Γιατί προκάλεσαν αντιδράσεις; Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του καθηγητή διεθνούς δικαίου και βουλευτή Άγγελου Συρίγου

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

FILE PHOTO: Ο πρώην υφυπουργός Παιδείας καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Άγγελος Συρίγος . ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ


Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΤΣΟΥΦΡΟΥ*

Σύμφωνα με τηλεοπτικές δηλώσεις του καθηγητή Άγγελου Συρίγου στις 2 Ιανουαρίου 2024, η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 είναι «παρωχημένη», ειδικά σε σχέση με την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, ενώ το 97% των όσων προβλέπει (17 συμβάσεις, πρωτόκολλα και δηλώσεις, παραρτήματα κλπ) δεν έχει καμία αξία σήμερα.

Ο καθηγητής Συρίγος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «πρέπει να περάσουμε στην επόμενη φάση και να πούμε την πραγματικότητα».

Οι δηλώσεις του πυροδότησαν τις αντιδράσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και διαφόρων αναλυτών με αρθρογραφία τους στον Τύπο, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος  περιορίστηκε στην διευκρίνιση ότι ο καθηγητής μίλησε με «την επιστημονική του ιδιότητα», ότι επρόκειτο για «επιστημονική ανάλυση» και ότι οι αναφορές του δεν σχετίζονται με συνοριακά ή μειονοτικά ζητήματα.

Ο καθηγητής επανήλθε με νέες διευκρινιστικές δηλώσεις, υποστηρίζοντας ότι «διαστρεβλώθηκαν» τα λεγόμενά του και  ότι θεωρεί τις διατάξεις της Συνθήκης για τα σύνορα ως «ιερές» (ΕΔΩ), προσθέτοντας με έμφαση ότι, «Όταν λέμε κάτι παρωχημένο, δεν σημαίνει ότι το παρωχημένο αναθεωρείται» (ΕΔΩ).

Ο καθηγητής Α. Συρίγος διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια και εμβαθύνει την ανάλυσή των απόψεών του συναφώς με σχετική ανάρτησή του στην εφημερίδα Καθημερινή της 7ης Ιανουαρίου 2024 (ΕΔΩ).

  • Μία νηφάλια αποτίμηση της κατάσταση

Για μία νηφάλια αποτίμηση απαιτείται πρωτίστως να αποσαφηνιστούν κάποιες βασικές παράμετροι οι οποίες υπεισέρχονται στη συζήτηση ως νομικά δεδομένα.

Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τις διατάξεις περί συνόρων, ορίων και κυριαρχίας από τις ρήτρες περί αποστρατιωτικοποίησης προκειμένου να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε το σύνθετο αυτό πρόβλημα στις ορθές διαστάσεις του.

  • Το ζήτημα των συνόρων, των ορίων και της εδαφικής κυριαρχίας

Οι εδαφικές διατάξεις οποιασδήποτε Διεθνούς Συνθήκης Ειρήνης, όπως είναι οι διατάξεις περί συνόρων, ορίων και εκχώρησης κυριαρχίας των Συνθηκών της Λωζάννης του 1923 και των Παρισίων του 1947, έχουν αποκλειστικά εμπράγματο ή δικαιοθετικό (real or dispositive) χαρακτήρα και είναι ως εκ τούτου, αφενός, γενεσιουργές ενός αντικειμενικού νομικού καθεστώτος το οποίοι ισχύει έναντι όλων (erga omnes), συμβαλλομένων ή μη, δικαιούχων και υποχρέων, και, αφετέρου, ισχύουν εις το διηνεκές, και μάλιστα ανεξάρτητα από την «τύχη» της Συνθήκης.

Το εξηγεί άλλωστε και ο ίδιος ο καθηγητής, υπενθυμίζοντας με την τελευταία ανάρτησή του το άρθρο 62§2 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών του 1969 και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «οι διατάξεις για τα σύνορα δεν αλλάζουν».

Ως γενικής αποδοχής, η διαπίστωση αυτή καθιστά εκ των πραγμάτων αδύνατη την επίκληση της ρήτρας περί «θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων rebus sic stantibus»)» ως λόγου για την καταγγελία, την αναθεώρηση, την αλλαγή ή την με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατάργησή της. Υπό την έννοια αυτή, ο «παρωχημένος» ή μη χαρακτήρας της Συνθήκης του 1923 ουδόλως επηρεάζει τα υφιστάμενα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σύνορα και την εκχωρηθείσα οριστικώς κυριαρχία εδαφών από την δεύτερη στην πρώτη. Άρα, πολύς θόρυβος εκατέρωθεν για το τίποτα. 

  • Το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιωτικών εδαφών στο Αιγαίο Αρχιπέλαγος και στην Ανατολική Μεσόγειο

Σε αντίθεση προς τις εδαφικές διατάξεις, οι ρήτρες περί αποστρατιωτικοποίησης των δύο Συνθηκών του 1923 και του 1947 έχουν συναλλακτικό ή ενοχικό  χαρακτήρα contractual or personal») και εγκαθιδρύουν ένα προσωρινό ή συγκυριακό καθεστώς. Εκπληρώνοντας τον ρόλο τους, περιπίπτουν σε «αχρησία»,  σύμφωνα με τον καθηγητή Χρήστο Ροζάκη («Το Διεθνές Νομικό Καθεστώς του Αιγαίου και η Ελληνοτουρκική Κρίση-Τα διμερή και τα διεθνή θεσμικά ζητήματα» στον συλλογικό τόμο Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, 1923-1987, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, 1988, στις σελίδες 429 και 441). Εξ ορισμού λοιπόν, οι σχετικές ρήτρες ισχύουν μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων και έχουν πεπερασμένη χρονική διάρκεια.

Προκειμένου να παρακάμψει το ανυπέρβλητο εμπόδιο ότι η ίδια δεν είναι συμβαλλόμενο στην Συνθήκη του 1947 μέρος, η Τουρκία προβάλλει το ανερμάτιστο επιχείρημα ότι και η αποστρατιωτικοποίηση είναι γενεσιουργός αντικειμενικού νομικού καθεστώτος, όπως ακριβώς και οι εδαφικές διατάξεις, με τις οποίες αποτελούν, κατά την εσφαλμένη άποψή της, ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο,  ισχύον έναντι όλων.

Με τον τρόπο αυτό, θεωρεί ότι έχει και η ίδια, αν και μη συμβαλλόμενη, το δικαίωμα να επικαλεστεί την προβλέπουσα παρόμοιες διατάξεις Συνθήκη του 1947. Προς επίρρωση μάλιστα της επιχειρηματολογίας της, όπως αυτή διατυπώνεται επίσημα πλέον και με ρηματικές διακοινώσεις προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ κατά τα έτη 2021 και 2022, η Τουρκία ταυτίζει αυθαιρέτως την περίπτωση των Δωδεκανήσων με αυτή των Νήσων Åland, το νομικό καθεστώς της ουδετερότητας και αποστρατιωτικοποίησης των οποίων ουδεμία σχέση έχει με τα Δωδεκάνησα και την ρήτρα αποστρατιωτικοποίησής τους βάσει της Συνθήκης του 1947.

Ο καθηγητής Συρίγος κατατάσσει μεν την ρήτρα αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης του 1923 στις «παρωχημένες» διατάξεις της, ομολογώντας όμως παράλληλα ότι οι Τούρκοι επιμένουν να μας εγκαλούν για την μη τήρηση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσής μας.

Ως απάντηση, εξαιρέσαμε, κατά τον ίδιο, με δύο δηλώσεις του 1995 και του 2015, από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου τα συναφή με την αποστρατιωτικοποίηση θέματα, επικαλούμενοι μάλιστα το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ως εάν οι μονομερείς αυτές δηλώσεις (θα) είχαν οδηγήσει αυτομάτως στην κατάργηση της συμβατικής μας δέσμευσης. Είναι όμως πανθομολογούμενον ότι οι συμβατικές διατάξεις δεν καταργούνται κατά κανόνα μονομερώς.

Στο σημείο λοιπόν αυτό τίθεται το σοβαρό ζήτημα πώς απαλλασσόμαστε νομίμως από την «παρωχημένη» μεν, αλλά συμβατική, αυτή διάταξη.

Ανατρέχοντας στην ιστορία, θυμίζω ότι τα έτη 1936, 1951 και 1990 μάς δόθηκε η ευκαιρία να απαγκιστρωθούμε ευσχήμως από το νομικό βαρίδι της αποστρατιωτικοποίησης, χωρίς αναθεώρηση ή κατάργηση των «παρωχημένων» διατάξεων.

Σε σχέση με την Τουρκία, επιδιώκοντας την αναθεώρηση (και για να ακριβολογούμε, την κατάργηση της αποστρατιωτικοποίησης υπό τον μανδύα της αναθεώρησης) της ενσωματωμένης στην Συνθήκη του 1923 Σύμβασης της Λωζάννης περί των Στενών, η Άγκυρα γνωστοποιεί προς όλα τα συμβαλλόμενα στην Συνθήκη μέρη [με ρηματική διακοίνωση της 10ης Απριλίου 1936 (το κείμενο της οποίας απαντά στην αμερικανική σειρά Foreign Relations of the United StatesDiplomatic Papers, 1936, volume III: «The Near East and Africa», στις σελίδες 503 έως και 506)] ότι, λόγω της θεμελιώδους μεταβολής της κατάστασης στην Ευρώπη και της αποδυνάμωσης των συλλογικών μηχανισμών διασφάλισης της ειρήνης στην περιοχή, κινδυνεύει σοβαρά η εδαφική της ακεραιότητα.

Ενόψει μίας «αιφνίδιας και μη αναστρέψιμης επίθεσης» («a sudden and irreparable attack») και της «απειλής» («menace») «that a state of war might supervene unexpectedly and without any formality», ζητεί την διεξαγωγή συνομιλιών (αποφεύγοντας εσκεμμένα οποιαδήποτε αναφορά στον όρο επαναστρατιωτικοποίηση) με σκοπό την σύναψη νέας Συμφωνίας επειδή η ίδια αδυνατεί να λάβει μέτρα «για την νόμιμη άμυνά της» («to take steps for her legitimate defense») υπό το ασφυκτικό νομικό καθεστώς της Σύμβασης του 1923 περί των Στενών.

Με την σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας (εξυπακουομένου ότι η επαναστρατιωτικοποίηση καταλαμβάνει και τα δύο ελληνικά νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη ως αναπόσπαστο τμήμα της ζώνης των Στενών, βλέπε συναφώς την ίδια αμερικανική πηγή, στην σελίδα 511), η Τουρκία επιτυγχάνει, παρά την εναντίωση και την απουσία της Ιταλίας από την Συνδιάσκεψη, την σύναψη της Σύμβασης του Montreux του 1936 περί των Στενών, βάσει της οποίας καταργείται (επί λέξει «εξαφανίζεται») η Σύμβαση του 1923 και αναγνωρίζεται στην Τουρκία το δικαίωμα του άμεσου επανοπλισμού των εδαφών της, χωρίς πάντως τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, να στερούνται τα αντλούμενα από την Σύμβαση δικαιώματά τους (βλέπε Κωνσταντίνου Οικονομίδη, Το νομικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Απάντηση σε τουρκική μελέτη, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, 1989, στην σελίδα 147).

Τα συναγόμενα από την Σύμβαση του 1936 και την επί του θέματος της στρατιωτικοποίησης στάση της Τουρκίας πολύτιμα διδάγματα είναι τα ακόλουθα:

Πρώτον, δεν τίθεται απολύτως κανένα ζήτημα σύνδεσης της κυριαρχίας με την τήρηση της αποστρατιωτικοποίησης.

Δεύτερον, αναγνωρίζεται ρητώς από την Τουρκία ότι οι ρήτρες αποστρατιωτικοποίησης δεν ταυτίζονται με τις εδαφικές διατάξεις των Συνθηκών και δεν είναι γενεσιουργές αντικειμενικού νομικού καθεστώτος ισχύοντος έναντι όλων (άλλως δεν θα επιτύγχανε την αναθεώρηση).

Τρίτον, η Ελλάδα ανακτά το δικαίωμα επαναστρατιωτικοποίησης των δύο νησιών της (Λήμνου και Σαμοθράκης) τα οποία είχαν υπαχθεί το 1923 σε καθεστώς πλήρους αποστρατιωτικοποίησης.

Τέταρτον,  εξαιρώντας την Τουρκία από την δυνατότητα επίκλησης των περί αποστρατιωτικοποίησης ρητρών της Συνθήκης του 1947 (ως ισχύουσας μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών), τα μόνα νησιωτικά εδάφη τα οποία υπόκεινται συμβατικώς σε καθεστώς μερικών στρατιωτικών περιορισμών στις σχέσεις μας με την Τουρκία είναι η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος και η Ικαρία βάσει της Συνθήκης του 1923.

Απογυμνώνεται έτσι κυριολεκτικώς οποιοδήποτε επιχείρημα της γείτονος σχετικά με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας επί των ελληνικών νησιωτικών εδαφών λόγω μη τήρησης της υποχρέωσης αποστρατιωτικοποίησής τους.

Όσον αφορά την περίπτωση της ηττημένης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Ιταλίας, παρά την προβλεπόμενη από την Συνθήκη του 1947 αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων ηπειρωτικών και νησιωτικών εδαφών της, η Ρώμη ζήτησε την κατάργησή της ήδη από το 1951 όταν κατέστη κράτος μέλος του ΟΗΕ και ενόψει της προσχώρησής της στο ΝΑΤΟ το επόμενο έτος 1952.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το έτος 1981 ο τότε Ιταλός υφυπουργός Εξωτερικών, απαντώντας σε κοινοβουλευτική ερώτηση σχετικά με την κατάργηση των ρητρών αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης του 1947 με την Ιταλία, διευκρίνισε ότι «the Treatys military clauses […] no longer had effect on account of the “alteration in the de facto and de jure conditions which had determined their framing [and thereforethere was no need for any procedure to revise the said military clauses of the 1947 Peace Treaty» (The Italian Yearbook of International Law, τόμος VI, 1985, στην σελίδα 36).

Στην περίπτωση της Φινλανδίας, παρά την προβλεπόμενη συμβατικώς (μεταξύ άλλων και από την Συνθήκη του 1947 με την Φινλανδία) αυστηρή ουδετερότητα και αποστρατιωτικοποίηση των Νήσων Åland, το Ελσίνκι τόλμησε να καταγγείλει το 1990 το σύνολο σχεδόν των άρθρων της Συνθήκης του 1947 σχετικά με την αποστρατιωτικοποίησή τους, επικαλούμενο επίσης την θεμελιώδη μεταβολή των περιστάσεων (rebus sic stantibus) και το γεγονός ότι οι περιοριστικές της κυριαρχίας της Φινλανδίας διατάξεις της «είναι πεπαλαιωμένες» («outdated stipulations») (σύμφωνα με τον καθηγητή Lauri Hannikainen, «The Continued Validity of the Demilitarised and Neutralised Status of the Åland Islands», Zeitschrift für ausländisches und öffentliches Recht und Völkerrecht, τόμος 54, τεύχη 3 και 4, 1994, στην σελίδα 631).

Η έκφραση συμπίπτει, ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενό της, με την δήλωση του καθηγητή [μάλιστα στην αγγλική εκδοχή της τελευταίας ανάρτησής του, χρησιμοποιείται ο ίδιος ακριβώς όρος («outdated») για την απόδοση του ελληνικού όρου «παρωχημένη» διάταξη (ΕΔΩ)].

Τα παραδείγματα της Τουρκίας, της Ιταλίας και της Φινλανδίας δεν μας «παραδειγμάτισαν». Μας άφησαν (ηγεσία και διεθνολογική κοινότητα) αντιθέτως παγερά αδιάφορους.

Επικαλούμαστε εδώ και δεκαετίες αλυσιτελώς ως νομικό θεμέλιο, δηλαδή ως υποτιθέμενο βάσιμο και νόμιμο λόγο επαναστρατιωτικοποίησης των νησιωτικών εδαφών μας, το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με το οποίο:

«Καμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν παρεμποδίζει το φυσικό δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας σε περίπτωση κατά την οποία ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών υποστεί ένοπλη επίθεση, μέχρις ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει τα αναγκαία μέτρα για την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Το ομολογεί και ο καθηγητής Συρίγος με την τελευταία ανάρτησή του.

Επομένως, φέρει και ο ίδιος ένα μερίδιο ευθύνης (χωρίς να γνωρίζω το ακριβές ποσοστό ως μη μαθηματικός), όπως εξηγώ αναλυτικότερα και κατωτέρω.

Στην πραγματικότητα, προκαλούμε την Τουρκία να μας εγκαλεί -και ορθώς- ότι παρανομούμε, εφόσον δεν πληρούμε τις προβλεπόμενες από την διάταξη του άρθρου 51 προϋποθέσεις (να έχουμε υποστεί ένοπλη επίθεση από άλλο κράτος πριν ασκήσουμε το δικαίωμά μας στην νόμιμη άμυνα).

Προφανώς, δεν έχουμε υποστεί τέτοια επίθεση παρόλες τις, ενίοτε σοβαρότατες, εκτοξευόμενες απειλές. Επικαλούμενοι λοιπόν την νόμιμη άμυνα του άρθρου 51 δεν υπηρετούμε ούτε το εθνικό συμφέρον ούτε τους βασικούς στόχους της εκ μέρους μας επαναστρατιωτικοποίησης, ήτοι της νομιμότητας και της μονιμότητας.

Εννοείται ότι η μεν νομιμότητα δεν τηρείται εφόσον δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 51, η δε μονιμότητα, δηλαδή η εις το διηνεκές διάρκεια της επαναστρατιωτικοποίησης, καθίσταται ανέφικτη δεδομένου ότι το μέτρο παύει να ισχύει ως νόμιμο αφότου επιληφθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας ή μόλις τερματιστεί η ένοπλη επίθεση.

Έχω εκφράσει δημόσια την αντίθεσή μου τόσο στην επίκληση του άρθρου 51, όσο -προς επίρρωση της άποψης αυτής-  και στην «νομιμότητα» του αμερικανικού δόγματος περί της προληπτικής νόμιμης άμυνας (για τελευταία φορά κατά την διάρκεια συνεδρίου το οποίο διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στην Λήμνο από 15 έως 17 Σεπτεμβρίου 2023 με θέμα «Η Διάσκεψη της Λωζάνης και οι Αποφάσεις της 100 χρόνια μετά», με αποτέλεσμα να δεχτώ μόνον ειρωνικά σχόλια), ως νομικού θεμελίου για την στρατιωτικοποίηση των νησιών μας.

Διερωτώμαι λοιπόν εάν αρκεί πλέον ως δικαιολογία για την εγκατάλειψη της θέσης υπέρ του άρθρου 51 ο χαρακτηρισμός της περί αποστρατιωτικοποίησης ρήτρας της Συνθήκης του 1923 ως «παρωχημένης» προκειμένου να κατοχυρώσουμε την νομιμότητα της άσκησης του δικαιώματός μας στην στρατιωτικοποίηση τεσσάρων νησιών.

Την απάντηση μπορεί να μας δώσει ο Συρίγος. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο ίδιος υποστήριζε, τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, δύο τινά:

Πρώτον, σχετικά με την άμυνα των νησιών μας και την επαναστρατιωτικοποίησή τους, ότι «η Ελλάδα αποδέχεται ότι τα νησιά είναι στρατιωτικοποιημένα, επικαλούμενη το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ περί νόμιμης άμυνας» (βλέπε «Explainer: Τί προβλέπουν οι Συνθήκες για τη άμυνα των νησιών», εφημερίδα Καθημερινή της 4ης Οκτωβρίου 2022, (ΕΔΩ), ιδίως τα σημεία 5, 6 και 7).

