του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
Οι επισκέψεις Αμερικανών πρέσβεων στη Θεσσαλονίκη δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Με τις ανακατατάξεις, όμως, που έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα, ευλόγως, τίθεται το ερώτημα: τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Όπου αλεπού, ο κινητικότατος Πάιατ ο οποίος κατά την κρίση με την Τουρκία –την οποία το αθηναϊκό πολιτικό κατεστημένο θέλει να ξεχάσει λες και έτσι θα διαγραφούν οι αξιώσεις της γειτονικής χώρας–, διαδραμάτισε θετικό ρόλο. Θετικό μέσα στο πλαίσιο των αμερικανικών συμφερόντων στα οποία ενέταξε την Ελλάδα. Αλλά αυτό δεν είναι, πάντα, δεδομένο.
Η εντύπωση που επιχειρείται να δοθεί είναι πως οι ΗΠΑ αδιαφορούν για την Ελλάδα, σε σχέση με την Τουρκία και πως για να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον θα πρέπει η Ελλάδα να εντάξει την πολιτική της στην ευρύτερη αμερικανική.
Δεν νομίζω πως είναι έτσι διότι η Ελλάδα και η Τουρκία είναι συμπληρωματικοί γεωπολιτικοί χώροι. Η Άγκυρα το γνωρίζει καλά αυτό. Στην Αθήνα δεν είμαι σίγουρος εάν τους απασχόλησε.
Άλλωστε σε μια εκπομπή της διαδικτυακής τηλεόρασης «Ανιχνεύσεις web tv», ο διευθυντής του Institute of Eastern Mediterranean Studies Πέτρος Βαμβακάς είπε πως ήταν η Τουρκία, που το 1952 καθώς διαπραγματευόταν την είσοδό της στο ΝΑΤΟ ζήτησε την ένταξη και της Ελλάδας, επειδή είχε συνείδηση της ενότητας του γεωπολιτικού χώρου.
Εδώ και πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να διαμορφώσουν εξωτερική πολιτική με στρατηγικούς στόχους. Αρκέστηκαν στην είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Όλες οι κινήσεις τους καθορίστηκαν, μεταπολεμικά, από τις δύο αυτές επιλογές.
Ο τελευταίος Έλληνας πολιτικός που είχε πολιτικό όραμα εμβέλειας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Και το έλεγε η ψυχή του να το υλοποιήσει.
Ο Μεταξάς τον οποίο θα μας αντιπαραβάλουν ήταν μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση αλλά το «Όχι» αναγκάστηκε να το πει. Βρέθηκε στο δίλημμα ή να παραδώσει την χώρα αμαχητί ή να αντισταθεί αξιοπρεπώς. Παρότι γερμανόφιλος είχε καταλάβει πως το συμφέρον της χώρας την συγκεκριμένη στιγμή ήταν με την Αγγλία. Προς τιμήν του, είπε το «Όχι».
Μεταπολεμικά οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να μαζέψουν τα συντρίμμια της χώρας. Ο Καραμανλής, μεταπολιτευτικά, συνέλαβε το συμφέρον της χώρας στην ΕΕ αλλά πέραν τούτου δεν είχε την τόλμη για κάτι ευρύτερο σε ό,τι αφορά την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Η δήλωσή του ότι η Κύπρος κείται μακράν θα τον κυνηγά.
Και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ανεξαρτήτως προσθέσεων, στην πράξη δεν τόλμησε.
Και το 1987 με τη μεγάλη κρίση με την Τουρκία και, νωρίτερα, το 1982 με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους την οποία χαρακτήρισε casus belli.
Και στην άμυνα και στην εξωτερική της πολιτική η Ελλάδα είναι αφημένη μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών. Οι ηγεσίες της δεν θέλουν να διαμορφώσουν μια εθνική πολιτική η οποία θα μπορούσε να συγκλίνει με την δυτική.
Οι πολιτικές Ευρώπης και ΗΠΑ είναι συγκλίνουσες στις περισσότερες περιπτώσεις. Υπάρχουν, όμως, και στοιχεία απόκλισης.
Οι πολιτικές αντιμετώπισης της Κίνας, επί παραδείγματι, δεν είναι απολύτως συγκλίνουσες. Ούτε της Ρωσίας, η οποία Ρωσία δεν αποτελεί κίνδυνο για τη Δύση, σε αντίθεση με την Κίνα. Η Κίνα απειλεί την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, παρότι δεν θέλει, ακόμη, να μπει στη λογική της στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Αυτό είναι σε πολύ γενικές γραμμές το ευρύτερο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο ο Τζέφρι Πάιατ ανέπτυξε την πολιτική της χώρας του.
Ένα πλαίσιο στο οποίο:
- Η Ελλάδα απειλείται από την Τουρκία με μόνιμες διεκδικήσεις που άπτονται και εθνικής κυριαρχίας
- Η Ευρώπη παρακολουθεί διχασμένη και με κυρίαρχη την βούληση της Γερμανίας η οποία δεν θέλει να δυσαρεστήσει την Άγκυρα (θα δούμε την πολιτική του Βερολίνου μετά τον Σεπτέμβριο οπότε, οι Χριστιανοδημοκράτες, μάλλον, θα βρεθούν στην αντιπολίτευση)
- Οι ΗΠΑ παρέχουν λεκτική υποστήριξη στην Ελλάδα παρά τις πολλές παραχωρήσεις που της έχουν γίνει (Σούδα, Λάρισα, Στεφανοβίκι, Αλεξανδρούπολη κ.τλ.).
Όλες αυτές οι παραχωρήσεις εντάσσονται σε μια αμυντική συμφωνία για την υπογραφή της οποίας η Αθήνα δεν ζήτησε στρατιωτική συνδρομή. (Στρατιωτική συνδρομή σημαίνει πως σε περίπτωση αντιπαράθεσης με την Τουρκία θα υπάρξει στρατιωτική εμπλοκή και των ΗΠΑ).
Θα μπορούσε;
Για τον Γιάννη Μάζη, γνωστό γεωπολιτικό αναλυτή, όχι προς το παρόν. Για να σου παράσχει κάποιος στρατιωτική συνδρομή πρέπει να είναι βέβαιος πως μπορείς να ανταπεξέλθεις, εν πολλοίς, και μόνος σου. Και, προφανώς, η εξοπλιστική ισορροπία που υπάρχει σήμερα δεν αφήνει περιθώρια για μια τέτοια δέσμευση.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: αποτελούν οι νέες στρατιωτικές προμήθειες, επιλογές ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων ή είναι, απλώς, αγορά προστασίας;
Συνηθισμένο σε μια παθητική πολιτική, το αθηναϊκό πολιτικό κατεστημένο δεν αποκλείεται να επέλεξε την αγορά προστασίας. Διότι η άλλη επιλογή χρειάζεται διαρκή προσπάθεια.
Σ’ αυτό το ευρύ πλαίσιο ο κ. Πάιατ φρόντισε να «δέσει» περισσότερο την Ελλάδα με την πολιτική των ΗΠΑ σε μια εποχή που η Τουρκία δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα και στην Ουάσιγκτον. Επιτυχημένη κίνηση αν και δεν χρειαζόταν προσπάθεια. Σε μια πολιτική ηγεσία που υφίσταται απειλή και δεν μπορεί να διαμορφώσει πολιτική οποιαδήποτε κίνηση από την Ουάσιγκτον που θα φαινόταν υποστηρικτική γινόταν, ασμένως, αποδεκτή.
Ενισχύθηκαν η Σούδα, η Λάρισα και το Στεφανοβίκειο αλλά η καινοτομία ήταν η Αλεξανδρούπολη. Θεωρήθηκε ως ο κατάλληλος τόπος σε μια αλυσίδα αμερικανικής παρουσίας, όχι, μόνο, στην Ελλάδα αλλά και στη γραμμή από τη Μεσόγειο μέχρι τις βαλτικές χώρες. Μια αλυσίδα που δημιουργεί ένα εικονικό μέτωπο ανάσχεσης Ρωσίας και Κίνας και ελέγχει την περιοχή από την Ανατολική Μεσόγειο ως την Βαλτική.
Πέραν αυτού, η επιλογή της Αλεξανδρούπολης αφήνει υπονοούμενα στην Τουρκία και υποστηρίζει την παρουσία και παραγωγή LNG με πλοίο ανοικτά της πόλης.
Συμπληρωματικό ρόλο θα διαδραματίσει το λιμάνι της Καβάλας και απομένει το ερώτημα τι γίνεται και ποιος ρόλος αναλογεί, αν υπάρχει κάποιος τέτοιος ρόλος, στη Θεσσαλονίκη.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει απάντηση σε ένα άλλο. Ήθελαν οι Αμερικανοί τον έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης; Και αν ναι, γιατί δεν τον απέκτησαν; Και αν τον αποκτούσαν η παρουσία τους στην Αλεξανδρούπολη θα ήταν η σημερινή; Με άλλα λόγια, η Αλεξανδρούπολη ήταν μια αναγκαστική επιλογή;
Οι Αμερικανοί στην αρχή δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι που τον έλεγχο του λιμανιού τον πήρε ο Ιβάν Σαββίδης.
Η αδιαφορία των Αμερικανών για τη Θεσσαλονίκη και η άνεση με την οποία κινήθηκε ο Ιβάν Σαββίδης, με είχαν οδηγήσει στη διατύπωση –σε άρθρο–, του ερωτήματος, μήπως η Ελλάδα μοιράστηκε μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων και η Θεσσαλονίκη δόθηκε στη Ρωσία.
Οι εξελίξεις, στη συνέχεια, έδειξαν ένα έντονο αμερικανικό ενδιαφέρον για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης που εκδηλώθηκε και με δημόσια δήλωση του Πάιατ, αλλά ήταν πλέον αργά. Η παρουσία του Ιβάν Σαββίδη δεν μπορούσε να αναιρεθεί και το ενδιαφέρον των Αμερικανών έπρεπε να μετατοπιστεί αλλού διότι είχαν τον εύλογο φόβο της ρωσικής επιρροής στον Ελληνοπόντιο επιχειρηματία.
Την εξέλιξη την παρακολουθήσαμε με όσα γίνονται με την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα. Σε αυτήν την εξέλιξη υπάρχει αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Θεσσαλονίκη; Αν η πόλη είχε ηγεσία θα φρόντιζε να το μάθει. Φοβάμαι πως η ηγεσία της δεν μπαίνει στον κόπο τέτοιων αναλύσεων και πολύ περισσότερο διαμόρφωσης πολιτικής και ανοιγμάτων (στο περιθώριο που ο νόμος επιτρέπει τέτοιες κινήσεις) προς τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Περιμένουν παθητικά τις εξελίξεις και μήπως κάποιος δείξει ενδιαφέρον μόνος του. Όπως ορισμένες εταιρείες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη για λόγους υποκειμενικούς, περισσότερο, των διευθυντικών στελεχών τους (π.χ. Pfizer) παρά λόγω ελκυστικότητας.
Τι υποδομές διαμόρφωσαν οι ηγεσίες της πόλης για να τραβήξουν το ενδιαφέρον διεθνών εταιρειών; Πόσο ελκυστική έχουν κάνει την πόλη; Τι θεσμούς, εθνικούς ή διεθνείς, φρόντισαν να εγκαταστήσουν στην πόλη ώστε να έχει μια διεθνή παρουσία και κίνηση; Ποιες πρωτοβουλίες ανέλαβαν σε συνεργασία με την υποτυπώδη αστική τάξη της ώστε να κινήσουν το ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών;
Η Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή έχει σταθερά παρακμιακά δεδομένα:
- Μια μικρομεσαίου βεληνεκούς ηγεσία
- Μια αδιάφορη για την πόλη αστική τάξη (αν μπορούμε να την πούμε αστική κατ’ ευφημισμόν)
- Μια παθητική και αδιάφορη για σημαντικά πράγματα κοινωνία.
Σ’ αυτά ας προστεθεί ένα αθηναϊκό πολιτικό κατεστημένο που αν δεν τη μισεί, θέλει να τα συγκεντρώσει όλα στην πρωτεύουσα ελπίζοντας πως έτσι θα τη διασώσει από τον περιθωριακό της γεωγραφικό ρόλο.
Η Θεσσαλονίκη πρέπει να ανανεωθεί σε ανθρώπινο δυναμικό. Να γίνει ανοικτή και προσφιλής στους βαλκάνιους γείτονές της και να φροντίσει να προσελκύσει και άλλους που έχουν ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους να δραστηριοποιηθούν σ’ αυτήν.
Πρέπει η πολιτικοοικονομική ηγεσία της να διαμορφώσει πολιτική ανεξαρτήτως των όποιων αντιδράσεων. Αν δεν ανανεωθεί, θα παρακμάσει εντελώς. Αυτή την στιγμή, πέραν του Πανεπιστημίου της δεν έχει τίποτε που να την κινεί.
Βάλτε στο παιχνίδι και την αλεπού, τον Πάιατ. Τώρα που ήρθε στο παζάρι.
Στο ερώτημα ποιος είπε το ΟΧΙ ιδού και μια…αιρετική απάντηση:
Το ΟΧΙ το είπαν οι Βρετανοί μέσω του Μεταξά καθόσον η χώρα ήταν πλήρως προσδεδεμένη στο άρμα της Βρετανίας.
Να θυμηθούμε τα γεγονότα στο ζήτημα της συνθηκολόγησης το 1941.
Από τη μια μεριά ο Τσολάκογλου και οι συν αυτώ υπέρ της συνθηκολόγησης η οποία τελικώς υπεγράφη και από την άλλη το Επιτελείο υπό τον Παπάγο που άλλα πρόσταζαν…
Ως προς το θέμα των δυνάμεων που δρουν στη Θεσσαλονίκη. Πράγματι,
“Αυτή την στιγμή, πέραν του Πανεπιστημίου της δεν έχει τίποτε που να την κινεί”.
Το Πανεπιστήμιο συναισθάνεται το βάρος αυτής της ευθύνης;
Δεν νομίζω ότι Ο Μεταξάς βρέθηκε σε κανένα δίλημμα. Οι προετοιμασίες στο στρατιωτικό τομέα μετά τη κατάλυψη της Αλβανιας από τους Ιταλούς δείχνουν ότι δεν υπήρχε περίπτωση μη αντιστάσεως. Σε στρατηγικό πεδίο ο Μεταξάς ειχε κάνει γνωστό οτι η χώρα σε περιπτωση πολέμου στην Ευρώπη εαν αναγκάζετο, θα συμμετείχε με τις ναυτικές δυνάμεις. Αλλά αυτό δεν περιμένουμε από ένα ηγέτη; Να εκτελει τα προς το συμφέρον της χωρας σύμφωνα και με τη γνώμη του λαού. Οσο αφορά το παρακράτος των Αθηνων αυτό ξεπουλάει Μακεδονίες Κρήτες Ηπειρο Αιγαίο (πλην Μυκόνου) με την υποστήριξη του λαού πανελλαδικώς. Ή όχι;
Συμφωνώ. Με την υποστήριξη του λαού γίνεται το ξεπούλημα. Έχετε δίκαιο.
Κύριε Σαββίδη, εκτιμώ την αρθρογραφία σας και το ξέρετε, αλλά κάποτε πρέπει να ξεφύγετε από την κρατούσα αντίληψη τής Ιστορίας, ήτοι ο μέγιστος Βενιζέλος, που τα έκαμε όλα λαμπρά και ο … “γερμανόφιλος” Μεταξάς, που αναγκάστηκε κλπ. Από πού βγαίνει, κ. Σαββίδη, ότι ο Μεταξάς ήταν γερμανόφιλος; Από το ότι είχε μετεκπαιδευτεί στην Στρατιωτική Ακαδημία τού Βερολίνου; Από το ότι στον Α’ΠΠ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ; Αν ήταν γερμανόφιλος, θα συνιστούσε να βγούμε στον πόλεμο στο πλευρό τής Γερμανίας. Ο Μεταξάς ήταν οπαδός τής ουδετερότητας και τής μη αναμείξεως σε πολέμους, που δεν ήταν δικοί μας. Αντιθέτως ο “εθνάρχης”, που είχε καταντήσει σκυλάκι των Αγγλογάλλων (βλέπε άσκοπη εκστρατεία στην Ουκρανία και όχι μόνο, η οποία γύρισε μπούμεραγκ όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στον εν Ρωσία Ελληνισμό, που την πλήρωσε με πολλές διώξεις). Από πού, λοιπόν, συνάγεται εκείνο το “γερμανόφιλος” και μάλιστα με έντονα γράμματα;
Μπερδεμένο άρθρο με λίγο από όλα (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, αμυντικές δαπάνες, ρήτρες, Βενιζέλος, Μεταξάς, κλπ) για να περιβληθεί το διαχρονικό παράπονο της παρατημένης πόλης και του κατεστημένου των Αθηνών.
Τι είναι τελικά αυτό που δεν αφήνει τη Θεσσαλονίκη να πάει πιο μπροστά γιατί σίγουρα δεν είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει το άρθρο. Μήπως είναι η κουλτούρα της γκρίνιας και της μιζέριας που καλλιεργείται εντέχνως και λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη της πόλης. Η συνεχής προβολή θυματοποίησης δεν ευνοεί ούτε την πόλη ούτε την Ελλάδα γενικότερα.
Αν δεν κάνω λάθος πολύ πρόσφατα ένας κυβερνήτης (Καραμανλής) και ένας συγκυβερνήτης (Βενιζέλος) εκλέγονταν στην Α’ Θεσσαλονίκης, ενώ μεταπολιτευτικά πλειάδα κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων προέρχονταν και προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη.
Η Εγνατία, ο ΤΑΠ, η νέα παραλία, η ΔΕΘ, η Χαλκιδική, η ΒΖ μάλλον θα τα ζήλευαν άλλες πόλεις. Με την μόνιμη γκρίνια και την επωδό του κατεστημένου των Αθηνών, η Θεσσαλονίκη δεν προχωράει και αδικεί την ιστορία της, τον πολιτισμό της, την κοινωνία της και τη δυναμική της. Δεν είναι λύση να ψάχνει Σκοπιανούς, Σέρβους και Ρώσους. Έτσι πάει από την Α’ στην Γ’ Εθνική.
Ο Τσίπρας είχε μελετήσει καλά την κουλτούρα της, έδωσε το πρωτάθλημα στον ΠΑΟΚ και πέρασε το Βόρεια Μακεδονία, χωρίς φασαρίες (ένας πατριώτης ο Καλόγερος πάλεψε). Λάθος όραμα (σοσιαλιστικό) χτίζεται για αυτό έχει ξεμείνει με τον Ιβάν.
Η αγαπημένη θεωρία πλειστων δημοσιογραφων και γιαλαντζη ιστορικων ¨ο Μεταξας αναγκαστηκε να πει το ΟΧΙ¨.
Οχι δεν αναγκαστηκε ήταν μια συνειδητή επιλογή που είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα.Οταν το 1936 προτύ να γίνει πρωθυπουργός είχε πει πως σε επικείμενο πόλεμο η Ελλάς θα είναι με το πλευρό των Αγγλων γιατί αυτό είναι το συμφερον της χώρας.
Αν το συμφερον ήταν της Ελλάδας ήταν η σύμπλευση με το Κογκό τότε θα είχε επιλέξει το Κογκό.Τόσο απλά.
Οσο για σήμερα όταν η Ελλάδα αποκτήσει ισχύ, οικονομική διπλωματική και στρατιωτική πχ σαν του Ισραήλ τότε θα μπορεί να απορίψει παληκαρήσια τις τρελλές απαιτήσεις τις Τουρκίας.
Μέχρο τότε θα κανουμε “διάλογο”
Συμπληρώνω 40 χρόνια διαμονής στη Θεσσαλονίκη.
Μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης προτίμησα την “καρντασούπολη” για να ζήσω και δεν μετάνιωσα!
Αυτή την πόλη την βαραίνει η απουσία εφημερίδων.Προφανώς εμείς οι κάτοικοι αυτής της πόλης είμαστε ανίκανοι να συντηρήσουμε μία, δύο, τρεις ή περισσότερες εφημερίδες όταν άλλες πόλεις, μικρότερες από τη Θεσσαλονίκη, τα έχουν καταφέρει καλύτερα στον τομέα αυτό. Δεν μιλώ μόνο για τα τελευταία χρόνια όπου συνολικά η κυκλοφορία των εφημερίδων στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο βρίσκεται σε υποχώρηση.Στη Θεσσαλονίκη το πρόβλημα είναι ορατό τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Δεν έχω μια ικανοποιητική εξήγηση για αυτή την υστέρηση της πόλης μας.
Φυσικά το σχόλιο μου μάλλον την ιστορία της πόλης αφορά και όχι την τρέχουσα πραγματικότητα αφού το θέμα “εφημερίδες” είναι πλέον μια τελειωμένη υπόθεση!