών στην Ελλάδα  έγγραφο τεκμηρίωσης της Επιτροπής με συνημμένο χάρτη αναρτήθηκε τον Απρίλιο 2024[2] (βλέπε χάρτη 1 του Παραρτήματος). Η Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση ότι η Ελλάδα «δεν έχει ακόμη καταρτίσει ή υιοθετήσει επισήμως εθνικά ή περιφερειακά (συμπεριλαμβανομένων των υπο-περιφερειακών ή των δια-περιφερειακών) σχέδια Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού» [«has not yet produced or officially adopted, national or regional (including sub-regional or interregional) MS plan»], διευκρινίζοντας πάντως ότι η χώρα «έχει εκπονήσει χωροταξικά θεσμικά πλαίσια για συγκεκριμένους τομείς, όπως είναι οι υδατοκαλλιέργειες, ο τουρισμός, η βιομηχανία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα οποία περιλαμβάνουν διατάξεις τόσο για τα παράκτια όσο και για τα θαλάσσια τμήματα κάθε τομέα» [«has elaborated sectoral Special Frameworks for Spatial Planning (TS Plans) for aquaculture, tourism, industry and renewable energy which include provisions for the coastal and marine segments for each sector»][3]. Το έγγραφο της Επιτροπής χαρακτηρίζεται από την ίδια «ως αποκλειστικά πληροφοριακό» («for information purposes only»), «ως μη εκφράζον την επίσημη θέση της» («this document does not represent the official view of the European Commission») και «ως μη δυνάμενο να θεωρηθεί ότι επάγεται οποιαδήποτε νομική δέσμευση» («[it] should not be considered legally binding in any nature»)[4]. Τούτων  δοθέντων, ο συνοδευτικός του εγγράφου της Επιτροπής χάρτης για την Ελλάδα αποτυπώνει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 νμ σε όλη την επικράτεια, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και την αιγιαλίτιδα ζώνη της -αμφισβητούμενης από την Τουρκία κυριαρχίας-βραχονησίδας Ζουράφα (βλέπε και κατωτέρω, υπό 3.β). Το επεξηγηματικό υπόμνημα του χάρτη χαρακτηρίζει τον εντός των απώτατων (εξωτερικών) ορίων θαλάσσιο χώρο ως ΑΟΖ, χαράσσοντας και τα όριά της στο βορειοανατολικό Αιγαίο μεταξύ Λήμνου και Λέσβου και μεταξύ Χίου και Ικαρίας με κόκκινο χρώμα. Τέλος, γίνεται ρητή μνεία της Σύμβασης του Ιανουαρίου 1932 και του Πρακτικού του Δεκεμβρίου του ιδίου έτους μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων τους στο νοτιοανατολικό Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και του Πρωτοκόλλου των Αθηνών του 1926 για τον καθορισμό του θαλάσσιου συνόρου στο Δέλτα του Έβρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εύρους τριών μιλίων από την ακτή[5]. Με τον τρόπο αυτό, δίδεται στην Ελλάδα η δυνατότητα να ασκήσει σε όλο το εύρος του θαλάσσιου αυτού χώρου το σύνολο των προβλεπόμενων από την οδηγία τομεακών δραστηριοτήτων και χρήσεων υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του σεβασμού του δικαίου της θάλασσας. Θα μπορούσε να θεωρηθεί, βάσει των όσων προανέφερα, ότι η Επιτροπή προβαίνει σε μία γενναία πολιτική κίνηση (σε συνδυασμό και με την απόφαση του Δικαστηρίου) έναντι της Ελλάδας και της φοβικής αδράνειάς της, προτρέποντάς την να τολμήσει να υιοθετήσει, «εκούσα-άκουσα», τον ενωσιακό χάρτη. Σε αντίθεση προς τον αποκαλούμενο χάρτη της «Σεβίλλης», τον οποίο η Ελλάδα είχε χαρακτηρίσει ως «ιδιωτικού χαρακτήρα χάρτη» («a private map») (βλέπε και κατωτέρω, υπό 5), ο χάρτης της Επιτροπής ενδύεται το κύρος μίας, έστω και ανεπίσημης, ενωσιακής αναγνώρισης των γεωγραφικών ορίων εφαρμογής της οδηγίας περί ΘΧΣ.

β)  Η ανακοίνωση/αντίδραση του Τουρκικού ΥΠΕΞ

Τη δημοσίευση του εγγράφου της Επιτροπής ακολούθησε στις 16 Νοεμβρίου 2024 η προαναφερθείσα (στο Α. Μέρος, υπό 2)  ανακοίνωση τύπου του Τουρκικού ΥΠΕΞ με την οποία προβάλλονται εντελώς αβάσιμοι ισχυρισμοί. Συγκεκριμένα, το Τουρκικό ΥΠΕΞ, απευθυνόμενο προς την Επιτροπή, υπενθυμίζει ότι «η ΕΕ δεν είναι αρμόδια να σχολιάζει θαλάσσιες διαφορές μεταξύ κυρίαρχων κρατών και η εμπλοκή της σε αυτές δυσχεραίνει περισσότερο την επίλυσή τους» («the EU has no authority to comment on maritime disputes between sovereign states.The EU’s involvement in such initiatives makes it more difficult to resolve these disputes»). Χαρακτηρίζοντας ως απαράδεκτες μονομερείς ενέργειες τις σχετικές πρωτοβουλίες της Επιτροπής για τον λόγο ότι αφορούν περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας κρατών, η ανακοίνωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «υπονομεύουν τις προσπάθειες για την εξεύρεση συνολικής, δίκαιης και διαρκούς λύσης των αλληλένδετων προβλημάτων στο Αιγαίο» («undermine the efforts to find a comprehensive, just and durable solution to the interrelated Aegean issues»). Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να λυθούν, σύμφωνα πάντα με την τουρκική ανακοίνωση,  στο πλαίσιο μίας ειλικρινούς και συνολικής προσέγγισης βάσει του διεθνούς δικαίου και της καλής γειτονίας («A sincere and comprehensive approach should be adopted to solve the problems on the basis of international law and good neighborliness»)[6]. Δύο από τα θιγόμενα με την ανακοίνωση σημεία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Πρώτον,  η Τουρκία αποδέχεται ότι οι ελληνο-τουρκικές διαφορές άπτονται του δικαίου της θάλασσας και δεν αφορούν σε ζητήματα κυριαρχίας, όπως μας έχει συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θετική εξέλιξη ή ακόμη και ως μεταστροφή; Θα το δείξουν οι εξελίξεις. Δεύτερον, η γείτων αποκαλεί τις ενέργειες της Επιτροπής μονομερείς πράξεις, υποκρινόμενη ότι αγνοεί την κατανομή αρμοδιοτήτων εντός της ΕΕ και ειδικότερα μεταξύ των θεσμικών οργάνων της, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία δηλώνει έτοιμη να επιταχύνει τη διαδικασία της προσχώρησής της στην Ένωση ως πλήρες κράτος μέλος. Αγνοεί επίσης εσκεμμένα ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να οριοθετεί τις θαλάσσιες ζώνες των κρατών μελών της Ένωσης αντ’ αυτών και ότι θα ήταν αδιανόητο να το πράξει στην προκειμένη περίπτωση.

Αξίζει να αναφερθεί ότι, πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, η Επιτροπή, και συγκεκριμένα ο αρμόδιος για την αλιεία και τους ωκεανούς Επίτροπος Κώστας Καδής (Κύπριος), απαντώντας στις 21 Φεβρουαρίου 2025 σε ερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή Νικόλα Φαραντούρη διατυπώνει μία πολύ ενδιαφέρουσα θέση σχετικά με τις «προκλήσεις»  που αντιμετωπίζουν ορισμένα  κράτη μέλη όσον αφορά στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών τους με τρίτα κράτη και που δυσχεραίνουν την εκ μέρους τους εφαρμογή της οδηγίας. H Επιτροπή όχι μόνο «δεσμεύεται να στηρίζει τα κράτη μέλη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους όσον αφορά στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό», αλλά τα διαβεβαιώνει ότι θα «συμμετέχει επίσης σε διάλογο [μαζί τους] για την αντιμετώπιση τυχόν προκλήσεων […] κατά την εφαρμογή της οδηγίας». Τέλος, «η Επιτροπή είναι διατεθειμένη να παράσχει τεχνική και χρηματοδοτική στήριξη για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του κεκτημένου στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό»[7].

  1. Η αποκρυπτογράφηση των «μηνυμάτων» της απόφασης του Δικαστηρίου

Πέραν της προηγηθείσας εκτενούς ανάλυσής της στο Α. Μέρος, η απόφαση του Δικαστηρίου υπενθυμίζει μεταξύ άλλων ότι, για την υλοποίηση του ΘΧΣ κατά την οδηγία, τα κράτη μέλη «καταρτίζουν θαλάσσια χωροταξικά σχέδια τα οποία προσδιορίζουν τη χωροχρονική κατανομή […] των δραστηριοτήτων και χρήσεων στα θαλάσσια ύδατα»[8]. Απορρίπτοντας στο σύνολό τους ως αβάσιμους τους λόγους που επικαλέστηκε η Ελλάδα και στηρίζονταν κυρίως στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της (όπως εξηγήθηκε στο Α. Μέρος, υπό 1), το Δικαστήριο αποσαφηνίζει (και ας μου επιτραπεί να επαναλάβω συνοπτικά το σκεπτικό του και στο σημείο αυτό) ότι η κατάρτιση του ΘΧΣ, ως ενωσιακή υποχρέωση για τα κράτη μέλη, διέπεται από το ενωσιακό δίκαιο, χωρίς όμως να θίγονται ούτε η αποκλειστική αρμοδιότητά τους να χαράσσουν και να οριοθετούν τις θαλάσσιες ζώνες τους, ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα και η δικαιοδοσία τους επί των θαλάσσιων υδάτων τους βάσει του διεθνούς δικαίου και ιδίως της Σύμβασης του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας[9] . Το Δικαστήριο διευκρινίζει περαιτέρω ότι, ναι μεν το «γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του [ΘΧΣ] πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία της Ένωσης και σύμφωνα με το [δίκαιο της θάλασσας, ιδίως δε με τη Σύμβαση του 1982]», πλην, όμως, «εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να καθορίσει την έκταση και τα όρια της επικράτειάς του, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων συνόρων του», σύμφωνα πάντα με το διεθνές δίκαιο[10] .

Εκτός από  τη διαπίστωση της παράβασης, το Δικαστήριο αποστέλλει ένα σαφές νομικό μήνυμα προς την Ελλάδα: η υποχρέωση κατάρτισης του ΘΧΣ  δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της[11] για τον λόγο ότι «η διαδικασία οριοθέτησης έχει διαφορετικό αντικείμενο από τον [ΘΧΣ]»[12] . Υπό την έννοια αυτή, η συμμόρφωση της Ελλάδας «δεν μπορεί να καθυστερεί ή και να αναστέλλεται επ΄αόριστον σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμφωνία οριοθέτησης με τρίτο κράτος»[13]. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μόνη η λύση της συμφωνημένης ή δικαστικής οριοθέτησης θα οδηγήσει την Ελλάδα στην επικαιροποίηση του χάρτη της σε περίπτωση μη ταύτισης των ορίων του εθνικού της ΘΧΣ με τις οριογραμμές που θα προκύψουν από την οριοθέτηση[14]. Δια στόματος του Έλληνα ΥΠΕΞ, η Ελλάδα εξέφρασε ήδη τη βούλησή της να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση του Δικαστηρίου[15].

