Τσαρλατάνος ο Φρόυντ; Συνέντευξη του καθηγητή-ψυχαναλυτή Ζαν Βαν Ριλάρ στον Ξαβιέ Ντυκάρμ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Μετάφραση, Επιμέλεια: Ευάγγελος.Δ. Νιάνιος

Ο Ζακ Βαν Ριλάρ είναι καθηγητής ψυχολογίας [σήμερα Ομότιμος] και «άγριος» αντίπαλος των μαθητών του Φρόυντ και του Λακάν. Είναι συν-συγγραφέας του «Μαύρου Βιβλίου της Ψυχανάλυσης». Ένα βιβλίο που έχει ξαναρχίσει τον «πόλεμο των ψυχαναλυτών», στον οποίο αντιπαρατίθενται οι οπαδοί της ψυχανάλυσης, μιας εκατονταετούς διδασκαλίας βασισμένης στη φροϋδική θεωρία του ασυνείδητου, και οι υποστηρικτές των συμπεριφορικών και γνωστικών θεραπειών (CBT), οι οποίοι βασίζονται στη σύγχρονη επιστημονική ψυχολογία.

Αυτό το βιβλίο είναι ευθεία επίθεση στους ψυχαναλυτές. Τι σας οδήγησε σε μια τέτοια επιθετικότητα;

Η αντίθεσή μου στην ψυχανάλυση δεν είναι καινούρια. Την έχω ήδη δείξει πολλές φορές. Αλλά, είναι αλήθεια, για δεκαπέντε χρόνια, είχα προτιμήσει να παραμερίσω αυτή την πολεμική και να αφιερωθώ εξ ολοκλήρου σε άλλες εργασίες. Αυτό που μ’ έκανε μπαρούτι είναι ότι μετά τη δημοσίευση μιας έκθεσης του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Ιατρικής Ερευνας (2004), η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ψυχανάλυση υστερεί κατά πολύ σε σύγκριση με τις συμπεριφορικές και γνωστικές θεραπείες, οι μαθητές του Λακάν διατύπωσαν δημοσίως υβριστικές εκφράσεις, χαρακτηρίζοντας τις συμπεριφοριστικές μεθόδους ως «σκληρές», κάνοντας λόγο για «τεχνικές κυριαρχίας που εφαρμόζονται από δικτατορίες ή αιρέσεις και που αντιμετωπίζουν τους ασθενείς σαν εργαστηριακά ποντίκια».

Zακ Βαν Ριλάρ (γεν.1944), ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής, δίδαξε στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν και στο Πανεπιστήμιο Αγιος Λουδοβίκος των Βρυξελλών. Πιστεύει ότι η ψυχανάλυση είναι μάλλον θρησκεία παρά επιστήμη.

 

 

 

 

 

 

Τι προσάπτετε στην ψυχανάλυση;

Είναι ένα δογματικό σύστημα που δεν εξελίσσεται. Η πλειοψηφία των ψυχαναλυτών πιστεύει στον πατέρα τους ιδρυτή, τον Φρόιντ, και μάλιστα στον Φρόιντ και τον Λακάν. Και οι αντιρρησίες είναι διαταραγμένοι άνθρωποι. Ο Φρόιντ μεαχειριζόταν όλους τους μαθητές του αντιφρονούντες ως καταπιεσμένους ή άρρωστους.

Δεν πιστεύετε στην αποτελεσματικότητα της ψυχανάλυσης;

Όταν ο ασθενής δεν έχει σοβαρά προβλήματα, η ψυχανάλυση μπορεί να είναι μια λύση. Βλέποντας ο ασθενής να τον υποδέχονται με θέρμη και βρίσκοντας άνθρωπο να πει τον πόνο του, αυτό που ονομάζουν στην ψυχοθεραπεία μη ειδικούς θεραπευτικούς παράγοντες, ο ασθενής αισθάνεται αποενοχοποιημένος, ότι είναι «κάποιος» και συνολικά είναι καλύτερα. Αλλά αν τα προβλήματα είναι πολύ σοβαρά, εάν πάσχει, για παράδειγμα, από σοβαρές ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, η ακρόαση είναι ανεπαρκής. Πιθανότατα του ανεβάζει λίγο το ηθικό, αλλά δεν τον θεραπεύει. Τότε χρειάζονται άλλες, πιο αποτελεσματικές μέθοδοι. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο όταν πρόκειται για τη θεραπεία του αυτισμού. Εκεί, η ψυχανάλυση ικανοποιείται με το να κατηγορεί τη μητέρα, όταν γνωρίζουμε σήμερα ότι αυτή η ασθένεια είναι συχνά κυρίως ζήτημα χρωμοσωμάτων. Δεν αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της καταστροφής που αντιπροσωπεύει αυτό για μια μητέρα, όταν κατηγορείται ότι είναι η αιτία του δράματος που βιώνει η οικογένεια.

Είναι δηλαδή οι ψυχαναλυτές απατεώνες;

Θέλω πολύ να πιστέψω ότι ορισμένοι ψυχαναλυτές πιστεύουν ότι αυτό που κάνουν είναι η καλύτερη μέθοδος. Πολλοί αναμφίβολα έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους και κάνουν ό, τι μπορούν. Πρέπει όμως να αναγνωριστεί ότι η πρακτική της ψυχανάλυσης είναι κάτι το εύκολο. Οι ίδιοι, Φρόιντ και Λακάν, το αναγνώρισαν. Αρκεί να αγοράσετε έναν καναπέ και μια καρέκλα για να δηλώσετε ότι είστε  ψυχοθεραπευτής. Αυτό δεν ισχύει για όλους, αλλά συμβαίνει. Αντίθετα, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Φρόιντ μας εξαπάτησε. Όλοι οι ειδικοί ιστορικοί, που είχαν πρόσβαση στα αρχεία του, ξέρουν ότι ψεύστηκε συνειδητά και συστηματικά και καυχιόταν εν γνώσει για ανύπαρκτες θεραπείες. Και το σκάνδαλο είναι ότι συνεχίζουμε να ενεργούμε σήμερα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Ότι ο Φρόιντ προτιμούσε να κερδίσει τη ζωή του λέγοντας «παραμύθια», ισχύει απόλυτα, αλλά το ότι  επιμένουμε να τον πιστεύουμε σήμερα, αυτό είναι απαράδεκτο.

Και είναι καιρός ο κόσμος να το μάθει.

© La Libre Belgique 2005

http://ottolilienthal.over-blog.com/2019/12/freud-et-lacan-sont-des-charlatans.html

 

Η θεραπεία μιας περίπτωσης ηβηφρένειας

π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893 – 1979). Δίδαξε Θεολογία στην Ορθόδοξη Ακαδημία του Μπρούγκλιν, και στα Πανεπιστήμια Πρίνστον και Χάρβαρντ.                     

 

 

 

 

 

«…Μια οικογένεια έφερε το παιδί της 18 ετών που έπασχε από ηβηφρένεια. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, αθεράπευτη σχεδόν, τον παρακάλεσαν να δεχθεί να τον αναλάβει. Πράγματι τον πήρε σε ένα σπίτι στην εξοχή που είχε πολλά στρέμματα με σημύδες, ένα μεγάλο αγρόκτημα. Μπήκαν μέσα οι δυό τους, το αγρίμι και ο π. Γεώργιος [Φλωρόφσκυ] και έκλεισαν τη βαρειά πόρτα. Μετά τρεις μέρες παρέδωσε το παιδί υγιές και σώφρον στους γονείς του. Το παιδί αυτό σπούδασε και είναι υγιής έκτοτε και μάλιστα τώρα είναι Επίσκοπος της Εκκλησίας μας.

Όταν τον ρώτησα «π. Γεώργιε πώς έγινε αυτό;», μου είπε ότι πήρε το παιδί και του είπε: «Παιδί μου, εγώ θα καθίσω σ’ αυτήν τη σημύδα. Ολος ο χώρος είναι δικός σου, κάνε ό,τι θέλεις και όταν θέλεις να μιλάμε». Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκανε ότι ήθελε. Κατέστρεψε το ψυγείο μου, τη βιβλιοθήκη μου, τα λουλούδια και όποτε ήθελε με πλησίαζε και μιλάγαμε. Εγώ καθόμουν στης σημύδας τον κορμό και περίμενα χωρίς να ταράζομαι για ό,τι γινόταν, τρεις μέρες εκεί δεν σηκώθηκα, δεν έφαγα, δεν ήπια νερό. Την τρίτη ημέρα ήρθε το παιδί γαλήνιο, μου φίλησε το χέρι, με σήκωσε, με βοήθησε να περπατήσω γιατί ήμουν σαν πεθαμένος, ανοίξαμε την πόρτα και τον παρέδωσα στους γονείς του, ιματισμένο και σωφρονούντα.

-Πάτερ Γεώργιε, και τρεις μέρες πώς κάνατε τις στοιχειώδεις ανάγκες σας;

-Τα έκανα πάνω μου, δεν μετακινήθηκα καθόλου, ήθελα να δώσω μία θυσία γι’ αυτόν στο Θεό, την υπομονή μου, την κατάργηση των συμβατικών καθημερινών πρακτικών. Δεν είναι τίποτα, ο Θεός μου χάρισε υγιή αυτόν τον άνθρωπο και δι’ αυτού μου χάρισε και γεύση της Βασιλείας Του.

(Αναφέρεται από τον π. Ευάγγελο Παπανικολάου στο «Ενθύμιο χειροτονίας (του) εις πρεσβύτερο» 2009). Αποτελεί διήγηση του, μακαριστού πλέον, π. Νικολάου, καθηγητή στην έδρα Παλαμικών σπουδών και ποιμαντικής ψυχολογίας του Χάρβαρντ, ο οποίος, διεκδικώντας αντίστοιχη έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέχρι να κριθεί, ζήτησε και εισήλθε στο τμήμα αποτοξίνωσης στο Δαφνί. Εκεί τον συνάντησε ο π. Ευάγγελος Παπανικολάου ως τελειόφοιτος της ιατρικής. Ακουσε μάλιστα τους ασθενείς να λένε για τον π. Νικόλαο: “Έχουμε και τον παπά να μας βοηθά και περνάμε καλά και ενώ έπρεπε να φύγουμε σε τρεις μήνες επισπεύσαμε το πρόγραμμα· χάρις σ’ αυτόν θα φύγω σε 1,5 μήνα”. Και μάλιστα οι αποθεραπευμένοι δεν υποτροπίασαν.)

********************

 

Η ψυχανάλυση οδηγεί σε πολιτική αδιαφορία

του Maurice T. Maschino

Βιέννη 1931: Ο Φρόυντ ποζάρει σε γλύπτη για την προτομή του.

Η ψυχανάλυση έχει γίνει, στη Δύση, ό,τι η ψυχιατρική πριν χρόνια στην Ανατολή: πρωτίστως, μέσο συμμόρφωσης; Αναμφίβολα, κανείς δεν αναγκάζεται να ψυχαναλυθεί: αλλά η ψυχανάλυση έχει ήδη εισέλθει παντού (κλινικές, ιατρεία, ΜΜΕ, μονές) και ο καθένας, ειδικά αν ανήκει στη διανόηση, αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει σ’ αυτήν. Αλλά πώς βγαίνει απ’ αυτήν; Αυτό, άμεσα ή έμμεσα, αναρωτιούνται κάποια φωτισμένα μυαλά.

Πρώην ψυχαναλυτής, σήμερα ψυχολόγος, ο Ζακ Βαν Ριλάρ αμφισβητεί, στο βιβλίο του Ψευδαισθήσεις της Ψυχανάλυσης (1), ολόκληρη τη φροϋδική θεωρία και πρακτική. Μη αναγνωρίζοντάς τους οποιαδήποτε επιστημονική αξία (αυτό το επιβεβαιώνει ο Λακάν, με τον τρόπο του: «Ο ψυχαναλυτής δεν πρέπει ποτέ να διστάζει να παραλογίζεται»), δείχνει σαφώς πώς η θεραπεία, με την τεχνική της, με τους μηχανισμούς που διακινδυνεύει στον ασθενή , τα ερμηνευτικά πλαίσια που επιβάλλει στον λόγο της, με την εγωιστική αναδίπλωση που προάγει, σταδιακά συμβάλλει στην αποπολιτικοποίηση του. Δηλαδή, στη συμμόρφωσή του με το κατεστημένο.

Ξαπλώνοντας για χρόνια (έξι έως δέκα σήμερα) σε έναν καναπέ, ο ή ο υποτιθέμενος νευρωτικός, εσωτερικεύει πρώτα, ίσως καλύτερα από ποτέ, τη σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου που κυριαρχεί στην πολιτική κοινωνία · στο έλεος ενός θεραπευτή τον οποίο εξιδανικεύει και στον οποίο αναγνωρίζει, σαν σε μάγο, όλη τη γνώση και όλες τις δυνάμεις (δυνάμεις εντούτοις πολύ πραγματικές: είναι η ψυχανάλυση που καθορίζει την τιμή, αποφασίζει για το χρόνο απασχόλησης από τον πελάτη του, πολύ συχνά του δίνει οδηγίες, όπως ο Φρόυντ που απαιτεί από έναν ασθενή να μην αυνανίζεται πλέον), ο ασθενής βλέπει τον εαυτό του και συμπεριφέρεται σαν εξαρτημένο πλάσμα. Ωστόσο, σημειώνει ο Ζακ Βαν Ριλάρ, «ένας νευρωτικός δεν γίνεται πιο αυτόνομος θέτοντάς τον  σε κατάσταση βαριάς εξάρτησης».

Επίσης συμβαίνει να γίνεται παιδί: με την παλινδρόμηση, συναισθηματική και ψυχική, που η ψυχαανάλυση επιχειρεί. Συναισθηματική – επειδή ο ασθενής πρέπει να ξαναγεννηθεί και, για να ξαναγεννηθεί, πρέπει να αποκτήσει ψυχή νηπίου. Διανοητική – επειδή, κατά την «ορθοδοξία», στην παιδική ηλικία βρίσκεται η υποτιθέμενη αιτία των δεινών του. Εκεί βρίσκεται και μόνο εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια. Το αποτέλεσμα είναι μια συστηματική απόκρυψη των σημερινών παραγόντων της νεύρωσης ή της κακουχίας: «Οι ψυχαναλυτές», γράφει ο Ζακ Βαν Ριλάρ, τείνουν να υποκειμενικοποιήσουν όλα τα προβλήματα, να τα επαναφέρουν στην εσωτερική ζωή των ψυχαναλυθέντων …Περιττό να επικαλούμαστε την κοινωνική τάξη, την κληρονομικότητα, την κακή τύχη και άλλους παράγοντες. Όλα είναι στο υποσυνείδητο του ίδιου του υποκειμένου. Θεωρώντας το μέρος ως όλον και τον ενήλικα ως παιδί, η ψυχανάλυση εξουδετερώνει την πολιτική διάσταση ενός ιστορικού· ξεχνώντας ότι η ουσία ενός ανθρώπου εδράζεται πρώτα απ ‘όλα στις κοινωνικές σχέσεις που τον παρήγαγαν (οι οποίες παρήγαγαν επίσης  την παιδική ηλικία του), συνεισφέρει, με τις σιωπές και την υποκειμενική της μεροληψία, στην αναπαραγωγή αυτών των ίδιων σχέσεων.

Αυτό αποδεικνύεται από τη στάση των πρώην ψυχααναλυθέντων, οι οποίοι, σε μερικές περιπτώσεις είχαν πολιτικά ενδιαφέρονται στην αρχή της θεραπείας, στο τέλος δηλώνουν  αδιάφοροι. Αυτό διαπιστώνει η Ντομινίκ Φρισέρ, σε μια αξιοσημείωτη έρευνα που δημοσιεύθηκε πριν από μερικά χρόνια και πρόσφατα επανεκδόθηκε (2) («Όλα δείχνουν ότι οι ψυχαναλυθέντες ακρωτηριάστηκαν από το κοινωνικά προσανατολισμένο μέρος τους, τη συμμετοχή σε συλλογικά δρώμενα“) · αυτό παρατηρούν και ορισμένοι σύγχρονοι ψυχαναλυτές.

Πολύ επικριτικός για την δική του πρακτική, ο Φρανσουά Ρουστάγκ, σε ένα εξαιρετικά πυκνό και ενθαρρυντικό έργο (3) (κάτι σπάνιο σε αυτό το χώρο όπου, από τον Φρόυντ ακόμα, έχουν την τάση να γουργουρίζουν), ορίζει επακριβώς τον αντικειμενικό ρόλο – πολιτικό – της ψυχανάλυσης.

“Στη σύγχρονη κοινωνία, γράφει, [η ψυχανάλυση] έχει καθήκον να διαχειρίζεται, όσο το δυνατόν πιο επιστημονικά, το παράλογο.” Όπως η ψυχιατρική έχει ως καθήκον να διαχειρίζεται την τρέλα και τη φυλακή, σύμφωνα με τα λόγια του Mισέλ Φουκώ, «τις παρανομίες της άρχουσας τάξης». Μεταφέροντας τις «συγκρούσεις στο μοναδικό πεδίο της ομιλίας», μετατρέποντάς τις σε «συμβάσεις» ή «συμβιβασμούς», η ψυχανάλυση συμμετέχει στην ενίσχυση μιας τάξης η οποία, εντούτοις, την κρατάει ζωντανή και ευημερούσα (το μέσο εισόδημα ενός ψυχαναλυτή είναι μεταξύ 3.000 και 6.000 ευρώ το μήνα).

Τώρα είναι σε θέση να ενσωματώνονται στο σύστημα (και πρώτα απ ‘όλα στην κάστα – την αίρεση – των πρώην ψυχαναλυθέντων, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους εύκολα ελίτ και δεν διστάζουν να αναφέρουν τον τίτλο τους στις μικρές αγγελίες: “J.- F., ψυχαναλυθείς, ψάχνει… (…), οι επιζήσαντες της θεραπείας (επειδή οι αυτοκτονίες δεν είναι σπάνιες) “δεν έχουν, γράφει ο Φρανσουά Ρουστάνγκ, μήνυμα για να μεταδώσουν ή να υπερασπιστούν·  συμφωνούν αυθόρμητα με τους συγχρόνους τους, με τη μάζα των αδιάφορων προς κάτι αξιόλογο (…)· οι μόνοι επιμελώς λατρευόμενοι θεοί είναι το σεξ και το  χρήμα.”

Πρόκειται λίγο πολύ για το ίδιο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ζεράρ Μεντέλ. Έχοντας επίγνωση των ορίων του ψυχαναλυτή («δεν ξέρει σχεδόν τίποτα για τον παρόν του ή τον κοινωνικό κόσμο στον οποίο ζει… Η ψυχανάλυση … δεν έχει τα μέσα να μελετήσει αυτό που, στον ενήλικα, επηρεάζει την προσωπικότητά του από την κοινωνική, επαγγελματική, πολιτική ζωή του”), πιστεύει ότι «η φροϋδική θεωρία συνήθως περιορίζεται στην επικύρωση ενός ιδεολογικού και κοινωνικού γεγονότος. Επομένως, να το εδραιώσουμε. Με αυτή την έννοια, έφτασα να γράψω ότι βγαίναμε από μια ψυχανάλυση λίγο λιγότερο νευρωτικοί και λίγο πιο αστοί».

Σε αντίθεση, ωστόσο, προς (μερικούς) «αμφισβητίες» συναδέλφους του “, ο Ζεράρ Μεντέλ δεν μένει σε αυτή την παρατήρηση. Συνεπής στη λογική του και γνωρίζοντας ότι άλλες δυνάμεις εκτός από την παιδική ηλικία – κοινωνία, θεσμοί, οργάνωση της εργασίας, ιδεολογία – δρουν στον άνθρωπο και συνθέτουν ένα πεπρωμένο γι ‘αυτόν, προσπαθεί επίσης να αποκαλύψει το “κοινωνικό ασυνείδητο” που μας καθορίζει. Πιο συγκεκριμένα, να εντοπίσει πώς, από πια διαδρομή, με ποιο τρόπο ενεργούν οι εξωτερικοί παράγοντες, για παράδειγμα σε ομάδες εργασίας, στον ψυχισμό των ατόμων.

Έτσι γεννήθηκε η «κοινωνιοψυχανάλυση» – «μια προσπάθεια προβληματισμού στη δύναμη  των πράξεών μας, στον έλεγχο που έχουμε πάνω τους, στον τρόπο με τον οποίο συνδέονται, ανεξάρτητα από μας, με άλλες πράξεις, οι ίδιες κατακερματισμένες, στον τρόπο, τελικά, με τον οποίο οι άνθρωποι αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη…”. Τελικά ένας ψυχαναλυτής που δεν περιορίζεται στο τρίγωνο του Οιδίποδα και για τον οποίο ο Πόθος ή ο Φαλλός (με κεφαλαία γράμματα, βέβαια) δεν αποτελούν το άλφα και το ωμέγα του ιστορικού μας.

Αυτό το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον (4) – όχι μόνο, και αυτό είναι ήδη  γεγονός, γιατί ένας ψυχαναλυτής δέχεται να μιλήσει ανοιχτά και να αυτοαμφισβητηθεί, αλλά και γιατί οριοθετεί με ακρίβεια το χώρο εφαρμογής και εγκυρότητας του ψυχαναλυτικού εγχειρήματος: φωτίζοντας αυτό το μέρος του εαυτού μας που σημαδεύτηκε από την παιδική μας ηλικία, επιτρέπει, στην καλύτερη περίπτωση, να απαλλαγούμε από αυτό· αλλά είναι ανίκανη να εξηγήσει τις κοινωνικές διαδικασίες που παρεμβαίνουν στο «οικογενειακό μυθιστόρημα» μας, και μόνο δεχόμενη να τις λάβει υπόψη, σχετικοποιώντας τη δική της προσέγγιση, θα καταστεί πιο λειτουργική. Διαφορετικά, διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, όπως γράφει ο αυστριακός θεωρητικός Α. Mίτσερλιχ, να συναντήσει “στους κάδους της ιστορίας αρκετές άλλες ιδεολογίες”.

(1) Jacques Van Rillaer, les Illusions de la psychanalyse

(2) Dominique Frischer, Les analysés parlent

(3) François Roustang, Elle ne le lâche plus

(4) Gérard Mendel, Enquête par un psychanalyste sur lui-même.

Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος

Πηγή: https://www.monde-diplomatique.fr/1982/02/MASCHINO/36595

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα