Από την κυνική παραδοχή ότι όταν κάποιος παίρνει δάνειο για να αγοράσει ή να φτιάξει σπίτι, παίρνει και το ρίσκο να το χάσει, χαρακτηρίστηκε η ομιλία του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου.

Παρότι πολλοί αναφέρουν τον κύριο Τσακαλώτο ως «μαρξιστή», χαρακτηρισμό που αποδέχεται και ο ίδιος, η χθεσινή του παραδοχή, μάλλον μπορεί να θεωρηθεί ακραία καπιταλιστική. «Η κανονική αγορά στέγασης έχει πάντα ένα ρίσκο. Παίρνεις ένα δάνειο και κάποια στιγμή πρέπει να το ξεπληρώσεις. Έχεις και την πιθανότητα κάποια στιγμή να μη σου βγει αυτό το ρίσκο και να το χάσεις», δήλωσε στην Βουλή ο κ. Τσακαλώτος, συνεχίζοντας μάλιστα το επιχείρημά του με την ομολογία ότι προ κρίσης γίνονταν πλειστηριασμοί, χωρίς να υπάρχει κανένα κίνημα υποστήριξης των ανθρώπων που έχαναν τα σπίτια τους εξαιτίας χρεών.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ανέλυσε πως όποιος παίρνει δάνειο ρισκάρει και μπορεί να χάσει. Έτσι, έρχεται η κυβέρνηση να σώσει ό,τι μπορεί – δεν μπορεί όμως να τα σώσει και όλα, γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε και… ευχαριστημένοι με την ρύθμιση που «πέτυχε». Στο σύνολο της ομιλίας του εξάλλου, ο κύριος Τσακαλώτος επιχείρησε να πείσει ότι με το έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η χώρα έχει επιστρέψει στην «κανονικότητα» και στην «κανονικότητα» αυτή, η κυβέρνηση δεν μπορεί να επέμβει περισσότερο…

Εξίσου κυνικό ήταν και το επιχείρημα του κ. Τσακαλώτου πως το «ξήλωμα» του πλαισίου προστασίας πρώτης κατοικίας και οι χιλιάδες πλειστηριασμοί είναι δείγμα επιστροφής στην κανονικότητα. «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα ερώτημα υπάρχει, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε απόψεις. Ποιο κριτήριο προτείνετε εσείς και ποιο κριτήριο προτείνουμε εμείς για την επιστροφή στην κανονικότητα;» ανέφερε κατά την έναρξη της αποκαλυπτικής του ομιλίας για να αναπτύξει στην συνέχεια τις ενδείξεις που κατά τον ίδιο ομολογούν την επιστροφή σε κανονικές συνθήκες.

«Τώρα πάμε σε ένα άλλο κριτήριο που έχει να κάνει με αυτό το νομοσχέδιο» είπε ο άλλοτε υπέρμαχος του συνθήματος «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» για να υποστηρίξει πως το 2009 η κανονικότητα επέφερε 56.000 πλειστηριασμούς ενώ το 2012 η μη κανονικότητα της κρίσης επέβαλε τον «νόμο Κατσέλη» που προστάτευσε απόλυτα την πρώτη κατοικία:

«Γι’ αυτό, το 2009 υπήρχαν πενήντα έξι χιλιάδες πλειστηριασμοί και δεν υπήρχε ούτε κίνημα από το ΚΚΕ ούτε κίνημα από τον ΣΥΡΙΖΑ εναντίον αυτών των πλειστηριασμών, γιατί ήταν μία κανονική περίοδος με ανάπτυξη και ο κόσμος ήξερε ότι μπορούσε να πάρει ένα δάνειο και αν δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει, θα είχε κάποιο πρόβλημα. Αυτό που έγινε στην κρίση είναι ότι με τον «νόμο Κατσέλη» και όπως τον αλλάξαμε, δεν είμαστε στην κανονικότητα. Είναι μια περίοδος που ένας κόσμος είχε ένα σχέδιο ζωής που τώρα δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει για άλλους λόγους, όχι γιατί έγινε κακοπληρωτής, όχι διότι αποφάσισε ότι δεν τον νοιάζει να πληρώσει, αλλά επειδή οι συνθήκες άλλαξαν. Και σωστά, μπορούμε να συζητήσουμε αν ήταν καλύτερος ή χειρότερος ο «νόμος Κατσέλη», αν θα μπορούσε να ήταν καλύτερος ο «νόμος Κατσέλη-Σταθάκη», αλλά χρειαζόταν κάτι και σιγά-σιγά πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα» είπε χαρακτηριστικά.

Σε νέα παρέμβασή του λίγο αργότερα κατά την συζήτηση, ο κύριος Τσακαλώτος τόνισε ακόμα πως η ρύθμιση είναι εφάπαξ και με ημερομηνία λήξης, «για την κανονικότητα». «Διαφορετικά λέμε στον ελληνικό λαό ότι ποτέ δεν θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα», είπε χαρακτηριστικά για να ενισχύσει το επιχείρημά του.

Τσακαλώτος: Διαπραγματευόμαστε με… έξι!

Στην ίδια ομιλία άλλωστε, ο κ. Τσακαλώτος παραδέχθηκε κάτι ακόμα: Πως στην «μεταμνημονιακή» εποχή, πως μετά το πολυδιαφημισμένο «τέλος των μνημονίων» που ήρθε τον περασμένο Αύγουστο, πριν από οκτώ μήνες δηλαδή, ο ίδιος ακόμα «διαπραγματεύεται» για τα νομοσχέδια που θέλει ως κυβέρνηση να καταθέσει. Και μάλιστα, όπως είπε ακριβώς για την συγκεκριμένη ρύθμιση προστασίας της πρώτης κατοικίας, «ενώ διαπραγματευόμαστε με τέσσερις θεσμούς, στην πραγματικότητα δεσμευόμαστε με έξι, γιατί οι δύο από τους τέσσερις θεσμούς έχουν δύο καπέλα.

Δηλαδή, η Κομισιόν έχει ένα καπέλο που έρχεται εδώ και διαπραγματεύεται με εμάς για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση και έχει και ένα άλλο καπέλο, που είναι η Διεύθυνση Ανταγωνισμού, όπου η επιδότηση που δίνουμε εμείς για τους δανειολήπτες πρέπει να μην αποτελεί κρατική ενίσχυση. Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δύο καπέλα. Έχει το καπέλο που έρχεται σαν Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέρος των τεσσάρων θεσμών που διαπραγματεύεται με μας και έχει το καπέλο του επόπτη του SSM, που πρέπει να παρακολουθήσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος -όχι μόνο για την Ελλάδα-, γιατί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μια χώρα, όπως καταλαβαίνετε, επηρεάζει και τη σταθερότητα στην άλλη χώρα»!

Υπενθυμίζεται εξάλλου, ότι παρά την πολύμηνη διαπραγμάτευση, ακόμα και χθες, κατά την συζήτηση της ρύθμισης στη Βουλή, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει ακόμα μια φορά, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που ζήτησε τον περιορισμό του εύρους προστασίας των επιχειρηματικών δανείων, το οποίο και «έπεσε» στις 100.000 ευρώ.

Ολόκληρη η ομιλία του Ευκλείδη Τσακαλώτου:

Ευχαριστώ πολύ, κυρία Πρόεδρε.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα ερώτημα υπάρχει, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε απόψεις. Ποιο κριτήριο προτείνετε εσείς και ποιο κριτήριο προτείνουμε εμείς για την επιστροφή στην κανονικότητα; Πρέπει να το αποφασίσουμε εκ των προτέρων. Δεν μπορούμε να το αποφασίσουμε εκ των υστέρων. Πρέπει να έχουμε κάποιους κανόνες, να κάνουμε μια συζήτηση και να πούμε ότι αν γίνει το άλφα, το βήτα, το γάμμα, το δέλτα, έχουμε μια επιστροφή στην κανονικότητα, έχουμε ή δεν έχουμε βγει από το μνημόνιο. Όμως, αυτή η συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας βάζει κάθε φορά η Αντιπολίτευση ένα κριτήριο, καλύπτεται αυτό το κριτήριο και μετά πάμε σε άλλο κριτήριο, δεν μπορεί να συνεχιστεί.. Δεν βοηθά εσάς, δεν βοηθά εμάς και δεν βοηθά τον ελληνικό λαό να καταλαβαίνει, επιτέλους, τι γίνεται.

Βάλατε το κριτήριο ότι δεν θα βγούμε από το μνημόνιο. Όλοι τώρα λένε ότι βγήκαμε απ’ το μνημόνιο, εκτός από την Αντιπολίτευση. Το λένε οι τράπεζες, το λένε οι διεθνείς Οργανισμοί, το λένε τα κράτη-μέλη, το λένε οι δεξιοί, το λένε οι αριστεροί. Μετά υπήρχε το κριτήριο αν θα πάρουμε κάτι για το χρέος. Πήραμε κάτι για το χρέος. Μετά υπήρχε το κριτήριο αν θα μειωθούν οι συντάξεις. Δεν μειώθηκαν οι συντάξεις. μετά υπήρχε το κριτήριο αν θα επιστρέψουμε στις αγορές. Επιστρέψαμε δύο φορές στις αγορές και επιστρέψαμε με δεκαετές ομόλογο. Πού είναι γενικά το κριτήριο που διδάσκουμε στους φοιτητές μας για το τι είναι η κανονικότητα; Δηλαδή, αν οι αγορές είναι έτοιμες να σε δανείσουν για δέκα χρόνια, αυτό σημαίνει ότι έχει εμπιστοσύνη η αγορά ότι θα πάρει τα λεφτά της σε δέκα χρόνια. Άρα, έχεις επιστρέψει στην κανονικότητα.

Ο κ. Καραθανασόπουλος έβαλε ένα άλλο κριτήριο, πιο αυστηρό, δηλαδή ποιος θα πληρώσει τα «σπασμένα» της κρίσης. Είναι ένα σοβαρό κριτήριο. Δεν μπορεί να είναι μόνο γι’ αυτό το νομοσχέδιο, αλλά είναι ένα σοβαρό κριτήριο. Δηλαδή, είναι αυτή η Κυβέρνηση που έχει αυξήσει τον κατώτατο μισθό, έχει επιστρέψει τις συλλογικές συμβάσεις, έχει κάνει τα πρώτα βήματα για ένα σοβαρό κοινωνικό κράτος στη στέγαση, στην παιδεία. Είναι μια κυβέρνηση που λέει ότι βγαίνοντας από την κρίση, θα πρέπει να μπορέσουν αυτοί που υπέφεραν πιο πολύ να δουν το πρόσωπό τους στην ανάπτυξη. Πλήρωσαν πιο πολύ στην ύφεση, αλλά θα συνεχίσει ο κόσμος να ψηφίζει δεξιά και ακροδεξιά, αν καταλάβει ότι στην περίοδο της ανάπτυξης δεν θα μπορεί να δει το πρόσωπό της. Είναι κι αυτό ένα κριτήριο.

Τώρα πάμε σε ένα άλλο κριτήριο που έχει να κάνει με αυτό το νομοσχέδιο. Χρειάζεται να υπάρχει μια αγορά ακινήτων, μια αγορά για τα σπίτια; Μπορεί κάποιος από το ΚΙΝΑΛ ή από το ΚΚΕ να μου πει «Εμείς δεν θέλουμε καθόλου αγορά. Δεν την θέλουμε αυτήν την αγορά. Θέλουμε να υπάρχει κοινωνική στέγαση και σιγά-σιγά να μειωθεί το κομμάτι που είναι αγοραίο».

Είπατε κι εσείς, κύριε Καραθανασόπουλε, ότι στον καπιταλισμό είναι εμπόρευμα και δεν είναι δικαίωμα. Αυτό είναι μια θέση. Δεν ξέρω αν το ΚΙΝΑΛ το υποστηρίζει αυτό, γιατί ο κ. Κουτσούκος στη δική του ομιλία προσπάθησε να χτίσει ένα αφήγημα ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το αριστερό κόμμα, αριστερότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι δεξιοί είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία.

Ελπίζω να έχετε κάτι καλύτερο για τις εκλογές, γιατί η δυνατότητά σας να πείσετε τον κόσμο ότι είστε πιο αριστεροί από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο πιθανό με το να πείσω εγώ τους Μανδαρίνους της Κίνας ότι είμαι πιο κομφουκιανός από ό,τι είναι αυτοί οι Μανδαρίνοι. Κάτι άλλο πρέπει να σκεφτείτε. Αυτό δεν είναι επιχείρημα.

Άρα, υπάρχει μια αγορά για σπίτια. Αυτήν την αγορά μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δύο περιπτώσεις. Υπάρχει η αγορά στην κανονικότητα, όταν γενικά είναι κανονικές οι συνθήκες και η αγορά όταν είμαστε εκτός κανονικότητας, όταν έχουμε μια τεράστια ύφεση, για παράδειγμα. Γενικά, στην κανονικότητα, αν εγώ κάνω μια συμφωνία με τον σύντροφό μου τον Νίκο ότι θα μου δώσει 50.000 ευρώ για να χτίσω ένα σπίτι, περιμένει ο σύντροφος ο Νίκος –πόσω μάλλον η τράπεζα- ότι κάποια στιγμή θα πάρει τα λεφτά του. Όσο και να με συμπαθεί, όσο και να είναι σύντροφος, κάποια στιγμή θα θέλει πίσω τα 50.000 ευρώ.

Άρα, η κανονική αγορά στέγασης έχει πάντα ένα ρίσκο. Παίρνεις ένα δάνειο και κάποια στιγμή πρέπει να το ξεπληρώσεις. Έχεις και την πιθανότητα κάποια στιγμή να μη σου βγει αυτό το ρίσκο και να το χάσεις. Γι’ αυτό, το 2009 υπήρχαν πενήντα έξι χιλιάδες πλειστηριασμοί και δεν υπήρχε ούτε κίνημα από το ΚΚΕ ούτε κίνημα από τον ΣΥΡΙΖΑ εναντίον αυτών των πλειστηριασμών, γιατί ήταν μία κανονική περίοδος με ανάπτυξη και ο κόσμος ήξερε ότι μπορούσε να πάρει ένα δάνειο και αν δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει, θα είχε κάποιο πρόβλημα.

Αυτό που έγινε στην κρίση είναι ότι με τον «νόμο Κατσέλη» και όπως τον αλλάξαμε, δεν είμαστε στην κανονικότητα. Είναι μια περίοδος που ένας κόσμος είχε ένα σχέδιο ζωής που τώρα δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει για άλλους λόγους, όχι γιατί έγινε κακοπληρωτής, όχι διότι αποφάσισε ότι δεν τον νοιάζει να πληρώσει, αλλά επειδή οι συνθήκες άλλαξαν. Και σωστά, μπορούμε να συζητήσουμε αν ήταν καλύτερος ή χειρότερος ο «νόμος Κατσέλη», αν θα μπορούσε να ήταν καλύτερος ο «νόμος Κατσέλη-Σταθάκη», αλλά χρειαζόταν κάτι και σιγά-σιγά πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα.

Επιστρέφω στο ερώτημα του κ. Καραθανασόπουλου. Αυτός ο νόμος εδώ προσπαθεί να κάνει αυτό που έκανε ο Ρούσβελτ τη δεκαετία του 1930. Ο Ρούσβελτ τη δεκαετία του 1930 έκανε έναν νόμο στη μεγάλη ύφεση εκείνης της στιγμής στην Αμερική, με τον οποίο είπε να μοιραστεί το κόστος ανάμεσα στις τράπεζες, στους δανειολήπτες και στο κράτος. Αυτό κάνει.

Δηλαδή, σε αυτό το νομοσχέδιο υπάρχει αυτή η βασική σύλληψη, ότι δηλαδή για να βγούμε από την κρίση και να πάμε στην κανονικότητα, σιγά-σιγά πρέπει να μοιραστεί το κόστος με το κράτος που δίνει την επιδότηση, με τις τράπεζες που θα χάσουν λεφτά με τις διευκολύνσεις που θα κάνουν –αρκετά λεφτά, μπορώ να σας πω και στοιχεία άμα ζητήσετε- και τον ίδιο τον δανειολήπτη. Πώς αλλιώς θα δουλέψει, για να μπορούν –φαντάζομαι ότι κι εσείς του ΚΚΕ και εσείς του ΠΑΣΟΚ το υποστηρίζετε- και νέα ζευγάρια να πάρουν καινούργια δάνεια; Εκτός αν πείτε ότι δεν σας ενδιαφέρει αυτό, ότι ποτέ ξανά ένα νέο ζευγάρι δεν θα πάρει ένα δάνειο για να μπορεί να επιζήσει.

Ακούω αυτό που είπε ο κύριος Μητσοτάκης ότι αυτό που κάνουμε και κάνατε δεν βραβεύει κατά κάποιο τρόπο -δεν ξέρω αν το είπε με αυτά τα λόγια που το λέω- τους δανειολήπτες που πάντα τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους. Το ακούω.

Υπάρχει μια αδικία. Πρέπει να σας πω, όμως -να συζητήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό που ακούω- ότι όλα αυτά τα συστήματα, από τον Ρούσβελτ μέχρι το δικό σας και το δικό μας, έχουν μια αδικία για τους ανθρώπους που είναι καλοπληρωτές. Είναι στη φύση τους. Απλώς, το να μη βοηθήσεις αυτούς τους ανθρώπους που έχουν πρόβλημα θα δημιουργήσει τέτοιες κακές οικονομικές συνθήκες, που και στους καλοπληρωτές θα έλθει μπούμερανγκ. Το ακούω ότι είναι ένα πρόβλημα.

Τώρα, τι κάνει αυτό το νομοσχέδιο; Αυτό το νομοσχέδιο ουσιαστικά έχει δύο πυλώνες. Ο ένας πυλώνας είναι στον παλιό νόμο Κατσέλη με την προστασία της πρώτης κατοικίας. Ο δεύτερος πυλώνας είναι σε νέα προσέγγιση για να μειωθούν τα ««κόκκινα» δάνεια. Αυτό είναι μια προσέγγιση που έχουμε εμείς, μια παρέμβαση καλύτερα να το πω, μέσα σε πολλές παρεμβάσεις που έχουμε κάνει τον τελευταίο καιρό για να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια.

Να συζητήσουμε, πρώτον, αν είναι καλός ο στόχος. Φαντάζομαι ότι ακόμα και το ΚΚΕ λέει ότι είναι σωστός ο στόχος να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια, γιατί δεν υπάρχει προσέγγιση για νέο δανεισμό χωρίς να λυθούν τα προβλήματα των «κόκκινων» δανείων. Για αυτό έχουμε κάνει τον εξωδικαστικό, για αυτό έχουμε κάνει καινούργιες παρεμβάσεις για τη χρεοκοπία, γι’ αυτό έχουμε παρουσιάσει ως Υπουργείο Οικονομικών το σχέδιο εγγυήσεων τραπεζών για να βοηθήσουν, που αυτή τη στιγμή είναι στη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν. Γι’ αυτό συζητάμε την πρόταση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που και αυτή εν δυνάμει μπορεί να βοηθήσει. Την έχω αυτήν την πρόταση και τη μελετάμε για να πάει και αυτή στη Διεύθυνση Ανταγωνισμού.

(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Υπουργού)

Θα θελήσω λίγο ακόμα χρόνο, κυρία Πρόεδρε.

Όλα αυτά τα πράγματα γίνονται για να βοηθήσουν τις τράπεζες να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια. Και, βεβαίως, κάνουν και οι τράπεζες δικές τους παρεμβάσεις.

Όμως, επειδή αυτό το νομοσχέδιο έχει δύο πόδια, δύο πυλώνες, όπως είπα, χρειαζόταν να διαπραγματευτούμε με τους τέσσερις θεσμούς, γιατί η συνέχιση του πυλώνα του νόμου Κατσέλη ήταν μέσα στις μνημονιακές δεσμεύσεις.

Θέλω να σας πω ότι στην ουσία, ενώ διαπραγματευόμαστε με τέσσερις θεσμούς, στην πραγματικότητα δεσμευόμαστε με έξι, γιατί οι δύο από τους τέσσερις θεσμούς έχουν δύο καπέλα. Δηλαδή, η Κομισιόν έχει ένα καπέλο που έρχεται εδώ και διαπραγματεύεται με εμάς για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση και έχει και ένα άλλο καπέλο, που είναι η Διεύθυνση Ανταγωνισμού, όπου η επιδότηση που δίνουμε εμείς για τους δανειολήπτες πρέπει να μην αποτελεί κρατική ενίσχυση.

Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δύο καπέλα. Έχει το καπέλο που έρχεται σαν Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέρος των τεσσάρων θεσμών που διαπραγματεύεται με μας και έχει το καπέλο του επόπτη του SSM, που πρέπει να παρακολουθήσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος -όχι μόνο για την Ελλάδα-, γιατί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μια χώρα, όπως καταλαβαίνετε, επηρεάζει και τη σταθερότητα στην άλλη χώρα.

Γι’ αυτό χρειάστηκε να διαπραγματευτούμε τόσο καιρό. Δεν ήτανε μόνο η μνημονιακή και η μεταμνημονιακή περίοδος που είναι στην Οδηγία 472. Ακόμα και αν δεν ήμασταν στην ενισχυμένη παρακολούθηση, η ΕΚΤ και το SSM έχουν ρόλο στις χώρες για να δουν αν αυτές οι παρεμβάσεις του κράτους βοηθάνε ή δεν βοηθάνε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Άρα, έχουμε έναν νόμο που σε κάποια σημεία βελτιώνει την κατάσταση. Είναι ένας νόμος που είναι πολύ περισσότερο υπέρ της ισότητας από τον κυπριακό νόμο, όπου η βοήθεια ήταν οριζόντια. Είναι ένας νόμος που για πρώτη φορά έχει μέσα και επιχειρηματίες ως φυσικά πρόσωπα και επιχειρηματίες που έχουν επιχειρηματικά δάνεια με ενέχυρο την πρώτη κατοικία και έχει, βεβαίως, τη συμβολή του κράτους.

Τι ήταν το πρόβλημα του SSM και τι είναι για οποιαδήποτε στρατηγική μείωσης των «κόκκινων δανείων», είτε είναι αυτή που συζητάμε σήμερα ή είναι το σύστημα εγγυήσεων που έχω καταθέσει στη Διεύθυνση Ανταγωνισμού; Όλα τα συστήματα, μα όλα -αυτά που κάνουμε εμείς, αυτά που κάνουν στην Ιταλία, αυτά που θα κάνει οποιαδήποτε χώρα έχει πρόβλημα «κόκκινων» δανείων- έχουν κάποιο ρίσκο.

Τα καλά νέα είναι ότι το ρίσκο που έχει το δικό μας το σχέδιο, αυτό που παρουσιάζουμε τώρα, δεν επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Παρόλα όσα έχουν ακουστεί για τις τράπεζες, σας υπενθυμίζω ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν κεφαλαιακή επάρκεια, πέρασαν τα stress tests, πιάνουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δάνειων που έχουν κάθε χρόνο από το SSM και είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση.

Άρα, το SSM μάς λέει ότι με αυτόν το νόμο δεν επηρεάζεται η κεφαλαιακή επάρκεια, αλλά έχουμε ένα άγχος γιατί θα χρειαστούμε προβλέψεις σε ένα σενάριο δυσμενές. Δηλαδή, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, θα χρειαστεί οι τράπεζες να κάνουν και άλλες προβλέψεις. Και εκεί έγινε η συζήτηση την τελευταία εβδομάδα, πώς μπορεί –λέει- το SSM και το ECB να περιορίσουν την περίμετρο, που θα γινόταν και να μην ήμασταν στη μεταμνημονιακή παρακολούθηση, για να μπορεί να υπάρχει σιγουριά ότι δεν θα υπάρχει μεγάλο ρίσκο για περαιτέρω προβλέψεις.

Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να σας πω ότι θα υπάρχει μια νομοθετική βελτίωση που αλλάζει έναν αριθμό συγκεκριμένα, που θα έρθει σε λίγο, που περιορίζει λίγο την περίμετρο μόνο για τα επιχειρησιακά δάνεια. Δεν επηρεάζει πολύ κόσμο, αλλά είναι σημαντικό και μετά από αυτό έχουμε και το πράσινο φως και από την ECB -επαναλαμβάνω- την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το καπέλο του SSM.

Επιστρέφω -και συγνώμη, κυρία Πρόεδρε- με την τελευταία μου φράση, από εκεί που άρχισα. Θέλω να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση για τα κριτήρια της κανονικότητας: ότι κάνουμε αυτό το νομοσχέδιο, ότι έχουμε ένα σχέδιο που επιμερίζει το κόστος ανάμεσα στο κράτος, στον δανειολήπτη και στις τράπεζες είναι ένα βήμα επιστροφής στην κανονικότητα. Ότι δεν θα επηρεάσει ούτε την κεφαλαιακή επάρκεια αυτή η βοήθεια που δίνουμε στον κόσμο να ξεπληρώσει το χρέος του, είναι κριτήριο επιστροφής στην κανονικότητα. Ότι τώρα με τη συμφωνία που έχουμε με την ECB για τις προβλέψεις που θα χρειάζονται οι τράπεζες, είναι κριτήριο επιστροφής της κανονικότητας.

Ελπίζω τώρα που έχουμε λύσει και αυτό, να μας πείτε το καινούργιο κριτήριο για να μπορείτε να πείτε και εσείς ότι έχουμε επιστρέψει στην κανονικότητα, να πείτε και εσείς ότι έχουμε φύγει από το μνημόνιο. Όμως, ας το πούμε εκ των προτέρων και ας μην παίζουμε παιχνίδια και κάθε λίγο και λιγάκι να βρίσκουμε ένα καινούργιο κριτήριο γιατί έχει αποτύχει η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

europost.gr