Ένα άλλο μήνυμα, με αποδέκτη εμμέσως πλην σαφώς την Τουρκία, μολονότι η ίδια δεν δεσμεύεται ούτε από την οδηγία ούτε από την απόφαση του Δικαστηρίου (βλέπε και κατωτέρω, υπό 3.β), είναι ότι, ενόσω δεν επιτυγχάνεται η οριοθέτηση με συμφωνία ή με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, εντός του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας θα ισχύει ο ελληνικός χάρτης από τη στιγμή της έγκρισής του εκ μέρους της  Επιτροπής. Συνιστάται δηλαδή στην Τουρκία, «διά της εις άτοπον απαγωγής», να οριοθετήσει με την Ελλάδα τις θαλάσσιες ζώνες της εάν επιδιώκει την τροποποίηση του ελληνικού χάρτη λόγω της απόκλισής του από τα κατά την άποψή της ορθά ή δίκαια όρια των δικών της θαλάσσιων ζωνών. Ένα από τα «αφανή» διακυβεύματα του ΘΧΣ συναφώς είναι και η (μη) εγκυρότητα και η (μη) ισχύς του τουρκο-λιβυκού μνημονίου του 2019. Ο μεν χάρτης της Επιτροπής, ο οποίος προηγήθηκε της απόφασης του Δικαστηρίου, αγνοεί το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, ενώ, σύμφωνα με τον χάρτη της Ελλάδας, ο οποίος έπεται της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου, η θαλάσσια ζώνη του μνημονίου «απορροφάται» από τη συμφωνία του 2020 για την οριοθέτηση της ΑΟΖ  μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα απώτατα (εξωτερικά) όρια του ελληνικού θαλάσσιου χώρου αποτυπώνονται «επικαιροποιημένα», ώστε να ληφθεί υπόψη αποκλειστικά η οριογραμμή της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας του 2020.

  1. Τί ακολούθησε μετά την απόφαση του Δικαστηρίου

α) Ο ελληνικός χάρτης περί ΘΧΣ και οι συνοδευτικές ανακοινώσεις των ΥΠΕΝ και ΥΠΕΞ

Ο ελληνικός χάρτης, ο οποίος δημοσιοποιήθηκε στις 16 Απριλίου 2025[16] (βλέπε χάρτη 2 του Παραρτήματος), αποτυπώνει τα απώτατα (εξωτερικά) όρια του θαλάσσιου χώρου εντός του οποίου θα τυγχάνουν εφαρμογής όλες οι προβλεπόμενες από την οδηγία περί ΘΧΣ τομεακές δραστηριότητες και χρήσεις βάσει του εθνικού σχεδίου. Ο θαλάσσιος χώρος του συμπίπτει με τις προβλεπόμενες από το ισχύον δίκαιο της θάλασσας θαλάσσιες ζώνες στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της γεωμετρικής μεθόδου της μέσης γραμμής επί αντικειμένων ακτών ή της γραμμής ίσης απόστασης επί παρακειμένων ακτών[17], όπως ακριβώς τον αποτυπώνει και ο χάρτης της Επιτροπής. Η ανταπόκριση της Ελλάδας στην απόφαση του Δικαστηρίου κλείνει προσωρινά (;) έναν κύκλο εκκρεμοτήτων. Ο χάρτης συνοδεύεται και με τη δημοσίευση του εθνικού σχεδίου περί ΘΧΣ εκ μέρους των δύο βασικών συναρμόδιων Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) και Εξωτερικών (ΥΠΕΞ). Το εν λόγω εθνικό σχέδιο καθιερώνει τέσσερις θαλάσσιες χωρικές ενότητες[18]. Συνδυάζεται με μία λεπτομερή  επεξηγηματική ανακοίνωση του ΥΠΕΞ[19], καθώς και με τη σχετική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) της 17ης  Απριλίου 2025[20].

Ο Τούρκος καθηγητής διεθνούς δικαίου Yücel Acer, μέλος της υπεύθυνης για τον τουρκικό ΘΧΣ ομάδας του Οργανισμού Dehukam, με αφορμή τη διευκρίνιση της Ελλάδας ότι ο χάρτης της δεν αναφέρεται στην ΑΟΖ (πλην της οριοθετημένης με τις δύο συμφωνίες του 2020 με την Ιταλία και την Αίγυπτο), υποστηρίζει ότι, εφόσον κατήρτισε το εθνικό της σχέδιο με βάση τη νομοθεσία της ΕΕ, η Ελλάδα θα έπρεπε να αποκλείσει από τον σχεδιασμό της τις αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις της έναντι της Τουρκίας[21]. Η ανωτέρω ένσταση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εκτίμηση του Δικαστηρίου αλλά και με τη σχετική δήλωση του υπεύθυνου του Dehukam  καθηγητή Mustafa Başcara ότι «Areas of the Marine Spatial Planning map indicate project implementation zones and shall not necessarily imply state jurisdiction»[22]. Είτε ελληνικός, είτε τουρκικός, ο ΘΧΣ εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή που δεν ταυτίζεται και δεν αφορά ευθέως τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της θάλασσας θαλάσσιες ζώνες.

β) Ο χάρτης περί ΘΧΣ του Dehukam και η ανακοίνωση του Τουρκικού ΥΠΕΞ

Την ίδια ημέρα με τη δημοσιοποίηση του ελληνικού χάρτη, η επιφορτισμένη από την Τουρκική Προεδρία (υπό την επίβλεψη του Τουρκικού ΥΠΕΞ) με το έργο της κατάρτισης του τουρκικού θαλάσσιου χωροταξικού σχεδίου επιστημονική ομάδα του τουρκικού πανεπιστημιακού οργανισμού Dehukam υπό τον καθηγητή Mustafa Başcara αναρτά τον δικό της ανεπίσημο χάρτη (βλέπε χάρτη 3 του Παραρτήματος). Ο χάρτης τελεί, όπως υποστηρίζεται, υπό συνεχή επεξεργασία και επικαιροποίηση[23]. Σύμφωνα με επεξηγηματικό σημείωμα της ανάρτησης, ο τουρκικός χάρτης ακολουθεί εν πολλοίς την επί του θέματος ενωσιακή λογική και φρασεολογία. Όπως εξηγεί ειδικότερα ο υπεύθυνος της μελέτης καθηγητής, οι σχετικές αναλύσεις «στοχεύουν τόσο στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων και συμφερόντων της Τουρκίας στις θάλασσές της όσο και στην ευθυγράμμιση με τη συναφή νομοθεσία της ΕΕ» («studies are being conducted both to safeguard Türkiye’s rights and interests in its seas and to ensure alignment with the EU’s relevant legislations»). Ο ίδιος επισημαίνει παράλληλα ότι ο θεσμός των ΘΧΣ είχε για την Τουρκία ως αφετηρία αναληφθείσες από τη Διακυβερνητική Ωκεανογραφική Επιτροπή (ΔΩΕ) της UNESCO πρωτοβουλίες, ενώ, αντιθέτως, η απορρέουσα από την οδηγία του 2014 υποχρέωση αφορά τα κράτη μέλη της ΕΕ και όχι την ίδια, η οποία, ως μη κράτος μέλος, «επέλεξε να εκπονήσει ΘΧΣ εντασσόμενο εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά στο πλαίσιο της κυριαρχίας της» («has chosen to carry out MSP entirely within the framework of its own sovereignty»)[24]. Το ζητούμενο με την παλινδρομούσα ανάλυσή του είναι ότι, ενώ υποτίθεται ότι ευθυγραμμίζεται με την ενωσιακή γραμμή, επισημαίνονται ως θεμέλιο της τουρκικής πρωτοβουλίας οι σχετικές δράσεις της ΔΩΕ και η κυριαρχία της γείτονος στον θαλάσσιο χώρο.  Ο χάρτης στηρίζεται σε πηγές προερχόμενες  από τουρκικά ιδρύματα και οργανισμούς αλλά και φορείς του ιδιωτικού τομέα, τονίζεται δε ότι  «έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο ακαδημαϊκής μελέτης και δεν εκφράζει την επίσημη γνώμη της Τουρκίας» («[it] has been prepared in the framework of an academic study and does not represent the official opinion of Republic of Türkiye»)[25]. Στο ίδιο έγγραφο απαριθμούνται είκοσι οκτώ  τομεακές δραστηριότητες και χρήσεις, μεταξύ των οποίων καταλέγονται τα αλιευτικά καταφύγια, η όδευση καλωδίων και αγωγών, οι ειδικές ζώνες προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η ενάλια πολιτιστική κληρονομιά, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα εθνικά θαλάσσια πάρκα, η εξερεύνηση υδρογονανθράκων και η διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων.

Όσον αφορά ειδικότερα στα θαλάσσια σύνορα, διευκρινίζεται συναφώς ότι το χαρασσόμενο στον χάρτη όριο «αντανακλά αποκλειστικά τη μέση γραμμή μεταξύ των τουρκικών και ελληνικών ηπειρωτικών ακτών, υπό την επιφύλαξη της θαλάσσιας οριοθέτησης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας»  («[r]eflects only the median line between Turkish and Greek mainlands, subject to a maritime delimitation agreement between Türkiye and Greece»)[26]. Η άποψη αυτή δεν αγνοεί μόνο αναγνωρισμένα από το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας και παγιωμένα δικαιώματα των νησιωτικών εδαφών της Ελλάδας[27], αλλά αποσιωπά (και δυστυχώς ούτε η Ελλάδα τις αναδεικνύει, υπενθυμίζοντάς τες) τις απηχούσες την περί δικαίου πεποίθησή της προτάσεις που είχε υποβάλει η Τουρκία σε ανύποπτο χρόνο κατά τη διάρκεια της τρίτης Συνδιάσκεψης για το δίκαιο της θάλασσας (1973-1982). Συγκεκριμένα, κατά τη συνεδρία της 17ης Ιουλίου 1974, όταν δηλαδή τα κράτη έσπευδαν να διατυπώσουν τις βασικές θέσεις τους επί καίριων ζητημάτων προκειμένου να συμπεριληφθούν στη συζήτηση, η Τουρκική Αντιπροσωπεία αναγνώρισε ρητώς το δικαίωμα και των νησιωτικών, παράλληλα με τα ηπειρωτικά, εδαφών σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες[28]. Εξάλλου, κατά τη συνεδρία της 5ης Αυγούστου 1974, η ίδια Αντιπροσωπεία περιέγραψε την Τουρκία ως γεωγραφικώς μειονεκτούσα παράκτια χώρα, υποστηρίζοντας ότι αδυνατεί εκ του λόγου αυτού να αποκομίσει οφέλη από την ΑΟΖ[29]. Εκείνο που εννοούσε προφανώς ήταν ότι τα ελληνικά νησιωτικά εδάφη, ασκώντας τα ίδια δικαιώματα με τα ηπειρωτικά, παρεμποδίζουν, λόγω της γεωγραφικής θέσης τους,  την πλήρη άσκηση του δικού της δικαιώματος στην ΑΟΖ. Λαμβάνοντας υπόψη τη μετέπειτα εξέλιξη του δικαίου της θάλασσας, θα προσέθετα ότι η επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος, στο πλαίσιο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, πρέπει μεν να ικανοποιεί αμφότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά να μην φτάνει μέχρι του σημείου να αναιρεί την ιδιότητα του παράκτιου κράτους ως γεωγραφικώς μειονεκτούντος που το «αδικεί», πλην όμως φυσικώ τω λόγω, επειδή καθιστά αδύνατη την πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων του εξαιτίας της συγκεκριμένης γεωγραφικής πραγματικότητας. Θυμίζω επ’ αυτού την πάγια θέση του Διεθνούς Δικαστηρίου ότι η αλλοίωση της γεωγραφίας είναι αδιανόητη για ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο: δεν την επιτρέπουν ούτε το δίκαιο ούτε η πρακτική των κρατών όταν οριοθετούν τις θαλάσσιες ζώνες τους[30] . Πώς λοιπόν προκύπτουν σήμερα τα όρια της τουρκικής «Γαλάζιας Πατρίδας» εάν όχι με την κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων των ελληνικών νησιωτικών εδαφών, και μάλιστα εν ονόματι της τήρησης του διεθνούς δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα μόνο χάρη στην επιδραστική δύναμη των αυθαίρετων τουρκικών χαρτών (βλέπε και κατωτέρω, υπό 6);   Υπό το πρίσμα του εθιμικού δικαίου της θάλασσας, η απόκλιση σε σχέση με τον ελληνικό χάρτη είναι τεράστια λόγω της πιστής εφαρμογής της θεωρίας της «Γαλάζιας Πατρίδας» η οποία διεισδύει ολοσχερώς ακόμη και στο τουρκικό σχέδιο περί ΘΧΣ[31]. Η απόκλιση αυτή είναι γενεσιουργός μίας νέας νομικής διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η οποία μπορεί να αρθεί αυτομάτως μόνο με την από κοινού οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών τους. Σημειωτέον ότι η Τουρκία δεν διαθέτει τη δικονομική δυνατότητα να αμφισβητήσει μονομερώς τον ελληνικό χάρτη ούτε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου ή άλλου οργάνου προβλεπόμενου από το ενωσιακό δίκαιο και τούμπαλιν[32].

Το επεξηγηματικό σημείωμα  του Dehukam αναφέρεται και στο Πρακτικό της Βέρνης του 1976 («Πρακτικόν επί της ακολουθητέας διαδικασίας δια την οριοθέτησιν της υφαλοκρηπίδος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας») το οποίο εκλαμβάνεται ως ισχύουσα και νομικά δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών στο Αιγαίο («1976 Bern Agreement is a norm-creating contractual document in force for the Aegean Sea»). Η παράγραφος 6 του Πρακτικού προβλέπει επί λέξει ότι οι δύο συμβαλλόμενες χώρες απέχουν από οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή πράξη σχετική με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου η οποία θα μπορούσε να «παρενοχλήσει»/«βλάψει» («to trouble») τις διαπραγματεύσεις για την επίλυση της διαφοράς ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Υπό το πρίσμα αυτό, κατά την ελληνική άποψη, το Πρακτικό, συνδεόμενο ευθέως με τις διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, κατέστη άνευ αντικειμένου επειδή περιέπεσε σε αχρησία μετά τη διακοπή τους το έτος 1980 λόγω υπαιτιότητας της Τουρκίας. Εφόσον οι μεταξύ των δύο χωρών διαπραγματεύσεις είχαν ως αποκλειστικό αντικείμενο την ακολουθητέα διαδικασία επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς, το Πρακτικό ίσχυσε επί όσο χρόνο διήρκεσαν οι σχετικές διπλωματικές επαφές. Σε κάθε περίπτωση, με το από 27 Μαρτίου 1987 έγγραφό της προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, η Ελλάδα, απαντώντας σε προηγούμενο έγγραφο της Τουρκίας  και αναφερόμενη στο Πρακτικό, επισημαίνει ότι συνήφθη «με αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία συνθηκών που θα διευκόλυναν τις διαπραγματεύσεις» («for the sole purpose of creating conditions facilitating negotiations»). Διαψεύδοντας τους τουρκικούς ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα είχε αναφερθεί στο Πρακτικό το έτος 1982 στο πλαίσιο ανταλλαγείσας μεταξύ των δύο χωρών διπλωματικής αλληλογραφίας, ο Έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ διευκρινίζει με τον πλέον επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο ότι η Ελληνική κυβέρνηση είχε ενημερώσει την Τουρκική «on many occasions formally and most categorically, that the Procès Verbal of Bern became obsolete and inoperative, since the negotiations between Greece and Turkey, to which it was solely related, had been terminated, because of the Turkish intransigence»[33]. Την ελληνική άποψη επαναλαμβάνει, υιοθετώντας την, και ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος[34].  Σημειωτέον ότι την ίδια στάση είχε τηρήσει και ο αείμνηστος Πέτρος Μολυβιάτης σε παλαιότερη συνέντευξή του[35]. Η αμετροέπεια των τουρκικών διεκδικήσεων και η εξόφθαλμη αντίθεσή τους προς το ισχύον δίκαιο της θάλασσας  καθίσταται εντονότερη με την επίκληση ως έγκυρων και ισχυουσών διεθνών πράξεων τόσο της ανυπόστατης συμφωνίας οριοθέτησης την οποία συνήψε το 2011 η Τουρκία με την αποκαλούμενη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου («ΤΔΒΚ») όσο και του επίσης ανυπόστατου τουρκο-λιβυκού μνημονίου του 2019.

Το υπόμνημα του Dehukam αναφέρεται και σε εσωτερικές πράξεις της Τουρκίας οι οποίες αφορούν και τον ΘΧΣ, όπως είναι το διάταγμα 86/11264 της 17ης Δεκεμβρίου 1986 του Τουρκικού υπουργικού συμβουλίου, με το οποίο η Τουρκία ανακηρύσσει ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα[36]. Το άρθρο 2 του διατάγματος αναφέρεται σε δραστηριότητες εντός της τουρκικής ΑΟΖ (μεταξύ άλλων, η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η θαλάσσια επιστημονική έρευνα και η προερχόμενη από τα θαλάσσια ρεύματα ή από τον άνεμο ενέργεια). Το άρθρο 3 του διατάγματος ρυθμίζει τα ζητήματα ελεύθερης ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας αλλά και της ελεύθερης πόντισης καλωδίων και αγωγών. Όλες οι  ανωτέρω δραστηριότητες εμπίπτουν παράλληλα και στη σφαίρα εφαρμογής του ΘΧΣ στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και υπό το πρίσμα της διάστασης απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σχετικά με την έρευνα για την πόντιση καλωδίων μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, πέραν του πλαισίου του δικαίου της θάλασσας.

Το πλέον σοβαρό και αντιφατικό σημείο του επεξηγηματικού σημειώματος του Dehukam είναι η επαναλαμβανόμενη αόριστη αμφισβήτηση της κυριαρχίας επί απροσδιόριστου αριθμού νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, πολλές εκ των οποίων δεν είναι κατοικήσιμες ή δεν προσφέρονται ούτε καν για ιδία οικονομική ζωή. Η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας προσκρούει στη ρητή αναφορά, από πολλαπλές πηγές, αποκλειστικά σε ζητήματα οριοθέτησης με την Ελλάδα στο Αιγαίο, όπως από την αμέσως κατωτέρω παρατιθέμενη ανακοίνωση του Τουρκικού ΥΠΕΞ αλλά και από την προαναφερθείσα ανάρτηση του ιδίου του Dehukam. Ειδικότερα, σε συνημμένο στην ανάρτηση του Dehukam βίντεο εμφανίζεται έγχρωμος χάρτης όπου το σύνολο των νησιωτικών εδαφών της Ελλάδας έχει το ίδιο γαλανό χρώμα με αυτό της ηπειρωτικής χώρας σε αντίθεση με το έντονο κίτρινο χρώμα της Τουρκίας  (στο τρίτο λεπτό και είκοσι δύο δεύτερα). Τέλος, δημοσιογραφικές αναρτήσεις τουρκικών μέσων επαναλαμβάνουν κατ’ ουσία την ανάλυση του χάρτη του Dehukam[37], με μία ενδιαφέρουσα ελληνική προσέγγιση ως εξαίρεση να αποκαλύπτει τις κρυφές διαστάσεις των πραγματικών προθέσεων του τουρκικού σχεδίου περί ΘΧΣ[38].

Παράλληλα, το Τουρκικό ΥΠΕΞ, απευθυνόμενο τη φορά αυτή στην Ελλάδα, εκδίδει στις 16 Απριλίου 2025 ανακοίνωση τύπου «αφορώσα στο Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχέδιο το οποίο γνωστοποίησε η Ελλάδα» («Regarding the “Maritime Spatial Plan” Declared by Greece»).  Οι αντιδράσεις της Τουρκίας μπορούν να θεωρηθούν μη υπερβολικές ως προς τον τόνο και το ύφος,  αλλά αβάσιμες ως προς την ουσία. Ειδικότερα, στη σχετική ανακοίνωση[39], το Τουρκικό ΥΠΕΞ κάνει λόγο, πρώτον, για «μονομερείς ενέργειες»  («unilateral actions») και «διεκδικήσεις» («claims») της Ελλάδας, «οι οποίες δεν επάγονται καμία έννομη συνέπεια για την Τουρκία» («will not have any legal consequences for Türkiye»), και, δεύτερον, για τη δημιουργία «τετελεσμένων» («fait accompli»). Το Τουρκικό ΥΠΕΞ υπενθυμίζει ότι παρόμοιες ενέργειες θα έπρεπε να αποφεύγονται σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, όπως είναι το Αιγαίο και η Μεσόγειος, όπου το δίκαιο της θάλασσας ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των παράκτιων κρατών, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών θεμάτων, με την Τουρκία πάντα πρόθυμη να συνεργαστεί με την Ελλάδα στο Αιγαίο. Αποσιωπάται όμως, και πάλι συστηματικά, ότι το σχετικό άρθρο 123 της Σύμβασης του 1982 αναφέρεται μεν στη συνεργασία των παράκτιων κρατών σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, δεν αφορά δε σε καμία περίπτωση την οριοθέτηση. Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι, σε αντίθεση με τα σχόλια του Dehukam, η ανακοίνωση του Τουρκικού ΥΠΕΞ δεν κάνει λόγο για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιωτικών εδαφών. Επαναφέρει όμως στο προσκήνιο την πάγια θέση της Άγκυρας ότι οι διαφορές πρέπει να επιλύονται, βάσει μίας ειλικρινούς και ολιστικής προσέγγισης, με γνώμονα το διεθνές δίκαιο, την «επιείκεια» («equity») και την καλή γειτονία, και μάλιστα στο πλαίσιο της Πολιτικής Διακήρυξης των Αθηνών της 7ης Δεκεμβρίου 2023 (sic)!. Γεγονός είναι ότι, σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξή της, η  Διακήρυξη των Αθηνών «δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο» και δεν συνεπάγεται «δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα Μέρη». Άλλωστε, η Τουρκία την έχει παραβιάσει ήδη πολλαπλώς[40]. Τέλος, σε αντίθεση και πάλι με τα σχόλια του Dehukam, η ανακοίνωση του Τουρκικού ΥΠΕΞ αντιπαρέρχεται το Πρακτικό της Βέρνης, χωρίς την παραμικρή αναφορά στη διεθνή αυτή πράξη μολονότι τη θεωρεί ως ισχύουσα.

  1. Τί σημαίνει η απόκλιση του ελληνικού χάρτη από τον χάρτη της Επιτροπής

Στοιχείο κλειδί για την εφαρμογή στην πράξη των τομεακών δραστηριοτήτων και χρήσεων εντός του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου δεν είναι μόνο ο καθορισμός των απώτατων (εξωτερικών) ορίων του αλλά και ο νομικός χαρακτηρισμός του. Στην περίπτωση του ΘΧΣ, επειδή ακριβώς αναγκαία συνθήκη για την εφαρμογή της οδηγίας είναι και ο νομικός χαρακτηρισμός του θαλάσσιου χώρου, με άλλα λόγια του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της,  η ενδεδειγμένη ως ληπτέα υπόψη θαλάσσια ζώνη δεν είναι άλλη από την ΑΟΖ, η μόνη, εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης, από τις υπόλοιπες θαλάσσιες ζώνες η οποία καλύπτει όλο το φάσμα των τομεακών δραστηριοτήτων και χρήσεων. Σύμφωνα με έγγραφο μελέτης του 2011 με αποδέκτη την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «the type of [maritime] zone determines what kind of measures can be taken». Αναφερόμενο μάλιστα  στην ΑΟΖ, υπογραμμίζει ότι  «is the only type of zone that facilitates the introduction of a Maritime Spatial Plan since it is the only crosssectoral type of zone»[41]. Eνώ λοιπόν οι χάρτες της Επιτροπής και της Ελλάδας συμπίπτουν ως προς τα απώτατα (εξωτερικά) όρια του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του ΘΧΣ, διαφέρουν ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό τού εντός των συγκεκριμένων ορίων περικλειόμενου θαλάσσιου χώρου ως ΑΟΖ για την Επιτροπή και ως οριοθετημένης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας για την Ελλάδα, αντίστοιχα.

