του Παντελή Κουλούκη*
Η συνολική αποτίμηση του Ελληνικού προγράμματος προμήθειας φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό, απέδειξε για μια ακόμη φορά την αξία μιας διαγωνιστικής διαδικασίας συγκριτικά με μια απευθείας ανάθεση, καθώς ένας ανοικτός διεθνής διαγωνισμός συνήθως δίνει στον τελικό χρήστη την μέγιστη δυνατή ευελιξία και υπεραξία. Σε συνδυασμό με την χρονική ωρίμανση των κατατεθειμένων προτάσεων, τους δεδομένους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς και τα κατάλληλα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, η τελική αξιολόγηση – επιλογή αποτελεί μια σχεδόν ιδανική λύση .
Το Πολεμικό Ναυτικό θα αποκτήσει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τις προηγμένες Γαλλικές φρεγάτες FDI, συνεπικουρούμενες από τις πλέον αξιόλογες Γαλλικές κορβέτες GoWind.
Κατά την άποψη μου, η προμήθεια υπερσύγχρονων Γαλλικών φρεγατών μαζί με την αντίστοιχη αμυντική συμφωνία θα προσδώσει στην Ελληνική πλευρά πρωτόγνωρες αποτρεπτικές και άλλες δυνατότητες σε υψηλής γεωστρατηγικής σημασίας περιοχές εκτός Αιγαίου, όπως είναι η Κύπρος και η Ανατολική Μεσόγειος ευρύτερα .Το γεωπολιτικό κενό που αφήνει στην περιοχή η απόσυρση των ΗΠΑ μπορεί κάλλιστα να καλυφθεί από την Ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία, αυξάνοντας κατακόρυφα το γεωστρατηγικό αποτύπωμα της χώρας.
Ωστόσο, τα διαμειφθέντα στο εσωτερικό της χώρας όλο αυτό το διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, κατέδειξαν για μια ακόμη φορά την απουσία μιας ψύχραιμης αποτίμησης της συνολικής πορείας του διαγωνισμού και της σημασίας του για αντίστοιχες μελλοντικές παραγγελίες.
Ειδικότερα, μια ανάλυση σε πρωτο επίπεδο θα ήταν χρήσιμο να περιστρέφεται γύρω από το κατά πόσον η Ελληνική πλευρά είχε εξαρχής καθορίσει συγκεκριμένες προδιαγραφές που θα περιελάμβαναν εξειδικευμένα ερωτηματολόγια για το τελικό κόστος, την ενδιάμεση λύση, την εν συνέχεια υποστήριξη (FOS), την απρόσκοπτη διάθεση κρίσιμων οπλικών συστημάτων και τέλος την δυνατότητα εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής.
Δηλαδή, είχε γίνει κατανοητό από τους υποψήφιους προμηθευτές τι ακριβώς ζητάμε στην βάση συγκεκριμένων δικών μας απαιτήσεων;
Για παράδειγμα: θέλαμε φρεγάτες αεράμυνας περιοχής ή γενικής χρήσης ή και τα δυο;
Επιδιώκαμε ποσότητα σε βάρος της ποιότητας, προκρίναμε ετοιμοπόλεμα πλοία ή μελλοντικές σχεδιάσεις ρίσκου;
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ανάλυση θα όφειλε να συνυπολογίσει και την απαραίτητη γεωπολιτική διάσταση από την κάθε μια υποψηφιότητα, που θα απέφερε το μέγιστο όφελος για τα Εθνικά συμφέροντα.
Για παράδειγμα, μια συμφωνία με την Γαλλία αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής σε περίπτωση απειλής, θα αφορούσε τις ζώνες που ασκούμε κυριαρχία ή περιοχές όπου διαθέτουμε κυριαρχικά δικαιώματα; Θα μπορούσε άραγε να αφορά και την Κύπρο;
Ένα τρίτο επίπεδο ανάλυσης θα έπρεπε να αφορούσε παρελθοντικές προβληματικές συνεργασίες σε εξοπλιστικά προγράμματα μεταξύ Ελλάδας και προμηθευτών. Έχει η Ελληνική πλευρά μάθει από αυτά τα παθήματα, και επομένως έχει θέσει εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες για να μην επαναληφθούν παρόμοια λάθη;
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι επίσης το αν θα μπορούσαν να ενσωματωθούν όλα τα παραπάνω σε ένα εθνικό σχέδιο στρατηγικής που καθορίζει επακριβώς τους στόχους μας σε Αιγαίο και Μεσόγειο μακροπρόθεσμα.
Στα πλαίσια αυτής της συλλογιστικής, είναι άραγε φρόνιμο να θέσουμε ως απαράβατο πλέον Ελληνικό κανόνα την απαραίτητη διαφοροποίηση χωρών προέλευσης αμυντικού υλικού έστω και αν μια τέτοια πρακτική οδηγεί πολλές φορές σε πολυτυπία, μικρότερη προσφερόμενη ποσότητα και αυξημένο κόστος;
Και τέλος, όλα τα παραπάνω εναρμονίζονται με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο των δημοσίων Συμβάσεων για την Άμυνα αναφορικά με τον προγραμματισμό ,την σύνοψη και την εκτέλεση του συγκεκριμένου τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος;
Στην Ελλάδα όμως, μεταξύ 2019 – 2021 στον δημόσιο διάλογο αναλωθήκαμε σε μια διαφορετική προσέγγιση : πήραμε με επιπολαιότητα θέση υπέρ της μιας ή της άλλης υποψηφιότητας, χωρίς να γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα, προεξοφλήσαμε εθνικές μειοδοσίες , εκτοξεύσαμε αλληλοκατηγορίες για μεροληπτική στάση και καταλήξαμε ότι το Ελληνικό κράτος λίγο πολύ έγινε για μια ακόμη φορά προτεκτοράτο ξένων συμφερόντων.
Για παράδειγμα, η εξοντωτική κριτική που δέχθηκε η ομολογουμένως μέτρια από πλευράς πλοίου (αν και συνολικά καλή ) Αμερικανική υποψηφιότητα και η ταυτόχρονη αποθέωση της Γαλλικής λύσης, αποτέλεσαν χαρακτηριστική εικόνα λανθασμένης αντίληψης και κριτικής.
Εάν αποδεχόμασταν την πρόταση των ΗΠΑ θα ήταν περίπου εσχάτη προδοσία και θα παίρναμε αλουμινότρατες, ενώ στον αντίποδα η Γαλλική πρόταση αποτελούσε εξ ορισμού «το μάννα εξ ουρανού».
Βέβαια οι Γάλλοι, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μέσω απευθείας ανάθεσης από την Ελληνική πλευρά, ζητώντας περίπου τον μισό Ελληνικό προϋπολογισμό για μόλις δυο πλοία. Εν συνέχεια, στα πλαίσια του διαγωνισμού, προσέφεραν ενδιάμεση λύση στην οποία το θωρηκτό Αβερωφ …εκσυγχρονισμένο..ενδεχομένως και να υπερτερούσε ( φυσικά υπερβάλλω ). Ακολούθησε μια νέα πρόταση που περιελάμβανε γαλλικές υποεξοπλισμενες FDI συνδυαστικά με τις αναβαθμισμένες Ελληνικές FDI προκειμένου να συγκρατήσουν το υψηλότατο κόστος συγκριτικά με όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους. Τελικά, λόγω της τεράστιας οικονομικής ζημιάς από την απώλεια του Αυστραλιανού συμβολαίου ναυπήγηση Γαλλικών υποβρυχίων, κατέληξαν σε μια τακτική αναδίπλωση με σημαντική έκπτωση επί του αρχικού κόστους.
Τώρα, αν προσθέσουμε και την πικρή Ελληνική εμπειρία σχετικά μέ την εφοδιαστική υποστήριξη των Γάλλων στο παρελθόν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε μια υποψηφιότητα έχει σχεδόν πάντα συν και πλην.
Εν μέσω όλων αυτών , το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ως το μόνο καθ’ύλην αρμόδιο, αξιολογούσε λεπτομερώς όλες τις επιμέρους παραμέτρους ακόμα και αν κάποιες από αυτές ενοχλούσαν τους απανταχού «ειδικούς».
Ωστόσο, αυτό που δεν υπολόγιζε το Πολεμικό Ναυτικό και σχεδόν κανείς από μας, ήταν η σύναψη μιας τριμερής συμμαχίας ασφαλείας (AUKUS) μεταξύ των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας, που αποτέλεσε μια τεκτονική γεωπολιτική εξέλιξη με απώτερο στόχο την ανάσχεση της αναδυόμενης Κινεζικής απειλής.
Τα απόνερα αυτής της συμφωνίας είναι ποικίλα και πολυσύνθετα καθώς περιλαμβάνουν :
- την απώλεια ενός γιγαντιαίου γαλλικού συμβολαίου, προκαλώντας την οργή των Γάλλων
- την εμφανέστατη ανεπάρκεια της Ε.Ε. ως γεωπολιτικό μέγεθος
- την ενδεχόμενη αλλαγή του Νατοϊκού ρόλου
- την απαρχή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου
- την οριστική μετατόπιση της στρατηγικής των ΗΠΑ προς τον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό
- τις γεωπολιτικές επιπτώσεις από πιθανή σύμπραξη και άλλων χωρών (Ιαπωνία, Ινδία) στην νέα συμφωνία
- την μεταφορά απόρρητης πυρηνικής τεχνογνωσίας σε τρίτες χώρες (πυρηνική πρόωση στα υποβρύχια της Αυστραλίας)
- την ανάγκη για ισχυρούς συμμάχους που θα κάνουν την «δουλειά» των ΗΠΑ σε αλλά θέατρα επιχειρήσεων (Ανατολική Μεσόγειο, Λιβύη, Περσικός Κόλπος, Βόρεια Αφρική κ.ο.κ.).
Γίνεται αντιληπτό, ότι καμία Ελληνική Κυβέρνηση και κανένα Στρατιωτικό επιτελείο δεν μπορεί από μόνο του να αντεπεξέλθει σε όλα αυτά τα τεκταινόμενα χωρίς την ύπαρξη ισχυρών εξωτερικών συμμαχιών ( Γαλλία, Ισραήλ ), εσωτερικής πολιτικής σύμπνοιας (;) και κυρίως θεσμοθετημένων Εθνικών Δομών Ασφαλείας. Οι τελευταίες θα περιλαμβάνουν το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και τον αντίστοιχο εντεταλμένο για σχετικά θέματα, με βασική αρμοδιότητα να αναλύει τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και να συνθέτει προτάσεις για την εκάστοτε πολιτικοστρατιωτικη ηγεσία, εναρμονισμένες κατά το δυνατόν σε ένα ξεκάθαρο δόγμα Ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής.
Εν κατακλείδι, μια προσεκτικά δομημένη ενιαία εθνική στρατηγική άμυνας και ασφάλειας θα λειτουργούσε ως ένας ασύγκριτος πολλαπλασιαστής ισχύος με εμφανή πλεονεκτήματα στο πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο. Ειδικότερα, θα ενδυνάμωνε την αξιοπιστία του κράτους στην διεθνή κοινότητα, θα δημιουργούσε πολύτιμο διαπραγματευτικό πολιτικό κεφάλαιο και θα λειτουργούσε επικουρικά στην εκάστοτε στρατιωτική ηγεσία να προκρίνει ανεπηρέαστη βέλτιστες λύσεις σε βάθος τριακονταετίας.
Είμαστε λοιπόν έτοιμοι για το επόμενο βήμα που θα μεγιστοποιήσει τα οφέλη από την Ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία; Είδωμεν!
*Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΟΥΛΟΥΚΗΣ είναι τελειόφοιτος του μεταπτυχιακού τμήματος ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ : ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ.