Διερχόμαστε μια μετάβαση ιστορικών διαστάσεων από τη βιομηχανική στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία, που έχει ως πυλώνα της τη γνώση. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που εκδηλώνονται σήμερα, οικονομική, ενεργειακή, κοινωνική, θεσμική και γεωπολιτική, οφείλονται κατά κύριο λόγο σε ένα σύνολο νέων πολιτικών ανάπτυξης, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, που καθοδηγούν ομοιόμορφα με τις υπερεθνικές τους στοχεύσεις την παραγωγική αναδιάρθρωση που εξελίσσεται σε αυτή την κατεύθυνση σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι πολιτικές αυτές, με τους οικονομικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς που επιβάλλουν, οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ παγκοσμιοποιημένων αγορών – εθνικών κρατών (δημοκρατικών κοινωνιών) και μεταξύ Βορρά – Νότου (ανεπτυγμένων – αναπτυσσόμενων χωρών), καθώς αναβαθμίζουν θεαματικά την ισχύ των πρώτων έναντι των δεύτερων,.

Η ψηφιακή και πράσινη οικονομία δεν είναι μια απλή,περισσότερο ορθολογική και οικολογική, συνέχειατης βιομηχανικής, όπως ευρέως θεωρείται, αλλά συνιστά μια τομή σε σχέση με αυτήν, γιατί αλλάζει τον στρατηγικό προσανατολισμό της πολιτικής για την ανάπτυξη: δεν αποσκοπεί πλέον στην κοινωνική ευημερία σε μια ισορροπία με το περιβάλλον, αλλά αποβλέπει πρωτίστως στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αποκλειστικά με μια δέσμη νέων τεχνολογιών της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης, σε βάρος της κοινωνικής διάστασης της ανάπτυξης. Η θεμελιώδης αυτή στροφή αλλάζει τις βασικές συντεταγμένες της ανάπτυξηςως προς (α) τη διάστασή της (από εθνικήγίνεται διεθνής)(β) το ρόλο και τη σημασία των παραγωγικών δυνάμεων στην οικονομία(κεφάλαιο, εργασία, φυσικοί πόροι, τεχνολογία), καθώς,το κεφάλαιο γίνεται πολύ πιο σημαντικό ενώ αντιδιαμετρικάηεργασία λιγότερο σημαντική, δηλ. αλλάζει ριζικά ο συσχετισμός κεφαλαίου – εργασίας υπέρ του πρώτου, μειώνεται η σημασία των μη ανανεώσιμων πόρων, ενώ αυξάνεται η σημασία της τεχνολογίας, που καλείται να τους υποκαταστήσει.Τέλος (γ) η νέα παραγωγική διάρθρωση επηρεάζει τη γεωπολιτική θέση τους στα συστήματα ασφαλείας.

Οι αλλαγές αυτέςυποδηλώνουν ότι η πράσινη Ατζένταείναι επιθετικά αναθεωρητική των ισορροπιώνπου εδραιώθηκαν μεταπολεμικά, τόσο μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών όσο και μεταξύ των χωρών Βορρά- Νότου. Ειδικότερα:

Σε εθνικό επίπεδο, η διεθνοποίηση της οικονομίας και η διάχυση της κρατικής εξουσίας που επέρχεται με αυτή την Ατζέντα, εδραιώνει την πρωτοκαθεδρία των δυνάμεων της αγοράς στην ανάπτυξη, που έχουν υπερεθνικό προσανατολισμό και είναι υπέρ της αυτορρύθμισης της οικονομίας. Απεναντίας οι δυνάμεις της κρατικής (κεϋνσιανής) ρύθμισής της, που έχουν εθνικό και κοινωνικό προσανατολισμό, χάνουν την παρεμβατική τους δυνατότητα και το διακριτό ιστορικά ρόλο τους στην ανάπτυξη, όπως είδαμε στην Ευρώπη με τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και στην Ελλάδα με τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, που υποχρεώθηκαν να ασκήσουν πολιτικές αυτορρύθμισης.Έτσι ο άξονας του πολιτικού παιγνιδιού μετατοπίζεται σε κάθε χώρα, από το μεταπολεμικό πολιτικό δίπολο ρύθμιση – αυτορρύθμιση στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής της αυτορρύθμισης, που καθορίζεται υπερεθνικά, και για αυτήν ερίζουν πλέον οι πολιτικές δυνάμεις, ενώ εκλείπει η δυνατότητα εκδήλωσης οποιασδήποτε εναλλακτικής πολιτικής για την ανάπτυξη. Πρόκειται δηλαδή για έναν αγώνα για την πολιτική εξουσία χωρίς ουσιαστικό εναλλακτικό πολιτικό και εθνικό περιεχόμενο καθώςτα εθνικά συμφέροντα υποτάσσονται στις εκάστοτε υπέρτερες υπερεθνικές προτεραιότητες.

Για την Ελλάδα οι υπέρτερες των εθνικών συμφερόντων της υπερεθνικές προτεραιότητες, συμπυκνώνονται στην άνευ όρων προσχώρησή της στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» και στην εντεινόμενη πολιτική της υποτέλειας στις συμμαχίες και στα διεθνή fora όπου μετέχει. Έχοντας ήδη μια μακριά παράδοση εξάρτησης, όπως αυτή αντανακλάται στο στρεβλό παραγωγικό της μοντέλο, κινδυνεύει σήμερα να συνθλιβεί ως ανεξάρτητη χώρα στις συμπληγάδες της Ατζέντας της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης. Η κρίση χρέους, μια εθνική καταστροφή του μεγέθους της Μικρασιατικής για την οποία όμως δεν έγινε ποτέ κανένας καταλογισμός ευθυνών, και η επιβολή μνημονίων, είχε ως συνέπεια την απώλεια του ενός τετάρτου του βιοτικού της επιπέδου και την υπερχρέωση των μελλοντικών γενεών της. Η κρίσιμη γεωγραφικά θέση της στις εν εξελίξει γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αντί να αποτελέσει το έναυσμα για την ενεργότερη συμβολή της στο διεθνές γίγνεσθαι και για την ενεργητική αξιοποίηση των υποθαλάσσιων ή μη πλουτοπαραγωγικών της πόρων έχει γίνει η αιτία για την εκδήλωση καίριων απειλών στην εθνική της κυριαρχία.

Η ψηφιακή και πράσινη οικονομία εμφανίζεται μέχρι σήμερα διεθνώς σε κάθε κλάδο, ως ένας περιθωριακός θύλακας πρωτοπορίας στις παρυφές της συμβατικής (βιομηχανικής) οικονομίας,υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών, τεχνολογικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ (λίγων μεγάλων παγκόσμιων επιχειρήσεων και μερικών startups στην περιφέρειά τους),ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων παραμένει αποκλεισμένη. Η ολιγαρχική της διάρθρωση θεωρείται πηγή της οικονομικής στασιμότητας και της διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τηνκοινωνία δύο ταχυτήτων, με τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και με την εμφάνιση της βραζιλιανοποίησης και στη Δύση: ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού ελέγχει ένα μεγάλο μέρος του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, το 1% του πληθυσμού ελέγχει σήμερα το 25% του πλούτου, ενώ 5% κατέχει το 44,2% του πλούτου.

Επιπρόσθετα η συσσώρευση τεράστιων τεχνολογικών δυνατοτήτων και ΜΜΕ στα χέρια αυτής της υπερεθνικής ελίτ, έχει επιτρέψει τη χειραγώγηση της δημόσιας σφαίρας και την κατασκευή της συναίνεσης στην πράσινη Ατζέντα, με όχημα, την καταγγελία της ρύθμισης σαν ανελευθερία, τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου (πολιτική ορθότητα) και τον δικαιωματισμό. Οι ελίτ αυτές (bigtech, bigpharmaκλπ) είναι σήμερα περισσότερο διασυνδεδεμένες υπερεθνικά μεταξύ τους, παρά με τις τοπικές οικονομίες. Με την απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου αλλά και με τον έλεγχο σε κρίσιμους κρατικούς θεσμούς, Οργανισμούς και πολιτικές, συνιστούν σήμερα μια αφανή εξουσία σε υπερεθνικό επίπεδο.

Από γεωπολιτική σκοπιά, η νέα ιεράρχηση της σημασίας των παραγωγικών δυνάμεων, αλλάζει τη σημασία των γεωγραφικών παραγόντων και τη φύση των στρατηγικών συμφερόντων των χωρών που απορρέουν από αυτούς. Η υποβάθμιση της οικονομικής σημασίας των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων μιας χώρας, έναντι της τεχνολογίας και η αντίστοιχη υποβάθμιση της εργασίας έναντι του κεφαλαίου, δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων στις οποίες στηρίζονταν το συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα των αναπτυσσόμενων χωρών, πλήττει την ανταγωνιστική τους θέση στη διεθνή οικονομία και τις υποβαθμίζει έναντι των αναπτυγμένων. Ιδιαίτερα η πολιτική της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και το γεγονός ότι η νέα οικονομία απαιτεί περισσότερη ενέργεια από τη βιομηχανική, καθιστά την ενέργεια σπάνιο παραγωγικό πόρο, όπως εύγλωττα υποδηλώνει η έκρηξη των τιμών στις διεθνείς ενεργειακές αγορές. Με την έννοια αυτή η παραγωγή και η εξόρυξη ενέργειας που θεωρείται πράσινη (κατά την Ε.Ε. και η πυρηνική και το φυσικό αέριο) αλλά και ο έλεγχος της διέλευσής της από αγωγούς μέσω των χωρών, αποκτά μια αναβαθμισμένη σημασία για την ενεργειακή τους ασφάλεια και είναι κρίσιμη για τη θέση τους στο υπό διαμόρφωση νέο διεθνές οικονομικό σύστημα. Συνεπώς, οι παρατηρούμενες σήμερα διεθνώς τάσεις αναθεωρητισμού των μεταπολεμικών συνθηκών και συνόρων έχουν κατά κύριο λόγο ως υπόβαθρο τις γεωγραφικές συνέπειες που επιφέρει η ριζοσπαστική ενεργειακή αναδιάταξη σε παγκόσμια κλίμακα, που υπαγορεύει το νέο παραγωγικό μοντέλο. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητηθεί η θεμελιώδης αιτία των υπό εξέλιξη περιφερειακών πολέμων και κυρίως της σύγκρουσης Ρωσίας – Δύσης, και ειδικότερα στη διαφοροποίηση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο πλευρών: στην πρώτη επιβάλλει τον εδαφικό αναθεωρητισμό της (όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας) και στη δεύτερη τη στρατιωτική ακόμη και γεωγραφική αναζωογόνηση του ΝΑΤΟ.

Το διακύβευμα των Ευρωεκλογών

Η εισαγωγή και η κυριαρχία μιας υπερεθνικής διάστασης στην ανάπτυξη, όπως αποτυπώνεται στην πράσινη Ατζέντα, δεν υπαγορεύεται από μια διεθνιστική, οικολογικά ευαίσθητη, προσέγγιση στο ζήτημα της παραγωγικότητας και της κλιματικής κρίσης, αλλά από τη συσσώρευση τεράστιου ιδιωτικού πλούτου και δύναμης στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ, που δεν ελέγχεται από καμία δημοκρατική εξουσία, και από την ανάγκη προβολής, στη βάση αυτή, μιας νέας στρατηγικής ηγεμονίας από τις ΗΠΑ.

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στην πορεία της μετάβασης υποδηλώνουν ότι η πράσινη Ατζέντα, όπως έχει σχεδιαστεί, εγείρει απειλές, τόσο στο πεδίο της ασφάλειας για την εθνική κυριαρχία και την ειρήνη όσο και στο πεδίο της οικονομίας, για τηβιωσιμότητα της ανάπτυξης. Απαιτείται επομένως η ρύθμισή της με γνώμονα το μεγαλύτερο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και την περισσότερο συμμετοχική διάρθρωση της νέας οικονομίας.

Πορευόμαστε σήμερα προς τις Ευρωεκλογές, ως νέοι Οδυσσέες, σε ένα σημείο καμπής της μετάβασης,εν μέσω γενικού ευτελισμού και απαξίωσης της πολιτικής ζωής και εντεινόμενων ακόμη και πολεμικών απειλών για την κοινωνία και τη χώρα. Ποιό είναι το διακύβευμα και τι πρέπει να κάνει ο Οδυσσέας;

Ανάμεσα στις σειρήνες του μεταεθνικού αστερισμού που μας κατακλύζουνκαι στις κραυγές της εθνικιστικής υστερίας που μας πνίγουν ο Οδυσσέας κλονίζεται, αλλά δεν χάνει την εμπιστοσύνη του στην πρόοδο, ως κοινό (κοινωνικό) αγαθό που συμβαδίζει με τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας και της ανθρωπότητας.