Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Του Γιώργου Ν. Πινακίδη, Δικηγόρου, Διδάκτορα Νομικής

Οι επικείμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, πέραν της αυτονόητης πολιτικής τους κρισιμότητας, αποτελούν παράλληλα πεδίο δοκιμής σοσιαλδημοκρατικών προτάσεων διακυβέρνησης.

Στη Γαλλία τον τόνο δίνει ο Εμανουέλ Μακρόν, πρώην Υπουργός Οικονομίας του Προέδρου Ολάντ, ο οποίος κατέρχεται ως ανεξάρτητος υποψήφιος, επικεφαλής δικού του προσωποπαγούς κινήματος. Παρότι γόνος ο ίδιος των ελίτ της χώρας, επιχειρεί να εκφράσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, θέτοντας στο επίκεντρο της πρότασής του τη μεσαία τάξη. Απαλλαγμένος από την αναχρονιστική, όπως δηλώνει, διάκριση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς – απέφυγε άλλωστε να διεκδικήσει το χρίσμα του σοσιαλιστικού κόμματος-, επαγγέλλεται μια μεταρρυθμιστική δέσμη ιδεών για τη γαλλική κοινωνία. Στις διακηρύξεις του βρίσκει κανείς προτάσεις του κλασικού σοσιαλδημοκρατικού καταλόγου, όπως την  ενίσχυση των επιδομάτων ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, την ένταξη στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας πολιτών από υποβαθμισμένες περιοχές, την κατάργηση προνομιακών συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Από την άλλη πλευρά, βρίσκει προτάσεις φιλελεύθερης αντίληψης, όπως τη λελογισμένη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, την εκποίηση σε ιδιώτες της κρατικής συμμετοχής σε επιχειρήσεις εθνικής σημασίας και τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Περίοπτη θέση στο πρόγραμμά του κατέχουν θέσεις που αφορούν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως αυτή για τη μείωση του αριθμού των βουλευτών και των μελών της Γερουσίας ή για την απαγόρευση απασχόλησης συγγενών από πολιτικά πρόσωπα – στη σκιά των σχετικών υποθέσεων που διερευνώνται στη Γαλλία. Ο Μακρόν τάσσεται υπέρ της διαφάνειας στην πολιτική και ενός νέου δημοσίου ήθους των πολιτικών προσώπων, ενώ θεωρεί προβληματικό τον μικρό βαθμό ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού και εισηγείται την επιβολή περιορισμών στις θητείες των πολιτικών προσώπων.

Στη Γερμανία ο νεοεκλεγείς ηγέτης του SPD Μάρτιν Σουλτς, τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Αν και προερχόμενος από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, επιδιώκει την αναθεώρηση της agenda 2010, της κυβερνητικής δηλαδή πολιτικής του Καγκελαρίου Σρέντερ, η οποία συντέλεσε τα μέγιστα στην εδραίωση του γερμανικού εξαγωγικού μοντέλου, εξασφαλίζοντας για τη Γερμανία κυρίαρχο πολιτικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα, ταυτόχρονα όμως ενοχοποιείται για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την υπέρμετρη προώθηση των συμφερόντων των επιχειρήσεων έναντι των συμφερόντων των εργαζομένων. Στο πρόγραμμα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος περιλαμβάνονται μέτρα όπως η επιμήκυνση του χρόνου χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, η επιβολή περιορισμών στις απολαβές διευθυντικών στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων, η ενίσχυση του ρόλου των συνδικάτων στη λήψη των αποφάσεων, η αποκατάσταση των συμβάσεων αορίστου χρόνου ως κύριας μορφής σχέσης εξαρτημένης εργασίας, όπως επίσης και πολιτικές προστασίας της οικογένειας και διασφάλισης της θέσης της γυναίκας στις εργασιακές σχέσεις. Όλα αυτά συντείνουν σε μια στροφή προς «περισσότερη δικαιοσύνη», σύμφωνα με το βασικό προεκλογικό σύνθημα των γερμανών σοσιαλδημοκρατών.

Είναι άραγε δόκιμη μια σύγκριση των προγραμμάτων αυτών; Εκ πρώτης όψεως το πρόγραμμα Μακρόν προσομοιάζει περισσότερο στην ατζέντα Σρέντερ, την οποία το ιδεολογικά ανακαινισμένο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επιχειρεί να υπερβεί. Είναι όμως προφανές ότι η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα. Το πιο προηγμένο στάδιο ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με τα συσσωρευμένα πλεονάσματα, καθιστούν εφικτή τη διατύπωση μιας περισσότερο γενναιόδωρης αναδιανεμητικής πρότασης. Στη Γαλλία αντίθετα, οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Εκεί προέχει ο εξορθολογισμός Κράτους και οικονομίας, πεδία στα οποία η απερχόμενη διοίκηση Ολάντ δεν σημείωσε ικανοποιητικές επιδόσεις.

Παρόλα αυτά, μπορεί κανείς να διακρίνει κοινά στοιχεία. Κατ’ αρχάς, είναι εμφανής μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από μια «βαλτωμένη» σοσιαλδημοκρατία, η οποία δεν κατάφερε, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας, να προσφέρει λύσεις αποδεκτές από την πλειοψηφία των πολιτών. Γι’ αυτό το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα παραπαίει, με τον επίσημο υποψήφιό του να συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες συμμετοχής στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ενώ, αντίθετα, το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, υπό τη νέα του ηγεσία, δείχνει να ανακτά την εκλογική του ικμάδα, μετά τον πολυετή εγκλωβισμό του σε οικονομικά φιλελεύθερες επιλογές και στους καταναγκασμούς της συγκυβέρνησης με τους χριστιανοδημοκράτες.

Δεύτερον, πρέπει κανείς να επισημάνει τη διακηρυγμένη πίστη των προοδευτικών δυνάμεων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, σε αντίθεση με έναν ευρωσκεπτικιστικό ή και ευθέως αντιευρωπαϊκό λόγο, ιδίως στη Γαλλία, όπου η Λεπέν προπαγανδίζει την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη ή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προσήλωση στην ευρωπαϊκή ιδέα συνιστά ταυτόχρονα απόρριψη του οικονομικού προστατευτισμού και της εθνικής περιχαράκωσης, αλλά και μιας θρησκευτικής και κοσμοθεωρητικής αποστείρωσης των κοινωνιών, έναντι των προσφύγων και των μεταναστών που διαβιούν στο έδαφος της ηπείρου. Δεν σημαίνει όμως άκριτη αποδοχή του υφιστάμενου θεσμικού και οικονομικού status, σε μια στιγμή μάλιστα που η συζήτηση για αλλαγές στην Ευρώπη έχει δυναμικά ανοίξει. Ο ίδιος ο Σουλτς άλλωστε, ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εισήγαγε ένα λιγότερο γραφειοκρατικό και πιο φιλικό προς τις κοινωνίες πρόσωπο ευρωπαϊκής διοίκησης. Κοινό πάντως τόπο φαίνεται να αποτελεί η θέση, ότι το γήπεδο της κριτικής απέναντι στα κακώς κείμενα στην Ευρώπη, δεν πρέπει να παραχωρηθεί στους πολέμιούς της.

Τρίτον, είναι ευδιάκριτη, περισσότερο ή λιγότερο, μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων ελίτ. Της πολιτικο-επιχειρηματικής στη Γερμανία, υπόλογης για την επιβολή φιλελεύθερων πολιτικών, της πολιτικο-διοικητικής στη Γαλλία, υπεύθυνης για τις δυσλειτουργίες του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Η -περιορισμένα έστω- «αντισυστημική» αυτή τοποθέτηση κρατάει όμως αποστάσεις ασφαλείας από την ακροδεξιά ρητορική, υπό την ειδικότερη εκδοχή με την οποία αυτή εμφανίζεται στο εσωτερικό κάθε χώρας. Είναι ίσως καλό δείγμα δημόσιου λόγου, που αποφεύγει τόσο την ταύτιση με τις κρατούσες ελίτ, όσο και τη διολίσθηση προς τον λαϊκισμό.

Πρόκειται απλώς για τη συνήθη προσαρμογή του πολιτικού λόγου στις προεκλογικές ανάγκες ή μήπως για μια πιο διεισδυτική ανάγνωση των σύγχρονων ρευμάτων που διατρέχουν τις κοινωνίες σε Ευρώπη και Αμερική, με έμφαση σε μια αντι-ελίτ προσέγγιση; Ό,τι και να συμβαίνει, οι προοδευτικές δυνάμεις επιχειρούν να ξαναπιάσουν το νήμα κλασικών σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών και να ανακτήσουν την επαφή με την κοινωνική τους βάση. Φαίνεται προσώρας ότι το πετυχαίνουν.

Έχουν όλα αυτά κάποια αξία για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις; Προφανώς έχουν, εκτός αν κανείς θεωρήσει ότι η εθνική δυσανεξία, μας αποκόπτει από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Καθώς η κρίση διεύρυνε το χάσμα μεταξύ πλούσιου και φτωχού τμήματος της κοινωνίας, η διατύπωση μιας πρότασης που επικοινωνεί με τα προτάγματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας παρίσταται, περισσότερο από ποτέ, αναγκαία.

Η πτώση των μισθών, όχι όμως και των τιμών, οδήγησε σε μία ανισόρροπη εσωτερική υποτίμηση, η οποία δοκιμάζει, καιρό τώρα, τις αντοχές του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας. H ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση δημιουργεί, παραδόξως, από την άλλη πλευρά ευκαιρίες. Διαμορφώνει προοπτικές αναπτυξιακές, αρκεί το πολιτικό σύστημα να τις εντοπίσει και να τις αξιοποιήσει, οργανώνοντας επιτέλους ένα στέρεο και ασφαλές πλαίσιο για την επιχειρηματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση, μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος, στο οποίο εν πολλοίς οφείλεται το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.

Απέναντι σε εφαρμοσμένες πολιτικές που οδηγούν στην προϊούσα φτωχοποίηση του πληθυσμού και στην εκ των υστέρων «διάσωσή» του, πρέπει να προταχθεί η διαφύλαξη και αποκατάσταση της μεσαίας τάξης. Αυτό θα συμβεί μέσω της σταδιακής άρσης της υπερφορολόγησης των πολιτών και της εκλογίκευσης των συνθηκών εργασίας, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να τονωθεί το επενδυτικό κλίμα.

Σε μια χώρα περιορισμένης δημοσιονομικής κυριαρχίας, λόγω της συγκυρίας των δανειακών συμβάσεων, τα περιθώρια άσκησης οικονομικής πολιτικής είναι εκ των πραγμάτων στενά. Γι’ αυτό πρέπει να συμφωνηθεί με τους θεσμικούς πιστωτές η υπαγωγή τμήματος του δανεισμού, το οποίο κατευθύνεται αποκλειστικά προς αναπτυξιακούς ή κοινωνικούς σκοπούς, σε ειδικό, ιδιαιτέρως ευνοϊκό καθεστώς αποπληρωμής σε σχέση με το υπόλοιπο χρέος. Η ίδια αναπτυξιακή και κοινωνική λογική πρέπει να διέπει και τη διαχείριση και κατανομή των πρωτογενών πλεονασμάτων, τουλάχιστον κατά το μέρος τους  που υπερβαίνει ένα εύλογο, δεδομένων των συνθηκών και αντοχών της ελληνικής κοινωνίας, ποσοστό του ΑΕΠ. Τούτο αποτελεί άλλωστε όρο της βιωσιμότητας των πλεονασμάτων στο μέλλον, διότι η επίτευξή τους δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών που έχει εξαντληθεί, αλλά μόνο σε μια αναπτυξιακή ανακύκλωσή τους.

Όλα αυτά προϋποθέτουν σχέδιο και τόλμη. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αποδεσμευθεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του με τον κρατισμό και να αναζητήσει τις πηγές της νομιμοποίησής του, όχι στην αναπαραγωγή των πολιτικών ελίτ, αλλά στις δυνάμεις της κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει ένα θεσμικό πλαίσιο με ποιοτικά λιγότερη διοικητική, πολιτική και κομματική γραφειοκρατία. Απαιτεί επίσης δικλείδες που εξασφαλίζουν εναλλαγή προσώπων στις εκάστοτε βαθμίδες πολιτικής ισχύος. Η αποπροσωποποιημένη άσκηση της εξουσίας είναι δομικό στοιχείο του νεωτερικού δημοκρατικού Κράτους Δικαίου.

Αν κάποτε τα παραπάνω φάνταζαν ενδιαφέρουσες προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, σήμερα αποτελούν επείγουσες τομές για την επιβίωσή της. Το μέλλον του τόπου θα κριθεί από τη δυνατότητα ανταπόκρισης του πολιτικού συστήματος στις προκλήσεις που εγείρονται, όπως επίσης και από το βαθμό ωριμότητας της κοινωνίας, να επιβάλει τις αναγκαίες αλλαγές. Σε τελευταία ανάλυση, θα κριθεί από το αίσθημα ευθύνης που θα επιδείξει κάθε πολίτης ξεχωριστά.

Γιώργος Ν. Πινακίδης, Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής

07.04.2017

 

spot_img

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Δυστυχως -η μαλλον ευτυχως- ολα οσα υποστηριζει στην αξιολογη αναλυση του ο φερελπις κ. Πινακιδης , θα πραγματοποιηθοτυν ΜΟΝΟ , οταν ομοσπονδοποιηθει η Ευρωπαικη Ενωση , η οποια θα εχει και φτωχους και πλουσιους -οπως συμβαινει παντοτε σε καθε κρατος και κοινωνια-,αλλα θα εχει ενιαιο προυπολογισμο , ενιαιο νομικο πολιτισμο και δικαιο και φυσικα εκλεγμενο ασπ’ολους τους ενηλικες ευρωπσαιους- οχι τα 16αρικα της σημερινης Ελλαδος μας- Προεδρο της Ευρωπαικης Επιτροπης και μελη του Ευρωπαικου Συμβουλιου -τους σημερινους Επιτροπους- εκλεγμενα απο τους πολιτες του καθε κρατους-. Τα περι ”μετενσαρκωσεως” της Σοσιαλδημοκρατιας ειναι πια το συντομωτερο ανακδοτο στην σημερινη Ευρωπη, που θα συνεχισει να κατακλυζεται απο τους προσφυγες και τους μεταναστες της ΑφροΑσιας. Εδω διαλυθηκε η Αριστερα , που προσπαθει ”να χωθει” ο,που βρει και να συνεργασθει με οποιον βρει, προκειμενου να μεινει στην εξουσια , θα επαναφερθει η 50ετια του κοινωνικου κρατους με δανεικα , της οποιας ”τα καλουδια”πρωτοι θα απολαμβανουν οι προσφυγομεταναστες και θα πληρωνουν οι αυτοχθονες ολων των κρατων της Ευρωπης . Πιστοι και στον Χριστιανισμο της η Ευρωπη και οι Ευρωπαιοι, ας πληρωνουν και θα πληρωνουν , μονο, τους ανημπορους, τους ανηλικους και τους γερους συνταξιουχους, δεδομενης και της ρησεως ” ο μη εργαζομενος μηδε εσθιετω”, οπως πληρωναν και πληρωνουν ΠΡΩΤΟΙ και καλυτεροι οι ”αιμοσταγεις” Γερμανοι, με τα περισσευματα τους και εμεις -οι Ελληνες- απο το 1981 με δανεικα, που νομιζαμε πως θα ηταν αγυριστα- και τωρα ”βριζουμε” τους Ευρωπαιους ,που μας τα δανεισαν και οχι οσους τα δανειζονταν -τωρα πια ξερουμε και ποιοι απο το 1987 με το ”Τσοβολα δωστα ολα”- και μας τα χαριζαν για 30 ολοκληρα χρονια. Να σοβαρευτουμε και να νοικοκυρευτουμε το προεχον. ΧΑΙΡΕΤΕ

  2. Αγαπητέ Γιώργο, συγχαρητήρια, για την πολύ διαφωτιστική ανάλυσή σου.Οι επισημανσεις σου και η διεισδητική σου ανάλυση, ειναι πλήρως τεκμηριωμένη, και εκλαικευμένη.Ελπίζω οι αναλύσεις σου να εισακουστούν από αυτούς που πρεπει,και ξέρουμε και οι δυο τί εννοώ.
    Η σοσιαλοδημοκρατία, ή καλύτερα ο Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, είναι η κατεξοχήν ιδεολογία του ανθρώπου, όπως την προσδιόρισαν ο Ζαν Ζορές και οι άλλοι θεωρητικοί του προηγούενου αιώνα και την εφήρμοσαν ο Μιτεράν και ο Πάλμε. Και πάλι συγχαρητήρια σε σένα και τον Π.Σαββίδη για την φιλοξενία των απόψεών σου. ΣΤΑΘΗΣ Θ. ΤΣΟΜΙΔΗΣ

  3. Aρκετά σοβαρός ο προβληματισμός του συγγραφέα για το εδώ και πολύ χρόνο Σοσιαλδημοκρατικό σημειωτόν, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινωνίας,των σύγχρονων και κυρίως των μελλοντικών. Κάθε σκέψη οφείλη να λαμβάνει σοβαρά υπ όψη πως πρέπει να απευθύνεται στην πλειοψηφία των κοινωνιών. Πρέπει η διαστρωμάτωση πλούσιοι η φτωχοί ,βολεμένοι η ατακτοποίητοι, να σπάσει μέσα από ενα ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ. Αυτό θα επιτευχθεί από κράτος ΟΡΓΑΝΟΜΕΝΟ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ, ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΚΟ. Και η επιχειρηματολογία ότι αυτά είναι γενικόλογα υποκρύπτει μόνο το φόβο του προσωπικού,συντεχνιακού,ελίτικου κ.λ.π συμφέροντος θεμιτού η αθέμιτου.

Leave a Reply to α.α. Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα