του Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη*
Φωτογραφία:η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη.
Το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1912 και η απελευθέρωση των νησιών του Β.Α. Αιγαίου από το ελληνικό ναυτικό διατάραξε για δεύτερη φορά το ευρωπαϊκό στάτους κβο στο Αιγαίο, μετά από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-1912 και την ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων. Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία, οι Έξι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, μέχρι και το 1912 ήταν ικανοποιημένη με την Οθωμανική κατοχή των νησιών του Αιγαίου, καθώς η Τουρκία μετά από την Ναυμαχία του Ναβαρίνου δεν αποτελούσε μια υπολογίσιμη ναυτική δύναμη.
Η de facto αλλαγή των δεδομένων που επέφεραν οι δύο προαναφερόμενοι πόλεμοι έπρεπε να οδηγήσουν την Ευρωπαϊκή Συμφωνία σε μια καινούργια διευθέτηση για την περιοχή. Το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου ποτέ δεν ήταν ένα διμερές ελληνοτουρκικό πρόβλημα, αλλά ένα ευρύτερο Ευρωπαϊκό ζήτημα, που συνδεόταν άμεσα με το ζήτημα των Στενών των Δαρδανελίων. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το ενεργό ενδιαφέρον των Η.Π.Α. για την ευρύτερη περιοχή, το ζήτημα του Αιγαίου έχει ανελιχθεί σε παγκόσμιο. Απασχόλησε την παγκόσμια κοινότητα ως ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στα πλαίσια των συνομιλιών για το Δίκαιο της Θάλασσας (LOS) από το 1973 μέχρι και την υπογραφή του UNCLOS III στο Μontego Βay της Τζαμάικα το 1982.
Ακολουθεί η πολιτική των τεσσάρων Δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας στα τέλη του 1912. Η Αυστροουγγαρία δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Αιγαίο, ενώ η Γαλλία είχε αναθέσει στους Βρετανούς την πρωτοβουλία των κινήσεων:
Μ. Βρετανία: Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, της ισχυρότερης Δύναμης σε ναυτική και διπλωματική ισχύ στις αρχές του 20ου αιώνα, αναφορικά με το Αιγαίο ήταν τα νησιά του Αρχιπελάγους να ελέγχονται από μια αδύναμη ναυτική δύναμη, μια κατάσταση που εξυπηρετούσε και διατηρούσε τις ευαίσθητες ισορροπίες στην Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πληρούσε το κριτήριο καθώς το βρετανικό ναυαρχείο το καλοκαίρι του 1912, έχοντας ως πολιτικό προϊστάμενο τον Ουίνστων Τσώρτσιλ, θεωρούσε το τουρκικό ναυτικό ως μια ασήμαντη ποσότητα. Άλλωστε ο ναύαρχος Κουντουριώτης, λίγους μήνες αργότερα θα απελευθέρωνε σταδιακά τα νησιά του Βορείου και του Ανατολικού Αιγαίου βασιζόμενος στην τακτική υπεροπλία που του προσέφερε η ταχύτητα και η δύναμη πυρός του θωρηκτού «Αβέρωφ».
Οι Βρετανοί θεωρούσαν πως αν μια Μεγάλη Δύναμη εγκαθιστούσε βάσεις στα νησιά του Αιγαίου θα μπορούσε έμμεσα να ελέγχει όλες τις εμπορικές διαδρομές από τα Δαρδανέλια προς τα λιμάνια της Μικράς Ασίας και την Αίγυπτο, μέχρι και την διώρυγα του Σουέζ. Κομβική στρατηγική σημασία είχαν αποδώσει ήδη από το 1895 στο νησί της Λήμνου. Το βρετανικό ναυαρχείο είχε εισηγηθεί στην πολιτική ηγεσία ότι στην περίπτωση που οι Τούρκοι επιτρέψουν την έξοδο των ρωσικών πολεμικών πλοίων από τα Δαρδανέλια, ο μόνος τρόπος για να εμποδιστεί η κάθοδός τους προς την Μεσόγειο ήταν να οχυρωθεί η Λήμνος με μία ναυτική βάση στο λιμάνι του Μούδρου. Την ίδια εντύπωση είχε και ο υπουργός των Εξωτερικών της Βρετανίας Έντουαρντ Γκρέι στις αρχές του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, ότι η Ελλάδα με μερικά υποβρύχια που θα επιχειρούν από τον Μούδρο θα μπορούσε να ελέγχει πλήρως τις ναυτιλιακές ροές προς και από τα Στενά.
Για τους Βρετανούς ο Βενιζέλος ήταν ένας «πιστός φίλος» που ποτέ δεν αμφιταλαντεύτηκε ως προς την (φιλοβρετανική) στάση του, γεγονός που θα αναγνώριζε ο Γκρέι στην αυτοβιογραφία του. Δεν εξέφραζε όμως την μοναδική πολιτική τάση στην Ελλάδα, καθώς ο μεγάλος πολιτικός του αντίπαλος ήταν ο βασιλιάς Κωσταντίνος, που ήταν ανέκαθεν φιλικά προσκείμενος στο Βερολίνο. Άλλωστε η βασίλισσα Σοφία ήταν πριγκίπισσα της Πρωσίας και αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄. Όπως αποδείχτηκε στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, ο Βενιζέλος δεν θα παρέμενε για πάντα στην εξουσία. Την ταραγμένη περίοδο του 1912-1914 υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να διενεργηθούν εκλογές και νικητής να είναι ο Θεοτόκης, που ήταν βασιλόφρων.
Μια ενδεχόμενη ουδετεροποίηση του Αιγαίου θα εξασφάλιζε σε κάθε περίπτωση τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή, ανεξαρτήτως με το τι θα συνέβαινε στο μέλλον στα εσωτερικά της Ελλάδας.
Ρωσία: Για την Ρωσία η ελεύθερη ναυσιπλοΐα των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου ήταν ένα ζήτημα επιβίωσης. Η σημασία των Στενών για τη Ρωσία και οι προθέσεις της να αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα ήταν η βασική αιτία των ρωσοτουρκικών πολέμων των προηγούμενων αιώνων. Ο τελευταίος ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 θα είχε βρει τους Ρώσους να εισέρχονται στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να γίνουν τα απόλυτα αφεντικά των Στενών, εάν η Μ. Βρετανία και οι λοιπές Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν παρέμβει. Εκείνη την εποχή, σε μια αντιστοιχία με τη σημερινή κατάσταση, η οικονομία της Ρωσίας βασιζόταν στο εξωτερικό εμπόριο πρώτων υλών και σιτηρών. Το 90% των σιτηρών και το 50% της παραγωγής άνθρακα και σιδήρου εξαγόταν μέσω των Στενών, ενώ η Ρωσία εισήγε μηχανήματα και βιομηχανικό εξοπλισμό από τις πιο προηγμένες τεχνολογικά δυνάμεις.
Οι Ρώσοι γνώριζαν την στενή σχέση του Βενιζέλου με το Λονδίνο γι’ αυτό και δεν θα επέτρεπαν σε καμία περίπτωση η Ελλάδα, και κατ’ επέκταση η Βρετανία, να ελέγχει τα Στενά. Αυτός ήταν ο λόγος που στα τέλη του 1912 στην Αγία Πετρούπολη ήταν αρνητικοί να συναινέσουν στην ελληνική κυριαρχία των νησιών του Βορείου Αιγαίου. Προέκριναν την λύση μιας αυτόνομης πολιτείας ή την επιστροφή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο συμβιβασμός που πρότειναν οι Ρώσοι τον Δεκέμβριο του 1912 στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας ήταν η ουδετεροποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου.
Η κομβική σημασία των Στενών για την Ρωσία θα οδηγούσε στην άρνηση του Γκρέι και της Βρετανίας να δεχτούν την συμμετοχή της Ελλάδας σε μια εκστρατεία στην Καλλίπολη το φθινόπωρο του 1914, σε αντίθεση με τον Τσώρτσιλ που θεωρούσε απαραίτητη την ελληνική συμμετοχή για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης. Μια ενδεχόμενη νίκη ενός αγγλοελληνικού στρατού εναντίον των Οθωμανών θα είχε ως αποτέλεσμα την θριαμβευτική είσοδο του Βασιλιά Κωσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη, ως επικεφαλής του ελληνικού στρατού, κάτι που θα οδηγούσε τους Βρετανούς σε πλήρη ρήξη με την τσαρική Ρωσία. Τελικά οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να υποσχεθούν τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης στους Ρώσους, ώστε αυτοί να παραμείνουν σύμμαχοι στην Αντάντ, αλλάζοντας την πάγια πολιτική τους που ακολούθησαν πιστά κατά τον 19ου αιώνα, η οποία ήταν η Ρωσία να μην αποκτήσει τον έλεγχο των Στενών και πρόσβαση σε θερμές θάλασσες. Η μυστική συμφωνία για την Κωνσταντινούπολη του 1915 ανετράπη εκ των πραγμάτων με την Ρωσική Επανάσταση του 1917 και την έξοδο της Ρωσίας από τον Α΄ΠΠ.
Ιταλία: Μια τρίτη Δύναμη που ενδιαφερόταν για το Αιγαίο, που ήταν και μεσογειακή χώρα, ήταν η Ιταλία που κατείχε τα Δωδεκάνησα από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-1912. Στόχος των Ιταλών ήταν να κρατήσουν τουλάχιστον ένα νησί, τη Ρόδο ή την Αστυπάλαια, ώστε να το μετατρέψουν σε ναυτική βάση. Δεν ήταν στα αρχικά τους σχέδια να διατηρήσουν στην κατοχή τους όλα τα Δωδεκάνησα, καθώς υπολόγιζαν πως το οικονομικό κόστος θα ήταν μεγάλο. Από την άλλη θεωρούσαν πως τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν μέρος του Ανατολικού Ζητήματος και δεν επιθυμούσαν να τα εγκαταλείψουν χωρίς ανταλλάγματα. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι πίεζαν για την άμεση αποχώρηση των Ιταλών από το Αιγαίο, όπως είχε συμφωνηθεί με την Συνθήκη του Ουσύ τον Οκτώβριο του 1912, καθώς η παραμονή τους δημιουργούσε μια «ανώμαλη» κατά τον Γκρέι κατάσταση στην ισορροπία των Δυνάμεων στην περιοχή. Οι Βρετανοί διατηρούσαν το στρατηγικό πλεονέκτημα της βάσης της Μάλτας και φοβόντουσταν τον ελλιμενισμό του γερμανικού στόλου στο Αιγαίο, σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο μεταξύ της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Σαν Τζουλιάνο έβλεπε την Ελλάδα σαν μια δυνητικά ανταγωνιστική Δύναμη στην Μεσόγειο. Γι’ αυτό και η Ιταλία ήταν η εντονότερη φωνή μέσα στην Ευρωπαϊκή Συμφωνία, που έφερνε και τις περισσότερες αντιρρήσεις, ώστε η Ελλάδα να μην διατηρήσει στην κατοχή της τα απελευθεροθέντα νησιά του Β.Α. Αιγαίου. Εν τέλει οι Ιταλοί συμβιβάστηκαν και αυτοί με την απόφαση για την ουδετεροποίηση των νησιών του Β.Α. Αιγαίου, καθώς οι Βρετανοί επιθυμούσαν την παραμονή τους στην Ελλάδα, τα οποία είχαν αμιγή ελληνικό πληθυσμό και είχαν ήδη απελευθερωθεί από το ελληνικό ναυτικό. Απαίτησαν όμως την ουδετεροποίηση των Στενών της Κέρκυρας και την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από όλα τα εδάφη που βρίσκονταν βορειότερα από το ακρωτήριο του Στύλου, απέναντι από την Κέρκυρα.
Γερμανία: Η Γερμανία ήταν η τέταρτη Δύναμη που ενδιαφερόταν για το Αιγαίο. Η Γερμανία άργησε να μετασχηματιστεί σε εθνικό κράτος και μόλις το 1871 ο Πρώσος βασιλιάς ανακηρύχτηκε «Κάιζερ» της Γερμανίας. Οι Γερμανοί μπήκαν πολύ αργά στον ανταγωνισμό με τις παραδοσιακές αποικιοκρατικές Δυνάμεις και έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως μια μεγάλη αποικία στην οποία θα μπορούσαν να βρουν ζωτικό χώρο για να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους. Όσον αφορά τα «νησιά της Μικράς Ασίας», την Χίο και την Μυτιλήνη, οι Γερμανοί είχαν ενστερνιστεί τη ρητορική των Νεοτούρκων, ότι αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της Ανατολίας, και ασκούσαν πιέσεις, ώστε να παραμείνουν στον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Γερμανός πρεσβευτής στο Λονδίνο πρίγκηπας Λιχνόφσκι κατέθεσε τις αντιρρήσεις του στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου και τελικά ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Συμφωνία να επεκτείνει την
ουδετεροποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου, σύμφωνα με την αρχική πρόταση των Ρώσων, και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Ο στόχος των Γερμανών ήταν διττός, να γίνουν αρεστοί στην Υψηλή Πύλη και να καταστήσουν εύκολο στους Τούρκους να ανακαταλάβουν την Χίο και την Μυτιλήνη, όταν αυτοί θα το επιθυμούσαν, καθώς τα νησιά θα παρέμεναν ανοχύρωτα.
Το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου περιπλέχτηκε ακόμα περισσότερο καθώς συνδέθηκε με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου, που με το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου είχε περιέλθει και αυτή σε ελληνικό έλεγχο. Ο Βενιζέλος εναπόθεσε τις ελπίδες ενός ολόκληρου έθνους στον «Κύριο Εδουάρδο», όπως αποκαλούσε τον Γκρέι, ώστε να διαπραγματευτεί με τους Ιταλούς και τους Αυστριακούς μια «συμφωνία πακέτο» για τη Βόρειο Ήπειρο, τα Στενά της Κέρκυρας και τα νησιά του Αιγαίου. Η δυναμική σχέση των δύο αντρών διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων της περιόδου.
Ο Γκρέι ανάλογα με την περίπτωση είτε συμβούλευε τον Βενιζέλο είτε τον αποθάρρυνε από το να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.
Ο Γκρέι υπήρξε ο μακροβιότερος υπουργός των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας και σε πολλές περιπτώσεις είχε το ελεύθερο να ακολουθεί ανεξάρτητη και προσωπική εξωτερική πολιτική. Με μονομερείς ενέργειες, εκτός της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, καθόρισε την τύχη των νησιών του Αιγαίου για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Γκρέι κατάφερε να εντάξει την κυριαρχία των Δωδεκανήσων στους όρους που επιδόθηκαν στην Υψηλή Πύλη, ώστε η Ευρωπαϊκή Συμφωνία να διαμεσολαβήσει και να θέσει τέλος στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο.
Η βασική επιδίωξη των Βρετανών ήταν καμία Δύναμη να μην έχει την δυνατότητα στο παρόν ή στο μέλλον να εγκαταστήσει ναυτική βάση στα νησιά του Αιγαίου.
Η οξυδέρκεια του Γκρέι εκμεταλλεύτηκε το διαχρονικό ενδιαφέρον των Ρώσων για την περιοχή των Στενών και την ανάγκη του Βερολίνου να γίνει αρεστό στην Υψηλή Πύλη, χειραγωγώντας την Ευρωπαϊκή Συμφωνία να λάβει την απόφαση για την ουδετεροποίηση των νησιών του Αιγαίου υπό την εγγύησή της.
Ο Γκρέι κατόρθωσε να εξυπηρετήσει τα βρετανικά συμφέροντα χωρίς να εισπράξει την οργή και την δυσαρέσκεια της Αθήνας, αφού η πρόταση για την ουδετεροποίηση του Αιγαίου παρουσιάστηκε ως ιδέα της Αγίας Πετρούπολης και του Βερολίνου και όχι του Λονδίνου.
Έτσι εξηγείται το φαινομενικά παράδοξο να επιβληθούν περιορισμοί αποστρατιωτικοποίησης στα νησιά του Αιγαίου στην νικήτρια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου Ελλάδα.
Ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός Γερμανίας-Βρετανίας και η κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας το 1914, που οδήγησε στον A’ΠΠ γλίτωσε την Ελλάδα από πολλές περιπέτειες, καθώς η προτεινόμενη ουδετεροποίηση του Αιγαίου του 1912-1914 δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το διαχρονικό πρόβλημα ήταν και παραμένει το ζήτημα των εγγυήσεων για την εξασφάλιση της ειρηνικής τους κατοχής από την Ελλάδα και η αποτροπή της τουρκικής απειλής, όπως πρώτος έθεσε το ζήτημα ο Βενιζέλος στον Γκρέι δια ζώσης στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1914.
Η μοναδική Μεγάλη Δύναμη που αποτέλεσε τον «απρόθυμο» εγγυητή των ελληνικών νησιών του Αιγαίου έναντι των Τούρκων ήταν η Μεγάλη Βρετανία τον Σεπτέμβριο του 1914, καθώς οι Οθωμανοί είχαν προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Γερμανίας και των Κεντρικών Δυνάμεων.
Η «φιλελληνική» πολιτική της Βρετανίας έναντι της Ελλάδας, δεν θα μπορούσε να συνοψιστεί καλύτερα από την παράγραφο που ακολουθεί, όπως διατυπώθηκε από τον βρετανό διπλωμάτη Χάρολντ Νίκολσον στο μνημόνιο του προς το Foreign Office για την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Μεγάλη Βρετανία στο ελληνικό ζήτημα μετά από την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920:
«Ο λόγος που μας έσπρωξε στην υποστήριξη της Ελλάδας δεν ήταν η συναισθηματική παρόρμηση, αλλά η φυσική έκφραση της παραδοσιακής μας πολιτικής – η προστασία των Ινδιών και της Διώρυγας του Σουέζ. Για έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίξαμε την Τουρκία, ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως αποδείχθηκε αδύναμη και έτσι υποχωρήσαμε στη δεύτερη γραμμή, τη γραμμή Σαλαμίνας-Σμύρνης. Γεωγραφικά η θέση της Ελλάδας ήταν μοναδική για τον σκοπό μας: Πολιτικά ήταν όσο δυνατή χρειαζόταν για να μας εξοικονομήσει έξοδα εν καιρώ ειρήνης και όσο αδύναμη έπρεπε, ώστε να είναι τελείως εξαρτώμενη [από την Βρετανία] εν καιρώ πολέμου».
Η ήττα του Βενιζέλου και η επάνοδος του Βασιλιά Κωσταντίνου, που αποτελούσε «κόκκινο πανί» για τους Αγγλογάλους οδήγησαν στην άρση κάθε διπλωματικής και στρατιωτικής βοήθειας της Βρετανίας προς την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσουν η οριστική απόδοση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία τον Νοέμβριο του 1921, στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη των Παρισίων, και η μικρασιατική καταστροφή.
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας δύο βιβλίων που αναφέρονται στην κρίσιμη περίοδο του 1912-1914.
[…] Λεπτομέρειες και την χρονική αλληλουχία όλων αυτών μπορείτε να διαβάσετε σε ένα ενδιαφέρον και σήμερα κείμενο του ιστορικού ερευνητή Δημητρίου Μερκούριου Κόντη στις Ανιχνεύσεις (https://www.anixneuseis.gr/%cf%84%ce%bf-%ce%b1%ce%b9%ce%b3%ce%b1%ce%af%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%… […]
Πως μου φαίνεται ότι όσοι ηγέτες-όσα κράτη τότε δεν ήθελαν ”να είναι λίμνη ελληνική” το Αιγαίο μας, έχουν και θα έχουν αντιρρήσεις -μαζί με την Τουρκία-(το ΥΠΕΞ ίσως να γνωρίζει τις διαθέσεις τους)να μην επεκτείνουμε σε 12 μίλια τα χωρικά μας ύδατα και ας μας το επιτρέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Δεν θα ήθελα να διαβάσω τη φράση του άρθρου ” Ο Γκρέι -ΥΠΕΞ της Μ. Βρετανίας ανάλογα με την περίπτωση ,είτε συμβούλευε τον Βενιζέλο ,είτε τον αποθάρρυνε από του να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες” δηλαδή παρενέβαινε ο σύμμαχος Γκρέι και στα εσωτερικά μας θέματα.
ΔΕΝ ΜΠΡΟΥΣΑ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ ΤΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟ -ΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΆΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ ΛΈΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ-ΤΟΣΟ ΔΕΔΟΜΕΝΟ,ΓΙΑΥΤΟ -ΑΝ ΕΛΕΓΧΘΗ Ή ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΓΡΑΠΤΟ ΝΤΟΚΟΥΜΝΕΤΟ – ΤΟ ΘΕΩΡΩ ”ΧΩΡΑΤΑ” ΤΟΥ ΓΚΡΕΙ .
Σκέφτομαι τα εκατομμύρια των θαυμαστών του , μερικοί από τους οποίους τον λάτρεψαν στην εποχή του. Πάντως
τ’ώχουν αυτό οι ”δημοκράτες ” πολιτικοί .
”Λεονταρίζουν” στην αρχή -πρόσφατα Ανδρέας και Τσίπρας- και μετά χορεύουν ό,τι τους παίζουν οι ξένοι -έστω σύμμαχοί μας-.
Η απορία των ”αντιδημοκρατών” ψηφοφόρων είναι γιατί ,αφού θα λυγίσουν σαν τις λυγαριές ,παριστάνουν στην αρχή τα αλύγιστα και ευθυτενή μεγάλα κυπαρίσσια;;;.
ΔΕΚΤΕΣ ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥΣ .
Η Βρετανία θεωρούσε πως μπορούσε να παρεμβαίνει σε εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας, όπως θα καθίστατο σαφές κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, καθώς αποτελούσε μία εκ των τριών εγγυητριών Δυνάμεων του πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830, της Συνθήκης του Λονδίνου του 1832 και της ομώνυμης συνθήκης του 1864.
Επίσης ένα κομβικό ερώτημα (για άλλο άρθρο) είναι γιατί ο Βενιζέλος κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ανέστειλε την προέλαση του Ε.Σ. προς την Κορυτσά τον Μάιο του 1920 και τελικά οδηγηθήκαμε στο Πρωτόκολλο της Καπεστίτσας.
Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά.
Δ.Κ.
Μπορεί να θεωρούσε ότι είχε το δικαίωμα η Βρετανία ,αλλά νομίζω πως δεν παρενέβαινε τόσο φανερά μέχρι το 1914 ,όταν ο Βενιζέλος ταυτίσθηκε με τα συμφέροντα των Βρετανών σε όλα τα σημεία του ορίζοντος της ελληνικής επικράτειας.
Λίγο αίμα ”Κολοκοτρωνέϊκο” δεν έρρεε στις φλέβες του;;; Και να πεις ότι δεν είχε συμβούλους ;;;.Πέραν του Στρατηλάτη Βασιλέως είχε και τον Μεταξά και τους πρώην πρωθυπουργούς και τον Αρχηγό της Αντιπολίτευσης ,μα και τον εξαίρετο Ίωνα Δραγούμη.
Δεν παίζεις μια ζαριά την Ελλάδα Βενιζέ-λαρε και ούτε ακουμπάς σε ένα δένδρο , που μπορεί να πέσει και να σε πλακώσει όπως μας καταπλάκωσε το 1922 .
Πάντα να υπολογίζεις και την ατυχία, που δεν ήταν ατυχία εκ μέρους των Συμμάχων μας της ΑΝΤΑΝΤ αλλά συνειδητή επιλογή τους για να νικηθούμε και να ”αδειάσουμε” την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη με τα Στενά της .
Πως να δικαιολογήσεις τέτοιο ρέκτη της τύχης, που στο τέλος μας κατέστρεψε;;;.
Και εγώ σας εύχομαι, πατέρα και υιό Κόντη ,χρόνια πολλά και καλή χρονιά , με υγεία.
Σταύρος Αθαν. Ναλμπάντης.