του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ΠΝ ε.α.
Η πολιτική εθνικής ασφαλείας περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία:
(1) το εθνικό συμφέρον,
(2) το συγκεκριμένο στόχο για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος,
(3) την επιχειρησιακή στρατηγική για την επίτευξη του στόχου και
(4) τις συγκεκριμένες επιχειρησιακές δραστηριότητες υποστήριξης.
Οι επιχειρησιακές δραστηριότητες του Ελληνισμού σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες και τη τουρκική επιθετικότητα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη εργασία και για να επιτύχει μπορεί να γίνει με πίεση για υποχώρηση των αμφισβητήσεων και του αναθεωρητισμού, μέσω ενός διεθνούς συνασπισμού με συνεργασίες και αμυντικές συμφωνίες, με εφαρμογή ψηφισμάτων του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου.
Το εθνικό συμφέρον πρέπει να εμποδίζει τη σημαντική επιδείνωση της θαλάσσιας ασφάλειας, μέσω μιας τουρκικής επικράτησης. Ο συγκεκριμένος στόχος για την προώθηση αυτού του συμφέροντος, δεδομένης της γεωγραφίας, της ισορροπίας δυνάμεων, άλλων προτεραιοτήτων, ήταν αναγκαστικά περιορισμένος. Η επιχειρησιακή στρατηγική δεδομένου του συμφέροντος και του στόχου στο πλαίσιο περιορισμένων μέσων και πόρων ήταν να δημιουργηθεί αποτροπή. Δηλαδή να επιβληθεί κόστος στον επιτιθέμενο με σαφήνεια ότι η περαιτέρω επιθετικότητα θα δημιουργήσει περισσότερα έξοδα από οφέλη, ενώ παράλληλα δεν θα επιτευχθεί συμβιβαστική λύση. Οι επιχειρησιακές δραστηριότητες, είναι ρευστές, μπορούν να καλυφθούν με πολύ μεγάλο αγώνα για να επισημάνουν την επίλυση και περαιτέρω το αδιέξοδο διατηρώντας παράλληλα την ευκαιρία για τουρκική υποχώρηση.
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση αυτή είναι ουσιαστικά η στρατηγική μας: το εθνικό συμφέρον είναι να αποτρέψουμε τη Τουρκία, από μια επίθεση. Ο συγκεκριμένος στόχος, καθώς τα μέσα μας είναι περιορισμένα, ήταν να διασφαλίσουμε μέσω ενίσχυσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και συμμαχιών ότι δεν θα μπορέσουν να κερδίσουν. Η επιχειρησιακή στρατηγική είναι να αυξήσουμε το κόστος, επίτευξης συμβιβαστικής λύσης και οι επιχειρησιακές δραστηριότητες είναι προσανατολισμένες στην προώθηση αυτής της επιχειρησιακής στρατηγικής.
Ο σύγχρονος πόλεμος απαιτεί Στρατηγική υπεροχή με το μέλλον προσανατολισμένο στις πολυχωρικές επιχειρήσεις
Όταν αντιμετωπίζουμε το εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα της καταπολέμησης μιας σύγκρουσης σχεδόν ομοτίμων σε ένα περιβάλλον κατά της πρόσβασης/άρνησης περιοχής, η επίλυση του τακτικού επιπέδου του πολέμου είναι ευκολότερη από την παροχή λύσεων σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο.
Ωστόσο, εκεί πρέπει η Ελλάδα να το κάνει σωστά. Έχουμε άφθονη εμπειρία στην επίτευξη τακτικής και ακόμη και επιχειρησιακής επιτυχίας σε κρίσεις αλλά και σε στρατηγικές γκάφες. Αυτές οι εμπειρίες ήταν αρκετά δαπανηρές. Μια κακή στρατηγική σε έναν αγώνα σχεδόν ομοτίμων θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες, και όμως οι Κυβερνήσεις μας έχουν αμφισβητήσει τον βαθμό στον οποίο ακόμη και η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας συνιστά πραγματική στρατηγική, ιδιαίτερα στη ναυτική στρατηγική καθώς η Ελλάδα είναι ναυτογενές έθνος.
Πρέπει να προχωρήσουμε με διακλαδικές επιχειρήσεις πολυχωρικών μαχών, στον πυρήνα των οποίων, αναγνωρίζουμε τους έξι χώρους στους οποίους δραστηριοποιούνται οι ένοπλες δυνάμεις – τον κυβερνοπόλεμο, το διάστημα, τον ΣΞ, το ΠΝ, την Αεροπορία και τον ανθρώπινο τομέα – με τα τρωτά σημεία και τις ευκαιρίες που υπάρχουν σε καθένα από αυτά. Απαιτείται μια ολιστική κατανόηση αυτών των τομέων/χώρων και τον συγχρονισμό των επιπτώσεων προς τους στόχους της αποστολής. Λόγω της προόδου της τεχνολογίας σε κάθε τομέα, ο πόλεμος έχει γίνει ακόμη πιο περίπλοκος. Ως αποτέλεσμα, τα καθιερωμένα παραδείγματα συνδυασμένων όπλων και διακλαδικού πολέμου δεν αρκούν από μόνα τους για την αντιμετώπιση αυτής της πολυπλοκότητας. Εδώ λοιπόν είναι απαραίτητη μια στρατηγική προοπτική.
Το σύγχρονο πεδίο μάχης φαίνεται πολύ διαφορετικό, αλλά το όραμα για έναν εξαιρετικά καλά συνδεδεμένο Στόλο με πολλές δυνατότητες μπορεί να γίνει πραγματικότητα με πλήρη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αλληλοεπιδρούν οι κλάδοι των ΕΔ και καλά εκτελεσμένες λειτουργίες πολλαπλών χώρων. Όμως τίποτα από αυτά δεν θα έχει σημασία εάν οι ενέργειες σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο δεν ανταποκρίνονται στους εθνικούς στόχους σε στρατηγικό επίπεδο. Ας πάρουμε πρώτα τη στρατηγική σωστά για να κατανοήσουμε πλήρως πώς να πολεμήσουμε σε ένα πολυχωρικό περιβάλλον. Με αυτές τις σκέψεις ελπίζω οι αρμόδιοι να πάρουν τις ορθές αποφάσεις για τη συμπλήρωση και εκσυγχρονισμό του Πολεμικού Ναυτικού.
Έτσι μερικές αυτονόητες αλήθειες είναι απαραίτητο να επαναληφθούν.
Πρώτη στρατηγική προτεραιότητα του Πολεμικού Ναυτικού είναι η επιτυχής άμυνα στο Αιγαίο με συνέπεια και ισχυρή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τι χρειάζεται για να επιτευχθεί αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό από το ίδιο το Πολεμικό Ναυτικό και με την υποστήριξη της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Ο Στρατός Ξηράς μπορεί να παίξει χρήσιμο ρόλο στο πλαίσιο της διακλαδικότητας, στην υποστήριξη της άμυνας των χερσαίων περιοχών είτε στην ηπειρωτική Ελλάδα ή επί των νήσων.
Το στρατηγικό ζητούμενο είναι να μην προσεγγιστούν τα νησιά και να ολοκληρωθεί ο αγώνας στη θάλασσα και στον αέρα. Για αυτόν τον στρατηγικό λόγο χρειαζόμαστε ένα ισχυρό ναυτικό.
Οι υπερήλικες μονάδες του στόλου μας δεν μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην πρόκληση ενός εχθρού με μια πολύ δραστήρια ναυπηγική βιομηχανία που έχει ναυπηγική βιομηχανία κατασκευάζοντας αεροπλανοφόρα φρεγάτες, κορβέτες και υποβρύχια και έχει μια δυναμική αμυντική βιομηχανία με εξαγωγές.
Δεν μπορούμε να έχουμε Ναυτικό ψάχνοντας νέες φρεγάτες και κορβέτες στα καλάθια των εκπτώσεων. Αν είμαστε σοβαροί, πρέπει να παρέχουμε στο Πολεμικό Ναυτικό τα ελάχιστα απαραίτητα για να εκπληρώσει την αποστολή του. Σε μια εποχή ακμάζουσας τεχνολογίας η προθυμία να πεθάνεις υπερασπιζόμενος τη χώρα δεν αρκεί. Το ναυτικό χρειάζεται τα μέσα για να έχει την ικανότητα να κερδίσει.