Αν. Βαβούσκος: Οικουμενικό Πατριαρχείο και «Μακεδονική Εκκλησία» εντός του πλαισίου της Συμφωνίας των Πρεσπών

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

  • Post published:8 Μαρτίου 2023
Υπό Δρος Αναστασίου Βαβούσκου
Δικηγόρου
Άρχοντος Ασηκρήτη της Μ.τ.Χ.Ε.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, στις 12 Ιουνίου 2018 υπογράφηκε από την Ελληνική Δημοκρατία και την γειτονική χώρα (και ήδη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) η Συμφωνία των Πρεσπών.

Ο κύριος λόγος, που υπογράφηκε η ανωτέρω Συμφωνία, ήταν η επίλυση του γνωστού σε όλους μας «Μακεδονικού ζητήματος», σε συνδυασμό και με την θεμελίωση της διακρατικής συνεργασίας στους τομείς της άμυνας, του πολιτισμού κ.λ.π.

Βεβαίως, όπως τελικώς προκύπτει από την εξέλιξη των πραγμάτων, το ζήτημα όχι μόνο δεν λύθηκε αλλά μπορώ να πω, ότι αναβίωσε και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις. Από την μία πλευρά, προς την κατεύθυνση την νομική, δηλαδή της διαρκούς παραβιάσεως της Συμφωνίας από το αντισυμβαλλόμενο μέρος. Από την άλλη πλευρά, προς την κατεύθυνση της εκκλησιαστική, δηλαδή των ενεργειών της Εκκλησίας του αντισυμβαλλομένου μέρους. Και στις δύο αυτές κατευθύνσεις, κοινός παρονομαστής είναι η χρήση της Ιστορίας, η οποία μέχρι την Συμφωνία των Πρεσπών αποτελούσε το μοναδικό πεδίο αντικρούσεως από την ελληνική πλευρά των ενεργειών της γείτονος χώρας.

Ειδικότερα, ως προς την δεύτερη κατεύθυνση θα επισημάνω τα εξής:

Στα γεωγραφικά όρια της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας υπάρχει και δραστηριοποιείται τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία αποτελεί αυτόνομη επαρχία του Πατριαρχείου Σερβίας και φέρει – συμφώνως προς την επίσημη ιστοσελίδα της – την σύνθετη και μακροσκελή επωνυμία «Μακεδονική Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Αχρίδος – Πρώτη Ιουστινιανή».

Αυτά που είναι άξια να επισημανθούν ως προς την επωνυμία της συγκεκριμένης Εκκλησίας, είναι δύο πράγματα:

Πρώτον, ότι τα στοιχεία, που συνθέτουν την επωνυμία της τοπικής αυτής Εκκλησίας, χρονολογικώς κινούνται από το παρόν προς το παρελθόν. Δηλαδή, η επωνυμία ξεκινά από την πιο πρόσφατη «Μακεδονική Εκκλησία» και συνεχίζει προς την «προκάτοχο» αυτής «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», για να ολοκληρωθεί με την αρχική και γεωγραφικώς, ιστορικώς και νομοκανονικώς πραγματική προκάτοχο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος «Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής», την οποία ίδρυσε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το 536.

Δεύτερον, ότι το αρχικό όνομα της Εκκλησίας αυτής ήταν «Μακεδονική Εκκλησία» και χρονολογείται από το 1944. Ο τίτλος «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» στην επωνυμία – και στην επίσημη ιστοσελίδα – προστέθηκε το 2009. Η τελική προσθήκη στον τίτλο της

Εκκλησίας αυτής τού ονόματος «Πρώτη Ιουστινιανή» προστέθηκε το 2019, δηλαδή μετά την Συμφωνία των Πρεσπών!!!

Η τοπική αυτή Εκκλησία διεκδίκησε επανειλημμένως αυτοκεφαλία από την Σερβική Εκκλησία, διεκδίκηση η οποία απερρίπτετο. Εξαιτίας δε της στάσεως του Πατριαρχείου Σερβίας, η Εκκλησία αυτή αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη, με αποτέλεσμα το Πατριαρχείο Σερβίας να διακόψει την κοινωνία με αυτήν και ειδικότερα με τους κληρικούς της και όχι με τους πιστούς της, έχοντας και την σύμφωνη στάση όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Έκτοτε η Εκκλησία αυτή τέθηκε υπό καθεστώς ακοινωνησίας και όχι σχίσματος, όπως εσφαλμένως άπαντες υποστήριζαν και υποστηρίζουν. Και τούτο, διότι εάν υπήρχε σχίσμα, θα έπρεπε:

Α) η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Σερβίας να καθαιρέσει τους κληρικούς της Εκκλησίας αυτής, πράγμα που ουδέποτε έπραξε.

Β) η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν δέχθηκε το ασκηθέν έκκλητο, θα έπρεπε να άρει την επιβληθείσα θεωρητικώς καθαίρεση και όχι να αποκαταστήσει την κοινωνία αυτών με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στις 9 Μαΐου 2022 το Οικουμενικό Πατριαρχείο με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου αυτού.

α) Αποφάσισε την αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας με την «Μακεδονική Εκκλησία» και την επιστροφή της στην κανονικότητα.

β) Αναγνώρισε την αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Σερβίας για τον καθορισμό του πλαισίου τών μεταξύ των διοικητικής φύσεως σχέσεων, τηρουμένων της ιεροκανονικής τάξεως και της εκκλησιαστικής παραδόσεως.

γ) Αναγνώρισε και αυτό είναι το σημαντικότερο:

i. ως όνομα της εκκλησιαστικής περιφέρειας το όνομα «Αχρίδος» και

ii. ως γεωγραφικά όρια τα αντίστοιχα όρια του γειτονικού Κράτους της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας.

Θα σταθώ στα δύο τελευταία σημεία της αποφάσεως, που περιλαμβάνονται υπό το στοιχείο γ΄.

Όταν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβε την παραπάνω απόφαση ως προς το όνομα και τα γεωγραφικά όρια της τοπικής Εκκλησίας είχε συγκεκριμένα δεδομένα:

Το πρώτο δεδομένο ήταν, ότι η Εκκλησία αυτή χρησιμοποιούσε ως επωνυμία της τον όρο «Μακεδονική Εκκλησία». Ο όρος όμως αυτός ως προς το γειτονικό κράτος, συμφώνως προς τις διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών και ειδικότερα αυτές των άρθρων 7 πργφ. 1 και 7 πργφ. 3, πρέπει να συνδέεται αποκλειστικώς και μόνο:

1. με την δική του γλώσσα, δηλαδή την επίσημη γλώσσα του κράτους.

2. την δική του επικράτεια, δηλαδή τα γεωγραφικά όρια του, όπως αυτά έχουν καθορισθεί και αναγνωρίζονται διεθνώς.

3. τον δικό του πληθυσμό, δηλαδή τους πολίτες – κατοίκους του κράτους του.

4. την δική του ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, η οποία το νωρίτερο που μπορεί να υποτεθεί, ότι εμφανίσθηκε, είναι με την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1944.

Συνεπώς, η χρήση εκ μέρους της Εκκλησίας του κράτους αυτού του όρου «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός» ως ονομασία ή συνθετικό της ονομασίας της αποκλείεται, καθόσον η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος εκφεύγει κατά σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο των γλωσσικών, τοπικών και χρονικών ορίων, που καθορίζονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι γνωστό άλλωστε τοις πάσι, ότι εντός των γεωγραφικών ορίων της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες του βυζαντινού παρελθόντος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, χωρίς βεβαίως να συνυπολογίσουμε και τις ιστορικές πηγές, που μαρτυρούν το παρελθόν αυτό.

Ούτως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ανωτέρω απόφαση του και σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, επέλυσε το ζήτημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αποσοβώντας υπό τις τότε συνθήκες και τον κίνδυνο πιθανής παραβιάσεως της Συμφωνίας αυτής, μέσω την προσδόσεως στην επανεντασσόμενη εκκλησιαστική περιφέρεια ονόματος, το οποίο πιθανόν θα περιείχε τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός» και θα δημιουργούσε έτσι παρεπόμενα προβλήματα, εκκλησιαστικά και πολιτικά.

Το δεύτερο δεδομένο ήταν, ότι η απόφαση του αυτή δημιουργούσε βαρύνουσας σημασίας υποχρέωση το Πατριαρχείο Σερβίας, αφού προείρχετο από την ιερά Σύνοδο της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, όμως μόνο επί ηθικής βάσεως και όχι κανονικής – δεσμευτικής. Και τούτο, διότι η τοπική Εκκλησία της γείτονος χώρας συνιστούσε – και συνιστά – επαρχία του Πατριαρχείου Σερβίας, το οποίο ασκεί μέχρι και σήμερα την κανονική δικαιοδοσία επ’ αυτής. Άρα, το μόνο όργανο, το οποίο είναι αρμόδιο για να καθορίσει το όνομα, τον τρόπο διοικήσεως και τα γεωγραφικά όρια της τοπικής αυτής Εκκλησίας είναι η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Σερβίας.

Παρά ταύτα, η απόφαση αυτή – πέρα από ηθική δέσμευση – δημιούργησε και μια νομοκανονική παρακαταθήκη για το μέλλον, ήτοι για την περίπτωση που ετίθετο κάποια στιγμή αργότερα ζήτημα παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία αυτή. Αλλά, θα επαναλάβω, όλα αυτά υπό τις τότε συνθήκες.

Έκτοτε , όμως, οι συνθήκες μεταβλήθηκαν και μάλιστα η μεταβολή αυτή των συνθηκών ήταν δυσμενής. Ειδικότερα:

Ένα μήνα περίπου μετά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου το Πατριαρχείο Σερβίας προχώρησε στην έκδοση «Τόμου» περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην «Μακεδονική Εκκλησία». Ανεξαρτήτως της αντικανονικότητας της ενέργειας αυτής του Πατριαρχείου Σερβίας τόσο για τυπικούς όσο και για ουσιαστικούς λόγους, εκείνο που είναι καταρχήν αξιοπρόσεκτο, είναι, ότι η «Μακεδονική Εκκλησία» αποδέχθηκε το «αυτοκέφαλο» καθεστώς, ενώ ταυτοχρόνως αιτείται αυτοκεφάλου καθεστώτος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι και το μόνο αρμόδιο να το πράξει. Δηλαδή, εν ολίγοις «και τούτο ποιεῖν, κακείνο μη αφιέναι !!!».

Εκείνο, επίσης, που είναι αξιοπρόσεκτο – και επαναλαμβάνω ανεξαρτήτως της δεδομένης αντικανονικότητας του «Τόμου» αυτού – είναι συγκεκριμένες διατυπώσεις στον «Τόμο», οι οποίες μπορεί τυπικώς να μην επιφέρουν νομοκανονικά αποτελέσματα, συνιστούν όμως πλήρη απόδειξη προθέσεων τόσο του Πατριαρχείου Σερβίας όσο – και κυρίως – της «Μακεδονικής Εκκλησίας». Οι διατυπώσεις όμως αυτές είναι:

α) η χρήση του όρου «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Οχρίδας και Μακεδονίας» για τον Προκαθήμενο της.

β) η επισήμανση ότι «που σήμερα ονομάζεται Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι διάδοχος της αρχαίας και ένδοξης Αρχιεπισκοπής της Οχρίδος, και λόγω της οποίας ο τίτλος της περιλαμβάνει το τιμητικό όνομα αυτής».

γ) η επισήμανση ότι «η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν την θέτει (εννοείται η «Μακεδονική Εκκλησία») υπό όρους που περιορίζουν την κανονική δικαιοδοσία της και την ποιμαντική μέριμνα για τον πιστό Ορθόδοξο λαό της στην πατρίδα και στη διασπορά».

Συγκεφαλαιωτικώς, με τον δήθεν αυτόν «Τόμο», έχουμε μεταβολή άρδην των συνθηκών, υπό τις οποίες το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε στις 9 Μαΐου 2022 περί του ονόματος και της γεωγραφικής περιφέρειας της Εκκλησίας αυτής, καθόσον:

1) υπάρχει αυτόβουλος καθορισμός του τίτλου του Προκαθημένου της ως Αρχιεπισκόπου «Οχρίδος και Μακεδονίας».

2) υπάρχει σαφής διασύνδεση της «Μακεδονικής Εκκλησίας» με το Βυζάντιο.

3) υπάρχει σαφής αμφισβήτηση των γεωγραφικών ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της, αφού αυτή επεκτείνεται και στην «διασπορά».

Αν δε στο κάδρο βάλουμε και το Πατριαρχείο Ρουμανίας, το οποίο μόλις προ μηνός αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας αυτής με την επωνυμία «Αρχιεπισκοπή Οχρίδος και Βόρειας Μακεδονίας» με Προκαθήμενο τον «Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος, Σκοπίων και Βόρειας Μακεδονίας Στέφανο»,

αλλά και το Πατριαρχείο Βουλγαρίας, το οποίο επίσης αναγνώρισε την Εκκλησία αυτή ως «αυτοκέφαλη», τότε η υπόθεση αυτή γίνεται ακόμη πιο σύνθετη.

Το βέβαιο είναι, ότι από τις 9 Μαΐου 2022 οι συνθήκες μεταβλήθηκαν άρδην. Και το ερώτημα είναι, τι μπορεί να γίνει από εδώ και στο εξής.

Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει προηγουμένως να απαντηθεί ένα άλλο ερώτημα, κατά πόσον δεσμεύεται η «Μακεδονική Εκκλησία» από την Συμφωνία των Πρεσπών.

Η απάντηση θα είναι πανηγυρικώς καταφατική για έναν απλό λόγο: Η συμφωνία των Πρεσπών υπογράφηκε μεταξύ δύο κρατών και δεσμεύει τους πολίτες αυτών, ενώ ταυτοχρόνως γίνεται σε διεθνές επίπεδο σεβαστή και αποδεκτή. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεσμεύει τα δύο συμβαλλόμενα κράτη, αυτονοήτως δεσμεύει και τους πολίτες αυτών και όχι μόνο τις Κυβερνήσεις τους. Και από την στιγμή που οι κληρικοί της «Μακεδονικής Εκκλησίας» είναι πολίτες του κράτους της «Βόρειας Μακεδονίας» δεσμεύονται από το σύνολο των διατάξεών της. Οποιαδήποτε δε αντίθετη προς την Συμφωνία των Πρεσπών κίνηση ή ενέργεια της «Μακεδονικής Εκκλησίας» συνιστά ευθεία παραβίαση αυτής, όπως η χρήση των όρων «Μακεδονική Εκκλησία» σε συνδυασμό με τα ονόματα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» και «Πρώτη Ιουστινιανή».

Κατόπιν τούτου, η από 9ης Μαΐου 2022 απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν δεσμεύει με υπαιτιότητα της «Μακεδονικής Εκκλησίας» το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πλέον όχι μόνον δύναται αλλά και επιβάλλεται – σε περίπτωση που τεθεί θέμα αυτοκεφαλίας της συγκεκριμένης Εκκλησίας – να αποφασίσει:

Α) ως όνομα της Εκκλησίας αυτής το «Αρχιεπισκοπή Σκοπίων» ή «Αρχιεπισκοπή Βόρειας Μακεδονίας» αλλά στην δεύτερη περίπτωση με σαφή αναφορά στην Συμφωνία των Πρεσπών ως προς τις δεσμεύσεις γύρω από το χρήση των όρων «Μακεδόνας» και «Μακεδονία», συμφώνως προς τον 38ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου.

Β) ως όνομα του Προκαθημένου το «Αρχιεπίσκοπος Σκοπίων» και μόνο αυτό.

Γ) ως γεωγραφικά όρια κανονικής δικαιοδοσίας, μόνον αυτά του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας

Δ) τον σαφή διαχωρισμό των Αρχιεπισκοπών Αχρίδος και Πρώτης Ιουστινιανής από την νέα Εκκλησία από ιστορικής απόψεως και την διασύνδεσή της μόνο επί βάσεως γεωγραφικής.

Αυτές είναι και οι βασικές παράμετροι του ζητήματος. Ως προς τις λεπτομέρειες, δεν κρίνω σκόπιμο να τις δημοσιοποιήσω. Άλλωστε, είναι αρκετές και είναι γι’ αυτόν τον λόγο και πρακτικώς αδύνατο να εκτεθούν αναλυτικώς σε ένα άρθρο.

Ολοκληρώνοντας, θα δηλώσω για μία ακόμη φορά, ότι θέτω πάντοτε τις γνώσεις μου στην διάθεση των αρμοδίων εκκλησιαστικών οργάνων. Από αυτά εξαρτάται, αν θα τις χρησιμοποιήσουν.

exapsalmos.gr

 

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Εύγε και ευχαριστούμε κύριε Αναστάσιε Βαβούσκο , υιέ του ακαδημαϊκού αειμνήστου Κων/νου Αν. Βαβούσκου (να χρησιμοποιείτε και εσείς το πατρώνυμό σας) για τις χρήσιμες πληροφορίες που μας ”επικοινωνήσατε” .
    Η τελική σας φράση θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την φράση .”τα ανωτέρω έστειλα ως επιστολή στο Σεβαστό Οικουμενικό Πατριάρχη Κων/πόλεως, ο οποίος ως πνευματικός πατήρ όλων μας λαμβάνει πολλές επιστολές μας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα