Όσα συνέβησαν στην Άγκυρα το 1930

Στις 20 Απριλίου 1927, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε από το εξωτερικό όπου είχε καταφύγει από το 1924 και εγκαταστάθηκε εκ νέου στα Χανιά, ενώ συνέχισε να εμμένει στην απόφασή του για αποχή από την ενεργό πολιτική.

Όμως, μετά την παραίτηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη από την πρωθυπουργία, στις 23 Μαΐου 1927, ανακοίνωσε την απόφασή του να επιστρέψει και πάλι στην ενεργό πολιτική.

Όταν μάλιστα ο Γ. Καφαντάρης παραιτήθηκε από την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Βενιζέλος έσπευσε να την αναλάβει ο ίδιος, προβαίνοντας στην εξής δήλωση:

«Καθήκον μου είναι να αναλάβω την θέσιν μου επί κεφαλής κόμματος, το οποίον αποτελεί το κυριότερον οχυρόν και κατά των καθεστωτικών κινδύνων και κατά της απειλής της δικτατορίας και κατά των εκ της ακυβερνησίας δυναμένων να προκύψουν κοινωνικών διαταράξεων».

Η φράση αυτή ήταν απόδειξη της στροφής του Βενιζέλου προς τον συντηρητισμό. Ο Βενιζέλος δεν ήταν πλέον ο μεταρρυθμιστής ή ο επαναστάτης, αλλά ένας συντηρητικός πολιτικός που επιθυμούσε να παίξει τον ρόλο του υπερκομματικού ηγέτη. Η δυσπιστία όμως των αντιπάλων του, τα πολιτικά πάθη και ορισμένα λάθη του, δεν του επέτρεψαν να παίξει αυτόν τον ρόλο.

Στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928, ο Βενιζέλος ηγήθηκε επικεφαλής συνασπισμού πέντε κομμάτων και εφαρμόζοντας το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, απέσπασε την πλειοψηφία με 226 έδρες.

Η αντιβενιζελική παράταξη εξέλεξε 20 βουλευτές, οι δε ανεξάρτητοι βασιλικοί πήραν μόνον 4 έδρες. Οι «διαπρεπείς» αντιβενιζελικοί, όπως ο Ι. Μεταξάς, ο Γ. Στρέιτ, ο Ι. Θεοτόκης, ο Γ. Μερκούρης και ο Κ. Δεμερτζής, δεν κατόρθωσαν να εκλεγούν βουλευτές. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1928-32, πραγματοποιήθηκε η μεταρρύθμιση της παιδείας και ανεγέρθηκαν πολλά νέα σχολικά κτίρια.

Τότε ψηφίστηκε και ο νόμος που είναι γνωστός ως «Ιδιώνυμο», ο οποίος προέβλεπε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών, για όποιον «επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν…».

Ο Βενιζέλος, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, απέβλεπε στην ενίσχυση του ρόλου της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) και στον σεβασμό των συλλογικών διαδικασιών του διεθνούς οργανισμού. Σε αυτό το πλαίσιο επισκέφτηκε την Ρώμη και στις 23 Σεπτεμβρίου 1928 υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τον Μουσολίνι.

Αμέσως μετά την υπογραφή του Συμφώνου της Ρώμης, ο Βενιζέλος επισκέφτηκε το Παρίσι, την περίοδο 26-29 Σεπτεμβρίου, και συζήτησε με τον Γάλλο πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Αριστίντ Μπριάν, στις δε 30 Σεπτεμβρίου επισκέφτηκε το Λονδίνο, όπου κατόρθωσε να θέσει τέρμα στη δυσπιστία των Βρετανών. Η ανταπόκριση στους στόχους της νέας ελληνικής διπλωματικής στρατηγικής, ήταν εντούτοις υποχρεωτικά συνυφασμένη με την αποφυγή της διεκδικήσεως των εθνικών δικαίων για τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο.

Ο Βενιζέλος γνώριζε πολύ καλά ότι κάθε απελευθερωτική κίνηση των αλύτρωτων Ελλήνων θα έθετε σε επικίνδυνη δοκιμασία την ελληνική εξωτερική πολιτική. Οι πρωτοβουλίες αυτές του Βενιζέλου ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια. Έτσι, ο Βενιζέλος κατόρθωσε να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της γιουγκοσλαβικής πλευράς και να υπογράψει στο Βελιγράδι το Πρωτόκολλο του Βελιγραδίου, στις 11 Οκτωβρίου 1928.

Αμέσως μετά, ο Βενιζέλος αποφάσισε να προσεγγίσει την Τουρκία και να αποκαταστήσει τις σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Οι ξένοι ειδικοί που ασχολήθηκαν με το θέμα στάθηκαν αποκλειστικά και μόνο στις θετικές πλευρές της προσέγγισης και η πολιτική αυτή του Βενιζέλου έτυχε ευμενών σχολίων ειδικά στην Ευρώπη, επειδή οι ξένοι, που απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, δεν επιθυμούσαν τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Εξάλλου, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν άμεσα εξαρτημένες από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, από την αρχή ήδη της ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους.

Για μια ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στους Έλληνες και στους Οθωμανούς, είχαν ασχοληθεί και άλλοι πολιτικοί της Ελλάδος, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896), ο οποίος είχε διατελέσει επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδος.

Μετά το πραξικόπημα των Νεότουρκων το 1908, ο Βενιζέλος είχε ισχυριστεί στον «Κήρυκα Χανίων» ότι τα κοινά συμφέροντα και οι κοινοί κίνδυνοι θα οδηγούσαν τον ελληνικό και τον τουρκικό λαό σε συνεννόηση. Μετά τη λήξη μάλιστα των Βαλκανικών Πολέμων, ο Βενιζέλος προσπάθησε να επιλύσει με φιλικό τρόπο τις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Όμως, η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα αντιμέτωπη και πάλι με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφού η μεν πρώτη τάχθηκε με το μέρος της Αντάντ, η δεύτερη με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, σύμφωνα με τον Βενιζέλο οι Έλληνες «συνεπλήρωσαν την εθνικήν των αποκατάστασιν διά της πλήρους σχεδόν επιτυχίας των εις την Βαλκανικήν χερσόνησον και τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, διά της πλήρους δε αποτυχίας των εν Μικρά Ασία.

Ο τελευταίος πόλεμος απέδειξεν ότι η προσπάθεια ημών προς εγκατάστασιν επί της ανατολικής πλευράς του Αιγαίου υπερέβαινε τας δυνάμεις έθνους μικρού, σπαρασσομένου υπό εμφυλίου πολέμου, καθ’ όσον χρόνον διεξήγε έναν μεγάλον εξωτερικόν πόλεμον».

Με τη Συνθήκη της Λωζάννης, πολλά εδάφη της ελληνικής εθνικής κληρονομιάς αφελληνίστηκαν, οι δε ελληνικές κοινότητες που ζούσαν σε αυτά και δεν είχαν αφανιστεί, μεταφέρθηκαν βίαια μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας.

Οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης που παρέμειναν στις εστίες τους, κανονικά δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία εδαφικών διεκδικήσεων.

