Διπλωματικοί “διάλογοι” και εθνική αλαλία 

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -
Κωνσταντίνος Γάτσιος, Δημήτρης Α. Ιωάννου

Την περασμένη Κυριακή οι Έλληνες πολίτες άκουσαν τρία διαφορετικά πράγματα, από τρεις ηγέτες της χωρών της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Άκουσαν τον πρόεδρο της Τουρκίας να λέει πως η χώρα του “δεν δέχεται de facto καταστάσεις στην περιοχή”, κάτι που είναι μία διπλωματική διατύπωση της θέσης ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρεί σε πράξεις άσκησης εθνικής κυριαρχίας χωρίς την άδεια της Τουρκίας.
Ακουσαν τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, ευρισκόμενο μάλιστα επί ελληνικού εδάφους, να δηλώνει προς τους επευφημούντες συμπατριώτες του ότι η Ελλάδα τους ανήκει εξ ίσου όσο και στους Έλληνες πολίτες.
Και άκουσαν, επίσης, την νέα πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας να αναγορεύει την χώρα της, εκ νέου, σε “Μακεδονία”. 

Εκείνο, όμως, που δεν άκουσαν ήταν κάποια -ουσιαστική- απάντηση εκ μέρους της χώρας μας, επίσημη, ημιεπίσημη ή ανεπίσημη, στις τρεις αυτές δηλώσεις.

Ο πραγματισμός και η ψυχραιμια είναι πολύ σπουδαία στοιχεία στην χάραξη και στην εφαρμογή μίας ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής. Οι λεκτικές οξύτητες και οι αντιπαραθέσεις σε υψηλούς τόνους δεν είναι ο πλέον παραγωγικός τρόπος για να προωθεί μία χώρα τις θέσεις της και τα συμφέροντά της.
Πλην όμως, επειδή η εξωτερική πολιτική είναι μία υπόθεση μακράς διάρκειας και αργών διαδικασιών, με την έννοια ότι αποτελέσματα που θα επέλθουν μετά από δεκαετίες μπορεί να κυοφορούνται και να επωάζονται ήδη από σήμερα, το τι λέγεται και το τι εγγράφεται στην συλλογική συνείδηση της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και των εθνικών συνιστωσών της, είναι πολύ σημαντικό.
Από την άποψη αυτή η εθνική αλαλία που μας χαρακτηρίζει γενικά στην εξωτερική πολιτική μας, που μία πτυχή της ήταν και η περίπτωση του περασμένου Σαββατοκυριακου, δεν είναι μία συνετή στάση, όπως πιθανώς πιστεύουν οι, κατά δήλωσιν τους, οπαδοί του πραγματισμού.
Οι ιδέες, όσο εξωπραγματικές, ανορθολογικές ή ανέρειστες και αν είναι, εάν επαναλαμβάνονται, διακηρύσσονται και διατρανώνονται συνεχώς, μετατρέπονται σταδιακά σε “παραδεδεγμένες αλήθειες” και στην συνέχεια, όταν τις εγκολπωθούν μεγάλες ομάδες ανθρώπων, γίνονται υλική δύναμη που μπορεί να επιφέρει σημαντικέςί μεταβολές στην πραγματική ζωή.
Εάν, για παράδειγμα, μένουν μονίμως αναπάντητοι οι ισχυρισμοί ακραίων, έστω, τουρκικών κύκλων, πως η Ελλάδα έχει “υπεξαιρέσει” τριάντα τουρκικά νησιά, και αυτό δια της επαναλήψεως εμπεδωθεί στην συνείδηση της τουρκικής κοινής γνώμης, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει  ουδείς, ενδιαφερόμενος για την πολιτική επιβίωση και κυριαρχία του, εχέφρων Τούρκος πολιτικός, που θα τολμάει να μην ενστερνισθεί την εν λόγω άποψη, εισάγοντάς την τελικά και αυτήν στον μακρύ και συνεχώς διευρυνόμενο κατάλογο των τουρκικών θέσεων, επί των οποίων, σύμφωνα με την άποψη του κυρίου Ερντογκάν, πρέπει να πραγματοποιηθεί ο “διάλογος”  μεταξύ των δύο χωρών για να προκύψουν όλες οι λύσεις μαζί, ως “πακέτο”.
Ή πάλι, τα παιδιά που θα διδαχθούν για την “Γαλάζια πατρίδα” στην πατριδογνωσία του τουρκικού σχολείου,  χωρίς αμφιβολία μετά από δύο γενιές θα θεωρούν κάθε συμπατριώτη τους που θα τολμήσει να ισχυρισθεί πως οι διαφορές των δύο χωρών θα πρέπει να λυθούν επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, -το οποίο μάλλον δεν θα ικανοποιούσε πολλές από τις τουρκικές επιθυμίες που συνθέτουν την θεωρία της “Γαλάζιας πατρίδας”- ως προδότη.
Από την δική μας πλευρά, καμμία ελληνική κυβέρνηση και κανένας πολιτικός δεν είναι προδότες, όπως ισχυρίζονται, σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή, οι ανερμάτιστοι ακραίοι φανατικοί που ενδημούν στην χώρα μας, διαχρονικά. Καμμία. Όμως θα πρέπει, επίσης, να ειπωθεί πως η εθνική μας αλαλία, που συνηθέστερα προβάλλεται ως σύνεση,  σωφροσύνη και ορθολογισμός, είναι στην πραγματικότητα, -τις περισσότερες φορές- ένας καιροσκοπισμός των εκάστοτε κυβερνώντων, που προτιμούν να απολαύσουν την εξουσία, όσο βρίσκονται σε αυτήν, απερίσπαστοι από σοβαρά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να συνειδητοποιούν πως με την συγκεκριμένη συμπεριφορά, “κλωτσώντας το τενεκεδάκι να πάει πιό κάτω”, απλά επιτρέπουν στα προβλήματα και στις απειλές να διογκώνονται, κάνοντας δυσκολότερα τα πράγματα αύριο.
Ο “διάλογος” και τα “ήρεμα νερά”, ειδικά εάν τα επιβάλλουν οι υπερατλαντικοί μας φίλοι, είναι πραγματικά πολύ χρήσιμα για να κερδίζουμε χρόνο και να εξοικονομούμε εθνική ενέργεια κάθε είδους, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουμε σε άλλες, πιό αποδοτικές, υποθέσεις. Μόνο που αυτό δεν πρέπει να γίνεται με την αποδοχή μίας διαδικασίας που απλά σωρεύει και διογκώνει τα προβλήματα με τρόπο που στην επόμενη περίοδο η θέση μας θα είναι πολύ πιό δύσκολη.
Μήπως σημαίνει αυτό, λοιπόν, ότι, αν προβάλλουμε τις απόψεις μας με πιό αποτελεσματικό τρόπο, σε ένα πιό ευρύ φάσμα, θα είμαστε συνέχεια “με το δάκτυλο στην σκανδάλη”, όπως είπε ο κύριος πρωθυπουργός σε συνέντευξή του σε τουρκική εφημερίδα; Φυσικά δεν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, η επιθυμία για ειρηνικη συνύπαρξη και για λογική διευθέτηση των διαφορών που ανακύπτουν με τις γείτονες χώρες, μπορεί να εξυπηρετηθεί πολύ καλύτερα με ειλικρινή διάλογο, με καθαρή διατύπωση των εκατέρωθεν απόψεων και κυρίως με αποτελεσματιή ενημέρωση, όχι μόνο των κυβερνήσεων και των εμπλεκομένων υπηρεσιών, αλλά επίσης, και κυρίως, των κοινωνιών.
Και αυτός είναι ένας διαρκής διάλογος στον οποίον αυτοί που θα συμμετάσχουν δεν μπορεί να είναι μόνο ο πρωθυπουργός και δύο υπουργοί. Είναι ένας διάλογος που πρέπει να γίνεται μεταξύ των κοινωνιών, με απόψεις που θα απευθύνονται όχι μόνο στις κυβερνήσεις αλλά και στους πολίτες.  Διάλογος που μπορεί να είναι και οξύς, γιατί οι πολιτες μίας χώρας ίσως δεν έχουν συνειδητοποιήσει ποιό τίμημα είναι πιθανόν να πληρώσουν επιδιώκοντας να καταστρατηγήσουν τα δικαιώματα μίας άλλης χώρας. Αλλά, επίσης, διάλογος που μπορεί να είναι και διαφωτιστικός, τόσο για την μία πλευρά όσο και για την άλλη, γιατί μέσα από αυτόν μία κοινωνία ενδεχομένως να συνειδητοποιήσει ότι συγκεκριμένοι στόχοι που επιδιώκει ή θέσεις που προβάλλει, ίσως είναι άδικες, αθεμελίωτες, ανιστορικές, και γι’ αυτό ανεδαφικές.
Βεβαίως, αν όχι όλα, κάποια πράγματα, -λίγο περισσότερο από σήμερα-, θα πρέπει να τα λέει και η πολιτική ηγεσία. Οι κειμενογράφοι των παρεμβάσεων του κυρίου πρωθυπουργού για το ταξίδι του στην Άγκυρα, αίφνης, θα εξυπηρετούσαν καλύτερα την υπόθεση του “διαλόγου” αν ήταν λίγο πιό ευθύβολοι, λίγο πιό τολμηροί και, ίσως, λίγο πιό  ευφάνταστοι. Θα μπορούσαν ίσως να βάλουν στο στόμα του πρωθυπουργού ένα ρητορικό ερώτημα για το αν, μετά την μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε ισλαμιστικά τεμένη, θα ήταν ικανοποιημένη η Τουρκία εάν και από ελληνικής πλευράς μετατρέπαμε το τζαμί στο Μοναστηράκι, σε ινδουϊστικό, τζαϊνιστικό, βουδιστικό ή ακόμη και χριστιανοπροτεσταντικό ναό προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των χιλιάδων πιστών των θρησκειών αυτών, παρεπιδημούντων Ινδών στην χώρα μας. (Αν και όχι σε χριστιανική ορθόδοξη εκκλησία διότι οι ελληνορθόδοξοι πιστοί, και ιερείς, θα απέφευγαν αυτόν τον χώρο για την ικανοποίηση των λατρευτικών τους αναγκών).
¨Η πάλι, όταν αναφέρεται στην Θράκη,  θα μπορούσαν να αλλάξουν, επιτέλους, την έκφραση “μειονότητα” σε “μουσουλμανικές μειονότητες” της Θράκης, σύμφωνα με το ακριβές κείμενο της Συνθήκης της Λωζάνης αλλά και σύμφωνα με την υφιστάμενη πραγματικότητα, όσο και αν αυτή δεν αρέσει στον κύριο Ερντογκάν και στο τουρκικό Προξενείο.
Όμως, το κύριο βάρος των απαντήσεων και της προβολης των ελληνικών θέσεων γενικότερα για την εξωτερική πολιτική, θα πρέπει να γίνεται με ημιεπίσημο ή και “ανεπίσημο” τρόπο. Με στοχευμένες παρεμβάσεις από Υπουργούς, βουλευτές ((και της αντιπολίτευσης), ακαδημαΪκούς, δημοσιογράφους αλλά και public intellectuals. Όυσιαστικά όχι απευθυνόμενες προς αλλήλους, και προς το εγχώριο κοινό, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά προς τους “κατάλληλους αποδέκτες” , όπως το κάνουν οι χώρες που, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, προωθούν τις θέσεις τους συστηματικά, έστω κι αν δεν αντιμετωπίζουν τις απειλές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε εμείς.
Διατυπώμένες με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να φθάσουν στον τελικό αποδέκτη τους που μπορεί να είναι η πολιτική ηγεσία μίας χώρας ή οι πολίτες της, εκεινοι, τουλάχιστον, που διαβάζουν εφημερίδες και ακούν ειδήσεις. Συντονισμένες και παρακινημένες φυσικά από κάποια υπηρεσία που έχει σχέση με την εξωτερική πολιτική και την προβολή των ελληνικών θέσεων. Αυτό, δηλαδή, που κάνουν οι σοβαρές χώρες για την προώθηση της πολιτικής τους-και δεν κάνουμε εμείς γιατί είμαστε “πραγματιστές” των Βαλκανίων και συνήθως υιοθετούμε την πιό “συνετή”, αλλά και την πιό ξεκούραστη, στάση, στα πιό κρίσιμα θέματα.
Αίφνης, στην περίπτωση του, τουλάχιστον αμετροεπούς, Αλβανού πρωθυπουργού ο οποίος πριν παροτρύνει τους Αλβανούς συμπατριώτες του, -που οι μισοί ήταν δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι είχαν έρθει, εκόντες άκοντες, από την Αλβανία-, να συνδιαχειριστούν την Ελλάδα μαζί με τους αυθόχθονες, είχε εμμέσως ελεεινολογήσει τον ελληνικό λαό περιγράφοντας με τα πιό μελανά χρώματα τα πάθη των μεταναστών συμπατριωτών του, κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους εδώ, θα μπορούσαν να υπάρχουν απαντήσεις. Μία “επίσημη” από κάποιον κυβερνητικό εκπρόσωπο ο οποίος θα σημείωνε πως η Ελλάδα, αντί για προσβολές και προκλήσεις, περιμένει συγκεκριμένες ενέργειες με τις οποίες η Αλβανία θα ανταποκριθεί στην ανάγκη για βελτίωση και αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, συμπεριλαμανομένου του σεβασμού των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Μία “ημιεπίσημη”, με ένα άρθρο βουλευτή, ας πούμε, της κυβερνητικής παράταξης που πρώτα θα εξηγούσε, πως η ελληνική κοινωνία υποδέχτηκε όσο καλύτερα μπορούσε τους Αλβανούς μετανάστες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν και η ίδια βρισκόταν σε οικονομική και πολιτική κριση ενώ ήταν και απολύτως ανέτοιμη για μία τόσο μεγάλη είσοδο ξένων αλλά και “αμαθής” για το πως να αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο φαινόμενο.
Στην συνέχεια, δε, θα εξηγούσε δύο πολύ σοβαρά  πράγματα. Πρώτον ότι ήταν τεράστια παράλειψη, αλλά και απρέπεια, του Αλβανού πρωθυπουργού πως δεν μνημόνευσε το γεγονός ότι ήταν η Ελλάδα, και όχι κάποια από τις άλλες χώρες που τώρα θεωρεί “στρατηγικούς συμμάχους” και “αδελφούς” της Αλβανίας, η οποία με τα εισοδήματα που προσέφερε στους μετανάστες συμπατριώτες του επέτρεψε στην πατρίδα του να επιβιώσει και να αποφύγει τον λιμό και τον λοιμό, στην πρώτη περίοδο μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Και δεύτερον πως η Ελλάδα ανήκει μόνο σε αυτούς που, άσχετα από εθνική ή εθνοτική προέλευση, την αισθάνονται πατρίδα τους και έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Και σε κανέναν άλλον. Αυτά, λοιπόν, θα έπρεπε να ειπωθούν γιατί είναι αλήθεια  και η αλήθεια πρέπει να προβάλλεται. Αλλά να ειπωθούν με “ημιεπίσημο” τρόπο ώστε να ακουστούν μεν εκεί που πρέπει, χωρίς όμως η δική μας πολιτική ηγεσία να  ευτελιστεί αντιδικώντας και ανοίγοντας νέα και αχρείαστα μέτωπα με τον, ελαφρώς έξαλλο και μονίμως ευειδή, πρωθυπουργό της Αλβανίας.
Για ένα ακόμη πιό σοβαρό θέμα, η Ελλάδα θα πρέπει να μιλήσει κατ΄ ευθείαν στον τουρκικό λαό, και στην τουρκική κοινή γνώμη. Θα πρέπει να εξηγήσει πως δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει “Γαλάζια πατρίδα”.  Θα πρέπει να μιλήσει προκειμένου αυτές οι απόψεις που διατύπωσαν οι πιό ακραίοι κυκλοι του τουρκικού κατεστημένου και υιοθετήθηκαν από το καθεστώς Ερντογκάν,  να μην εμπεδωθούν, χωρίς αντίσταση τουλάχιστον, στην τουρκική συλλογική συνείδηση γιατί μετά οι επιλογές που θα έχουν και δύο χώρες μπροστά τους θα είναι πολύ πιο δύσκολες. Θα πρέπει να μιλήσει με πολλούς τρόπους. “Επίσημα” με την ήπια αλλά σταθερή φωνή της πολιτικής ηγεσίας που θα υπογραμμίσει πως δεν υπάρχει “Γαλάζια πατρίδα”, αλλά υπάρχει μόνο το Διεθνές Δίκαιο, -δηλαδή κάτι που μπορεί να το κάνει η πολιτική ηγεσία, χωρίς να υπονομεύσει τα “ήρεμα νερά” και τον υποτιθέμενο διάλογο, αλλά δεν το έχει, ακριβώς, κάνει μέχρι τώρα.
Να μιλήσει και “ημιεπίσημα”, βρίσκοντας τρόπους που θα αναγκάσουν ακόμη και τον κίτρινο σωβινιστικό τουρκικό τύπο να αναπαραγάγει τις ελληνικές απόψεις, ώστε αυτές να φθάσουν έως την τουρκική κοινή γνώμη. Και τέλος να μιλήσει “ανεπίσημα” με τους τρόπους και τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη πραγματικότητα για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης, δυνατότητες που ελάχιστα χρησιμοποιούμε για την εξωτερική πολιτική, αλλά χρησιμοποιούν τα κόμματα κατά κόρον για να προβάλλουν την πρυτανεύσουσα διακομματική χυδαιότητα.
Η στάση γενικευμένης “αλαλίας” της Ελλάδας, άλλωστε, στις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής δεν αποδυναμώνει μόνο τις δυνατότητες μόχλευσης για τα σχετικά θέματα, εκτός των συνόρων. Υπονομεύει και το “εσωτερικό μέτωπο” κατά πολλούς τρόπους, είτε αφήνοντας το έδαφος ελεύθερο σε έξαλλους και αδίστακτους πατριδοκάπηλους να δημαγωγούν, δημιουργώντας σύγχυση αλλά και διαιρέσεις και αντιπαλότητες χωρίς λόγο, είτε τροφοδοτώντας την πεποίθηση, -ιδιαίτερα στην νέα γενιά-, πως το ενδιαφέρον και η φροντίδα για τα θέματα της ασφάλειας και της προστασίας της πατρίδας αποτελούν παρωχημένης φύσεως υποθέσεις χωρίς πραγματική ουσία, είτε, -τέλος- διαιωνίζοντας έναν εσωτερικό διάλογο, για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ανούσιο και αντιπαραγωγικό. Αυτό μάλιστα το τελευταίο σημείο είναι πολύ σημαντικό: όχι μόνο γιατί μία χώρα που μιλάει, με ειλικρίνεια και παρρησία προωθεί πραγματικά τις θέσεις της στον εξωτερικό τομέα αλλά και γιατί, έτσι, αποκτά την δυνατότητα να εμβαθύνει την απαραίτητη δική της αυτογνωσία, εγκαταλείποντας τυχόν λανθασμένες απόψεις και κατευθύνσεις αλλά και εναγκαλιζόμενη με περισσότερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη αυτές τις θέσεις της που έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές στην βάσανο της αντιπαράθεσης και της διεξοδικής εξέτασής τους.
*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
**Ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.
spot_img

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Όσο το πολιτικό-οικονομικό απόστημα, ρίχνει την μπάλα στην εξέδρα, με τους ακροδεξιούς και αριστερούς της δεξιάς τσέπης.
    Όσο αναλώνεται το κομμάτι της κοινωνίας που ενδιαφέρεται ακόμη, εάν θα υπάρχουμε και αύριο ως κράτος, κυνηγώντας το αόρατο ευρώ, και την Ευρώπη των λαγών.
    Τόσο θα είμαστε η τελευταία τρύπα της φλογέρας, και θα συμπεριφερόμαστε ως μαχαλόμαγκες μεταξύ μας, που έλεγε και ο διαχρονικός Σημιταράς ο Τουρκοφαγος

  2. όταν διαβάζω για τις απαιτήσεις τις οποίες έχουμε από την κυβέρνηση της χώρας σχετικά με την εξωτερική της πολιτική μου φαίνεται σαν να είμαστε φτωχοί πελάτες που μπαίνουμε σε εστιατόριο πολυτελείας και διαμαρτυρόμαστε που δεν έχουμε να παραγγείλουμε το μενού.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
31,300ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα