Η υποψήφιας Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων θέλει να αποκαταστήσει την έννοια της πραγματικής απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα

Με μία επιστολή που επανατοποθετεί και επαναπροσδιορίζει την έννοια του πραγματικού δικαστή και του ρόλου της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα του σήμερα, η εφέτης Μαργαρίτα Στενιώτη, υποψήφια Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων απευθύνεται στους συναδέλφους της δικαστές και εισαγγελείς, λίγο πριν τις εκλογές της Ένωσης.
Στην επιστολή μιλάει την γλώσσα που πρέπει να μιλάνε οι δικαστές και οι εισαγγελείς απέναντι στη εκτελεστική εξουσία: Την γλώσσα της αλήθειας, χωρίς να αποκρύπτει ή να ωραιοποιεί καταστάσεις και αναφωνεί προς την κυβέρνηση: Διακηρρύσει  «Κάτω τα χέρια από τη Δικαιοσύνη», αφού προηγουμένων αναλύει και παίρνει θέση σε «καυτά» ζητήματα, ενώ καταγγέλλει ότι:
«Ψηφίζονται νομοθετήματα, όπως ο νόμος για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, κατατίθενται σχέδια νόμου, όπως ο Οργανισμός Δικαστηρίων, που μοναδικό σκοπό έχουν να «πνίξουν» το ελεύθερο φρόνημα των Δικαστών και να περιορίσουν τη δικαστική ανεξαρτησία.
Κομματικοί εκπρόσωποι προβαίνουν σε δηλώσεις περί ίδρυσης δεύτερης σχολής δικαστών για να αποφοιτούν απ’ αυτήν «οι δικοί τους δικαστές», οι αρεστοί, σε δηλώσεις περί «διορισμού δύο τριών χιλιάδων δικαστών και εθελουσίας εξόδου δικαστών με σκοπό την αλλαγή συσχετισμού στη Δικαιοσύνη», εκδηλώνοντας έτσι την άποψη που έχουν για τη Δικαιοσύνη (δική μας και δική σας)».
Ολόκληρη η επιστολή έχει ως εξής:
«Το ήθος, το σθένος, η νομική κατάρτιση, το αίσθημα ευθύνης, η εργατικότητα και η αφοσίωση στο καθήκον είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των Ελλήνων Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών.
Εμείς το γνωρίζουμε, όπως το γνωρίζουν και οι πολίτες, που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη, στο καταφύγιο απέναντι στην αδικία και αποτελεσματικό προστάτη των ατομικών ελευθεριών και των αγαθών του ανθρώπου.
Όπως, επίσης, γνωρίζουμε ότι ο Έλληνας Δικαστής βρίσκεται νυχθημερόν πάνω από μία δικογραφία.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι, που τείνουν, να το αγνοούν και με ευκολία, προς εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, μετακυλίουν όλες τις ευθύνες για τα προβλήματα της Δικαιοσύνης στον Δικαστή, με συνέπεια ο τελευταίος να ασκεί το υψηλό λειτούργημά του σ’ ένα εχθρικό τοπίο.
Σ’ ένα εχθρικό τοπίο που δημιουργείται από εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας, της αντιπολίτευσης, των κομμάτων και μερίδας του Τύπου, που καθημερινά επιδίδονται σε αγώνα αποδόμησης του έργου των Δικαστών.
Ψηφίζονται νομοθετήματα, όπως ο νόμος για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, κατατίθενται σχέδια νόμου, όπως ο Οργανισμός Δικαστηρίων, που μοναδικό σκοπό έχουν να «πνίξουν» το ελεύθερο φρόνημα των Δικαστών και να περιορίσουν τη δικαστική ανεξαρτησία.
Κομματικοί εκπρόσωποι προβαίνουν σε δηλώσεις περί ίδρυσης δεύτερης σχολής δικαστών για να αποφοιτούν απ’ αυτήν «οι δικοί τους δικαστές», οι αρεστοί, σε δηλώσεις περί «διορισμού δύο τριών χιλιάδων δικαστών και εθελουσίας εξόδου δικαστών με σκοπό την αλλαγή συσχετισμού στη Δικαιοσύνη», εκδηλώνοντας έτσι την άποψη που έχουν για τη Δικαιοσύνη (δική μας και δική σας).
Δημιουργούνται ιδιωτικά κινήματα για την αντιμετώπιση της παθογένειας της καθυστέρησης της Δικαιοσύνης, εκδηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη θέση, ότι η πολιτεία είναι ανίκανη να εξεύρει λύση και αγνοώντας ότι λύσεις υπάρχουν αλλά οι εκάστοτε κυβερνώντες «φοβούνται» το πολιτικό κόστος και περιορίζονται στη ψήφιση νόμων, που «δήθεν» θα συμβάλλουν στην επιτάχυνση της Δικαιοσύνης.
Απολύθηκαν, πρόσφατα, ελάχιστοι Δικαστές και αποτέλεσε πρώτη είδηση σε μερίδα του τύπου. Ο πομπώδης τρόπος παρουσίασης του θέματος είχε μοναδικό σκοπό τον εκφοβισμό των λοιπών Δικαστών.
Κανένας δεν ανέδειξε το λόγο της απόλυσης. Λόγος αυτής δεν ήταν η ανεντιμότητα, η ανηθικότητα, ήταν η υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
Κανένας δεν ανέδειξε ότι το λειτούργημα του Δικαστή δεν είναι διεκπεραιωτική εργασία, ότι ο Δικαστής καταθέτει την ψυχή του πάνω στη δικογραφία, γιατί γνωρίζει ότι πίσω απ’ αυτή υπάρχει ο Άνθρωπος.
Δεν ανέδειξε, ότι από την ημέρα που ο Δικαστής ορκίζεται  θέτει, πλέον, στο περιθώριο τα δικά του προβλήματα (οικογενειακά, προσωπικά, υγείας) και ασχολείται με τα προβλήματα των πολιτών και ότι κάποιοι ελάχιστοι δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το δύσκολο και επίπονο έργο.
Κυβερνητικός παράγοντας καλεί τους Δικαστές να «ανοίξουν τα μάτια τους», γιατί η «χώρα τρέχει με χίλια και η Δικαιοσύνη με εκατό», δίχως να διερωτάται γιατί τρέχει με εκατό (αν βέβαια τρέχει με εκατό, το οποίο δύναμαι να αμφισβητήσω με στοιχεία). Είναι υπεύθυνος ο Δικαστής για την πολυνομία και την κακονομία;
Είναι υπεύθυνος ο Δικαστής για το γεγονός ότι οι Ποινικοί Κώδικες ψηφίσθηκαν εσπευσμένα και νύκτα και έκτοτε τροποποιούνται συνεχώς, δημιουργώντας πλήρη ανασφάλεια δικαίου;
Είναι υπεύθυνος ο Δικαστής  για τη μη ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, την οποία ακούμε επί χρόνια ότι υλοποιείται  και ακόμη βρίσκεται σε νηπιακά βήματα, για τη μη εισαγωγή νέων τεχνολογιών στη Δικαιοσύνη;
Είναι υπεύθυνος ο Δικαστής για τη μη εξασφάλιση αξιοπρεπών κτιριακών υποδομών και συντήρηση αυτών; Είναι υπεύθυνος ο Δικαστής για την υποστελέχωση των δικαστικών γραμματειών και πρόσφατα την πλήρη ερήμωσή τους από ανθρώπινο δυναμικό;
Τη Δικαιοσύνη οι εκάστοτε κυβερνώντες την θέλουν «επαίτη», διότι πιστεύουν, εντελώς λανθασμένα, ότι έτσι μπορούν να την χειραγωγήσουν.
Οι Έλληνες Δικαστές έχουν, όμως, αποδείξει ότι δεν χειραγωγούνται, αντίθετα αγωνίζονται καθημερινά και κρατούν ψηλά το Κύρος της Δικαιοσύνης.
Οι Δικαστές το μόνο που έχουμε να πράξουμε είναι να εξακολουθήσουμε να απονέμουμε δίκαιο, όπως μέχρι σήμερα, με ευσυνειδησία, ωστόσο μέσω της Ένωσής μας και πάντα με θεσμικό τρόπο πρέπει, να βροντοφωνάξουμε:
Ας σταματήσει, πλέον, η στοχοποίηση των Δικαστών.
Ας παύσει, επιτέλους, η πολιτικο – κομματική  εκμετάλλευση του θεσμού της Δικαιοσύνης και η επικοινωνιακή χρησιμοποίησή της απ’ όλους.
Σεβαστείτε το μόχθο των Δικαστών.
Δημιουργήστε καλύτερες συνθήκες απονομής της Δικαιοσύνης, ώστε να δείξετε έμπρακτα το σεβασμό σας στους πολίτες.
Ας επικρατήσει ο αλληλοσεβασμός μεταξύ των εκπροσώπων των τριών λειτουργιών και ο θεσμικός διάλογος, που θα έχει σαν αποτέλεσμα την εμπέδωση Δικαιοσύνης ανεξάρτητης, αξιόπιστης, αποτελεσματικής και ταχείας.
Κάτω τα χέρια από τη Δικαιοσύνη.
Από τη δική μας πλευρά, όμως, απαιτείται να έχουμε μία Ένωση με κύρος και αξιοπιστία, δίχως κομματικές αναφορές, δίχως στόχευση να επικρατήσει συγκεκριμένη κομματική ιδεολογία στο Δικαστικό Σώμα, δίχως επίδειξη άκρατου λαϊκισμού, δίχως παρεμβάσεις σε εκκρεμείς υποθέσεις, δίχως τοποθετήσεις υπέρ καταδικασμένων αμετάκλητα τρομοκρατών, δίχως «χαρτοπόλεμο ανακοινώσεων», δίχως διχαστικό λόγο, δίχως διχασμό σε βόρειους και νότιους, σε καλά και κακά ειρηνοδικεία, δίχως επικράτηση του ψεύδους και της συκοφαντίας.
Αυτά που βιώσαμε κατά τη διάρκεια της θητείας του απερχόμενου προεδρείου και καταγράφηκαν ως μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ένωσής μας πρέπει να μείνουν στο παρελθόν και στις αρχαιρεσίες της 8ης και 15ης Μαϊου  να μεριμνήσουμε όλοι για τη μη επανάληψή τους.
Με σταθερά σημεία αναφοράς το Κύρος και την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αφού σας ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη, με την οποία με έχετε περιβάλει επί πολλά έτη και σας διαβεβαιώσω ότι θα εξακολουθήσω να αγωνίζομαι για αρχές και αξίες και προς το συμφέρον μόνο της Δικαιοσύνης και του Δικαστή, σας καλώ να σχεδιάσουμε μαζί το μέλλον της Δικαιοσύνης.
Σας καλώ να με τιμήσετε με τη ψήφο σας καθώς και τους συναδέλφους – συνοδοιπόρους μου (κ.κ. Βελία Νικήτα, Ειρηνοδίκη, Βεργώνη Ευστάθιο, Εισαγγελέα Εφετών, Βουλγαρίδη Κωνσταντίνο, Εφέτη, Καραναστάση Βασίλη, Πρωτοδίκη, Κώνστα Ελευθερία, Εφέτη, Μαυρίδη Χαράλαμπο, Εφέτη, Φούκα Δημήτριο, Προέδρο  Πρωτοδικών), με τους οποίους με ενώνει κοινό όραμα για τη Δικαιοσύνη και όλοι μαζί να χαράξουμε πορεία προς μία νέα, αναγεννημένη, δημοκρατική Ένωση, μία Ένωση μαχητική και κυρίως αποτελεσματική, που θα διαμορφώνει τις εξελίξεις και δεν θα τις ακολουθεί και που θα ανήκει στα μέλη της και μόνο».