Όμως, έμεναν άλυτα τα οικονομικά προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες, που είχαν δημιουργηθεί από τη βίαια ανταλλαγή των πληθυσμών. Όταν τον Ιούλιο του 1924 άρχισαν οι συνομιλίες ανάμεσα στις δύο χώρες, αυτές είχαν ως στόχο την απόδοση των κτημάτων από την Ελλάδα στους μουσουλμάνους που δεν ήταν ανταλλάξιμοι, ενώ οι Τούρκοι θα έπρεπε να επιτρέψουν την επιστροφή ορισμένων Κωνσταντινουπολιτών, που ευρίσκοντο τότε εκτός των ορίων της τουρκικής επικράτειας. Όμως, αμφότερες οι πλευρές αρνήθηκαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ οι προσπάθειες για την επίλυση των διαφορών δεν τελεσφόρησαν και οι σχέσεις των δύο χωρών χειροτέρεψαν.

Τον Ιούνιο του 1925 υπεγράφη η Συμφωνία της Άγκυρας, η οποία θα ρύθμιζε ορισμένα ζητήματα. Όμως η εφαρμογή της καθυστέρησε και όταν η Ελλάδα απαίτησε την εφαρμογή αυτής, η Τουρκία είχε ήδη αλλάξει γνώμη. Τον Δεκέμβριο του 1926, η Συμφωνία των Αθηνών προέβλεπε τον συμψηφισμό των μουσουλμανικών κτημάτων στην Ελλάδα με αυτά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, με εξαίρεση τα κτήματα των ομογενών της Πόλης και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.

Με την υπογραφή της συνθήκης, κάποια κτήματα αποδόθηκαν μεν στους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, ενώ άλλα δεν ήταν δυνατόν να αποδοθούν, επειδή σε αυτά είχαν ήδη εγκατασταθεί πρόσφυγες. Αυτό το διάστημα η Τουρκία είχε επιδιώξει την υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας, όμως η ελληνική κυβέρνηση ήταν αντίθετη, θεωρώντας ότι δίχως την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων η συμφωνία δεν θα είχε καμία πρακτική αξία και δεν θα ήταν βιώσιμη. Στις διαπραγματεύσεις, που άρχισαν στο τέλος του 1927, η Ελλάδα πρότεινε τη λύση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών με διαιτησία, πρόταση την οποίαν απέρριψε η Τουρκία.

Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1928, έγιναν νέες διαπραγματεύσεις στην Άγκυρα, οι οποίες δεν κατέληξαν σε θετικό αποτέλεσμα, παρά μόνο στην πεποίθηση των δύο κυβερνήσεων ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η Συμφωνία των Αθηνών του 1926.

Μία εβδομάδα μετά τις εκλογές του 1928, ο Βενιζέλος εξέφρασε εγγράφως στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού και στον υπουργό Εξωτερικών Τεφίκ Ρουστού, την επιθυμία του να συντελέσει «όπως οι σχέσεις των δύο χωρών μας ρυθμισθώσι κατά τρόπον όστις να εξασφαλίζει την στενήν αυτών φιλίαν την οποίαν θα καθιέρωνεν εν τοιαύτη περιπτώσει ένα σύμφωνον φιλίας, de non agression (μη επίθεσης) και διαιτησίας, περιεχομένου όσον το δυνατόν ευρυτέρου». Οι απαντήσεις του Ινονού και του Ρουστού ήλθαν ένα μήνα αργότερα, λόγω της μετάβασης του πρώτου στην εκλογική του περιφέρεια.

Στην απάντησή του, ο Ινονού αναφέρθηκε στο status quo του εδαφικού προβλήματος μόνο με τη φράση «οι δύο χώρες μας που δεν έχουν η μια απέναντι στην άλλη καμία οποιαδήποτε εδαφική βλέψη» και αφιέρωσε μια παράγραφο στο ιδανικό της ειρήνης, από το οποίο παρουσίαζε εμφορούμενη την Τουρκία και το οποίο ήταν δυνατό να πραγματωθεί μόνο από τη σχολαστική εφαρμογή των συνθηκών και συμφωνιών.

Ο Ρουστού θεώρησε ότι ήταν επιβεβλημένος ένας διακανονισμός των οικονομικών –κυρίως– εκκρεμοτήτων. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν δύο έτη, έως την υπογραφή του οικονομικού συμφώνου στις 10 Ιουνίου 1930 και της συνθήκης φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, στις 30 Οκτωβρίου. Στις διαπραγματεύσεις αυτές, ο ρόλος της Ιταλίας ήταν καθοριστικός.

Οι σχέσεις Ελλάδος–Ιταλίας ήταν αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας των ελληνικών κυβερνήσεων, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου που προηγήθηκε του ελληνοτουρκικού. Από τότε, οι Ιταλοί διπλωμάτες στην Άγκυρα και στην Αθήνα πρωταγωνιστούσαν, ώστε να καταστεί δυνατή η προσέγγιση των δύο χωρών.

Έτσι, ο Βενιζέλος με την κατάσταση που επικρατούσε τότε, εγκατέλειψε την παραδοσιακή εξωτερική πολιτική συνεργασίας με τη Βρετανία και τη Γαλλία και ευθυγραμμίστηκε παραδόξως με τον άξονα Ρώμης–Άγκυρας.

Οι διαπραγματεύσεις 1928-1930

Η κυβέρνηση του Βενιζέλου κατέληξε στον αποσβεστικό συμψηφισμό των ανοικτών λογαριασμών με την Τουρκία. Στη συζήτηση για την επικύρωση του οικονομικού συμφώνου, η οποία έγινε στη Βουλή των Ελλήνων, ο Βενιζέλος ισχυρίστηκε ότι την ευθύνη «διά την μη ταχείαν εκτέλεσιν των διατάξεων της συμβάσεως περί ανταλλαγής» δεν την είχαν μόνον οι Τούρκοι, αλλά και οι Έλληνες.

Οι τελευταίοι παραβίασαν πρώτοι τη συνθήκη ανταλλαγής, επιτρέποντας στους πρόσφυγες να καταπατήσουν τα κτήματα των μουσουλμάνων της Θράκης, τα οποία μετά δεν ήταν δυνατόν να δοθούν στους δικαιούχους.

Ενώ η Τουρκία, από το 1923 έως το 1930, είχε μόνο μια κυβέρνηση λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν εκεί και του μονοκομματικού κράτους, που είχε ιδρυθεί από τον Μουσταφά Κεμάλ, στην Ελλάδα υπήρξε διαδοχή περισσοτέρων κυβερνήσεων, των οποίων οι εκάστοτε αρμόδιοι υπουργοί δεν γνώριζαν το θέμα εις βάθος. Βέβαια, σε μια δημοκρατική χώρα, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, είναι φυσιολογικό να υπάρχουν διαδοχικές κυβερνήσεις μικρής θητείας. Όμως αυτό δεν θα ήταν μειονέκτημα, εάν είχε χαραχθεί μια εθνική πολιτική για τα ζωτικά θέματα που αφορούσαν τη χώρα και την οποία θα ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν οι εκάστοτε υπουργοί Εξωτερικών.

Όμως στην πράξη δεν συνέβη αυτό, αλλά ούτε και επρόκειτο να συμβεί, εφόσον δεν υπήρχε «προγραμματισμός».

Το μονοκομματικό κράτος της Τουρκίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερτερούσε της νεοσύστατης Ελληνικής Δημοκρατίας, επειδή είχε όλο αυτό το διάστημα την ίδια κυβέρνηση και τον ίδιο υπουργό Εξωτερικών.

Ωστόσο, η Τουρκία, έχοντας εγκαταστήσει την «Μικτή Επιτροπή» στην Κωνσταντινούπολη, μπορούσε να την επηρεάζει. Όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπίστωσαν το σφάλμα αυτό, ήταν πλέον αργά. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε δηλώσει στην ελληνική Βουλή στις 17 Ιουνίου 1930, για το ζήτημα αυτό, τα εξής: «Έχω ακράδαντον πεποίθησιν ότι εάν εκ περιτροπής συνεδρίαζε και εις τας Αθήνας η Μικτή Επιτροπή, ως ήτο δυνατόν να γίνη, αλλοία θα ήτο η τακτική της Μικτής Επιτροπής, άλλα θα ήσαν τα αποτελέσματα της ανταλλαγής».

Όταν η κυβέρνηση του Βενιζέλου ξανάρχισε τις συζητήσεις για τη λύση των εκκρεμοτήτων, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επικρατούσε η άποψη ότι «η επιδίωξις της λύσεως των εκκρεμών ζητημάτων διά της εφαρμογής των εν ισχύ συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών ή εις ουδέν αποτέλεσμα θα καταλήξη ή εις ασύμφορον τοιούτον».

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ στη δεξίωση στην Αγκυρα, που ακολούθησε την υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας στις 30 Οκτωβρίου 1930.

Σύμφωνα με μια έκθεση, η οποία συντάχτηκε πιθανότατα από τον Ιωάννη Πολίτη, η Ελλάς είχε καταβάλει έως το 1928, δίχως κανένα αντιστάθμισμα τα κάτωθι:

• 120.000 λίρες Αγγλίας για την εξαγορά μουσουλμανικών ακινήτων στη Δυτική Θράκη.
• 50.000 δραχμές για να αποζημιώσει μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης για ενοίκια ή εισοδήματα που δεν είχαν εισπράξει.
• 30.000.000 δραχμές απευθείας στην τουρκική κυβέρνηση σε δύο ίσες δόσεις, για διάφορα εισοδήματα.
• Κτήματα μεγάλης αξίας που αποδόθηκαν στην Τουρκία σε εκτέλεση της Συμφωνίας των Αθηνών, ενώ δεν είχε εισπράξει τίποτε. Επίσης, η Τουρκία δεν είχε πάψει να προβαίνει σε κατασχέσεις ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη.

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και τα περιοριστικά μέτρα που εφάρμοζε η Τουρκία απέναντι στους εμπόρους της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν ελευθερία κινήσεων για τη διάθεση των περιουσιών τους.

Η παραπάνω έκθεση του Ι. Πολίτη στάθηκε αποφασιστική για την πολιτική που ακολουθήθηκε έως την υπογραφή της οικονομικής συμφωνίας με την Τουρκία. Σύμφωνα με αυτήν, επιδιώχθηκε η αμοιβαία απόσβεση των λογαριασμών ανάμεσα στις δύο χώρες, με επιφύλαξη την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των ομογενών της Κωνσταντινουπόλεως.

Όλο αυτό το διάστημα η σύνταξη τουρκικών υπομνημάτων, τηλεγραφημάτων και εκθέσεων συνεχιζόταν, προκαλώντας τη δυσφορία των Ελλήνων, ενώ οι απαιτήσεις της Τουρκίας ήταν πάντοτε μεγαλύτερες.

Ο Πολίτης με υπόμνημά του προς τον Βενιζέλο, του εξηγεί ότι δεν πρέπει να επηρεάζεται από τις συχνές εκδηλώσεις της Άγκυρας για την πολιτική προσέγγιση των δύο χωρών και ότι «οι Τούρκοι σκέπτονται εν πεποιθήσει και δεν διστάζω να είπω και ειλικρινώς, ότι είναι δυνατόν και την πολιτικήν φιλίας μεταξύ των δύο κρατών να επιδιώξωσι και το πρόγραμμα της πλήρους εξουθενώσεως του Ελληνικού στοιχείου να συνεχίσουσιν».

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Πολίτης γνώριζε καλά τις ενδόμυχες σκέψεις των Τούρκων πολιτικών. Πίστευε επίσης ότι οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση θα εκλαμβανόταν ως αδυναμία της Ελλάδος, θα έπρεπε δε να εξετασθεί μέχρι ποιου σημείου θα συνέφερε την Ελλάδα να υποχωρήσει και μήπως οι θυσίες πέραν ενός σημείου «δεν θα απείχον σημαντικώς των συνεπειών της απευκταίας ριζικής λύσεως». Επιπλέον, ο Πολίτης θεωρούσε ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν την πολιτική των πιέσεων, επειδή πίστευαν ότι η ελληνική κυβέρνηση μεριμνούσε για το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Μετά τον διορισμό του νέου πρέσβη της Ελλάδος Σ. Πολυχρονιάδη στην Άγκυρα, οι διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους απέκτησαν νέα δυναμική και τον Ιούνιο του 1930 οι εθνικές αντιπροσωπείες των δύο χωρών υπέγραψαν το οικονομικό σύμφωνο. Όλο αυτό το διάστημα, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση του ελληνικού λαού και των προσφύγων ιδιαίτερα.

Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ήταν δυσαρεστημένοι, επειδή υπήρχε η φήμη περί συμψηφισμού των περιουσιών των ανταλλαξίμων. Εφόσον μάλιστα γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουν πίσω στις πατρίδες τους, δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ότι επιπλέον δεν θα ελάμβαναν καμία αποζημίωση. Η δυσαρέσκειά τους ενδιέφερε άμεσα τον Βενιζέλο, διότι οι πρόσφυγες, οι οποίοι εθεωρούντο το προπύργιο του βενιζελισμού, θα μεταστρέφοντο εναντίον του. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε το 1929, με τις εκλογές για τη Γερουσία.

Όταν η προσφυγική ομάδα ΠΟΑΔΑ παρακίνησε τους πρόσφυγες σε αποχή από τις κάλπες, ο Βενιζέλος με ανοικτή επιστολή στις εφημερίδες και σε δημόσια συγκέντρωση στον Πειραιά, ζήτησε τη συνδρομή τους. Προσπάθησε δε να πείσει τους πρόσφυγες ότι καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τους προσφέρει περισσότερα από τον ίδιο.

Έτσι, μετά από αυτές τις παραινέσεις, στις εκλογές της 21ης Απριλίου 1929 για τη Γερουσία, οι συνδυασμοί των Φιλελευθέρων έλαβαν 54,85% και 72 έδρες σε σύνολο 92 εδρών.

Επειδή τα προβλήματα των προσφύγων σπάνια έφθαναν στη Βουλή, συχνά δε η συζήτηση γύρω από αυτά περιοριζόταν στους σκοτεινούς διαδρόμους της, οι Έλληνες βουλευτές που είχαν τις ρίζες τους στη Μικρά Ασία, θέλησαν να συγκροτήσουν μια ιδιαίτερη πολιτική ομάδα μέσα στο Κοινοβούλιο.

Μέχρι όμως το 1932 τουλάχιστον, παρέμειναν πιστοί στον Βενιζέλο.

Συζητήσεις για το Οικονομικό Σύμφωνο και τις προσφυγικές αποζημιώσεις

Η συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων για την επικύρωση του οικονομικού συμφώνου της 10ης Ιουνίου 1930 με την Άγκυρα, εστράφη γύρω από την αδικία που γινόταν εις βάρος των προσφύγων και την άρνηση καταβολής αποζημιώσεων, μετά τον αποσβεστικό συμψηφισμό των λογαριασμών με την Τουρκία.

Οι πρόσφυγες βουλευτές, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις περιουσίες τους στην Τουρκία, υποστήριζαν ότι το ελληνικό Δημόσιο έπρεπε να υποκαταστήσει τις υποχρεώσεις της Τουρκίας, οι οποίες θα εκμηδενίζονταν μετά την υπογραφή του Συμφώνου.

Οι βουλευτές αυτοί υποστήριξαν επίσης ότι «η εις το άρτιον υποχρέωσις της Ελλάδος υφίσταται». Μάλιστα, ο πρόσφυγας βουλευτής της Ένωσης Φιλελευθέρων, πρόεδρος της ΠΟΑΔΑ, Τσιγδέμογλου, κατήγγειλε τον Βενιζέλο ότι απεμπόλησε τα εθνικά συμφέροντα.

Ο Βενιζέλος τον αποκάλεσε «προσφυγοκάπηλο» και ξεχνώντας ότι ο ίδιος είχε επιδιώξει την απόβαση στη Σμύρνη το 1919, τόνισε ότι η Ελλάς ούτε νομική ούτε ηθική υποχρέωση είχε για την αποζημίωση των ανταλλαξίμων και των Ελλήνων υπηκόων.

Παρ’ όλα αυτά, το Οικονομικό Σύμφωνο με την Τουρκία κυρώθηκε στη Βουλή, το οποίο ήταν φανερά εις βάρος των προσφύγων, προκειμένου να ικανοποιηθεί η Τουρκία.

Υπέρ του συμφώνου ψήφισαν 4 πρώην πρωθυπουργοί (Παπαναστασίου, Κονδύλης, Ευταξίας, Τριανταφυλλάκος), 4 πρώην υπουργοί Εξωτερικών (Ρωμάνος, Αλεξανδρής, Καραπάνος, Αργυρόπουλος) και πάρα πολλοί βουλευτές! Αποδεικνύοντας έτσι ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος είχε «κουραστεί» από την όλη υπόθεση. Όμως, ο προσφυγικός κόσμος συνέχισε τον αγώνα, συντάσσοντας ψηφίσματα, τα οποία απεστάλησαν όχι μόνο στον Βενιζέλο αλλά και στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ζητώντας την ακύρωση των απάνθρωπων συμβάσεων. Αφέλεια!

Ο Βενιζέλος, ο οποίος ήθελε οπωσδήποτε να λύσει τις οικονομικές διαφορές της Ελλάδος με την Τουρκία, έστω και εις βάρος των προσφύγων, έπρεπε να προβεί σε αντισταθμιστικές παροχές υπέρ των προσφύγων ώστε να εξασφαλίσει την ψήφο τους στις εκλογές του 1932. Το ενημερωτικό φυλλάδιο το οποίο κυκλοφόρησε το Γραφείο Τύπου τον Αύγουστο του 1932, περιείχε ειδικό πολυσέλιδο κεφάλαιο για τους πρόσφυγες. Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε τότε η κυβέρνηση, ήταν η επιτάχυνση της στέγασης των αστών προσφύγων και η μείωση των χρεών τους.

Ωστόσο, δεν έδειξε ο Βενιζέλος την αποφασιστική στάση που είχε δείξει για τον συμψηφισμό των περιουσιών, προκειμένου να πετύχει τη συνθήκη με την Τουρκία. Οι πρόσφυγες τότε έμειναν πιστοί στον Βενιζέλο, επειδή κανένα κόμμα δεν αναλάμβανε να τους υποσχεθεί ότι θα έπαιρναν ό,τι δεν τους έδιδε ο Βενιζέλος. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 έδωσαν τα αποτελέσματα που ανέμεναν οι πολιτικοί αναλυτές.

Σε 250 έδρες, οι Φιλελεύθεροι έλαβαν 202. Οι εκλογές αυτές ήταν οι τελευταίες στις οποίες οι πρόσφυγες έριξαν μαζικά την ψήφο τους σε ένα κόμμα. Η διαφοροποίηση επήλθε με την οικονομική βελτίωση ορισμένων και τον οικονομικό μαρασμό των περισσοτέρων. Η προσωρινή εγκατάσταση των προσφύγων σε οικιστικά γκέτο γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, που έγινε για λόγους ψηφοθηρικούς, μονιμοποιήθηκε, οι δε κατοικίες υπάρχουν ακόμη και στις αρχές του 21ου αιώνα!

Με την οικονομική κρίση του 1931, το χάσμα ανάμεσα στους αστούς που ευημερούσαν και την προσφυγική μάζα που υπέφερε, μεγάλωσε. Το προλεταριάτο που στριμώχθηκε στα γκέτο κατά την περίοδο της εσωτερικής αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, απετέλεσε πρόσφορο έδαφος για την εκκόλαψη ανατρεπτικών κινημάτων.

Μολονότι αυτή την εξέλιξη θα έπρεπε να την είχε προβλέψει ο Βενιζέλος, δεν δίστασε να προχωρήσει στο σχέδιο της ελληνοτουρκικής φιλίας και να χαρίσει στην Τουρκία τις περιουσίες των Μικρασιατών ομογενών, οι οποίοι ζούσαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Πίστευε ότι αυτή η πράξη του αποτελούσε εθνική επιταγή.

Εκτός από τους πρόσφυγες, οι οποίοι ήταν αντίθετοι, υπήρχαν και οι αντίπαλοι του Μουσταφά Κεμάλ, οι οποίοι πρότειναν στον Βενιζέλο περισσότερα ανταλλάγματα από αυτά της επίσημης τουρκικής κυβέρνησης. Ανάμεσα στα ανταλλάγματα αυτά ήταν και ο επαναπατρισμός των προσφύγων στην Τουρκία! Επικεφαλής της αντικεμαλικής ομάδας στην Ευρώπη ήταν ο Ρεσίτ μπέης, αρχιθαλαμηπόλος του τέως σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ.

Αυτός τόνιζε στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη ότι η κατάσταση στην Τουρκία είχε χειροτερέψει και ότι δεν χρειαζόταν καν βία για την ανατροπή του Κεμάλ. Ο Ν. Πολίτης έσπευσε να ενημερώσει τον Βενιζέλο, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στη Χάγη. Ωστόσο, ο Βενιζέλος αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα τις προτάσεις του Ρεσίτ και δεν έδωσε συνέχεια. Εκτός από τους ανθρώπους του σουλτάνου υπήρχαν και άλλοι, όπως η αρμενική και η κουρδική μειονότητα που αποζητούσαν τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης για να ανατρέψουν τον Κεμάλ.

Ο Βενιζέλος, αφού ζύγισε την κατάσταση, αποφάσισε να έλθει σε συμφωνία με το επίσημο τουρκικό κράτος, παρά να εμπλακεί σε συνωμοσίες, οι οποίες θα μείωναν το κύρος του και οι οποίες θεωρούσε ότι δεν επρόκειτο να τελεσφορήσουν. Έτσι, προχώρησε στην πραγματοποίηση της ελληνοτουρκικής φιλίας με το επίσημο κράτος, κλείνοντας τα αυτιά του στους αντιρρησίες.

Αποφάσισε να πάει ο ίδιος στην Άγκυρα για να υπογράψει το σύμφωνο φιλίας, αγνοώντας την καταφανή μείωση του γοήτρου του, που θα είχε σαν αποτέλεσμα η πρωτοβουλία του αυτή.

Στις 25 Οκτωβρίου 1930, ο Βενιζέλος επιβιβάστηκε στο καταδρομικό «Έλλη» για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον τουρκικό λαό, φυσικά κατόπιν παραγγελίας του επίσημου κράτους.

Μερικές εφημερίδες της Ελλάδος, επιδιώκοντας να μειώσουν το γόητρο του Βενιζέλου δημοσίευσαν τότε ένα σκίτσο της «Τζουμχουριέτ», στο οποίο παριστανόταν μια αγχόνη με αναρτημένη τη «Μεγάλη Ιδέα» κάτω από τα βλέμματα του Βενιζέλου και του Ισμέτ πασά. Επίσης, έσπευσαν να υπενθυμίσουν στους αναγνώστες τους ότι στον εξώστη του ξενοδοχείου που διέμενε ο Βενιζέλος στην Άγκυρα, είχε αναρτηθεί μια μεγάλη επιγραφή που έλεγε «Ζήτω ο Γκαζί», υπονοώντας τον «Γκαζί» Μουσταφά Κεμάλ (η αραβική λέξη «Γκαζί» χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πάει στον πόλεμο υπέρ του Ισλάμ και έχει επιστρέψει ζωντανός και νικητής). Ήταν μία καθαρά προσβλητική κίνηση εις βάρος του Έλληνα πρωθυπουργού. Από τον εξώστη αυτόν, ο Βενιζέλος είχε χαιρετήσει τον λαό της Άγκυρας, μειδιών.

Στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στα δύο μέρη, η μεν Τουρκία προσπαθούσε να αποφύγει το χρέος που θα προέκυπτε από τις αποζημιώσεις των προσφύγων, ενώ ο Βενιζέλος προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα σύνορα της Ελλάδος από τις μελλοντικές βλέψεις της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια του επίσημου δείπνου προς τιμήν της ελληνικής αντιπροσωπείας, ο Ισμέτ Ινονού, αναφερόμενος στην επίλυση των οικονομικών διαφορών, είχε πει: «… και όταν ακόμη ελαττώνονταν οι ελπίδες μιας ευτυχούς λύσεως των οικονομικών προβλημάτων δεν απεχώρησα από την κατεύθυνσή μου, δεν παραιτήθηκα από την ελπίδα και από τον πόθο μιας συνεννόησης».

Ο Βενιζέλος, στο ίδιο δείπνο, μετά τα ευχαριστήρια και τις φιλοφρονήσεις είπε: «Ηθέλησα να δείξω διά της επισκέψεως ταύτης την στερρά ελληνική απόφαση ότι θεωρώ την Συνθήκη της Λωζάννης ως οριστικό διακανονισμό μεταξύ των κρατών του εδαφικού αυτών καθεστώτος». Κατόπιν, ο Μουσταφά Κεμάλ τόνισε ότι «οι πόλεμοι πρέπει πλέον να εκλείψουν διότι ατιμάζουν την ανθρωπότητα», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Ρουστού, είπε απευθυνόμενος στον Βενιζέλο ότι «Θα έλθει η ημέρα κατά την οποία τα σύνορά μας θα χάσουν την σημερινή τους αξία και δηλαδή θα έχουν μόνο διοικητική σημασία. Κατά τα άλλα η Ελλάς και η Τουρκία θα είναι ενωμένες στην κοινή προσπάθεια υπέρ της ειρήνης».

Πράγματι, τότε ειπώθηκαν πολύ ωραία λόγια, τα οποία όμως, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ήταν κενά περιεχομένου και ειπώθηκαν για να αποκοιμίσουν την ελληνική αντιπροσωπεία.

Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Βενιζέλου στην Άγκυρα, αποκαλύφθηκε στην Αθήνα μια μυστική συγκέντρωση αξιωματικών και πολιτών οι οποίοι σχεδίαζαν να στασιάσουν.

Το κίνημα αποδόθηκε στον Πάγκαλο, όμως ο Βενιζέλος θεώρησε ότι επρόκειτο για βασιλικό κίνημα και άδραξε την ευκαιρία για να δηλώσει ότι σε περίπτωση μείωσης της κοινοβουλευτικής δύναμής του, υπήρχε κίνδυνος βίαιης ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό τόνισε σε λόγο που εκφώνησε στην πλατεία Συντάγματος, στις 3 Νοεμβρίου, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Άγκυρα.

Θεώρησε επίσης ότι αυτή η κίνηση αποτελούσε μια προειδοποίηση για τον ίδιο και ότι έπρεπε να θέσει υπό τον έλεγχό του τον στρατό. Έτσι αποφάσισε να αναλάβει και το υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Π. Τσαλδάρης, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την επικύρωση των συμφωνιών της Άγκυρας, τόνισε στον Βενιζέλο τα εξής: «Είδατε τι αποτελέσματα είχε το σύμφωνον τούτο, ώστε σας ανάγκασε να περιέρχεστε τους στρατώνας για να πείσετε τους αξιωματικούς».

Ο Βενιζέλος, επιδιώκοντας να αποσείσει τις κατηγορίες αυτές και τη μομφή που του απέδιδαν, ότι επεδίωκε να προσεταιριστεί τον στρατό, απάντησε ως εξής: «Εγώ εζήτησα να αναλάβω το Υπουργείον των Στρατιωτικών, διότι ήθελον να έλθω εις άμεσον υπηρεσιακήν επαφήν προς τους αξιωματικούς του στρατεύματος. Δεν ήθελον υπό την ιδιότητά μου ως πρωθυπουργού να μεταβώ εις τους στρατώνας διά να ομιλήσω, διότι θα ήτο ανώμαλον ίσως».

Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε απλώς το δικαίωμα, να πει στο στράτευμα τι ακριβώς έγινε στην Άγκυρα και ποια ήταν η αλήθεια σχετικά με τις φήμες που κυκλοφορούσαν, περί προδοσίας του έθνους. Πάντως οι απόπειρες για κινήματα συνεχίστηκαν και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος εκτόξευε απειλές όπως «ημείς δεν θα ανατρέψωμεν την κυβέρνησιν με τα περίστροφα δέκα ή δεκαπέντε αξιωματικών. Θα την ανατρέψωμεν με μια παλλαϊκήν εξέγερσιν».

Οι συμφωνίες που υπεγράφησαν το 1930 ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία ήταν οι εξής:

α) Στις 10 Ιουνίου υπογράφτηκε στην Άγκυρα η οικονομική συμφωνία «Σύμβασις περί οριστικής εκκαθαρίσεως των ζητημάτων των προκυπτόντων εκ της εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάννης και της Συμφωνίας των Αθηνών εν σχέσει προς την ανταλλαγήν των πληθυσμών».
β) Στις 30 Οκτωβρίου 1930 συνομολογήθηκε η Συνθήκη Φιλίας, ουδετερότητας, διαλλαγής και διαιτησίας, που συνοδευόταν και από ένα πρωτόκολλο για τον περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών, και συμβάσεις εγκαταστάσεως, προξενικής και εμπορίου που αποτελούσε ένα σύνολο με την πολιτική συνθήκη φιλίας.

Η Οικονομική Συμφωνία

Με την Οικονομική Συμφωνία καταργήθηαν όλες οι αποδόσεις κτημάτων με μόνη εξαίρεση τα ακίνητα των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης.

Η Ελλάς κρατούσε τα ακίνητα των μουσουλμάνων και η Τουρκία όλα τα ακίνητα που ανήκαν στους ανταλλάξιμους ομογενείς.

Επίσης, η Ελλάς κρατούσε τα κτήματα των απόντων μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και η Τουρκία τα κτήματα των ομογενών που είχαν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη.

Επιπλέον, θεσπίστηκε η αμοιβαία απόσβεση των οικονομικών υποχρεώσεων και ρυθμίστηκε το θέμα των εγκατεστημένων Ελλήνων «εταμπλί», αποφασίστηκε δε η παραμονή των ομογενών που ευρίσκοντο εκείνη την περίοδο στην Κωνσταντινούπολη.

Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, τα δύο συμβαλλόμενα κράτη έπαυαν να είναι απλοί διαχειριστές της ξένης περιουσίας και κατέστησαν κάτοχοι της περιουσίας, η οποία είχε εγκαταλειφθεί στο έδαφός τους.

Η επικύρωση της συμφωνίας στο ελληνικό κοινοβούλιο, έγινε σε τεταμένη ατμόσφαιρα. Ειπώθηκαν εκφράσεις όπως «πρόκειται περί ολεθρίων συμφωνιών, αίτινες επεσφράγισαν την εθνικήν καταστροφήν διά νέων, ανυπολογίστων, αδικαιολογήτων και ασκόπων του ελληνισμού θυσιών».

Ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε για την «απεμπόλησιν πολιτίμων του Ελληνισμού δικαιωμάτων, έσπευσεν προς τον κρημνόν, προς την αυτοκτονίαν, διά της εκουσίας αποξενώσεώς μας από τιμαλφεστάτων συμφερόντων εκ των οποίων ουδέν περιεσώσαμεν, τα οποία εθυσιάσαμεν άνευ λόγου, όλα μέχρις ενός».

Από την πλευρά του, ο Βενιζέλος εξήγησε στο κοινοβούλιο ότι εάν δεν γινόταν η συμφωνία αυτή, θα δηλητηριάζονταν οι σχέσεις των δύο χωρών και ότι η Ελλάς θα προέβαινε σε μεγάλες δαπάνες εξοπλισμών, θα συνεχιζόταν η κατάσχεση των περιουσιών των ομογενών της Πόλης και ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την έξοδο 110.000 αστών προς την Ελλάδα. Πρόσθεσε «και εννοεί κανείς ποια θα ήσαν τα οικονομικά αποτελέσματα εκ της εισροής επί του ελληνικού εδάφους ενός τοιούτου πληθυσμού αστικού καθαρώς».

Δυστυχώς, όλα αυτά που προσπάθησε να αποφύγει ο Βενιζέλος με την υπογραφή της συμφωνίας, πραγματοποιήθηκαν εκ των υστέρων. Περιουσίες κατασχέθηκαν, οι ομογενείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη και οι δαπάνες για την άμυνα της χώρας λόγω των τουρκικών απειλών συνεχίστηκαν.

Το Σύμφωνο Φιλίας

Το Σύμφωνο Φιλίας υπεγράφη όταν ο Βενιζέλος επισκέφτηκε την Άγκυρα το 1930. Αποτελείται από 28 άρθρα. Ο θεσμός της φιλίας καθιερωνόταν με το πρώτο άρθρο. Επίσης υπήρχε όρος, σύμφωνα με τον οποίο, οι συμβαλλόμενοι θα κατάφευγαν υποχρεωτικά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των ενδεχομένων διαφορών τους.

Η ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας δεν διέφερε από τους συνηθισμένους κατώτερους τύπους συμφώνων, που υποδείκνυε τότε η ΚτΕ. Τα άρθρα όμως που αφορούσαν τον θεσμό της υποχρεωτικής διαδικασίας είχαν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, επειδή η Τουρκία δεν ήταν ακόμη μέλος της ΚτΕ, και κατά συνέπεια δεν δεσμευόταν από τις διατάξεις του οργανισμού αυτού.

Το Πρωτόκολλο των Ναυτικών Εξοπλισμών

Η πρωτοβουλία για ένα ναυτικό σύμφωνο προήλθε από την Ελλάδα, η οποία ήδη το 1925 είχε προβεί σε σχετικό διάβημα προς την Τουρκία. Η Ελλάς, επειδή είχε εκτεταμένες ακτές αλλά και νησιά σε όλο το Αιγαίο, όφειλε να βρίσκεται σε διαρκή επιφυλακή για να προστατέψει την ασφάλειά της ή να συνάψει συμφωνίες με τις γειτονικές χώρες, ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση των ναυτικών εξοπλισμών.

Το εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίον ανακοίνωσε η κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 1929, προέβλεπε τη διατήρηση στόλου ελαφρών σκαφών και την ισχυροποίηση της Πολεμικής Αεροπορίας. Το πρόγραμμα αυτό συζητήθηκε στη Βουλή μετά από επερώτηση του Γ. Στράτου, τον Φεβρουάριο του 1930.

Ο Στράτος είχε τονίσει ότι conditio sine qua non για την ύπαρξη της Ελλάδος ήταν η εξασφάλιση της απόλυτης κυριαρχίας στο Αιγαίο. Είχε επίσης τονίσει την ανάγκη για ύπαρξη στόλου θωρηκτών, συγκρίνοντας δε τα θωρηκτά με τα υποβρύχια είχε ισχυριστεί ότι σε περίπτωση μάχης ανάμεσα σε θωρηκτό και υποβρύχιο, η νίκη θα ανήκε στο πρώτο, λόγω της μεγαλύτερης ταχύτητας.

Ως προς την Αεροπορία, ανέφερε ότι η Ελλάς δεν είχε ακόμα μεγάλη πολεμική πείρα αυτού του όπλου. Τα γυμνάσια είχαν αποδείξει ότι η Αεροπορία ήταν ένα πολύτιμο βοηθητικό όπλο, του οποίου η δράση δεν ξεπερνούσε το 2% επί των πλοίων εν ακινησία. Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η προτίμηση της κυβέρνησης για ελαφρύ στόλο δεν συνέφερε και ότι κάνοντας κάποιες οικονομίες θα ήταν δυνατή η αγορά του θωρηκτού «Σαλαμίς» εκτοπίσματος 19.500 τόννων από τη Γερμανία. Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Ναύαρχος Ρεδιάδης συμφώνησε με την υπεροχή των βαρέων σκαφών, αλλά ομολόγησε ότι η Ελλάς δεν έχει τα περιθώρια για τέτοιους εξοπλισμούς και τόνισε: «Είμεθα άοπλοι και το πρόγραμμα το οποίον έθεσεν εις εφαρμογήν η Κυβέρνησις απομένει η μόνη ελπίς. Η κατάστασις εις ην φθάσαμεν σήμερον είναι αποτέλεσμα αμελείας μας, αρχομένης από του 1923, και μέχρι της παραγγελίας προς κατασκευήν του «Γκαίμπεν» (που μετονομάστηκε «Γιαβούζ»)…». Κατέληγε δε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση του αεροπορικού στόλου ήταν η μόνη ελπίδα του έθνους.

Εάν ζούσε ο Βενιζέλος σήμερα, θα διαπίστωνε ότι η Τουρκία ούτε καν την Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναγνωρίζει, πόσον μάλλον τις προφορικές εγγυήσεις του Ινονού, ο οποίος δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για τα φιλελληνικά του αισθήματα.

Το συμπέρασμα της ομιλίας του Βενιζέλου ήταν το ακόλουθο: «Η χώρα δύναται να είναι ήσυχος ότι δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνον από θαλάσσης με την πολιτικήν την οποία ακολουθούμεν».

Το ναυτικό σύμφωνο προέβλεπε ότι: «Τα δύο υψηλά συμβαλλόμενα μέρη, επιθυμούντα να προλάβουν μάταιας αυξήσεις δαπανών διά ναυτικούς εξοπλισμούς και να προβούν από κοινού εις την οδόν του παραλλήλου περιορισμού των δυνάμεών των, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιδιαιτέρων δι’ έκαστον εξ’ αυτών συνθηκών, αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν, όπως εις ουδεμίαν παραγγελίαν προσκτήσεως ή ναυπηγήσεως πολεμικών μονάδων ή εξοπλισμού των προβούν, άνευ προηγουμένης προειδοποιήσεως του ετέρου συμβαλλομένου μέρους, εξ’ μήνας πρότερον, ίνα παρέχεται ούτω εις τας δύο κυβερνήσεις η ευκαιρία, να προλαμβάνουν ενδεχομένως άμιλλαν των ναυτικών των εξοπλισμών διά της φιλικής ανταλλαγής απόψεων».

Ο Βενιζέλος, θέλοντας να επηρεάσει ευνοϊκά την ελληνική κοινή γνώμη, είχε μιλήσει για καθιέρωση ισοπλίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ωστόσο αυτό το ναυτικό σύμφωνο καθιέρωνε την ναυτική υπεροχή της Τουρκίας, η οποία διαθέτοντας το καταδρομικό «Γκαίμπεν» («Γιαβούζ») υπερτερούσε του ελληνικού Στόλου.
Η ναυτική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία ανακοινώθηκε στην Επιτροπή για τον Αφοπλισμό τον Νοέμβριο του 1930 στη Γενεύη.

Η ανακοίνωσή της χειροκροτήθηκε από τα μέλη της Επιτροπής και ο πρόεδρός της συνεχάρη τους αντιπροσώπους των δύο συμβαλλομένων μερών. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις δεν έπαυσαν να υπάρχουν, η δε «Βραδυνή» σημείωνε ότι για πρώτη φορά από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη, η Ελλάς παρέδιδε στην Τουρκία την υπεροπλία στο Αιγαίο.

Το Σύμφωνο Εγκατάστασης

Το Σύμφωνο Εγκατάστασης χαιρετίστηκε με κάποια ικανοποίηση από τους πρόσφυγες, διότι πίστεψαν –λανθασμένα– ότι τους έδινε το δικαίωμα να επιστρέψουν στην Τουρκία. Την ίδια απατηλή εικόνα του περιεχομένου είχαν και ορισμένοι πολιτικοί, δείγμα της κακής ενημέρωσης που υπήρχε για το περιεχόμενο του συμφώνου. Στο έντυπο, το οποίο κυκλοφόρησε το Γραφείο Τύπου του Βενιζέλου, διδόταν η απατηλή πληροφορία ότι «άνοιξε διά πρώτην φοράν η θύρα διά την μελλοντικήν, ως οφείλομεν, αθροωτέραν εγκατάστασιν Ελλήνων εν Τουρκία».

Η Σύμβαση Εμπορίου

Με τη Σύμβαση Εμπορίου που υπογράφτηκε, η Ελλάς ευελπιστούσε ότι θα μπορούσε να προωθήσει στην Τουρκία τα βιομηχανικά της προϊόντα, τα οποία θα έμεναν αδιάθετα στη Δύση. Όποιοι όμως και αν ήταν οι ευσεβείς πόθοι των Ελλήνων πολιτικών, οι δύο χώρες παρουσίαζαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά στην οικονομία τους, με αποτέλεσμα να είναι αντίπαλες σε πολλούς τομείς. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες έτρεφαν ελπίδες ότι θα αυξανόταν το διαμετακομιστικό εμπόριο, το οποίο δεν εξαρτάτο μόνο από τις εμπορικές σχέσεις Ελλάδος–Τουρκίας. Όσο και αν ήταν ευνοϊκή η σύμβαση με την Τουρκία, αυτή δεν μπορούσε να ανορθώσει το ισοζύγιο συναλλαγών, το οποίον παρέμεινε σε αναλογία 1 προς 30 εις βάρος της Ελλάδος.

Ο Μουσταφά Κεμάλ υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης

Οι φιλοφρονήσεις του Βενιζέλου προς τους πολιτικούς της Τουρκίας δεν σταμάτησαν ούτε μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας.
Ο Βενιζέλος, αποδεχόμενος τις θεωρίες του Κεμάλ για κοινή άρια φυλετική καταγωγή, δεν έπαυε να διακηρύσσει αυτές τις ιδέες ακόμη και από το βήμα της Βουλής! Είχε δε τονίσει:

«Όλοι επίσης γνωρίζουν ότι Τούρκοι και Έλληνες, ιδίως της Μ. Ασίας και του Πόντου, έχουν εις πολύ μεγάλην αναλογίαν κοινόν το αίμα.

Εις πόσους μπορούν να υπολογιστούν οι Τούρκοι, οι οποίοι ήλθον εκ της Κεντρικής εις την Μικράν Ασίαν; Ολίγαι πιθανώς εκατοντάδες χιλιάδων, αίτινες συνεχωνεύθησαν εις εικοσαπλάσιον, τριακονταπλάσιον ή τεσσαρακονταπλάσιον, ίσως, γηγενή πληθυσμόν της Μ. Ασίας και του Πόντου, ο οποίος από μακρού είχε εξελληνιστή, ο οποίος απετέλη επί αιώνας την σπονδυλικήν στήλην της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του οποίου μέγα μέρος ήδη εξετουρκίστη».

Επίσης, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει αυτό, που είχε πει στους Τούρκους δημοσιογράφους: «Θεωρώ τον μεγάλο σας αρχηγό σαν ένα δυνατό στρατιώτη. Στην σημερινή συνομιλία είδα ότι είναι συγχρόνως και μεγάλος πολιτικός».

Ο Βενιζέλος, που είχε αρχίσει τον πόλεμο κατά του Κεμάλ με την απόβαση στη Σμύρνη, άλλαξε απότομα στάση, επιθυμώντας δε να διακηρύξει σε όλο τον κόσμο τον θαυμασμό του για τον άνδρα που είχε διαλύσει τον Ελληνικό Στρατό τον Αύγουστο του 1922, τον πρότεινε ως υποψήφιο για Νόμπελ Ειρήνης! Στην εισήγηση που έστειλε στον πρόεδρο της επιτροπής για τα βραβεία Νόμπελ, έγραψε και τα εξής: «η Τουρκία δεν δίστασε να δεχθεί έντιμα την απώλεια των επαρχιών που κατοικούσαν άλλες εθνότητες και τώρα ειλικρινά ικανοποιημένη από τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα, έτσι όπως τα όρισαν οι συνθήκες, έγινε ένας πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης στην εγγύς Ανατολή».

Δυστυχώς, η Ιστορία διέψευσε τον Βενιζέλο και σε αυτό το θέμα, αφού η Τουρκία ενσωμάτωσε το 1936 την επαρχία του Χατάι (Σαντζάκι της Αλεξανδρέττας) και βέβαια εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, την οποία είχε παραδώσει στην Αγγλία το 1878.

Επίλογος

Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας το 1930, ακολούθησε η επίσκεψη των Ινονού και Ρουστού στην Αθήνα. Η μεγάλη όμως οικονομική κρίση που ξέσπασε, έκανε δύσκολη τη ζωή της ελληνικής κυβέρνησης. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1932, ο Βενιζέλος επιχείρησε μια περιοδεία στην Ευρώπη για την εξασφάλιση δανείου, όμως απέτυχε. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ελλάδος εξανεμίστηκαν και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον Βενιζέλο και το κόμμα του.

Ο αρχηγός των Φιλελευθέρων είχε υποστεί μεγάλη φθορά από τις οικονομικές θυσίες του Συμφώνου, όμως για τον ίδιο και μερικούς άλλους η φιλία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που ήταν το ζητούμενο, είχε επιτευχθεί. Τι κακό θα μπορούσε να συμβεί, εάν η Ελλάς δεν υπέγραφε αυτό το Σύμφωνο;

Οι απόψεις του Βενιζέλου ήταν σαφείς.

Είπε ο Βενιζέλος: «Θα καταντούσε αβίωτος η ζωή της ελληνικής μειοψηφίας Κωνσταντινουπόλεως». Όμως, ο Ι. Πολίτης σε υπόμνημά του προς τον Βενιζέλο τόνιζε, ότι θα ήταν προτιμότερο, αν οι πιέσεις των Τούρκων ενέτειναν τις πιέσεις τους, να έλθουν και οι ομογενείς της Πόλης στην Ελλάδα.

Η εγκατάστασή τους στη μητέρα πατρίδα θα στοίχιζε λιγότερο από τα ποσά που έχανε η Ελλάς για να εξασφαλίσει την παραμονή τους στην Πόλη. Αν όμως σκοπός του Βενιζέλου ήταν να σώσει τον Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως και όχι να σωθεί από αυτόν, αποφεύγοντας την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, πώς εξηγείται ότι πήρε ελάχιστα μέτρα για αυτόν;

Οι αναφορές που ελάμβανε ο Βενιζέλος από τους διπλωμάτες ήταν ξεκάθαρες: Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως κινδύνευε με αφανισμό. Ωστόσο, ο ίδιος δεν έδειξε την απαιτούμενη προθυμία να βοηθήσει τους ομογενείς της Πόλεως. Ήταν ήδη γνωστό ότι η Τουρκία, ήθελε να απαλλαγεί από τις εθνικές μειονότητες για να αποφύγει τις επεμβάσεις του παρελθόντος και να παγιώσει το νέο καθεστώς στη χώρα.

Οι Τούρκοι δεν συμπαθούσαν τον Ελληνισμό της Πόλης, όχι τόσο για την οικονομική ευμάρεια, που ούτως ή άλλως απολάμβαναν ελάχιστοι Έλληνες εκεί, αλλά για τον έντονο πατριωτισμό τους. Όμως, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά.

Οι μειονότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους μουσουλμάνους και δύσκολα μπορούσαν να βρουν το δίκιο τους. Ο Βενιζέλος ισχυρίστηκε ότι «διά την υπεράσπισιν των μειοψηφιών εν Τουρκία δεν στηρίζομαι διά το μέλλον ουδέ πόρρωθεν εις την σύμβασιν των μειοψηφιών.

Οι Έλληνες θα τύχουν υποστηρίξεως εκ μέρους της Τουρκικής Κυβερνήσεως αναλόγως προς την ανάπτυξιν των φιλικών και στενών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών» και πέρα από αυτό απέφυγε κάθε κίνηση που θα έθιγε τους Τούρκους.

Έτσι, η Τουρκία θα συνεχίσει ανενόχλητη το σχέδιό της, όπως το είχε παρουσιάσει ο Ι. Πολίτης. Αργότερα, όταν μάλιστα η Ελλάς αναμείχτηκε ενεργά στο θέμα της Κύπρου, κάποιες τουρκικές οργανώσεις με ψευδείς κατηγορίες προέβησαν στα έκτροπα του Σεπτεμβρίου του 1955, τα οποία κατέστησαν αδύνατη την παραμονή των ομογενών της Κωνσταντινούπολης. Όταν και τότε οι ελληνικές κυβερνήσεις αδιαφόρησαν για την τύχη τους, οι ομογενείς αυτοί βρήκαν διέξοδο προς τη Δυτική Ευρώπη, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.

Είπε ο Βενιζέλος: «Θα εξωθούμεθα εις ανταγωνισμόν ναυτικών εξοπλισμών με την Τουρκίαν».

Η αλήθεια είναι ότι μολονότι η ελληνική εθνική πολιτική έπαυσε να υφίσταται, οι εξοπλισμοί μετά από κάποια ανάπαυλα συνεχίστηκαν, για να μη δοθεί η ευκαιρία στην Τουρκία να εξοπλιστεί υπέρμετρα. Ο Βενιζέλος είχε διατυπώσει την άποψη; «Ημπορούσαμεν βέβαια, να θεωρήσωμεν την συνθήκη της Λωζάννης ως απλήν ανακωχήν και να στρέψωμεν όλην την προσοχήν και την δραστηριότητα εις το μέλλον όπως παρασκευάσωμεν νέον πόλεμον διά του οποίου θα επαναλαμβάναμε μια ημέρα τον αγώνα της εγκαταστάσεώς μας στην Μ. Ασία. Αλλά τοιαύτη πολιτική θα ήτο κυριολεκτικώς παράφρων και θα ωδήγει την Ελλάδα εις πλήρη καταστροφήν».

Βέβαια, τέτοιες απόψεις για μελλοντικούς πολέμους προκειμένου να εγκατασταθούν οι Έλληνες στην Τουρκία, μόνον ανεδαφικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Από την πλευρά του και ο Κεμάλ σε λόγο που εκφώνησε το 1932, δήλωνε ότι η Τουρκία δεν ακολουθούσε ιμπεριαλιστική πολιτική.

Όμως, σήμερα η Τουρκία των σχεδόν 85 εκατομμυρίων πολιτών, ακολουθεί αντίθετη πολιτική από αυτήν που είχε χαράξει ο ιδρυτής της τουρκικής δημοκρατίας, δεν αφήνει δε ανεκμετάλλευτη καμία ευκαιρία, για να τονίσει δυναμικά την παρουσία της στο Αιγαίο, σε αντίθεση με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάννης, την οποία και έχει πετάξει στο καλάθι των αχρήστων.

Είπε ο Βενιζέλος: «Η Τουρκία δε δίστασε να δεχθεί έντιμα την απώλεια των επαρχιών που κατοικούσαν άλλες εθνότητες και τώρα ειλικρινά ικανοποιημένη από τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα έτσι όπως τα όρισαν οι συνθήκες έγινε ένας πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης».

Η πραγματικότητα όμως αποδεικνύεται πολύ διαφορετική, διότι η Τουρκία, προσπαθώντας να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, κατά καιρούς προσπάθησε να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου, τη Δυτική Θράκη, τα Δωδεκάνησα, αλλά και την Κύπρο.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι προφορικές διαβεβαιώσεις του Ινονού προς τον Βενιζέλο και τα άρθρα 12,13,14 της Συνθήκης της Λωζάννης για τα νησιά, δεν θεωρήθηκαν επαρκείς για να εφησυχάσουν τον Βενιζέλο, ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας.

Εξάλλου ο Γ. Βέμπερ, σε μια μελέτη του για τη διπλωματική δράση της Τουρκίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναφέρει ότι η Τουρκία, προκειμένου να ταχθεί με τη μία ή την άλλη πλευρά, ζητούσε από τους Άγγλους τη Θεσσαλονίκη και την Κύπρο και από τους Γερμανούς τα νησιά του Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα.

Το 1930, η ελληνοτουρκική προσέγγιση μπορεί να θεωρήθηκε διπλωματική επιτυχία πρώτου μεγέθους. Όμως το ζητούμενο δεν ήταν η διπλωματική επιτυχία, αλλά η ρεαλιστική προσέγγιση στα προβλήματα του τόπου και η δυναμική αντιμετώπισή τους, πράγμα που δυστυχώς δεν επετεύχθη.

www.pronews.gr/istoria/o-venizelos-o-kemal-kai-to-ellinotourkiko-symfono-filias-to-1930/