Του Δημήρη Τσαϊλά*
Στη δεκαετία του 1920, κατά τη διάρκεια του λεγόμενου πολέμου της ανεξαρτησίας της, η Τουρκία, απολάμβανε σημαντική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη από τη τότε νεοσυσταθείσα Σοβιετική Ένωση. Η σύγχρονη Τουρκία δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τη Δύση τη δεκαετία του 1930. Στην μεταπολεμική περίοδο, που αντιμετώπιζε τη σοβιετική απειλή, η Τουρκία έγινε μέλος του ΝΑΤΟ και βελτίωσε τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση. Καθώς οι σχέσεις της με τη Δύση έγιναν συγκρουσιακές το 1963 με το Κυπριακό ζήτημα, η Τουρκία άρχισε να αναπτύσσει δεσμούς πάλι με τη Σοβιετική Ένωση, και κατάφερε το 1974 μετά από πολλαπλά λάθη του ελληνισμού και σκοτεινούς συμβιβασμούς της Δύσης, ως εγγυήτρια δύναμη την εισβολή στην Κύπρο και έκτοτε την κατοχή του βορείου τμήματος και διχοτόμηση της νήσου. Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία ωθήθηκε περαιτέρω προς τη Ρωσία. Παρά το σοβαρό περιστατικό κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους Su-24 το 2015, η Τουρκία και η Ρωσία μπόρεσαν να διορθώσουν τις σχέσεις τους, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, με πολλά και σημαντικά οικονομικά ανταλλάγματα.
Η κατάσταση των αμερικανικοτουρκικών διμερών σχέσεων, σήμερα, είναι τόσο χαοτική και εύθραυστη όσο και μετά το επεισόδιο της 1ης Μαρτίου 2003, όταν η τουρκική Βουλή αρνήθηκε τη χρήση του τουρκικού εδάφους στις ΗΠΑ για την επίθεση κατά του Ιράκ. Ο πρόεδρος Ερντογάν, ο οποίος ήταν πρόθυμος να διαδραματίσει το ρόλο ενός «έντιμου μεσίτη» στην περιοχή, από το 2009 εγκατέλειψε αυτό το ρόλο και έγινε μέρος του προβλήματος στις περιφερειακές συγκρούσεις. Μάλιστα τελευταία η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει γίνει επέκταση της εσωτερικής πολιτικής.
Η κρίση στη Συρία, οι ανεξέλεγκτες ροές προσφύγων στο Αιγαίο και η αναζήτηση υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο, έχουν καταστεί το τελικό ζητούμενο όπου δοκιμάζεται η ταλαντούμενη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, με μεγάλο αντίκτυπο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο αμερικανός Πρόεδρος Τράμπ, έχει δείξει με αυτοσχεδιασμούς έναν τρόπο άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας στην εξωτερική πολιτική. Η ξαφνική «απόφαση» του να αποχωρήσουν τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία οδήγησε σε μια πιο άμεση συμμετοχή του Κογκρέσου των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική. Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία λήψης αποφάσεων και δράσης από τους άλλους δύο προέδρους. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ρωσία έχει παίξει όλα τα χαρτιά της στη Συρία. Η διένεξη για την απόκτηση του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 και η λεγόμενη συζήτηση για την «ασφαλή ζώνη» που συνδέεται με την αμερικανική υποστήριξη προς τους κούρδους της Συρίας είναι η κορωνίδα της τρέχουσας κατάστασης στο τρίγωνο Ρωσίας-ΗΠΑ-Τουρκίας.
Η Τουρκία απαιτεί πλήρη έλεγχο σε ζώνη ασφαλείας 30-40 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων. Οι αμερικανοί αντιτίθενται σε μια τόσο μεγάλη τουρκική ζώνη και προσφέρουν μια αμερικανική ζώνη σε βάθος 5-10 χιλιομέτρων με συμβολική τουρκική παρουσία. Μετά τη συζήτηση, η Τουρκία και οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να επιλύσουν τις διαφορές τους σχετικά με την «ασφαλή ζώνη» και ο Πρόεδρος Ερντογάν εξακολουθεί να απειλεί για μονομερή εισβολή στη βορειοανατολική Συρία, ανατολικά του Ευφράτη. Από την άλλη πλευρά, η συμφωνία του «Σότσι» για το Ιμπλίμπ έχει καταρρεύσει. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ παραμένουν στη Συρία, μια μονομερής τουρκική επιχείρηση είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει πολύ σοβαρούς κινδύνους αποτυχίας, αφού ο συριακός στρατός, με πλήρη ρωσική υποστήριξη, συνεχίζει την πρόοδό των επιχειρήσεων στο Ιμπλίμπ, διακινδυνεύοντας μια άμεση αντιπαράθεση και μάλιστα μια στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία.
Η Τουρκία δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να διαμορφώσει μια συνεκτική πολιτική που να εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα, καθώς επιδιώκει με νοοτροπία ανατολίτικου παζαριού να ανακτήσει ένα ρόλο που παραπέμπει σε έναν υπολανθάνον Οθωμανισμό. Η σημερινή πολιτική της, εκτιμάται ό, τι έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει και να οδηγήσει σε μια βιώσιμη τελική κατάσταση στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή». Επίσης η έλλειψη του κοινοβουλευτικού ελέγχου, μακροπρόθεσμα θα αποτελέσει βασικό πρόβλημα στην πορεία της εξωτερικής πολιτικής της. Οι καλές σχέσεις μεταξύ των ηγετών, σε βάρος των θεσμικών παραγόντων, έχουν αποδειχθεί ιστορικά, ότι ελάχιστες πιθανότητες έχουν για την επίτευξη των εθνικών συμφερόντων με συνεκτικό τρόπο.
Φαίνεται, ότι οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει και δίδουν προτεραιότητα δημιουργίας μιας Κουρδικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας, που το βλέπουν ως «περιφερειακή σταθερότητα», στις σχέσεις των Κούρδων με την Τουρκία. Για τη Ρωσία, η διασφάλιση της επιβίωσης του Άσαντ και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας αποτελεί ζωτικό συμφέρον εθνικής ασφάλειας. Έτσι η Τουρκία βρίσκεται στα όρια της, θέτοντας ως κύριο σκοπό της εξωτερικής πολιτικής την «εξαφάνιση των κούρδων από το υπογάστριό της». Προσπάθησε να υποβάλει τις θέσεις της στην αμερικανική στρατηγική της «ζώνης ασφαλείας», και όταν είδε ότι δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, διέκοψε τον «έλεγχο» της ζώνης και προσπάθησε να κατευνάσει τη Ρωσία με ασαφείς υποσχέσεις.
Ενώ οι ρωσικές και αμερικανικές θέσεις παραμένουν αμετάβλητες, και ο συριακός στρατός εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τις δραστηριότητές του στο Ιμπλίμπ, η τουρκική πολιτική αντιμετωπίζοντας τόσα διλήμματα ασφαλείας ταυτοχρόνως, φαίνεται ότι το διπλωματικό παιχνίδι της να έχει φτάσει στα όρια του. Αυτά τα πολλαπλά διλήμματα πιθανότατα θα επιλυθούν με έναν ευρύτερο συμβιβασμό ΗΠΑ-Ρωσίας για τη μελλοντική Συρία. Αυτές οι τρέχουσες καταστάσεις εκθέτουν την Τουρκία σε πιέσεις. Έτσι ο Ερντογάν άρχισε τους εκβιασμούς, για εκτόνωση των προβλημάτων του, με άτακτες ροές προσφύγων και μεταναστών από τα παράλια της Τουρκίας προς το Αιγαίο και τα ελληνικά νησιά, ζωντανεύοντας τους εφιαλτικές εικόνες του 2015 στη Δύση, αθετώντας τη συμφωνία με την ΕΕ. Τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης δεν έχουν έρθει ακόμη. Μέτρα όπως η Συμφωνία της Τουρκίας και το κλείσιμο της Βαλκανικής Οδού δεν εξασφαλίζουν μείωση, αφού οι αιτίες της κρίσης των προσφύγων δεν έχουν αλλάξει, ούτε στο ελάχιστο. Οι δυνάμεις που ξεριζώνουν ολοένα και περισσότερους ανθρώπους από τα σπίτια τους, όπως αδύναμα και κατεστραμμένα κράτη, μεγάλες καταστροφές στον ισλαμικό κόσμο, και κυρίως ένα διαιρεμένο διεθνές σύστημα δεν είναι πιθανό να τις δούμε να εξυγιαίνονται σύντομα.
Συμπεράσματα
Η τρέχουσα τουρκική πολιτική δεν είναι βιώσιμη και καταγράφει μια πορεία ιδιαίτερα για την τουρκική εξωτερική πολιτική που είναι θεμελιωδώς ο Νεοθωμανισμός. Από την άλλη, η επιλογή της «πολύτιμης μοναξιάς» της τουρκικής κυβέρνησης, ως απότοκο του «επιτήδειου ουδέτερου» του παρελθόντος, μετατρέπεται πλέον σε επικίνδυνη απομόνωση. Η εθνική της ασφάλεια απειλείται σοβαρά από τις εξελίξεις στη Συρία. Οι ρωσικές και αμερικανικές θέσεις παραμένουν αμετάβλητες και ο συριακός στρατός συνεχίζει τις επιχειρήσεις στο Ιμπλίμπ. Στην άκρη του διλήμματος, το παιχνίδι λατρείας της Τουρκίας έχει φτάσει στα όριά του.
Κατά τη διαμόρφωση του νέου γεωπολιτικού τοπίου, η Τουρκία αν επιθυμεί να βρει μια ισορροπία που θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα των όλων των παικτών της περιοχής για την ασφάλεια, πρέπει να ενεργήσει με συνεκτικό τρόπο, κάτι το οποίο φαίνεται δύσκολο, στην παρούσα φάση. Από τη δική μας πλευρά απαιτείται να επιδείξουμε εθνική συναίνεση και αποφασιστικότητα, βασισμένα στη διαβούλευση, τη συμμετοχή και το διάλογο για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, με προϋποθέσεις, όπως άρση του casus belli. Η Τουρκία, θα πρέπει να πιεστεί δραστικά με σκοπό να σταματήσει το παιχνίδι του τζόγου, να διαχωρίσει την εξωτερική από την εσωτερική πολιτική, να αναπτύξει μια μη παραβατική συμπεριφορά, με κοσμική εξωτερική πολιτική πορεία, και τέλος να σέβεται το διεθνές δίκαιο.
Λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα του επιχειρησιακού περιβάλλοντος, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, είναι πιθανό να παραμείνουν αντιφατικές, αν όχι να χειροτερεύσουν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αξιοποιηθεί από τον ελληνισμό με ουσιαστικά και αποφασιστικά βήματα από τις κυβερνήσεις Ελλάδος-Κύπρου.
Καθώς η Τουρκία καταλήγει τελικά στα όρια της ισχύος της και συνειδητοποιεί ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο στο μέλλον της Συρίας, πόσο μάλλον της Μέσης Ανατολής στο σύνολό της, έθεσε τον εκβιασμό, στην ημερήσια διάταξή της για την εξωτερική πολιτική, με το ζήτημα ροής των προσφύγων-μεταναστών. Το ότι είμαστε πολύ αδύναμοι στην πρόληψη ανθρωπιστικών κρίσεων δεν είναι λόγος να αγνοήσουμε την ηθική πλευρά της εξωτερικής πολιτικής. Η πρόληψη των μαζικών μεταναστεύσεων αποτελεί βασικό συμφέρον εθνικής ασφάλειας και βασική ηθική ευθύνη της ΕΕ. Πρέπει να αναζητήσουμε τουλάχιστον στον εν λόγω τομέα ανθρωπιστικής μέριμνας την ενότητα της ηθικής ευθύνης και του συμφέροντος της εθνικής ασφάλειας με μια πολιτική πρόληψης, πιέζοντας διεθνώς τη Τουρκία.
Όπως και οι υπόλοιποι σημαντικοί παράγοντες, τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι ο χρόνος του Ερντογάν αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση. Προσπαθώντας να απολαμβάνουν την τουρκική «υποστήριξη» στα αντίστοιχα πολιτικά τους σχέδια, αμφότεροι αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «χρονοδιάγραμμα» που είναι διαθέσιμα για να εδραιώσουν τα κέρδη τους στη Συρία.
Τέλος, ακόμα κι αν η τουρκική εξωτερική πολιτική παύσει να αποτελεί μείζονα απειλή για τον Ελληνισμό, η εκκαθάριση του σημερινού χάους είναι δύσκολος δρόμος ενώ θα αντιμετωπίσουμε σοβαρούς κινδύνους, έτσι θα πάρει πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια.
*Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι υποναύαρχος ΠΝ ε.α.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη “Μακεδονία” της Κυριακής 15 Σεπτεμβρίου 2019.