31.10.2021. Υποστηρικτές του VMRO-DPMNE πανηγυρίζουν τη νίκη στις δημοτικές εκλογές. Η σκέψη ότι μπορούμε να απαλλάξουμε τη Βόρεια Μακεδονία από τις υποχρεώσεις της κατά τη Συνθήκη των Πρεσπών είναι επικίνδυνη, διότι καθιστά την Ελλάδα τμήμα τού και πάλι ανοικτού ζητήματος των Δυτικών Βαλκανίων και επιτρέπει σε κάποια τυχοδιωκτική κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να απαλλαγεί από την υποχρέωση εσωτερικής χρήσης του σύνθετου ονόματος. (ASSOCIATED PRESS)
Με τη Συνθήκη των Πρεσπών η Ελλάδα διασφάλισε την άμεση μεταβολή του διεθνούς ονόματος του γειτονικού κράτους σε «Βόρεια Μακεδονία» (όνομα σύνθετο που περιέχει γεωγραφικό προσδιορισμό). Αυτό ανταποκρινόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην ευρύτατα αποδεκτή ελληνική εθνική γραμμή. Η διευθέτηση αυτή εισήχθη και στην εσωτερική έννομη τάξη της γείτονος με την αναθεώρηση του Συντάγματός της. Η χρήση όμως του σύνθετου αυτού ονόματος στο εσωτερικό, σύμφωνα με τη Συνθήκη, θα επεκτείνεται σταδιακά ακολουθώντας τον ρυθμό ανοίγματος των κεφαλαίων των διαπραγματεύσεων ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. Εξαρτάται συνεπώς από την εξέλιξη μιας διαδικασίας που τελεί υπό τον πολιτικό έλεγχο των κρατών-μελών της Ε.Ε. και όχι των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης των Πρεσπών.
Τα τρία αυτά σημεία που αφορούν την ιθαγένεια, τη γλώσσα και την εθνικότητα δεν μου επέτρεψαν να ψηφίσω υπέρ της κύρωσης της Συνθήκης καθώς θεώρησα ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων και το momentum που οδήγησε στη σύναψη της Συνθήκης καθιστούσαν δυνατές σαφέστερες και καλύτερες διευθετήσεις. Θεώρησα ότι η Συνθήκη δεν εμπεριέχει την ισορροπία που ήταν εφικτή.
Ομως από την υπογραφή της μέχρι σήμερα η ισορροπία της Συνθήκης έχει διαταραχθεί σε πολύ πιο ουσιώδη σημεία. Από τις επιδιώξεις της Βόρειας Μακεδονίας έχει ήδη επιτευχθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η συμμετοχή σε όλους σχεδόν τους διεθνείς οργανισμούς και πάντως στον ΟΗΕ με το σύνθετο όνομα Βόρεια Μακεδονία. Από τις εγγυήσεις που επιζητούσε η Ελλάδα ήδη συντελέστηκε η αναθεώρηση του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας σε συμμόρφωση προς ρητές διεθνείς υποχρεώσεις που συνιστούν όρους διεθνούς συνθήκης που κατισχύει του εσωτερικού δικαίου κατά τη λογική του Διεθνούς Δικαίου και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Παρατηρώ τώρα κάποιους επικριτές και αντιπάλους της Συνθήκης των Πρεσπών στην Ελλάδα να επιχαίρουν και να εμφανίζονται έτοιμοι να αποδεχθούν, με ανακούφιση και ικανοποίηση, την εγκατάλειψη της Συνθήκης από μια επόμενη κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού από την κυβέρνηση Ζάεφ.
Προφανώς η διεθνής κοινότητα θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις για σεβασμό και εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών. Αυτές όμως πρέπει να έχουν μόνο αποδέκτη την άλλη πλευρά.
Χρησιμοποιώ τον μη ακριβή νομικά όρο «εγκατάλειψη» γιατί ευτυχώς η καταγγελία και η λήξη της Συνθήκης υπόκειται στις αυστηρές προδιαγραφές της ίδιας και της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Στο επίπεδο δε του Διεθνούς Δικαίου επιτρέπει σε κάποια τυχοδιωκτική κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να απαλλαγεί από την υποχρέωση εσωτερικής χρήσης του σύνθετου ονόματος, να επιδιώξει την αντιστροφή της αναθεώρησης του Συντάγματος, για την οποία απαιτείται βεβαίως αυξημένη πλειοψηφία δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών, ή ακόμη και να διεκδικήσει τη διεθνή χρήση του λεγόμενου συνταγματικού ονόματος (εάν αυτό έχει στο μεταξύ επανέλθει σύμφωνα με την εκδοχή αυτή) χωρίς τον προσδιορισμό «Βόρεια».
Ανεξάρτητα συνεπώς από την άποψη που είχε ο καθένας κατά την υπογραφή και την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, τώρα η υπεύθυνη εθνική θέση που πρέπει να συνιστά την ενιαία εθνική στρατηγική είναι η επιμονή στην υποχρέωση της άλλης πλευράς να σεβαστεί πλήρως τη Συνθήκη των Πρεσπών καθώς με τον τρόπο αυτό διατηρείται και η συνακόλουθη υποχρέωση των διεθνών οργανισμών και των άλλων κρατών να σέβονται τις προβλέψεις της Συνθήκης. Η Συνθήκη των Πρεσπών κατισχύει, κατά τη λεγόμενη μονιστική λογική, του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας και θέτει διεθνή νομικό φραγμό σε τυχόν ακραίους εσωτερικούς λαϊκισμούς στη γειτονική χώρα.
Φυσικά οι νομικοί φραγμοί δεν αρκούν. Προφανώς και η διεθνής κοινότητα θα επιμείνει στον σεβασμό και την εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών και θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις. Αυτές όμως πρέπει να έχουν μόνο αποδέκτη την άλλη πλευρά. Η Ελλάδα, για λόγους εθνικού συμφέροντος και σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, οφείλει να έχει σαφή και σταθερή θέση υπέρ της ισχύος και του σεβασμού της Συνθήκης και να λειτουργεί ως ενεργό και αξιόπιστο μέλος της Ε.Ε. και όλης της διεθνούς κοινότητας. Περιθώρια για εθνικολαϊκιστικές ανευθυνότητες δεν υπάρχουν ούτε στην ελληνική πλευρά.
* Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών. Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
“Καθημερινή”
Στις παραταξιακές-ο κ.Κοτζιάς ήταν σύμβουλος στο ΥΠΕΞ επί του ιστορικού και εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ- και επιστημονικές απόψεις του κ.Ευάγγελου Βενιζέλου , ο οποίος με ένα φύλλο συκής- ” θεώρησα ότι η Συνθήκη (των Πρεσπών) δεν εμπεριέχει την ισορροπία ,που ήταν εφικτή”-δεν ψήφισε την Συμφωνία των Πρεσπών θα αντιπαραθέσω απόψεις ενός τεχνοκράτη-διπλωμάτη ,το όνομα του οποίου θα αποκαλύψω στο τέλος.
1.-Η Σ.τ.Π ήταν μια δύσκολη Συμφωνία ,κυρίως , ως προς την πλήρη και πραγματική της εφαρμογή….
2.-Προεξοφλεί και χρειάζεται την ύπαρξη συναινετικών και σταθερών πολιτικών και στις δύο χώρες υπέρ της εφαρμογής της Συμφωνίας ,καθώς και κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.
3.-Μετά βεβαιότητος εκλογική πρόβλεψη είναι σήμερα ριψοκίνδυνη και μάλλον αδύνατη για οποιαδήποτε σχεδόν χώρα-μέλος της Ευρωπαικής Ενώσεως.
4.-Η συνέχεια της στήριξης προς την Συμφωνία εκλαμβάνεται περίπου ως αυτοματοποιημένη και δεδομένη.
5.-Αβέβαιον είναι κατά πόσον τα κράτη-μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης θα θελήσουν να δώσουν το τελικό πράσινο φως ,για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. ΚΑΙ
6.-Για τον λόγο αυτό δεν θεωρώ παράλογο τον ισχυρισμό ότι” η Συμφωνία των Πρεσπών ,ανά πάσα στιγμή διατρέχει τον πραγματικό κίνδυνο να βρεθεί μετέωρη, χωρίς την αναγκαία πολιτική και κοινοβουλευτική στήριξη”.
Αλέξανδρος .Π Μαλλιάς ,πρέσβης ε.τ. σελίς 33 της ίδιας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ.
Υ.Γ Τούτων δοθέντων θεωρούμε αναγκαίο η σημερινή και η κάθε Ελληνική κυβέρνηση ” να επικοινωνήσει” στο εξωτερικό και στο εσωτερικό και παντού ότι οι πιέσεις για εφαρμογή της κακίστης αυτής Συμφωνίας να απευθύνονται μέχρις τελείας εφαρμογής της στους απρόθυμους Βορειομακεδόνες” και όχι στην Ελλάδα μας, που δηλώνει ότι ανέκαθεν τηρεί τo pacta sunt sevanda”.
Δεν την τήρησε ο αείμνηστος Μακάριος το 1963 και είχαμε-και τι δεν είχαμε.
Πάντα είναι “χρήσιμος” ένας βενιζέλος….