ΚΩΣΤΑΣ Μ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Πριν από λίγα χρόνια, στο πέρας διαλέξεως που έδωσα στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Γενεύης –διαλέξεως στην οποία είχα την τιμή να παραστεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης– ένας Ουκρανός ρασοφόρος εξέφρασε την αντίρρησή του πάνω σε ορισμένα από όσα είχα πει. Τότε για πρώτη φορά αντελήφθην ότι εις ό,τι αφορά τη σχέση της Ρωσίας και της Ουκρανίας με το κράτος των Ρους/Ρως του Κιέβου υπήρχαν δύο διαφορετικά εθνικά αφηγήματα. Σύμφωνα με το πρώτο, οι ιστορικές παραδόσεις και των δύο χωρών έχουν ισοτίμως ως αφετηρία τους τη μεσαιωνική ηγεμονία του Κιέβου, σκανδιναβικών, όπως γνωρίζομε καταβολών, αλλά με εντυπωσιακές σχέσεις τόσο με την Κωνσταντινούπολη όσο και με τη Δύση. Σύμφωνα με το δεύτερο, είναι η Ρωσία, έτσι όπως από το τέλος του 13ου αιώνα σταδιακά συγκροτήθηκε γύρω από τη Μόσχα, που αποτελεί την αποκλειστική κληρονομιά του κράτους των Ρως, κάτι που στερεί την Ουκρανία από οποιαδήποτε αξίωση να συγκαταλέξει στο εθνικό της παρελθόν το μεσαιωνικό εκείνο κρατικό μόρφωμα που κατελάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής της επικράτειας και του οποίου η έδρα ήταν το Κίεβο: η σημερινή πρωτεύουσά της.
Τη Ρωσία, χωρίς αυτό που σήμερα προσδιορίζεται ως Ουκρανία. Ο Βορράς από το δεύτερο ήμισυ του 13ου αιώνα έχει πλέον αποκοπεί από τον Νότο, ο οποίος την αμέσως επόμενη περίοδο περιέρχεται έως τον Δνείπερο ανατολικά, στο ενωμένο πολωνο-λιθουανικό βασίλειο, ενώ οι δυτικές περιοχές του υποδέχονται σημαντικούς πολωνικούς πληθυσμούς και υφίστανται έντονη πολωνική πολιτισμική επιρροή. Ετσι στα τέλη του 16ου αιώνα, υπό την πίεση των καθολικών βασιλέων της Πολωνίας, θα δημιουργηθεί η Ουνία. Ο νότος του Νότου –έξω δηλαδή από τα παλιά νότια όρια του κράτους του Κιέβου– ανήκει πλέον στους Τατάρους (υπόλειμμα των Μογγόλων εισβολέων που έχουν ως βάση τους την Κριμαία), ενώ στον προχωρημένο 15ο αιώνα εμφανίζονται και οι Οθωμανοί. Κάπου δε ανάμεσα σε όλες αυτές τις κατηγορίες, ιδιαίτερα πολυπληθείς στις στέπες ανατολικά του Δνείπερου παρουσιάζονται γύρω στο 1600 οι Κοζάκοι, προερχόμενοι από φυγάδες δουλοπαροίκους χωρικούς, που δραπέτευαν στην απεραντοσύνη της στέπας για να ζήσουν ελεύθεροι ως έφιπποι πολεμιστές. Η επίδραση της Μόσχας στις βορειοανατολικές επαρχίες γίνεται ταυτόχρονα όλο και πιο ισχυρή, εξισορροπώντας την πολωνική από τα δυτικά και την οθωμανική από τον Νότο επιρροή και διείσδυση. Η επί τω αυτώ συνύπαρξη επί αιώνες των άκρων όλων αυτών των κόσμων, ανάμεσα στους οποίους με επιτυχία ελίσσονταν οι Κοζάκοι πολεμιστές, κατέληξε να σχηματίσει ένα μόρφωμα με δική του αρκετά ετερόκλητη ιδιοπροσωπία: την Ουκρανία, που στην ντόπια διάλεκτο σημαίνει άκρη, όπως η Κράινα στα δυτικά Βαλκάνια.
Την Ουκρανία, έτσι όπως μόλις την προσδιορίσαμε, καταλαμβάνουν τον 18ο αιώνα οι Ρώσοι, αποκαλώντας τη «Μικρή Ρωσία», ενώ μέρος των δυτικών της, πρώην πολωνικών επαρχιών, περιέρχεται, στην αυτοκρατορία των Αψβούργων (με κέντρο το Λέμπεργκ, Λβοφ, Λβιφ, τη Λεόπολη των ελληνικών πηγών), μετά τον διαμελισμό και την κατάλυση της Πολωνίας. Επί Μεγάλης Αικατερίνης συρρέουν στην εξαιρετικώς αραιοκατοικημένη «Μικρή Ρωσία» χιλιάδες Βαλκάνιοι: οι Ελληνες εγκαθίστανται κυρίως στα παράλια, ενώ οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι στην ενδοχώρα του Ευξείνου και της Αζοφικής. Την ίδια περίπου περίοδο η ρωσική κυβέρνηση επιβάλλει τη συγκέντρωση στις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Ρομανόφ (Βολυνία, Ποδολία, Πολωνία) μεγάλου αριθμού Εβραίων.
Βάσει όλων αυτών η μοσχοβίτικη θεωρία έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι η Μόσχα είναι κληρονόμος της ηγεμονίας των Ρως. Εχει όμως άδικο όταν αποκόπτει πλήρως τη σημερινή Ουκρανία από αυτή την κληρονομία και επιπλέον όταν ισχυρίζεται ότι η Ουκρανία ανέκαθεν και εξακολουθητικώς ήταν ρωσική. Διαπιστώσαμε ότι τούτο ιστορικά δεν ισχύει. Η δε βάρβαρη ρωσική εισβολή ολοκλήρωσε στις ημέρες μας τη διαμόρφωση της εθνικής ουκρανικής αυτοσυνειδησίας, αποτελώντας ίσως το πλέον μένον από τα αρνητικά για τη χώρα του επιτεύγματα του προέδρου Πούτιν.
* Ο κ. Κώστας Μ. Σταματόπουλος είναι ιστορικός, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.
“Καθημερινή”