  1. Οι δυσκολίες εφαρμογής του εθνικού σχεδίου της Ελλάδας

Πέραν της διαφορετικής προσέγγισης ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό του θαλάσσιου χώρου, σε αντίθεση και πάλι προς τον χάρτη της Επιτροπής, ο ελληνικός αφορά σε αιγιαλίτιδα ζώνη εύρους 6 και όχι 12 νμ, με αποτέλεσμα η εγγύτητα προς τις ακτές να καθίσταται παράγοντας όχλησης ή παρεμπόδισης της άσκησης διαφόρων δραστηριοτήτων ή ακόμη και σύγκρουσής τους (πχ ΑΠΕ κατά του τουρισμού) λόγω της στενότητας του θαλάσσιου χώρου των 6 νμ και της πυκνής διάταξης των νησιωτικών μας εδαφών. Εξάλλου, πέραν των οριοθετημένων με την Ιταλία και την Αίγυπτο θαλάσσιων ζωνών (της ΑΟΖ συμπεριλαμβανομένης) της Ελλάδας, το υπόμνημα που συνοδεύει τον ελληνικό χάρτη αναφέρεται στην υφαλοκρηπίδα για όλο τον υπόλοιπο θαλάσσιο χώρο της. Περιοριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στην υφαλοκρηπίδα, ο επίδικος θαλάσσιος χώρος εγκυμονεί γενικότερα τον κίνδυνο να καταστήσει αδύνατη την εφαρμογή μέτρων αφορώντων σε σημαντικούς τομείς, μεταξύ άλλων, στην αλιεία, τις μεταφορές ή σε ορισμένες μορφές ενέργειας (πχ πλωτές ΑΠΕ ή κυμαντική ενέργεια, υδροπλάνα πχ στις μεταφορές), δεδομένου ότι η υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει εξ ορισμού μόνο τον βυθό και το υπέδαφος, χωρίς τα υπερκείμενα ύδατα[42]. Το παράδοξο είναι ότι η σχετική ΠΥΣ, αναφερόμενη στη «γεωγραφική εμβέλεια» του εθνικού ΘΧΣ, παραπέμπει ρητώς και στην ΑΟΖ[43].

Αν ανατρέξουμε πίσω στον χρόνο, ο νόμος 3983 της 17ης Ιουνίου 2011, τιτλοφορούμενος «Εθνική στρατηγική για την προστασία και διαχείριση του θαλάσσιου περιβάλλοντος – Εναρμόνιση με την οδηγία 2008/56/ΕΚ»[44], και συγκεκριμένα το άρθρο 4 αυτού, ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την εν λόγω κοινοτική οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική, ορίζοντας ότι, ως «θαλάσσια ύδατα», [κατά το άρθρο 3 της οδηγίας], νοούνται «1.α) τα ύδατα, ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος στη θαλάσσια πλευρά της γραμμής βάσης από την οποία μετρείται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, έως τα όρια της περιοχής όπου η Ελληνική Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος έχει κυριαρχικά δικαιώματα ή/και ασκεί δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη Σύμβαση [για το δίκαιο της θάλασσας]». Κατά το άρθρο 5 του νόμου (το οποίο μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 4§1 της οδηγίας), «Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νόμο, λαμβάνονται δεόντως υπόψη ότι τα θαλάσσια ύδατα […] τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία της Ελληνικής Δημοκρατίας ή εντός των οποίων αυτή ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θαλάσσιας περιοχής της Μεσογείου», η οποία περιλαμβάνει με τη σειρά της τις θαλάσσιες υπο-περιοχές του Ιονίου, της Κεντρικής Μεσογείου, του Αιγαίου Πελάγους και της Ανατολικής Μεσογείου (Θάλασσας της Λεβαντίνης) (άρθρο 5§2 του νόμου). Τροποποιώντας ορισμένα άρθρα του τιτλοφορούμενου «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/89/ΕΕ» νόμου 4546 του 2018, ο οποίος μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη την οδηγία περί ΘΧΣ[45], ο νόμος 4759 του 2020, τιτλοφορούμενος «Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας και άλλες διατάξεις»[46] προβλέπει τόσο στο άρθρο 19 όσο και στο άρθρο 28 τον ίδιο ορισμό των θαλάσσιων υδάτων με αυτόν του νόμου 3983/2011, περιλαμβανομένης δηλαδή και της ΑΟΖ.

Όσον αφορά στον νόμο 4001 του 2011 (νόμος «Μανιάτη») (βλέπε χάρτη 5 του Παραρτήματος), τιτλοφορούμενο «Για τη λειτουργία των Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις»[47], στο άρθρο 156 το ζήτημα της ΑΟΖ επαφίεται (όπως αναφέρθηκε στο Α. Μέρος, υπό 2) στη μελλοντική ανακήρυξή της[48]. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ούτε τον νόμο 4001, ούτε τον χάρτη της Σεβίλλης ο οποίος έδωσε πρώτος το χαρτογραφικό στίγμα του αποτελέσματος της εφαρμογής της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης απόστασης στον περιβάλλοντα τα ελληνικά εδάφη (ηπειρωτικά και νησιωτικά) θαλάσσιο χώρο. Η Ελλάδα, υποχωρώντας στις τουρκικές πιέσεις, αποδέχτηκε, τουλάχιστον αφελώς, ότι ο χάρτης της Σεβίλλης είναι «ιδιωτικού χαρακτήρα», ενώ, υπό αυστηρά νομική άποψη, πρόκειται για τη χαρτογραφική απεικόνιση των δικαιωμάτων της βάσει της πλήρους εφαρμογής μίας μεθόδου η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, αποτελεί το πρώτο από τα τρία στάδια της οριοθετικής διαδικασίας για την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος (όσον αφορά στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ)[49]. Με τον χαρακτηρισμό του χάρτη ως «private map», η Ελλάδα επέτρεψε στη γείτονα να υποστηρίξει βάσιμα ότι, πρώτον, τον αποκηρύσσουμε και ότι, δεύτερον, δεν ισχύει ούτε ο νόμος 4001/2011 ο οποίος τον υιοθέτησε στην πράξη[50]. Το πρόβλημα όμως τίθεται πλέον εκ νέου υπό την έννοια ότι ο χάρτης της Επιτροπής αποτελεί ευτυχέστατα αναβαθμισμένη επανάληψη του χάρτη της Σεβίλλης!

Τη σύγχυση ως προς το εάν αναφερόμαστε σε υφαλοκρηπίδα ή σε ΑΟΖ επιτείνουν και οι αντιφατικές δηλώσεις των συναρμόδιων ΥΠΕΞ και ΥΠΕΝ αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του ελληνικού χάρτη, ο μεν αρμόδιος ΥΠΕΝ να κάνει λόγο για υφαλοκρηπίδα, ο δε Υφυπουργός Εξωτερικών να αναφέρεται και στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ.

Από το σύνολο της ελληνικής και της ενωσιακής νομοθεσίας με αντικείμενο τον ΘΧΣ, ο θαλάσσιος χώρος εντός του οποίου εφαρμόζονται αμφότερες δεν μπορεί να είναι άλλος από την ΑΟΖ, συμπεριλαμβανομένης, αυτοδικαίως και κατά μείζονα λόγο, και της αιγιαλίτιδας ζώνης ως ζώνης κυριαρχίας.

  1. Τί μας επιφυλάσσει το μέλλον στη συγκεκριμένη συγκυρία

Πώς θα μπορούσαμε να αποτιμήσουμε εντέλει αντικειμενικά το γεγονός ότι η Ελλάδα δημοσιοποίησε επιτέλους τον χάρτη με τον οποίο προσδιορίζονται και «οπτικοποιούνται επί χάρτου»  τα απώτατα (εξωτερικά) όρια της δικής της δικαιοδοσίας εντός του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου εφαρμογής της οδηγίας ΘΧΣ; Η οφειλόμενη απάντηση δεν πρέπει να είναι, κατά την ταπεινή άποψή μου, ούτε μηδενιστική, ούτε υπεραισιόδοξη. Εάν ο ελληνικός χάρτης δεν είχε καμία απολύτως σημασία, πώς θα εξηγούσαν οι μηδενιστές την αντίδραση της Τουρκίας; Στον αντίποδα, οι πανηγυρισμοί ότι η Ελλάδα κερδίζει τεράστιο θαλάσσιο χώρο με πλήρη επήρεια των νησιωτικών εδαφών της, κάτι το οποίο αφορά στον πυρήνα της θαλάσσιας οριοθέτησης, πρέπει να μας προβληματίσουν επίσης επειδή είναι απλούστατα εκτός τόπου και χρόνου: οι υποστηρικτές της υπεραισιόδοξης αυτής άποψης, αφενός, αγνοούν προφανώς την απόφαση του Δικαστηρίου, αφετέρου, δεν λαμβάνουν υπόψη ότι οι χάρτες της Επιτροπής, της Ελλάδας και της Τουρκίας συγκλίνουν ως προς το ότι αφορούν αποκλειστικά στους σκοπούς του ΘΧΣ και δεν συνιστούν αφεαυτών οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών. Ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης διατυπώνει την άποψη ότι «ο ΘΧΣ, στο σκέλος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, είναι απλώς μια ευρηματική απεικόνιση των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς έννομα αποτελέσματα», δίδοντας προφανώς βαρύτητα στο δίκαιο της θάλασσας και αποδίδοντας ελάχιστη σημασία στον νομικό χαρακτήρα του εθνικού σχεδίου ΘΧΣ ως «ενωσιακού κεκτημένου» μετά την έγκρισή του από την Επιτροπή[51]. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η όποια οριοθέτηση της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες, οψέποτε επιτευχθεί, θα σημάνει την οριστική διευθέτηση των διαφορών της σε επίπεδο δικαίου της θάλασσας, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει αυτομάτως και στην πλήρη και ανεμπόδιστη εφαρμογή της οδηγίας σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το πνεύμα της απόφασης του Δικαστηρίου.

Οι πιθανές εκδοχές της έκβασης του ζητήματος της έγκρισης του ελληνικού σχεδίου περί ΘΧΣ είναι τρεις τον αριθμό. Πρώτον, κατά την αισιόδοξη εκδοχή, η Επιτροπή θα εγκρίνει τελικά το εθνικό σχέδιο ως ανταποκρινόμενο στα κριτήρια της οδηγίας. Δεύτερον, κατά μία απολύτως απαισιόδοξη εκδοχή, η Επιτροπή θα το απορρίψει στο σύνολό του ως προβληματικό και, τρίτον, κατά μία λιγότερο απαισιόδοξη εκδοχή, η Επιτροπή θα θεωρήσει μεν ότι το εθνικό σχέδιο συνιστά επί της αρχής μερική συμμόρφωση υπό την έννοια ότι ο ελληνικός χάρτης, σε συνδυασμό με την ΠΥΣ, αποτελούν το πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας, απαιτούνται, όμως, και τα επιμέρους σχέδια που θα αντιστοιχούν στις τομεακές δραστηριότητες και χρήσεις[52]. Τόσο στη δεύτερη όσο και στην τρίτη περίπτωση, αναμένοντας τα αναγκαία σχέδια, η Επιτροπή θα χρειαστεί να τάξει νέα προθεσμία στην Ελλάδα για τη συμμόρφωσή της. Εννοείται ότι, μετά από ενδεχόμενη άκαρπη (και απευκταία) παρέλευσή της, η Επιτροπή θα ασκήσει εκ νέου προσφυγή βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ λόγω μη εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου, προσδιορίζοντας η ίδια και το κατ’ αποκοπήν ποσό ή τη χρηματική ποινή. Πάντως, η επιβολή και το ύψος τους επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Εάν πάλι η Ελλάδα ανταποκριθεί έγκαιρα και έγκυρα, λύεται οριστικά η σχετική εκκρεμότητα. Τότε μόνο ο ελληνικός χάρτης θα καταστεί στην πραγματικότητα «ενωσιακό κεκτημένο»[53]. Διαψεύδονται έτσι όσοι υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο επέβαλε ήδη πρόστιμο στην Ελλάδα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς για τα δικαστικά έξοδα, όπως είθισται, μετά την καταδίκη ενός κράτους μέλους.

Ο ελληνικός χάρτης, ακόμη και εάν θεωρηθεί ατελής, ταράζει enfin (!) τα «ήρεμα νερά» του κατευνασμού. Κατά μείζονα λόγο, θα μπορούσε να υποστηριχτεί βάσιμα ότι οι χάρτες 1 (της Επιτροπής) και 2 (της Ελλάδας) αποτελούν τα μέγιστα μεν όρια τής, αντίστοιχης της τουρκικής, ελληνικής «Γαλάζιας (κατά κυριολεξία) Πατρίδας». Υπό την έννοια αυτή, θα αποτύπωναν, κατά την έναρξη των ενδεχόμενων διαπραγματεύσεων, το μέγιστο, ως βέλτιστο, των διεκδικήσεων της Ελλάδας[54]. Η επίτευξη ενός τελικού δίκαιου αποτελέσματος, το οποίο θα εξισορροπεί τα αναγνωριζόμενα από το δίκαιο της θάλασσας δικαιώματα και όχι τις προβαλλόμενες διεκδικήσεις αμφοτέρων, σε περίπτωση προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ακράδαντα νομικά επιχειρήματά μας έναντι των σαθρών και ανερμάτιστων τουρκικών θεωριών. Η ιστορία, η αντιστοίχιση και ο παραλληλισμός των χαρτών θα παίξουν τότε τον ρόλο τους στην ανεύρεση της δίκαιης λύσης. Έπεται λοιπόν συνέχεια στη «Μάχη των Χαρτών», κατά την ευρηματική έκφραση του καθηγητή Γιώργου Πρεβελάκη, ο οποίος αναδεικνύει με δεξιοτεχνία και πειστικότητα τον, υποβαθμισμένο από την ελληνική διπλωματία,  ρόλο των χαρτών ως εργαλείου στη μάχη για την επικράτηση των εντυπώσεων[55].

Εν κατακλείδι, εφόσον η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ας ελπίσουμε ότι η Επιτροπή θα επιλέξει την πρώτη αισιόδοξη εκδοχή, οπότε μετά την επίσημη έγκριση του εθνικού ΘΧΣ θα αναγνωριστεί όντως ως «ευρωπαϊκό κεκτημένο», με όση νομική βαρύτητα θα συνεπάγεται για τις μελλοντικές οριοθετήσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της, σε συνδυασμό και με τους συνοδευτικούς του χάρτες, λαμβανόμενους βεβαίως υπόψη ως «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Και στην τελική αυτή φάση θα επανέλθει η σύνδεση ή η αλληλεξάρτηση του ενωσιακού με το διεθνές δίκαιο σε πλήρη αρμονία.

[1] Βλέπε τον συνοπτικό χάρτη της πορείας των κρατών μελών σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με την οδηγία. Τα κράτη μέλη που ολοκλήρωσαν τη σχετική διαδικασία εμφανίζονται με βαθύ γαλανό χρώμα, ενώ η Ελλάδα και η Κροατία, των οποίων η διαδικασία εκκρεμεί, εμφανίζονται με ανοιχτό γαλανό χρώμα   (https://maritime-spatial-planning.ec.europa.eu/msp-practice/countries).

[2] Βλέπε τη σχετική ανάρτηση της Επιτροπής για την Ελλάδα ως Country profile (Greece)  (https://maritime-spatial-planning.ec.europa.eu/media/document/15209).

[3] Ibidem, στη σελίδα 9.

[4] Ibidem, στη σελίδα 2.

[5] Ibidem, στη σελίδα 3.

[6] Πρόκειται για την ανακοίνωση υπ’ αριθμόν 235 της 16ης Νοεμβρίου 2024 (https://www.mfa.gov.tr/no_-235_-avrupa-birligi-nin-mekansal-deniz-planlama-calismalari-hk.en.mfa).

[7] Η απάντηση της Επιτροπής έχει αναρτηθεί ως έγγραφο Ε-000017/2025 στην ιστοσελίδα του ευρωβουλευτή (η έμφαση είναι δική μου) (https://farantouris.eu/farantoyris-i-ee-apanta-oti-stirizei-tin-ellada-gia-na-prochorisei-ton-thalassio-chorotaxiko-schediasmo-ora-eythynis-gia-tin-athina/ ).

[8] Σκέψη 26 της απόφασης.

[9] Προαναφερθείσα στο Α. Μέρος σκέψη 38 της απόφασης.

[10] Προαναφερθείσα στο Α. Μέρος σκέψη 40 της απόφασης (η έμφαση είναι δική μου).

[11] Προαναφερθείσα στο Α. Μέρος σκέψη 41 της απόφασης.

[12] Προαναφερθείσα στο Α. Μέρος σκέψη 42 της απόφασης.

[13] Προαναφερθείσα στο Α. Μέρος σκέψη 44 της απόφασης.

[14] Προαναφερθείσα στο Α. Μέρος σκέψη 43 της απόφασης.

[15] Με την από 9 Απριλίου 2025 συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Φωτάκη στο περιθώριο του Delphi Economic Forum X., ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης διευκρινίζει ότι ο ΘΧΣ «είναι μία υποχρέωση η οποία υπάγεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα είναι υπερήμερη από μακρού χρόνου. Θα έπρεπε ήδη να είχαν κατατεθεί τα σχέδια για τον [ΘΧΣ]. Θα κατατεθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, έτσι ώστε να μην έχουμε και αυτή την υποχρέωση έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (η έμφαση είναι δική μου) (https://www.mfa.gr/synentefxi-ypourgou-exoterikon-giorgou-gerapetriti-sto-ot-gr-kai-tovima-com-kai-ti-dimosiografo-alexandra-fotaki-sto-perithorio-tou-delphi-economic-forum-x-09-04-2025/). Με την ανωτέρω δήλωσή του, ο   Έλληνας ΥΠΕΞ αποσαφηνίζει ότι η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται πλήρως με την απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το ότι ο ΘΧΣ αφορά αποκλειστικά την ενωσιακή έννομη τάξη, και όχι τη διεθνή, και τα κράτη μέλη της, και όχι τα τρίτα κράτη.

[16] Ανακοίνωση τύπου του ΥΠΕΝ (https://ypen.gov.gr/gia-proti-fora-sti-chora-thalassios-chorotaxikos-schediasmos/ ).

[17] Σε άρθρο του το οποίο αναρτήθηκε στις 26 Απριλίου 2025, ο Λεόντιος Πορτοκαλάκης συγκρίνει, πρωτοτυπώντας,  τον χάρτη της Επιτροπής τόσο με τον ελληνικό όσο και με τους χάρτες της «Σεβίλλης», της «General Dynamics USA» και της  «Marineregions.org»,  για να καταλήξει στην επισήμανση κάποιων χαρτογραφικών ανακριβειών λόγω της χρήσης διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού οι οποίες επηρεάζουν ευθέως και τα απώτατα όρια και την ακριβή έκταση του θαλάσσιου χώρου εφαρμογής του ΘΧΣ. Όσον αφορά ειδικότερα στα 6 νμ της αιγιαλίτιδας ζώνης κατά τον ελληνικό χάρτη, σε αντίθεση με τα 12 νμ του χάρτη της Επιτροπής, ο αρθρογράφος σχολιάζει ότι «θα ήταν χρήσιμο και στον ελληνικό χάρτη να ορίζονταν με ένα είδος οπτικής σήμανσης και τα 12 ναυτικά μίλια σε όλη την επικράτεια», δεχόμενος, πάντως, ότι το κενό «έρχεται να καλύψει κατά κάποιον τρόπο μια υποσημείωση στο υπόμνημα του χάρτη» για τη δυνητική επέκταση στα 12 νμ [(«Ελληνικός Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός: Συγκρίνοντας τους χάρτες…»  (https://slpress.gr/ethnika/ellinikos-thalassios-xorotaxikos-sxediasmos-sigkrinontas-tous-xartes/ )].

[18] Βλέπε την απόφαση υπ’ αριθμόν ΥΠΕΝ/ΔΧΩΡΣ/43090/574: «Καθορισμός χωρικών ενοτήτων για την εκπόνηση των θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων (ΦΕΚ, τεύχος Δ’, αριθμός φύλλου 229 της 17ης Απριλίου 2025, στις σελίδες 2207 έως και 2212).

[19] Ανακοίνωση τύπου του ΥΠΕΞ (https://www.mfa.gr/gia-proti-fora-sti-chora-thalassios-chorotaxikos-schediasmos-2/ ).

[20]  ΠΥΣ υπ’ αριθμόν 6: «Έγκριση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για τον Θαλάσσιο Χώρο» (ΦΕΚ, τεύχος Δ’, αριθμός φύλλου 227 της 17ης Απριλίου 2025, σελίδες 2159 έως και 2185).

[21]Από το άρθρο του με τίτλο «Marine Spatial Planning Tension in the Aegean and Eastern Mediterranean» στην ηλεκτρονική έκδοση της τουρκικής εφημερίδας Sabah της 26ης Απριλίου 2025 (https://www.sabah.com.tr/yazarlar/perspektif/yucel-acer/2025/04/26/eg-ve-dogu-akdenizde-deniz-mekansal-planlama-gerginligi).

[22] Βλέπε την προαναφερθείσα αγγλόφωνη έκδοση της ιστοσελίδας του Dehukam (η έμφαση είναι δική μου)  (https://dmpturkiye.dehukam.org/en/home-page/ ).

[23] Ibidem.

[24] Σύμφωνα με πληροφορίες της τουρκικής εφημερίδας Yeni Şafak [ανάρτηση άρθρου με τίτλο «1st academic study on Türkiye’s Marine Spatial Planning published» της 16ης Απριλίου 2025 (ώρα 14:49)] (https://www.yenisafak.com/en/world/1st-academic-study-on-turkiyes-marine-spatial-planning-published-3701056 ).

[25] Βλέπε προαναφερθείσα ιστοσελίδα του Dehukam (η έμφαση είναι δική μου).

[26] Ibidem (η έμφαση είναι δική μου).

[27] Η καθηγήτρια Χαριτίνη Δίπλα αποδομεί την άποψη της Τουρκίας ότι η θεωρία του «επίμονου αντιρρησία» («persistent objector») ισχύει και για την ίδια όχι μόνο όσον αφορά στα 12 νμ αλλά και στο δικαίωμα των νησιωτικών εδαφών στις προβλεπόμενες από το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας θαλάσσιες ζώνες. Όπως επισημαίνει η ίδια, κατά ορθή ερμηνεία της βούλησής της, η Τουρκία αμφισβητεί τον ρόλο των νησιωτικών εδαφών στο πλαίσιο της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών και όχι του δικαιώματός τους, με αποτέλεσμα η γείτων να μη «νομιμοποιείται να επικαλεστεί τον κανόνα του “επίμονου αντιρρησία”»  [«Η ισχύς του κανόνα του άρθρου 121, παράγραφος 2, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας έναντι της Τουρκίας: ορισμένες σκέψεις για τη θεωρία του “επίμονου αντιρρησία”»,  Πόλεμος και Ειρήνη, τιμητικός τόμος Κώστα Χατζηκωνσταντίνου (επιμέλεια: Κώστας Υφαντής, Μίλτος Σαρηγιαννίδης και Δημήτρης Ακριβούλης), εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2022, σελίδες 671 έως και 683, ιδίως στις σελίδες 677 επ. και στη σελίδα 682].

[28] Βλέπε συναφώς Third United Nations Conference on the Law of the Sea, Official Records, volume II, έκδοση των Ηνωμένων Εθνών, στη σελίδα 115, παράγραφος 13 (αγόρευση του Τούρκου πρέσβη Tuncel).

[29] Ibidem, στη σελίδα 213, παράγραφοι 29 και 30 (αγόρευση του Τούρκου πρέσβη Akyamac).

[30] Η πάγια θέση του Διεθνούς Δικαστηρίου έχει ως αφετηρία την απόφασή του της 20ής Φεβρουαρίου 1969 στις  υποθέσεις της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας, Γερμανία κατά Δανίας και Γερμανία κατά Κάτω Χωρών («it is not a question of totally refashioning geography», σκέψη 91 της απόφασης). Επιβεβαιώνεται με την απόφαση της 3ης Ιουνίου 1985 στην υπόθεση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Μάλτας («there can be no question of “completely refashioning nature”; the method chosen and its results must be faithful to actual geographical situation », σκέψη 57 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου) και διατρέχει διαχρονικά τη νομολογία του (βλέπε την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009 στην υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης στην Μαύρη Θάλασσα, Ρουμανία κατά Ουκρανίας): μία ενδιαφέρουσα πτυχή της υπόθεσης ήταν το ότι, αν η ουκρανική Νήσος των Όφεων (μήλον της έριδος μεταξύ των δύο κρατών) χαρακτηριζόταν ως παράκτια της ουκρανική ηπειρωτικής ακτής -ενώ απείχε περίπου 20 νμ από αυτήν- στο Δέλτα του Δούναβη, «the consequence would be a judicial refashioning of geography, which neither the law nor practice of maritime delimitation authorizes» (σκέψη 149 της απόφασης, η έμφαση είναι δική μου).

[31] Μελετώντας εξονυχιστικά τον τουρκικό χάρτη, ο ιστορικός ερευνητής και υποψήφιος διδάκτορας διπλωματικής ιστορίας στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης, πρώτον, εστιάζεται σε μία σημαντικότατη «λεπτομέρεια» συγκρίνοντάς τον με τον ελληνικό (αλλά και με τον χάρτη της Επιτροπής) στην περιοχή της Σαμοθράκης. Από τη μεγέθυνση των δύο χαρτών στη συγκεκριμένη περιοχή συνάγει το συμπέρασμα ότι ο χάρτης του Dehukam δεν αναγνωρίζει στην παρακείμενη ελληνική βραχονησίδα Ζουράφα ούτε καν αιγιαλίτιδα ζώνη 6 νμ, σε αντίθεση με τον ελληνικό (και με τον  χάρτη της Επιτροπής), και ότι η μεν τουρκική οριογραμμή τέμνει τη Σαμοθράκη, η δε ελληνική (αλλά και της Επιτροπής) διέρχεται ανατολικά της βραχονησίδας, εφαπτόμενη του ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης της. Η Τουρκία επιχειρεί με άλλα λόγια να αλλοιώσει σιωπηρώς χαρτογραφικά το ζήτημα της κυριαρχίας της βραχονησίδας. Δεύτερον, μεγεθύνοντας τον τουρκικό χάρτη και στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, ο Δ.-Μ. Κόντης καταλήγει εκ του αποτελέσματος στο συμπέρασμα ότι οι συντάκτες του τουρκικού χάρτη, κατανοώντας ότι για τα ελληνικά νησιωτικά εδάφη, ακόμη και εάν είχαν μηδενική επήρεια ως προς την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, η ipso jure ύπαρξη της αιγιαλίτιδας ζώνης τους των 6 νμ θα ακύρωνε το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», επικαλούνται εκ νέου την εύθραυστη ισορροπία της Συνθήκης της Λωζάννης προκειμένου να αμφισβητήσουν ακόμη και το ισχύον από το σωτήριον έτος 1936 εύρος των 6 νμ, «επιδιώκοντας την επιστροφή στο status quo ante των τριών ναυτικών μιλίων του προηγούμενου αιώνα» («Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός της Τουρκίας: Η πρόταση του DEHUKAM», ανάρτηση στην ιστοσελίδα Ανιχνεύσεις.gr στις 30 Απριλίου 2025).

[32] Η άποψη ότι είναι εφικτή η επίλυση της διαφοράς από το Δικαστήριο μόνον ως αστειότητα μπορεί να θεωρηθεί. Εντούτοις, υπέρ αυτής τάσσονται οι Γ. Ανθρακεύς και Γ. Δασκαλούλης με άρθρο τους τιτλοφορούμενο «Η δικαιοδοσία της Ε.Ε. επί της ελληνοτουρκικής διαφοράς για την ΑΟΖ: Η Ελλάδα οφείλει να παραπέμψει άμεσα την Ελληνο-Τουρκική διαφορά στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας», το οποίο αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα Hellas Journal της 3ης  Δεκεμβρίου 2024 (ώρα 06:30)(https://www.hellasjournal.com/2024/12/i-dikaiodosia-tis-e-e-epi-tis-ellinotourkikis-diaforas-gia-tin-aoz-i-ellada-ofeilei-na-parapempsei-amesa-tin-ellino-tourkiki-diafora-sto-symvoulio-syndesis-eok-tourkias/ ). Οι αρθρογράφοι προβαίνουν σε επικίνδυνα νομικά άλματα προκειμένου να δικαιολογήσουν την άποψή τους η οποία πάσχει σοβαρά λόγω αγνόησης του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ και του δικαιοδοτικού συστήματός της. Για τη δικονομική αδυναμία του Δικαστηρίου να επιληφθεί συναφώς, παραπέμπω στην από 21 Μαρτίου 2025 ραδιοφωνική συνέντευξή μου στον δημοσιογράφο Λάμπρο Καλαρρύτη με θέμα «Οδηγία ΕΕ για τον ΘΧΣ: η Τουρκία δεν μπορεί να προσφύγει νομικά»  (https://youtu.be/aRltVe28oqY?feature=shared).

[33] Πρόκειται για το έγγραφο S/18766 της 27ης Μαρτίου 1987 (η έμφαση είναι δική μου) (https://digitallibrary.un.org/nanna/record/131342/files/S_18766-EN.pdf ).

[34] Βλέπε τη συνοδευόμενη με πλήθος χαρτών μελέτη του Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ειδική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, 2020, 87 σελίδες, στις σελίδες 48 και 49 (https://www.syrigos.gr/books/60_maps_gr.pdf).

[35] Η συνέντευξη του Πέτρου Μολυβιάτη στον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά είχε δοθεί πριν από 20 έτη και αναδημοσιεύεται πλήρης και στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή της 2ας Δεκεμβρίου 2024 (ώρα 09:42) με τίτλο «Η Βέρνη, ο Καραμανλής και οι Τούρκοι» (https://www.kathimerini.gr/opinion/interviews/563349160/petros-molyviatis-stin-k-h-verni-o-karamanlis-kai-oi-toyrkoi/). Κατά τον εκλιπόντα ευπατρίδη διπλωμάτη, «Το κείμενο της Βέρνης λέει στην παράγραφο 6 ότι, εφόσον διαρκεί η διαπραγμάτευση, [αποφεύγονται ενέργειες ή πρωτοβουλίες βλαπτικές της διαπραγμάτευσης]. Επομένως, είναι σαφέστατο ότι η αποχή από προκλητικές ενέργειες αφορά αποκλειστικώς και μόνον την περίοδο που διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις». Ο ίδιος επιρρίπτει την πολιτική ευθύνη για την παρεξήγηση ως προς την υποτιθέμενη, λόγω του Πρακτικού, απαγόρευση άσκησης των δικαιωμάτων μας στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου στο ΠΑΣΟΚ για αντιπολιτευτικούς τότε λόγους.

[36] Η εσωτερική αυτή πράξη έχει αναρτηθεί από την υπηρεσία DOALOS του ΟΗΕ στην ιστοσελίδα της (https://www.un.org/Depts/los/LEGISLATIONANDTREATIES/PDFFILES/TUR_1986_Decree.pdf ).

[37] Πρβλ. τον παραπλανητικό τίτλο «Türkiye publishes first study on maritime borders amid tension with Greece» της ιστοσελίδας Turkiyetoday της 17ης Απριλίου 2025 (ώρα 02:09) (https://www.turkiyetoday.com/turkiye/turkiye-publishes-first-study-on-maritime-borders-amid-tension-with-greece-145929/). Για εκτενή ανάλυση του τουρκικού χάρτη, ευθυγραμμισμένη με τις απόψεις του Dehukam, βλέπε την ανάρτηση του Aydın Hasan στην εφημερίδα Milliyet της 16ης Απριλίου 2025 (ώρα 06:55) με τίτλο «Turkey has reached the stage of completing the Marine Spatial Planning study: Blue Homeland is deeping» (https://www.milliyet.com.tr/gundem/turkiye-deniz-mekansal-planlama-calismasini-tamamlama-asamasina-geldi-mavi-vatan-derinlesiyor-7351692). Ο αρθρογράφος παραπέμπει, ως προς τα όρια του χάρτη στην Ανατολική Μεσόγειο, στον καθηγητή Mustafa Başcara, σύμφωνα με τον οποίο τα όρια ταυτίζονται με εκείνα της συμφωνίας του 2011 με την «ΤΔΒΚ» και του τουρκολιβυκού Μνημονίου του 2019 (αμφοτέρων ανυπόστατων κατά το διεθνές δίκαιο, όπως προανέφερα). Όσον αφορά στα θαλάσσια όρια στο Αιγαίο, λαμβάνεται υπόψη η μέση γραμμή μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο παράκτιων κρατών, όπως προβλέπουν, κατά την άποψή του, οι βασικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και οι μέθοδοι επίλυσης στις οποίες προσφεύγουν τα συμβαλλόμενα μέρη διεθνών συμβάσεων (sic)! Πάντα κατά τον αρθρογράφο, η μελέτη του Dehukam είναι «a concrete indicator of Turkey’s effort to build a scientific vision of Turkey’s blue homeland vision by being aware of the economic potential, environmental values and geopolitical importance of the seas that surround the three sides of Turkey». Παράλληλα όμως, αντιφάσκων και ο ίδιος, διευκρινίζει ότι πρόκειται για έναν χάρτη ο οποίος δεν απεικονίζει τα όρια της κατά θάλασσα δικαιοδοσίας της Τουρκίας, αλλά θεμελιώνεται σε επιστημονικά δεδομένα και απηχεί το υποκείμενο σε περαιτέρω ανάπτυξη, τροποποιήσεις και επικαιροποίηση τουρκικό σχέδιο περί ΘΧΣ.

[38] Αναφέρομαι στο άρθρο της Μαρίας Ζαχαράκη στην εφημερίδα Έθνος της 29ης Απριλίου 2025 (ώρα 16:43) με τίτλο «Τουρκικός Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός: Γεωπολιτικός χάρτης με επιστημονικό περιτύλιγμα» (https://www.ethnos.gr/World/article/363922/toyrkikosthalassiosxorotaxikossxediasmosgeopolitikosxarthsmeepisthmonikoperityligma).

[39] (https://www.mfa.gov.tr/no_-84_-yunanistan-in-ilan-ettigi-deniz-mekansal-planlamasi-hk.en.mfa).

[40] Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η Πολιτική Διακήρυξη των Αθηνών δεν επάγεται οποιαδήποτε νομική δέσμευση των δύο μερών [βλέπε το άρθρο του καθηγητή Χρήστου Ροζάκη με τίτλο «Οι συνέπειες της Διακήρυξης των Αθηνών» (https://www.kathimerini.gr/politics/562798969/oi-synepeies-tis-diakiryxis-ton-athinon/ ).

[41] Η ανωτέρω διαπίστωση, αν και ανάγεται στο έτος 2011, εξακολουθεί να παραμένει κρίσιμη και χρήσιμη για τον ΘΧΣ: βλέπε Final Report “Exploring the potential of Maritime Spatial Planning in the Mediterranean Sea”-Framework contract FISH/2007/04-Specific contract No 6,  το οποίο εκπόνησε για λογαριασμό της Γενικής Διεύθυνσης Θαλάσσιων Υποθέσεων και Αλιείας της Επιτροπής η Policy Research Corporation, Φεβρουάριος 2011 (η έμφαση είναι δική μου) (https://www.cbd.int/doc/meetings/mar/mcbem-2014-04/other/mcbem-2014-04-eu-mediterranean-sea-en.pdf, στη σελίδα 77, υποσημείωση 145).

[42] Η νομική προσέγγιση του καθηγητή Παύλου Ελευθεριάδη, η οποία αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας  Το Βήμα της 23ης Απριλίου 2025 (ώρα 07:36) υπό τον τίτλο «Ασυγχώρητη Προχειρότητα στον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό», απηχεί σε μεγάλο βαθμό τις εκφραζόμενες ευρύτερα ανησυχίες σχετικά με τις δυσκολίες εφαρμογής του εθνικού μας σχεδίου λόγω ακριβώς του χαρακτηρισμού του θαλάσσιου χώρου εντός του οποίου η Ελλάδα πρόκειται να εφαρμόσει το εθνικό της σχέδιο περί ΘΧΣ ως υφαλοκρηπίδας και όχι ως ΑΟΖ, χωρίς πάντως επί της ουσίας να δικαιολογεί τον υπερβολικά κινδυνολογικό τίτλο του άρθρου (https://www.tovima.gr/2025/04/23/opinions/asygxoriti-proxeirotita-ston-thalassio-xorotaksiko-sxediasmo/ ).

[43] Στο σημείο Β2.3 της ΠΥΣ (και συγκεκριμένα στη σελίδα 2162 του ΦΕΚ) αναφέρεται επί λέξει: «Οι θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας ορίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση [για το δίκαιο της θάλασσας]. Οι ζώνες αυτές είναι η Χωρική Θάλασσα (ή Αιγιαλίτιδα Ζώνη), η Υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη». Παρατίθεται αυτούσιο και το άρθρο 156, πρώτη παράγραφος, τρίτο εδάφιο, του νόμου 4001/2011 όσον αφορά στην οριοθέτηση με τα γειτονικά της Ελλάδας κράτη. Ο χάρτης του νόμου 4001/2011 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σειρά C, Ανακοινώσεις και Πληροφορίες, τεύχος 353 της 3ης Δεκεμβρίου 2011, στη σελίδα 14) και κοινοποιήθηκε με ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 20 Φεβρουαρίου 2013 [βλέπε Law of the Sea Bulletin, τεύχος 81 (2013), στη σελίδα 23].  Στο ίδιο σημείο της ΠΥΣ διευκρινίζεται με απόλυτη σαφήνεια ότι ο ΘΧΣ «καλύπτει όλες τις θαλάσσιες ζώνες» (η έμφαση είναι δική μου)  και ότι οι σχετικές δραστηριότητες «λαμβάνουν χώρα, τόσο στη Χωρική Θάλασσα, όσο και στην Υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Ο χωροταξικός σχεδιασμός αφορά σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας, καλύπτοντας την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ» (η έμφαση είναι δική μου). Σημειωτέον ότι τόσο η ανακοίνωση του Ελληνικού ΥΠΕΞ όσο και η ΠΥΣ υιοθετούν επί της ουσίας τις απόψεις που εκφράζονται στη μελέτη Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός στην Ελλάδα και την Κύπρο (επιστημονική επιμέλεια: Παυλογεωργάτος Γ., Αλιούρης Κ., Ιωάννου Ν. και Χατζημιτσής Δ.), εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2023, 512 σελίδες. Η μελέτη εκπονήθηκε για λογαριασμό του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο πλαίσιο της διεπιστημονικής ομάδας «ΘΑΛ-ΧΩΡ». Σύμφωνα με τη μελέτη, η γεωγραφική εμβέλεια εφαρμογής του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για τον Θαλάσσιο Χώρο καταλαμβάνει και την ΑΟΖ (ibidem, στην σελίδα 388), άποψη που επαναλαμβάνει και ο προαναφερθείς ορισμός της ΠΥΣ. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι και ο ελληνικός χάρτης αποτελεί αντιγραφή του χάρτη της μελέτης με τις τέσσερις θαλάσσιες χωρικές ενότητες (ibidem, στη σελίδα 417)(βλέπε χάρτη 4 του Παραρτήματος). Σε τηλεοπτική συνέντευξή μου στον δημοσιογράφο Λάμπρο Καλαρρύτη στις 19 Νοεμβρίου 2024, μετά δηλαδή την ανάρτηση του χάρτη της Επιτροπής και πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου και τη δημοσιοποίηση του ελληνικού χάρτη, αναφέρομαι στην συγκεκριμένη μελέτη εμφανίζοντας επί της οθόνης (στο 11ο λεπτό και 40 δεύτερα) και τον, ταυτιζόμενο στη συνέχεια με τον ελληνικό,  χάρτη της μελέτης  (https://youtu.be/xdQ2pY56Esw?feature=shared).

[44] ΦΕΚ, τεύχος Α’, αριθμός φύλλου 144 της 17ης Ιουνίου 2011, σελίδες 3093 έως και 3118.

[45] ΦΕΚ, τεύχος Α’, αριθμός φύλλου 101 της 12ης Ιουνίου 2018, σελίδες 8287 έως και 8376. Στο άρθρο 3, υπό Α.§4.α. ο νόμος παραπέμπει στον ορισμό του νόμου 3983 του 2011  και στον ορισμό των «θαλάσσιων υδάτων».

[46] ΦΕΚ, τεύχος Α’, αριθμός φύλλου 245 της 9ης Δεκεμβρίου 2020, σελίδες 11665 έως και 11819.

[47] ΦΕΚ, τεύχος Α’, αριθμός φύλλου 179 της 22ας Αυγούστου 2011, σελίδες 3793 έως και 3892.

[48] Ο καθηγητής Πέτρος Λιάκουρας χαρακτηρίζει ορθώς το άρθρο 156 του νόμου 4001/2011 ως μία «κίνηση καταγραφής των διεκδικήσεων» της Ελλάδας, επισημαίνοντας παράλληλα, ορθώς και πάλι,  ότι «ο χάρτης του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού δεν συνιστά οριοθέτηση ΑΟΖ». Πάντα κατά τον ίδιο, «Τα όρια του νόμου [4001/2011] απεικονίζονται τώρα στον [ελληνικό] χάρτη», ο οποίος «είναι η αρχή και όχι το τέλος της διαδικασίας», εννοώντας προφανώς ότι, υπό το πρίσμα πλέον του δικαίου της θάλασσας και όχι του ενωσιακού δικαίου, «η δημοσιοποίηση του χάρτη είναι μια καλή στιγμή [για την επανεκκίνηση του διαλόγου]» [βλέπε την ανάρτησή του υπό τον τίτλο «ΑΟΖ και Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός» στην ιστοσελίδα in.gr (https://www.in.gr/2025/04/24/in-analysis/aoz-kai-thalassios-xorotaksikos-sxediasmos/).

[49] Αρθρογραφώντας στα Τετράδια, είχα επισημάνει ότι «ο περίφημος Χάρτης της Σεβίλλης δεν αντανακλά παρά το πρώτο από τα τρία βήματα για τη χάραξη της θαλάσσιας οριογραμμής, χωρίς να ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός του ως “private map”» («Ζητήματα οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών των ελληνικών νησιωτικών εδαφών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου υπό το φως των εθιμικών κανόνων του δικαίου της θάλασσας», Τετράδια Διεθνούς Δικαίου και Διεθνούς Πολιτικής, τεύχος 5ο, Οκτώβριος 2022, σελίδες 91 έως και 132, στη σελίδα 98, υποσημείωση 30).

[50] Ο ατυχής χαρακτηρισμός του χάρτη της Σεβίλλης ως «private map» από την Ελλάδα έγινε ευμενώς δεκτός, όπως ήταν εύλογο,  από τη γείτονα: «it should indeed be considered a remarkable step for Greece to refer to the “Seville Map” as a “private map”, seemingly refraining from granting it official endorsement. A description of this map, however, is codified in the Greek national legislation (Law No. 2289/1995, as amended by Law No.4001/2011), on the basis of the application of the equidistance method, albeit unrecognized and considered null and void by Turkey» (έγγραφο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Α/75/929 της 15ης Ιουνίου 2021). Η Τουρκία είχε αναφερθεί στον νόμο 4001/2011 και με παλαιότερη ρηματική διακοίνωσή της προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ με την οποία χαρακτήριζε το κρίσιμο άρθρο 156 ως «misleading and unfounded»  [βλέπε Law of the Sea Bulletin, τεύχος 81 (2013), στη σελίδα 27].

[51] Το άρθρο του με τίτλο «Πρόσκληση για διαπραγματεύσεις», το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της 27ης Απριλίου 2025, αναρτήθηκε και  στην ηλεκτρονική της έκδοση (η έμφαση είναι δική μου) (https://www.kathimerini.gr/opinions/563581927/prosklisi-gia-diapragmateyseis/ ).

[52] Με σειρά παρεμβάσεών της κατά το τελευταίο διάστημα στα ΜΜΕ, η καθηγήτρια Χωροταξικού Σχεδιασμού και γεωγραφική εμπειρογνώμονας για την Ανατολική Μεσόγειο Στέλλα Κυβέλου-Χιωτίνη εκφράζει την άποψη ότι η κίνηση της Ελλάδας ναι μεν αποτελεί ένα πρώτο βήμα αλλά όχι ένα πλήρες εθνικό σχέδιο περί ΘΧΣ και προτείνει, ως αναγκαία, την επαναχάραξη του χάρτη (https://www.neakriti.gr/koinonia/2113880_stella-kybeloy-hιotini-ena-bima-alla-ohi-thhs-anagkaia-i-epanaharaxi-toy-harti ). Εκτιμά ότι ο χάρτης που δημοσιοποίησε η Ελλάδα αποτελεί «υπόβαθρο για την μελλοντική εκπόνηση Θαλάσσιων Χωροταξικών Σχεδίων» και υποστηρίζει ότι ο «κατακερματισμός» του νησιωτικού χώρου ως προϊόν των τεσσάρων θαλάσσιων χωρικών ενοτήτων καθιστά αναγκαία την επαναχάραξη του χάρτη, ώστε «να απεικονίζει όχι γραμμές και όρια, αλλά σχέσεις, όχι σύνορα, αλλά συστήματα» [«Ο Νέος Θαλάσσιος Χάρτης της Ελλάδας: από τον Κατακερματισμό στη Συνοχή-Μια πρόταση για Νέο Θαλάσσιο Όραμα», άρθρο το οποίο αναρτήθηκε στις 23 Απριλίου 2025 (ώρα 06:11) στην Huffingtonpost.gr (https://www.huffingtonpost.gr/entry/o-neos-thalassios-chartes-tes-elladas-apo-ton-katakermatismo-ste-senoche_gr_6807284ae4b06d0beefd208f)].

[53] Η καθηγήτρια Μαρία Γαβουνέλη διατυπώνει τη δική της, αστήρικτη βάσει του ενωσιακού δικαίου, άποψη ότι ο ΘΧΣ είναι μεν «σημαντική αλλά κάπως βαρετή γραφειοκρατική άσκηση» (στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται ούτε για βαρετή, ούτε για γραφειοκρατική, ούτε για άσκηση, λαμβανομένου υπόψη ότι η οδηγία περί ΘΧΣ εντάσσεται στην εξαιρετικά σημαντική ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική της ΕΕ) και ότι, σε κάθε περίπτωση, «η αποτύπωση των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών περιλαμβάνεται πλέον σε ένα επίσημο κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί κομμάτι του ευρωπαϊκού κεκτημένου» (βλέπε την αναρτημένη και στην επίσημη ιστοσελίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ γνώμη της με τίτλο «Η αποτύπωση των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών», η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα της 17ης Απριλίου 2025, στη σελίδα 16, η έμφαση είναι δική μου). Πρώτον, ο ΘΧΣ δεν αποτυπώνει τις κατά το δίκαιο της θάλασσας θαλάσσιες ζώνες αλλά τον θαλάσσιο χώρο εντός του οποίου εφαρμόζεται ο ΘΧΣ των κρατών μελών. Δεύτερον, ο χάρτης της Επιτροπής δεν αποτελεί, όπως υποστηρίζει η ίδια, επίσημο κείμενο της ΕΕ (βάσει των όσων προεξέθεσα), και τρίτον, ο χάρτης της Ελλάδας δεν αναβαθμίζεται σε «ευρωπαϊκό κεκτημένο» μέχρι την έγκρισή του από την Επιτροπή.

[54]  Είχα ήδη κλείσει τον υπολογιστή μου, μετά την ολοκλήρωση της σχετικής έρευνας και την οριστικοποίηση του προς ανάρτηση κειμένου μου, στις 12 Μαΐου 2025, όταν μία ανάρτηση της ίδιας ημέρας με «δράστη» τον Δημήτρη Πανούσο στο λίαν ενδιαφέρον blog  EJIL:Talk! του European Journal of International Law (το οποίο τυχαίνει να συμβουλεύομαι τακτικότατα), με υποχρέωσε να επανέλθω στο πλαίσιο ενός εποικοδομητικού νομικού διαλόγου. Το άρθρο του έχει κυρίως ως αντικείμενο τη δημοσιοποίηση από την Ελλάδα του χάρτη περί ΘΧΣ υπό την οπτική γωνία του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, όπως ακριβώς και η δική μου συμβολή, αλλά υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου. Κατά τον αρθρογράφο, η δημοσιοποίηση του χάρτη «marks the first time Greece has officially mapped the entirety of its maritime claims». Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει ως μέσο ικανό να συμβάλει «to the stabilisation of legal claims», ενώ συμπληρώνει ότι «may also serve to articulate Greece’s legal interpretation of its maritime entitlements», κάτι το οποίο όμως αποκλίνει από τη φιλοσοφία του ενωσιακού νομικού συστήματος. Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, ο αρθρογράφος επισημαίνει, ορθώς, ότι «Türkiye’s reaction underscores the legal importance of a timely objection». Εστιάζοντας σε συγκεκριμένες διατάξεις της Σύμβασης του 1982, υποστηρίζει, ορθώς και πάλι,  ότι «nothing prohibits States from announcing MSP in areas of contested jurisdiction». Παραπέμπει συγκεκριμένα στα άρθρα 74§3 και 83§3 της Σύμβασης του 1982 («Εν αναμονή της σύναψης [συμφωνίας], τα ενδιαφερόμενα κράτη […] καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη σύναψη προσωρινών διευθετήσεων πρακτικού χαρακτήρα και για να μη θέσουν σε κίνδυνο ή παρεμποδίσουν […] τη σύναψη της τελικής συμφωνίας») και, λόγω του ότι οι θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας παραμένουν μερικώς μη οριοθετημένες, θέτει εκ προοιμίου το ζήτημα ότι ο ΘΧΣ «presumes a certain level of certainty over the maritime zones it regulates». Έτσι, ταυτίζει τον κατά το ενωσιακό δίκαιο θαλάσσιο χώρο εντός του οποίου εφαρμόζεται η οδηγία περί ΘΧΣ με τις διεκδικούμενες θαλάσσιες ζώνες ένθεν κακείθεν του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου κατά το δίκαιο της θάλασσας. Αυτό όμως είναι ακριβώς ό,τι αποκλείει ρητώς με την απόφασή του το Δικαστήριο:  ο ΘΧΣ έχει διαφορετικό αντικείμενο από την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών των παράκτιων κρατών (βλέπε την απόφαση στο Α. Μέρος). Όπως και ο ίδιος παραδέχεται, ο μονομερής χαρακτήρας των ΘΧΣ δεν συμβαδίζει αφεαυτού με την εφαρμογή στην περίπτωσή του των άρθρων 74§3 και 83§3 της Σύμβασης του 1982 τα οποία αναφέρονται σε διμερείς τουλάχιστον διευθετήσεις. Κατά τον ίδιο, «The emergence of MSP as a tool of legal expression in the law of the sea seems to present new questions for international law». Ο αρθρογράφος καταλήγει ορθώς στο συμπέρασμα ότι «the value of MSP in disputed maritime areas lies not in its capacity to settle claims, but in its ability to clarify them» (Dimitris Panousos, “ Mapping Disputes: The Role of Marine Spatial Planning in Contested Maritime Zones https://www.ejiltalk.org/mapping-disputes-the-role-of-marine-spatial-planning-in-contested-maritime-zones/ ). Παρά τα όσα ενδιαφέροντα αναπτύσσει ο φέρελπις υποψήφιος διδάκτορας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Φλωρεντίας, η μονοδιάστατη οπτική της ανάλυσής του με γνώμονα αποκλειστικά το δίκαιο της θάλασσας, όπως ομολογεί και ο ίδιος [«While MPS is primary a domestic tool […], its adoption in a legally contested maritime space necessarily raises issues of international law and the law of the sea» (η έμφαση είναι δική μου)] είναι παρακινδυνευμένη ως ευάλωτη απέναντι σε σοβαρές νομικές ενστάσεις. Συμπερασματικά και επί της ουσίας, η δημοσιοποίηση από την Ελλάδα του συνοδευτικού του εθνικού σχεδίου της χάρτη δεν είναι θέμα ένταξής του στο σύστημα του δικαίου της θάλασσας. Δεν ενδιαφέρει ευθέως ούτε το εάν ο επίδικος χάρτης τηρεί αυστηρά ή όχι και ποιους κανόνες του δικαίου της θάλασσας, ούτε, κυρίως, η νομική του βαρύτητα ως αποδεικτικού στοιχείου βάσει της νομολογίας των διεθνών δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πράξη συμμόρφωσης στις επιταγές του ενωσιακού δικαίου. Ο ΘΧΣ (συμπεριλαμβανομένου του χάρτη) αποτελεί με άλλα λόγια και το αίτιο και το αιτιατό στην προκειμένη περίπτωση. Αφορά δηλαδή ένα ζέον ζήτημα, απτόμενο της σχέσης μεταξύ ενωσιακού και διεθνούς δικαίου ως διακριτών εννόμων τάξεων, όπως ακριβώς το έκρινε και το Δικαστήριο με την απόφασή του, την οποία, δυστυχώς,  δεν λαμβάνει υπόψη του ο αρθρογράφος.

[55] Το άρθρο αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα της 27ης Απριλίου 2025 (ώρα 08:53) ( https://www.tanea.gr/2025/04/27/opinions/i-maxi-ton-xarton-online/ ).

(*) Το παρόν άρθρο αφιερώνεται, τιμήν ένεκεν, στους αγαπημένους φίλους μου, Καθηγητές Ιωάννη Βαληνάκη, Στέλιο Περράκη και Γρηγόρη Τσάλτα, ακάματους μαχητές υπέρ της Ελλάδας στη διεθνή και ευρωπαϊκή αρένα.

(**) Νομικός διεθνολόγος, Senior Fellow στο Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων και μέλος του Κέντρου Διεθνούς Δικαίου και Διπλωματίας. Υπηρέτησε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αδιαλείπτως από το 1981 έως και το 2013.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Χάρτες

Χάρτης 1

Ο χάρτης ΘΧΣ της Επιτροπής του Απριλίου 2024

Χάρτης 2

Ο χάρτης ΘΧΣ της Ελλάδας της 16ης Απριλίου 2025

Χάρτης 3

Ο χάρτης ΘΧΣ του Τουρκικού οργανισμού Dehukam της 16ης Απριλίου 2025

Χάρτης 4

Ο χάρτης της συλλογικής μελέτης Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός στην Ελλάδα και την Κύπρο, εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2023

Χάρτης 5

Ο χάρτης του νόμου 4001 του 2011 (χάρτης Μανιάτη)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η μελέτη του κ. Θεόδωρου Κατσούφρου δημοσιεύθηκε στο τεύχος 12-13 Ιούνιος 2025 του ηλεκτρονικού περιοδικού Τετράδια Διεθνούς Δικαίου και Πολιτικής. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Δηλαδή το Δικαστήριο (της ΕΕ) δεν αποφαίνεται επι διαφορών που επί της ουσίας είναι αρμοδιοτητος ΔΔ. Εαν όμως η Χαγη εχει αποφασίσει επι μία τέτοιας διαφοράς μεταξύ κρατών μελών και το ένα μέλος (σπάνιο αλλά υποθετικά) αρνειται να την εφαρμόσει -την ερμηνεύει διαφορετικά ή επικαλείται κάτι αλλο-μπορεί το θιγόμενο μέλος να προσφύγει στο Δικαστηριο της ΕΕ ζητώντας οχι να αποφασίσει εαν το ενα ή το αλλο μέρος εχει δίκιο (αυτο αποφασίστηκε απο το Διεθνες Δικαστηριο) αλλά να ζητήσει καταδικαστική απόφαση (αναλογο με writ fieri facias) με το σκεπτικό οτι το Δίκαιο της Θαλάσσης είναι μέρος του Ενωσιακού Δικαίου άρα πρέπει να είναι εφαρμοστέο απο τα μέλη της Ενωσης. Ή εαν μπορεί το ένα μελος να προσφύγει σε άλλο ενωσιακό οργανο π.χ. στην Επιτροπή αν οχι στο Δικαστήριο. Βέβαια, θα περιμενε κανείς οτι τα ίδια τα οργανα της ΕΕ θα ζητούσαν την εφαρμογή των αποφάσεων του ΔΔ σε θέματα Δικαιου της Θαλάσσης από ολα τα μέλη τους με την απειλή προστίμου. Διότι αυτή η ¨συντρέχουσα αρμοδιότητα¨πώς εφαρμόζεται επί του Ευρωπα’ι”κού πεδίου δεδομένου οτι το Διεθνες Δικαστηριο δεν εχει άμεσους εφαρμοστικούς μηχανισμούς; Παρτε για παράδειγμα την αποφαση του Διεθνους Ποινικού Δικαστηριου σχετικά με τον Νετανιάχου όπου πρέπει να συλληφθεί επι του εδάφους χωρών μελών της συμβασης της Ρωμης. Τι γίνεται όμως εαν ο Νετανιάχου δεν ειναι επι του εδαφους αλλα υπεριπταται επι του εναέριου χώρου; Μια αποφαση του ΔΔ Χαγης μαλλον θα ελεγε οτι ο εναριος χώρος ειναι “εδαφος” δηλ. στην πληρη αρμοδιοτητα και κυριαρχια του κρατους που εχει την κυριαρχία στο εδαφος απο κατω και πρεπει να αναγκασει η χωρα το αεροσκαφος σε προσγειωση. Θα μπορούσε η Κομισιον να απαιτησει απο την χώρα αυτη να κάνει κατι τέτιο; Η ΕΕ, βεβαια δεν ειναι μελος του ΔΠΔ αλλά ολα τα κρατη μελης της ειναι και η ιδια αποδεχεται πληρως το Δικαιο Ανθρωπινων Δικαιωματων (ΔΑΔ) μεσω (;) της δικης της συμβασης για το ελ λογω δικαιο. Εδώ κανω εναν παραλληλισμό μεταξύ του Δικαιου της Θαλάσσης και του ΔΑΔ δινοντας εμφαση στην εφαρμογή του. Θα μπορουσε μια χωρα που θελει το Νετανιάχου συλληφθεντα να παει σε οργανο της ΕΕ ή στο Δικαστηριο Ανθρωπινω Δικαιωματων της ΕΕ, η ακόμα και η ίδια η ΕΕ να ζητησει την τιμωρία μιας χωρας διότι δεν εφαρμοσε την αποφαση του ΔΠΔ που ειναι και η ιδια επι της ουσίας αποδεχεται;

Leave a Reply to Γ Σεριάτος Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα