Του Κωνσταντίνου Σαπαρδάνη

Η Ιαπωνική λέξη τσουντόκου περιγράφει την πράξη του να αφήνεις κάποιο βιβλίο αδιάβαστο αφού το έχεις αγοράσει, συνήθως τοποθετώντας το σε στοίβες μαζί με άλλα αδιάβαστα βιβλία.

Τα σαράντα χιλιάδες βιβλία του Ουμπέρτο Έκο δικαιολογούν την ύπαρξη της λέξης, κι ας λείπει από τις περισσότερες γλώσσες. Και στο βιβλίο «Πώς να διαψεύσετε μια διάψευση και άλλες οδηγίες χρήσεως», ο Έκο δικαιολογεί την ύπαρξη μιας ιδιωτικής βιβλιοθήκης.

 Όταν κάποιος επισκέπτης στο σπίτι του, βλέποντας το πλήθος των βιβλίων στα ράφια που κάλυπταν σχεδόν κάθε δωμάτιο του σπιτιού του, αναφωνούσε «Τι πολλά βιβλία! Τα έχεις διαβάσει όλα;», ο Έκο δυσφορούσε, θεωρώντας πως η βιβλιοθήκη του έδινε την εντύπωση στον επισκέπτη πως ήθελε να κάνει επίδειξη. Λόγω των επαναληπτικών επεισοδίων σαν το παραπάνω, ο Έκο βάλθηκε να βρει την κατάλληλη απάντηση στο ερώτημα. Η απάντηση, όμως, «Δεν έχω διαβάσει κανένα, αλλιώς γιατί να τα κρατάω εδώ;» προκαλεί την επόμενη ενοχλητική ερώτηση «Και πού τα βάζεις όταν τα διαβάσεις;»· ενώ η απάντηση «Και πολλά ακόμα, αγαπητέ, πολλά ακόμα», αν και κάνει τον επισκέπτη να το βουλώσει με μια αίσθηση δέους και θαυμασμού, είναι μάλλον πολύ ανελέητη και αγχωτική. Ο Έκο κατέληξε στην απόκριση «Όχι, αυτά είναι όσα πρέπει να διαβάσω μέχρι το τέλος του μήνα. Τα υπόλοιπα τα έχω στο γραφείο», η οποία κάνει τον περίεργο επισκέπτη να βιαστεί να αποχωρήσει.

Για τον Έκο, η βιβλιοθήκη ήταν ένα εργαλείο δουλειάς, όχι μια αποθήκη ή ένα μέρος για να επιδείξει κανείς «πέντε αστυνομικά και μια παιδική εγκυκλοπαίδεια σε τόμους». Ο συγγραφέας Nassim Taleb αποκαλεί μια τέτοια βιβλιοθήκη ως «αντι-βιβλιοθήκη», η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις γνώσεις του κατόχου της αλλά και όσα δεν γνωρίζει ακόμα. Το ποσοστό όμως των αδιάβαστων βιβλίων σε σχέση με τα διαβασμένα δεν πρόκειται να πέσει για όσους διατηρούν αντι-βιβλιοθήκες· όσο διαβάζουν, τόσο διευρύνουν τα πεδία γνώσης τους και ανακαλύπτουν πόσα πράγματα ακόμα δεν γνωρίζουν.

 

Σε ένα άλλο βιβλίο του, «Περί Λογοτεχνίας», περιγράφει με το σύνηθες ειρωνικό του ύφος πώς είναι να έχει τέτοια ποσότητα βιβλίων σε άμεση πρόσβαση:

«Έχω πολλές εμπειρίες που είναι, νομίζω, κοινές σε όλους όσοι κατέχουν πάρα πολλά βιβλία (έχω τώρα περίπου σαράντα χιλιάδες τίτλους, μεταξύ του Μιλάνου και των άλλων σπιτιών μου) και σε όλους όσοι θεωρούν μια βιβλιοθήκη όχι μόνο ένα μέρος όπου αποθηκεύουμε βιβλία που έχουμε διαβάσει αλλά κυρίως ένα απόθεμα βιβλίων που πρόκειται να διαβαστούν σε κάποια μελλοντική ημερομηνία, όταν δημιουργηθεί η ανάγκη να διαβαστούν. Συμβαίνει συχνά το μάτι μας να πέσει πάνω σε κάποιο βιβλίο που δεν έχουμε ακόμα διαβάσει, και μας κυριεύουν οι τύψεις.

Αλλά τότε φτάνει η μέρα που, για να μάθεις κάτι για κάποιο θέμα, αποφασίζεις επιτέλους να ανοίξεις ένα από τα πολλά αδιάβαστα βιβλία, μόνο για να συνειδητοποιήσεις πως το γνωρίζεις ήδη. Τι έχει συμβεί; Υπάρχει η μυστικιστική-βιολογική εξήγηση, όπου με το πέρασμα του χρόνου, και με το να μετακινούμε τα βιβλία, να τα ξεσκονίζουμε, και μετά να τα ξαναφήνουμε στο ράφι, μέσω της επαφής με τα ακροδάχτυλά μας η ουσία του βιβλίου έχει σταδιακά διεισδύσει στο μυαλό μας. Υπάρχει επίσης η εξήγηση του περιστασιακού αλλά αδιάκοπου ξεφυλλίσματος: όσο περνάει ο καιρός, και βγάζεις και ξαναταξινομείς διάφορους τίτλους, δεν συμβαίνει να μην ρίξεις ποτέ καμιά ματιά· ακόμα και μόνο μετακινώντας το κρυφοκοίταξες μερικές σελίδες, μία σήμερα, μια άλλη τον επόμενο μήνα, και ούτω καθεξής μέχρι να καταλήξεις να το έχεις διαβάσει σχεδόν ολόκληρο, έστω όχι με τον συνήθη γραμμικό τρόπο. Αλλά η πραγματική εξήγηση είναι ότι μεταξύ της στιγμής που το βιβλίο ήρθε σε μας και της στιγμής που το ανοίξαμε, έχουμε διαβάσει άλλα βιβλία όπου υπήρχε κάτι που ειπώθηκε σε κείνο το πρώτο βιβλίο, και έτσι, στο τέλος αυτού του μακριού διακειμενικού ταξιδιού, συνειδητοποιείς πως ακόμα κι εκείνο το βιβλίο που δεν είχες διαβάσει ήταν κομμάτι της πνευματικής σου κληρονομιάς και ίσως σε είχε επηρεάσει έντονα.»

[Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Περί λογοτεχνίας», μεταφρασμένο εδώ από μένα. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (2002), σε μετάφραση της Έφη Καλλιφατίδη.]

Από το eranistis.net