Δεύτερον, σχετικά με την αμφισβητούμενης νομιμότητας προληπτική νόμιμη άμυνα, υποστήριζε ότι «η ύπαρξη απειλής δίνει το δικαίωμα της προληπτικής άμυνας […]. Τα κράτη μπορούν να προετοιμαστούν αμυντικά έναντι επικείμενης ένοπλης επίθεσης , [έστω] και αν αυτή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί» (έως εδώ όλα βαίνουν καλώς), για να αποσαφηνίσει όμως στην συνέχεια ότι:

«Η άποψη αυτή ενισχύθηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Οι ΗΠΑ διατύπωσαν το δόγμα της προληπτικής αυτοάμυνας […] που τους δίνει το δικαίωμα να ενεργήσουν πρώτες υπερασπιζόμενες την ασφάλειά τους, χωρίς να περιμένουν […] την εκδήλωση επιθετικού χτυπήματος»  (βλέπε το προαναφερθέν Explainer, σημείο 10, τα πλάγια γράμματα είναι δικά μου).

Επ’ αυτού πρέπει να τονιστεί ότι η αμυντική θωράκιση ενός κράτους, έστω και αν απειλείται, δεν νοείται να καταλήγει στην αποκαλούμενη αμυντική βία (defensive force), ως αντίδραση στην επικείμενη ένοπλη επίθεση. Η άποψη αυτή οδηγεί νομοτελειακά στην άσκηση βίας, η οποία είναι όμως εντελώς ξένη προς το αμυντικό πρόσημο ακόμη και στο πλαίσιο της προπαρασκευαστικής φάσης της στρατιωτικοποίησης για την αντιμετώπιση μίας πιθανολογούμενης ένοπλης επίθεσης.

Με την ενδεχόμενη ένοπλη επίθεση της Τουρκίας, ερχόμαστε αυτομάτως στην εφαρμογή του άρθρου 51 και κάνουμε χρήση του -διακριτού από το φυσικό και διαρκές δικαίωμα στην άμυνα- φυσικού δικαιώματος στην νόμιμη άμυνα.

Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη τοποθέτηση του καθηγητή, ιδιαίτερα επί του αμερικανικού δόγματος, θυμίζει έντονα -ως ατυχής συνειρμός- την τουρκική ερμηνεία περί της νομιμότητας επιθετικών ενεργειών σε ξένο έδαφος λόγω της δράσης μη κρατικών δρώντων, η οποία δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης για ευνόητους λόγους.

  • Ποια είναι τελικά η ορθή νομική βάση για την νόμιμη έναντι πάντων στρατιωτικοποίηση των νησιών μας;

Κατά την ταπεινή μου άποψη, η μόνη ορθή επιλογή είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, στο μεν επίπεδο του δικαίου των Συνθηκών, το άρθρο 2§4 του Χάρτη, βάσει του οποίου η απάντησή μας στην τουρκική αυθάδεια ότι, στρατιωτικοποιώντας τα νησιωτικά μας εδάφη, παραβιάζουμε τις περί αποστρατιωτικοποίησης διατάξεις των Συνθηκών είναι ότι, ως διάταξη αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), απαγορεύουσα την απειλή ή την χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οπουδήποτε κράτους, υπερισχύει, βάσει του άρθρου 103 του Χάρτη, έναντι κάθε άλλης Διεθνούς Συνθήκης.

Θα προσέθετα εκ περισσού, ότι η ίδια η Τουρκία έχει παραβιάσει και εξακολουθεί να παραβιάζει πλείονες διατάξεις της ίδιας της Συνθήκης του 1923, και κυρίως την αρχή της κατά το άρθρο 13§2 αυτής αμυντικής αμοιβαιότητας, την οποία εμείς αγνοούμε συστηματικά.

Στο επίπεδο του εθιμικού διεθνούς δικαίου, επείγει η προσφυγή μας στο φυσικό και διαρκές δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα ως μέσον αυτοπροστασίας του. Η αμυντική θωράκιση της Ελλάδας και η διάταξη των Ενόπλων Δυνάμεών της είναι αποκλειστικά δική της υπόθεση, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συμβατική δέσμευση, για την υπεράσπιση κάθε σπιθαμής του εδάφους της από έξωθεν απειλές στρεφόμενες κατά της επικράτειάς της. Υπό το πρίσμα αυτό, η προβλεπόμενη από την Συνθήκη του 1923 αποστρατιωτικοποίηση στερείται αυτοδικαίως περιεχομένου, με τις σχετικές ρήτρες «παρωχημένες» ή μη.

Όπως ήδη ανέφερα, ο καθηγητής περιλαμβάνει την ρήτρα περί αποστρατιωτικοποίησης στον κατάλογο των «παρωχημένων» διατάξεων της Συνθήκης του 1923. Κατά τον ίδιο, συζητούμε πλέον με βάση την «επίσημη ελληνική θέση από το 1995».

Η στάση αυτή θα ήταν απόλυτα ορθή και συνεπής, αν μπορώ να την ερμηνεύσω συνδυαστικά με την προαναφερθείσα στάση της Ιταλίας, υπό την προϋπόθεση ότι η στρατιωτικοποίηση των νησιών, ως εθνικό μας θέμα, θα εξαιρούνταν  από την ρήτρα αποστρατιωτικοποίησης για τους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε το 1981 ο Ιταλός υφυπουργός,  οπότε δεν θα ήμασταν καν υποχρεωμένοι να την δικαιολογούμε, ως αυτονόητη, έναντι της Τουρκίας [βλέπε την εφημερίδα Καθημερινή της 3ης Ιανουαρίου 2024 (ΕΔΩ)].

Με τις δηλώσεις όμως του καθηγητή Α. Συρίγου ανακύπτουν εύλογα και άλλα καυτά ερωτήματα -πέραν των απαντηθέντων- στα οποία ο καθηγητής οφείλει να δώσει συμπληρωματικές απαντήσεις.

Συγκεκριμένα, εάν λάβουμε το 1995 ως έτος αφετηρίας της αυτόματης αποδέσμευσής μας από την ρήτρα της αποστρατιωτικοποίησής των νησιών μας σύμφωνα με την μονομερή δήλωσή μας, τότε μέχρι το έτος αυτό καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι παραβιάζαμε την σχετική συμβατική υποχρέωσή μας;

Αν πάλι θεωρήσουμε ότι από το 1974 επικαλούμαστε ως ορθή νομική βάση για την στρατιωτικοποίηση των νησιών μας το άρθρο 51 του Χάρτη, τί έχουμε να αντιτάξουμε στους Τούρκους όταν μας προσάπτουν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του;

Για ποιους ακριβώς λόγους εξακολουθούμε να επικαλούμαστε το άρθρο 51 του Χάρτη για να δικαιολογήσουμε έναντι των Τούρκων την στάση μας στο θέμα αυτό; Μήπως τελικά εντελώς παρωχημένη εξαρχής είναι η επίκληση του συγκεκριμένου άρθρου και όχι η ρήτρα περί αποστρατιωτικοποίησης;

Εκείνο που ενδιαφέρει και προέχει συναφώς είναι η Ελλάδα να διεκδικήσει, με βάση το προπεριγραφέν νομικό οπλοστάσιό της, το δικαίωμά της στη αμυντική θωράκισή της, απόρροια του φυσικού και διαρκούς δικαιώματός της στην άμυνα ως μέσον αυτοπροστασίας της.

Αποδέκτες της σθεναρής αυτής στάσης πρέπει να είναι τόσο η Τουρκία όσον αφορά την Συνθήκη του 1923, όσο και τα αντισυμβαλλόμενα στην Συνθήκη του 1947 μέρη (τα οποία ούτως ή άλλως δεν αντιτίθενται), καθώς και οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ και οι εταίροι μας στη Ευρωπαϊκή Ένωση.

  • Συμπέρασμα

Εν συμπεράσματι, επειδή οι απόψεις των πανεπιστημιακών δασκάλων με γνωστικό αντικείμενο τα θέματα της κυριαρχίας και της αποστρατιωτικοποίησης, κυρίως δε στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και πρέπει να διακρίνονται για την εγκράτεια, τον ορθό λόγο και τον κατάλληλο χρονισμό, ακριβώς όπως και οι απόψεις των πολιτικών, θυμίζω απλώς ότι ο καθηγητής Α. Συρίγος φέρει και τις δύο ιδιότητες.

Καλόν θα ήταν λοιπόν ο καθείς να έχει υπεύθυνη άποψη και να ρίχνεται στη μάχη των ιδεών αποκλειστικά από το δικό του μετερίζι. Αντί να διαφωνεί, η ελληνική διεθνολογική κοινότητα οφείλει να ομονοεί και να θέτει καλόπιστα προς συζήτηση ενώπιον όλων τα ζωτικά εκείνα ζητήματα επί των οποίων υπάρχει διάσταση απόψεων, με σκοπό την γεφύρωση και όχι την αντιπαραγωγική διαιώνισή τους.

Κλείνοντας το παρόν σημείωμα, θα δανειστώ, χωρίς το παραμικρό ίχνος ειρωνείας, ένα -προς την αντίθετη φορά- σχόλιο σατυρικής εφημερίδας, σύμφωνα με το οποίο «στην ουσία μιλάμε για ένα ανύπαρκτο θέμα [και] η όποια συζήτηση θα είχε αποφευχθεί εάν ο βουλευτής της Ν.Δ. φρόντιζε να μιλάει περισσότερο ως πολιτικός και λιγότερο ως καθηγητής σε μια αρένα που διψάει για αίμα ακόμη και επί ανυπόστατων θεμάτων»  (ΕΔΩ).

*Είχα ολοκληρώσει την σύνταξη του παρόντος σημειώματος όταν αναρτήθηκε η άποψη του Γιώργου Χαρβαλιά στην Hellas Journal στις 7 Ιανουαρίου 2024 (ΕΔΩ). Επειδή οι απόψεις του εκφεύγουν του πλαισίου της νομικής επιστήμης την οποία υπηρετώ, θεωρώ ως αυτονόητο ότι δεν δικαιούμαι ούτε να τις κρίνω, πολύ δε περισσότερο ούτε να τις λογοκρίνω.

* Θεοδώρος Κατσούφρος
νομικός διεθνολόγος

Hellas Journal

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Στους γενικότερους συλλογσιμούς θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και η Ρωσία ως διάδοχος-χώρα της Σοβιετικής Ένωσης με ζωτικά συμφέροντα στα στενά και κατ’ επέκταση στο Βόρειο Αιγαίο. Όπως και στην Κύπρο, όπου ο Μακάριος επιχείρησε να βάλει την Σοβιετική Ένωση στο παιχνίδι για να εξισορροπήσει τα αμερικανοβρετανικά συμφέροντα χωρίς ωστόσο να αντιληφθεί ότι με αυτό τον τρόπο μηδένιζε ουσιαστικά τις προοπτικές για ένωση αφού ήταν φανερό, ότι μια ένωση με την Ελλάδα δηλαδή μια ολοκληρωτική προσχώρηση της Κύπρου στο ΝΑΤΟ δεν εξυπηρετούσε τα σοβιετικά συμφέροντα. Έτσι και σήμερα, μια εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο σε συνδιασμό με την στρατιωτικοποίηση των νησιών από μια χώρα του ΝΑΤΟ, σε συνδιασμό με την αύξηση της αμερικανικής παρουσίας κοντά στα στενά (Αλεξανδρούπολη) αντιβαίνει στα ρωσικά συμφέροντα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Ερντογάν έχει καταδείξει με σαφή τρόπο την καχυποψία του απέναντι στις ΗΠΑ ειδικά σε σχέση με την αυξημένη σταρτιωτική της παρουσία στην Δ. Θράκη. Όσο και εάν ακούγεται παράδοξο, αλλά οι παραλληλισμοί με την κατάσταση πριν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι φανεροί.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,700ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα