Είναι γνωστή η ρήση ότι οι προβλέψεις είναι δύσκολο σπορ, ιδιαίτερα όταν αφορούν το μέλλον. Οι ασκήσεις αυτού του τύπου πάντοτε ενδέχεται να διαψευστούν από την εμφάνιση απροσδόκητων κλυδωνισμών με σοβαρότατες επιπτώσεις (black swans), δίπλα στους γνωστούς και συχνά παραμελημένους κινδύνους (gray rhinos). Ωστόσο, όσο κι αν είναι παρακινδυνευμένες οι προβλέψεις, η χρησιμότητά τους συνίσταται στη διατύπωση πιθανών σεναρίων με στόχο τη μέγιστη δυνατή ετοιμότητα για γρήγορη αντίδραση σε περίπτωση επιβεβαίωσής τους.
Επιπροσθέτως, ήδη διαφαίνονται γενικότερες τάσεις (megatrends), όπως είναι η αμφισβήτηση της μεταψυχροπολεμικής παγκόσμιας τάξης, η επιστροφή της γεωπολιτικής, η κλιματική κρίση, κ.λπ. Επομένως, μπορεί να ισχυριστεί κανείς με ικανή δόση βεβαιότητας ότι το 2024 δεν μπαίνει με καλούς οιωνούς και ο πλανήτης θα βρεθεί αντιμέτωπος με πλήθος προκλήσεων.
Πιθανές προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία το 2024
1. Το Long Covid της παγκόσμιας οικονομίας
Εκφράζονται ελπίδες ότι το 2024 ο πλανήτης θα εξέλθει από τον κύκλο του COVID-19. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η πανδημία – που δεν έχει λήξει οριστικά – έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η «κληρονομιά» της συνίσταται στο δυσθεώρητο δημόσιο χρέος παγκοσμίως ύψους 97 τρισ. δολαρίων φέτος, ανεβασμένο κατά 40% σε σύγκριση με το 2019. Αυτό καθιστά αναγκαίες τις δημοσιονομικές περικοπές σ’ όλες τις χώρες, σε συνδυασμό με τα μέτρα αντιμετώπισης του υψηλού πληθωρισμού εν μέσω αναταράξεων στις αγορές ενέργειας και τροφίμων. Βέβαια, σ’ αυτό συμβάλλουν και οι τρέχουσες πολεμικές συγκρούσεις και οι αυξημένοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι.
Ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις, την τελευταία διετία οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων οικονομιών ακολούθησαν αυστηρότερη νομισματική πολιτική, π.χ. μόνο η Fed των ΗΠΑ προέβη σε 11 αυξήσεις του βασικού επιτοκίου. Ο υψηλός πληθωρισμός σε παγκόσμια κλίμακα δεν αναμένεται να τιθασευτεί πλήρως το 2024. Ωστόσο, οι αγορές προεξοφλούν κάποια αποκλιμάκωση των επιτοκίων το επόμενο έτος, πιο επιθετικά στις ΗΠΑ και πιο διστακτικά στην Ευρωζώνη. Ενδέχεται το δολάριο να εξασθενήσει ως ένα βαθμό, αλλά θα παραμείνει το κυρίαρχο νόμισμα διεθνώς.
Για το 2024, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προβλέπει μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας κατά 2,7%, ελαφρώς χαμηλότερα από το φετινό 2,9%. Πρωταθλήτριες ανάμεσα στις μεγάλες και μεσαίες οικονομικές δυνάμεις αναμένεται να αναδειχθούν χώρες της Ασίας, όπως η Ινδία, το Μπανγκλαντές, οι Φιλιππίνες και το Βιετνάμ.
2. Η πιθανή πορεία των μεγάλων οικονομιών
Προβλέπεται στην εκλογική χρονιά του 2024 οι ΗΠΑ να επιτύχουν ρυθμό μεγέθυνσης 1,5%, ενώ οι ΕΕ και Ευρωζώνη θα κινηθούν κάτω από το 1%. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει πλήθος πιεστικών προβλημάτων που δεν σχετίζονται μόνο με το hangover της πανδημίας. Η υποστήριξη της Ουκρανίας και η προώθηση απαραίτητων βιομηχανικών πολιτικών δεν ευνοούνται από το πρόταγμα για επιστροφή στην δημοσιονομική σύνεση. Στην δύσκολη «τρίλιζα» που πρέπει να λύσει η ΕΕ το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια, προστίθενται το υψηλό κόστος της πράσινης μετάβασης και η εφαρμογή της ευρωπαϊκής στρατηγικής οικονομικής ασφάλειας που συνεπάγεται μείωση της εξάρτησης από τις κινεζικές εισαγωγές. Ταυτόχρονα, ανησυχία προκαλεί η έξοδος ευρωπαϊκών εταιρειών προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μια τάση που αναμένεται να ενισχυθεί έτι περισσότερο το 2024.
H Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, άλλες τρεις μεγάλες οικονομίες, επιβεβαιώνουν ότι η όποια ανάπτυξη το 2024 θα προέλθει κυρίως από τον παγκόσμιο Νότο. Εκτιμάται ότι το νοτιοκορεατικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,1% και το ιαπωνικό κατά 1,3%, ενώ οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές του Ηνωμένου Βασιλείου το επόμενο έτος κυμαίνοναι μεταξύ στασιμότητας και ήπιας ύφεσης.
Εικάζεται ότι η ηγεσία της Κίνας θα θέσει στόχο περί το 5%, αν και καλείται να αποφασίσει αν ενδείκνυνται οι τεχνηέντως υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης μέσω δημοσιονομικών ενέσεων και με συνεχώς αυξανόμενα χρέη ή προκρίνεται η στροφή σ’ ένα υγιέστερο αναπτυξιακο πρότυπο, το οποίο όμως συνεπάγεται «χαμηλές πτήσεις». Πιθανότατα θα επιλεγούν οι «ορθοπεταλιές» και η πεπατημένη του πατερναλιστικού κράτους παρά η πολιτικά δύσκολη μεταφορά πόρων στα νοικοκυριά και η ανάδειξη της εγχώριας κατανάλωσης ως κινητήριας δύναμης της οικονομίας. Η φούσκα των ακινήτων θα παραμείνει βαρίδι το 2024, ενώ η νέα έμφαση στη μεταποίηση θα καταστήσει την Κίνα ακόμη πιο εξαρτημένη από τις εξαγωγές της.
Σε ό,τι αφορά τον παγκόσμιο Νότο, την διετία 2022-23 χρεοκόπησαν η Ζάμπια, η Γκάνα, η Σρι Λάνκα και η Αιθιοπία, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι το επόμενο έτος κι άλλες αναπτυσσόμενες χώρες θα προστεθούν σ’ αυτήν τη λίστα. Το 2024 με ιδιαίτερη έμφαση θα τεθεί το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης ή/και διαγραφής χρεών, όπως και της δύσκολης – αλλά απαραίτητης – συνεργασίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την Κίνα, η οποία είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής του αναπτυσσόμενου κόσμου. Δεδομένου ότι έχει «κοκκινίσει» έως και το 60% των δανείων που έχουν χορηγήσει οι κινεζικές τράπεζες κατά μήκος του νέου Δρόμου του Μεταξιού (Belt and Road Initiative), η Κίνα θα κληθεί το επόμενο έτος να λάβει επώδυνες αποφάσεις και να αποδεχθεί ζημίες, προκειμένου να διατηρήσει την σχετικά θετικά εικόνα της στον παγκόσμιο Νότο.
Η ρωσική οικονομία δεν κατέρρευσε υπό την πίεση των δυτικών κυρώσεων και του κόστους του πολέμου στην Ουκρανία, εν πολλοίς χάρη στις μαζικές πωλήσεις υδρογονανθράκων στην Κίνα και την Ινδία. Μετά την ύφεση του 2022, η Ρωσία κατέγραψε ρυθμό μεγέθυνσης 3,1% φέτος, αλλά αναμένει επιβράδυνση στο 1,1% το επόμενο έτος και πασχίζει να αναχαιτίσει την απαξίωση του νομίσματός της, με τα επιτόκια στο 16% αυτήν την περίοδο.
3. Προς νέα δομή της παγκόσμιας οικονομίας;
Έπειτα από μία ισχυρή ανάκαμψη το 2021, ο όγκος των παγκόσμιων άμεσων ξένων επενδύσεων έπεσε τα επόμενα δύο χρόνια εξαιτίας των διαδοχικών κρίσεων στο παγκόσμιο στερέωμα και η τάση αυτή πιθανότατα θα επιβεβαιωθεί το 2024. Ωστόσο, ενώ είναι εμφανή τα σημάδια επιστροφής του προστατευτισμού, η συζήτηση για το τέλος της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να είναι, αν μη τι άλλο, πρόωρη. Οι ενδείξεις στην παρούσα φάση συντείνουν περισσότερο σε αναδιάταξη των παγκόσμιων αγορών και μετάλλαξη της παγκοσμιοποίησης, με δύο κύρια χαρακτηριστικά.
Πρώτον, εντείνεται η ανακατεύθυνση των εμπορικών ροών και κεφαλαίων σε γεωπολιτικά φιλικές χώρες (friend-shoring και near-shoring) και, συνεπώς, η αναμόρφωση των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων. Παραδείγματα γι’ αυτήν την τάση είναι τα κίνητρα της αμερικανικής κυβέρνησης για την προσέλκυση επιχειρήσεων. Επίσης, το 2024 ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, π.χ. η Ινδία, το Μεξικό, το Βιετνάμ και το Μαρόκο, θα συνεχίσουν να επωφελούνται της φυγής επενδυτικών κεφαλαίων από την Κίνα.
Δεύτερον, ως αποτέλεσμα αυτής της αναδιάταξης οι παγκόσμιες αγορές δείχνουν να ομαδοποιούνται ως ένα βαθμό σε περιφερειακά μπλοκ γύρω από μεγάλες οικονομίες ως «πόλους» ή «μαγνήτες». Σε αδρές γραμμές, πρόκειται για συσσωματώσεις που σχηματίζονται γύρω από τις ΗΠΑ και την Κίνα, κάτι που έχει να κάνει και με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πολλοί αναλυτές προσπαθούν να προσδιορίσουν το μέγεθος και το οικονομικό βάρος αυτών των στρατοπέδων, π.χ. εκτιμάται ότι το κινεζικό μπλοκ καλύπτει το 54% των εδαφών του πλανήτη και το 46% του πληθυσμού της υφηλίου, ενώ στο αμερικανικό στράτοπεδο αντιστοιχεί το 67% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ωστόσο, η θεωρία των οικονομικών στρατοπέδων δεν φαίνεται να ισχύει απολύτως. Π.χ. παρά τις στενές διατλαντικές σχέσεις, η ΕΕ έχει ως μεγαλύτερο οικονομικό εταίρο της την Κίνα και, μάλιστα, με συνεχώς αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα – ύψους 390 δισ. ευρώ το 2022. Μένει να αποδειχθεί αν το νομικό οπλοστάσιο της ΕΕ που αποβλέπει στην αντιμετώπιση του αθέμιτου κινεζικού ανταγωνισμού θα αναχαιτίσει αυτήν την τάση το 2024 ή η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να απορροφά τις κινεζικές εξαγωγές.
Σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ έχουν μειώσει το εμπορικό τους έλλειμμα έναντι της Κίνας (ύψους 367 δισ. δολαρίων το 2022) και, σε περίπτωση που ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο τον ερχόμενο Νοέμβριο, θεωρείται βέβαιο πως θα επανέλθει η συζήτηση για decoupling, δηλαδή αποσύνδεση της αμερικανικής οικονομίας από την κινεζική.
Σημαντικό νέο γνώρισμα της παγκόσμιας οικονομίας είναι και η ραγδαία ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών, κυρίως σε σχέση με την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ). Τα τελευταία χρόνια σ’ αυτόν τον τομέα συντελείται πραγματική επανάσταση, η οποία δεν αφήνει ανεπηρέαστη καμία απολύτως χώρα.
4. Τα συν και τα πλην της τεχνολογικής επανάστασης
Καθίσταται ύψιστη προτεραιότητα η περαιτέρω ανάπτυξη και αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της στη μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας. Π.χ. αυξάνονται συνεχώς οι επιστημονικές ανακαλύψεις στους τομείς της ιατρικής και των βιοτεχνολογιών, με άμεσα οφέλη για τη δημόσια υγεία, ενώ πολλαπλασιάζονται και οι εφαρμογές με θετικό αντίκτυπo στην καθημερινότητα των πολιτών, όπως είναι η παροχή δημοσίων υπηρεσιών. Βελτιώνεται η λειτουργία παραγωγικών μονάδων και δικτύων διανομής χάρη στις απεριόριστες δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ταυτόχρονα, όμως, αναδύονται ισχυρές ανησυχίες σχετικά με τον βαθμό που η ΤΝ δύναται να επηρεάσει αρνητικά την αγορά εργασίας (έως και 30% των θέσεων απασχόλησης έως το 2030), αλλά και την ίδια την ιδιοσυστασία της ανθρώπινης κοινωνίας. Ολοένα και περισσότερο τονίζεται και ο κίνδυνος της παραπληροφόρησης, με βάση τα εργαλεία της παραγωγικής ή γενετικής ΤΝ (generative AI) που διακρίνεται από την ικανότητά της να παράγει περιεχόμενο (content).
Το 2024 θα είναι κρίσιμο έτος ως προς τις ρυθμίσεις στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, στη βάση όσων έχουν ήδη δρομολογηθεί στην ΕΕ και πρέπει να τεθούν σε ισχύ μέχρι το 2026. Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα συζητηθεί το λεγόμενο Παγκόσμιο Ψηφιακό Σύμφωνο στην Σύνοδο για το Μέλλον (Summit of the Future) υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Σχετικές πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί και στο πλαίσιο της G-7 και ειδικά σε ό,τι αφορά στην παραπληροφόρηση.
Σημαντικές ρυθμίσεις προωθούνται και στις εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης για στρατιωτικούς σκοπούς, ιδίως στην διαχείριση προηγμένων οπλικών συστημάτων. Σχετική συζήτηση διεξήχθη στο Σαν Φρανσίσκο μεταξύ των προέδρων των ΗΠΑ και της Κίνας τον περασμένο Νοέμβριο. Την πρώτη διεθνή διάσκεψη που έγινε φέτος στο Λονδίνο γι’αυτά τα θέματα θα ακολουθήσουν άλλες δύο το νέο έτος, στην Σεούλ και το Παρίσι.
5. Όξυνση της κλιματικής κρίσης
Η χρονιά που φεύγει καταγράφηκε ως το θερμότερο έτος στα χρονικά και δεν αποκλείεται να δούμε νέα θλιβερά «ρεκόρ» το 2024. Οι κίνδυνοι από τα ακραία καιρικά φαινόμενα πληθαίνουν σταθερά και ασφαλώς θα κάνουν την εμφάνισή τους και το επόμενο έτος. Πιθανότατα θα επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι, εκτός από την υπαρξιακή απειλή που αποτελεί για την ανθρωπότητα, η κλιματική κρίση συνεπάγεται και τρομακτικό οικονομικό κόστος για όλες τις χώρες, ιδιαίτερα για τα πιο ευάλωτα νησιωτικά κράτη, αλλά και για το σύνολο του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Δεδομένου ότι γίνονται όλο και λιγότερο προβλέψιμοι, αυξάνονται οι κίνδυνοι σε κρίσιμους κρίκους των παγκόσμιων μεταφορικών διαδρόμων. Π.χ. το 2024 ή τα αμέσως επόμενα έτη μπορεί να κρίνουν το μέλλον της διώρυγας του Παναμά λόγω της ξηρασίας στην περιοχή και της πτώσης της στάθμης των υδάτων. Ελλοχεύει δε πάντοτε ο κίνδυνος οι κλιματικές αλλαγές να εξωθήσουν πολλά εκατομμύρια «περιβαλλοντικούς πρόσφυγες» στη μετανάστευση.
Η πρόσφατη COP28 του Ντουμπάι απέφερε μεικτά αποτελέσματα στην καλύτερη περίπτωση. Υπήρξε μεν συμφωνία ότι τα ορυκτά καύσιμα ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή και η ανθρωπότητα πρέπει να κάνει τη «μετάβαση» προς ένα μέλλον χωρίς αέρια του θερμοκηπίου, αλλά δεν αναφέρθηκε ρητά ο όρος «κατάργηση» των ρυπογόνων πηγών ενέργειας. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίστηκε καταστροφικό από περιβαλλοντολογικές οργανώσεις και ορισμένα κράτη, ενώ το ενδιαφέρον τώρα στρέφεται στην επόμενη συνδιάσκεψη (COP29) στο Αζερμπαϊτζάν τον ερχόμενο Νοέμβριο.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).