Σύμφωνα, πάντα, με τον Τούρκο διπλωμάτη, η Άγκυρα είχε ζητήσει στρατιωτικό υλικό από διάφορες φιλικές προς αυτή χώρες. Ανταποκρίθηκε η Λιβύη, η οποία παρείχε ποσότητες καυσίμων, βόμβες και ανταλλακτικά αεροσκαφών. Ήταν όλα αμερικανικής προέλευσης και ήταν κλεισμένα σε πρώην στρατιωτική βάση των ΗΠΑ Wheelus, 8 χλμ ανατολικά της Τρίπολης (σ.σ. Λειτούργησε ως αμερικανική βάση από το 1943 έως το 1970 και κάποια στιγμή έφτασε να φιλοξενεί 15.000 στρατιώτες και πολιτικό προσωπικό). Το υλικό ήταν συμβατό με εκείνο που χρησιμοποιούσε η Τουρκία κατά την εισβολή στην Κύπρο. Όπως σημειώνεται στο τηλεγράφημα, ο τότε ηγέτης της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, είχε λάβει μέρος σε «τελετές παράδοσης του υλικού». Όπως σημειώνεται, ο Καντάφι αποφάσισε να παραχωρήσει το υλικό επειδή είχε συναισθηματικούς δεσμούς με την Τουρκία καθώς είχε φοιτήσει στην Στρατιωτική Ακαδημία της χώρας( σ.σ. ήταν και απόφοιτος και της Σχολής Ευελπίδων στην Ελλάδα).
Αυτή η εξέλιξη παραπλάνησε την Ελλάδα, η οποία είχε διαφορετική εικόνα για τη δύναμη της τουρκικής Αεροπορίας. Το τηλεγράφημα καταλήγει σημειώνοντας πως οι πληροφορίες αυτές δεν τεκμηριώθηκαν και από άλλη πηγή, ωστόσο, τις θεωρεί ως πολύ ενδιαφέρουσες.
» Ο Ισίκ κάλεσε τον Μπαϊκότ και του είπε ότι θα στείλει ευχαριστήρια επιστολή στον Καντάφι, ενώ του ζήτησε να πάει στη Λιβύη και να ζητήσει και νέα ποσότητα οπλισμού. Ο νεαρός διπλωμάτης ρώτησε κατά πόσο θα έπρεπε να καταβληθεί η αξία του οπλισμού που ήδη είχε παραληφθεί. Ο υπουργός απάντησε καταφατικά και ο Μπαϊκότ μετέβη στη Λιβύη.
» Εκεί συναντήθηκε με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Λιβύης και του είπε ότι ήθελε να πληρώσει την αξία του οπλισμού και παράλληλα να ζητήσει την αγορά και νέου. Η απάντηση του αρχηγού ήταν «από εσάς δεν παίρνουμε χρήματα. Να σας στείλουμε όλο τον οπλισμό και υλικό που υπάρχει στις αποθήκες.
» Οι Τούρκοι αξιωματικοί που συνόδευαν τον διπλωμάτη μετέβησαν στη Βάση και επέλεξαν ό,τι τους εξυπηρετούσε. Το υλικό φορτώθηκε σε 4 DC9 και απεστάλη στην Τουρκία.
» Ένα άλλο περιστατικό με τον Καντάφι: Ο Καντάφι ήταν περικυκλωμένος από πλήθος κόσμου. Μετά δυσκολίας μπορέσαμε να οδηγήσουμε τον Μπαϊκάλ (διάδοχο του Ετζεβίτ) κοντά του. Ο Λίβυος ηγέτης άρχισε τις φιλοφροσύνες και είπε ότι αισθάνεται υπερηφάνεια για τους Τούρκους. Ζήτησε από την τουρκική αντιπροσωπεία να παραμείνει μερικές μέρες στη Λιβύη και να την φιλοξενήσει δίνοντας ραντεβού για την επόμενη. Στη συνάντηση αυτή ο Μπαϊκάλ ενημέρωσε τον Καντάφι για την επιχείρηση στο νησί.
» Ο Λίβυος ηγέτης ρώτησε: “Και γιατί δεν καταλάβατε το σύνολο της νήσου;» προσθέτοντας: «Αν τολμήσει να κινηθεί η Ελλάδα θα έχετε την κάθε μας βοήθεια”.
» Στη συνέχεια, ζήτησε από τον Μπαϊκάλ να γευματίσουν με τους Λίβυους στρατιώτες για να τους ενημερώσει για το Κυπριακό.
» Η απάντηση του Μπαϊκάλ ήταν: “Μετά χαράς, αλλά θα χάσουμε το αεροσκάφος”. Τελικά έμειναν επειδή ο Καντάφι προθυμοποιήθηκε να τους διαθέσει το ιδιωτικό του αεροσκάφος. Μάλιστα. Τότε ο Καντάφι πρόσφερε στην Τουρκία ό,τι καμιά άλλη χώρα».
Σε ρεπορτάζ στο «BHmagazino» (Κυριακή 29 Ιουνίου 2014 «Ο Καντάφι και οι Έλληνες»), αναφέρεται πως την πρώτη φορά που ο Μουαμάρ Καντάφι συνδέθηκε με οτιδήποτε ελληνικό ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Εκείνη την εποχή, χωρίς να υπάρχουν επίσημα αρχεία, ένας εντυπωσιακός και φιλόδοξος νεαρός από τη Λιβύη βρισκόταν στην Αθήνα. Το όνομά του δεν έχει βρεθεί καταχωρισμένο πουθενά, αλλά οι μαρτυρίες λένε πως αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με την τάξη του 1965, έχοντας καταπληκτικές αθλητικές επιδόσεις.
Μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα και τη Σχολή Ευελπίδων, ο Καντάφι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με ορισμένους από τους Έλληνες, μετέπειτα ανώτερους, αξιωματικούς, που είχαν σχέση με την χούντα.
Ενδιαφέρουσα ήταν και μια συνάντηση που είχε ο Καντάφι με τον Πρόεδρο Μακάριο στις 9 Νοεμβρίου 1973. Ήταν μια ανοικτή συζήτηση, που παρόλο που υπάρχουν πρακτικά («Τα μυστικά αρχεία του Κίσιγκερ» των Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Βενιζέλου). Το περιεχόμενο της συζήτησης είχε διαρρεύσει στους Αμερικανούς, οι οποίοι έγιναν έξαλλοι με τον Μακάριο.
Tα πρακτικά, που παρελήφθησαν στο υπουργείο Eξωτερικών της Kύπρου στις 12:30 το μεσημέρι της 13ης Mαρτιου 1974, μετά που είχαν εγκριθεί προσωπικά από τον Kαντάφι και στη συνέχεια από τον Mακάριο, χαρακτηρίστηκαν «αυστηρώς εμπιστευτικά». Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς τα πρακτικά, τα οποία έχουν δημοσιοποιηθεί («Τα μυστικά αρχεία του Κίσιγκερ» των Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Βενιζέλου).