Κ. Δεληγιάννης: Σκέψεις πάνω στον εμπειρισμό του Τζων Λοκ και την πολιτική του θεωρία

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Κωνσταντίνος Δεληγιάννης , προπτυχιακός φοιτητής του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού στο ΕΑΠ

Πρόλογος

Η παρούσα εργασία θα μελετήσει τη σκέψη του φιλόσοφου Τζων Λοκ, ο οποίος διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το ρεύμα του εμπειρισμού. Συγκεκριμένα, θα αναλυθεί η διαδικασία με την οποία ο ανθρώπινος νους προσλαμβάνει και σχηματίζει τις ιδέες, καθώς θα αναφερθούν και τα είδη από τα οποία διακρίνονται. Στη συνέχεια θα εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο γεννιέται η ιδέα της ελευθέριας, τονίζοντας τις απόψεις του για την ελευθέρια της θέλησης. Τέλος, θα αναδειχθεί ο ιδιαίτερος ρόλος της ιδέας της ελευθέριας στη φυσική κατάσταση και πώς αυτή οδηγεί τους ανθρώπους στη δημιουργία της πολιτικής κοινωνίας.

1ο Μέρος – Ο εμπειρισμός του Λοκ και η δημιουργία της ιδέας της ελευθέριας

Ο Τζων Λοκ έμεινε γνωστός στην ιστορία για την προσφορά του στη φιλοσοφία του 17ου αιώνα, αποτελώντας έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του αγγλικού εμπειρισμού. Στο έργο του Δοκίμιο για την Ανθρώπινη Νόηση προσπάθησε να οριοθετήσει τις δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσης. Σύμφωνα με τον Βρετανό φιλόσοφο, ο νους ήταν άγραφο χαρτί και οι ιδέες δημιουργούνταν από τα ερεθίσματα της εμπειρίας. Με αυτή του τη θέση, ερχόταν αντιμέτωπος με το φιλοσοφικό ρεύμα του ορθολογισμού. Συγκεκριμένα, οι ορθολογιστές θεωρούσαν ότι ο ανθρώπινος νους κατοικείται από ιδέες οι οποίες ήταν έμφυτες και ανεξάρτητες της ανθρώπινης εμπειρίας. Γι’ αυτούς, οι έμφυτες ιδέες αποτελούσαν θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες οικοδομούνταν η ανθρώπινη γνώση. Σε αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα, άσκησε δριμεία κριτική ο Τζων Λοκ απορρίπτοντας συλλήβδην την ύπαρξη έμφυτων ιδεών στην ανθρώπινη ψυχή. Σύμφωνα με  τον Λοκ, οι ιδέες σχηματίζονταν από την εμπειρία η οποία διακρινόταν σε εξωτερική και εσωτερική. Η εξωτερική εμπειρία προερχόταν από τις προσλήψεις των αισθητήριων ανθρώπινων οργάνων, ενώ η εσωτερική εμπειρία δημιουργούνταν από την εσωτερική αίσθηση. Συγκεκριμένα στην εσωτερική αίσθηση, το υποκείμενο επόπτευε τα νοητικά παράγωγα που κατασκεύαζε ο ίδιος ο νους, αποκομμένος από τις εξωτερικές του εμπειρίες (Αυγελής, 2020: 394-395).

Παρόλο που η χρήση της λέξης ιδέα παρέπεμπε άμεσα στην Πλατωνική οντολογία, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ότι  η εμπειριοκρατία του Λοκ αποδεσμευόταν από την υπερβατική – ιδεαλιστική σύλληψη της. Κομβική διαφορά ήταν η θεωρία του Λοκ σχετικά με το ότι η ιδέα περιεχόταν εντός του νου αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα της συνείδησης. Στη γνωσιοθεωρία του Λοκ, η γνώση συνδεόταν με την εμπειρία και οι ιδέες συνιστούσαν τις στοιχειώδης και έσχατες μονάδες της (Κρουστάλλης, 2008: 18-19).

Είναι απαραίτητο σε αυτό το σημείο να διασαφηνιστεί ο τρόπος που συνδέονταν η εσωτερική με την εξωτερική εμπειρία. Ειδικότερα, η εσωτερική εμπειρία θεμελιωνόταν πάνω  στην εξωτερική, διότι η  εξωτερική εμπειρία ήταν χρονικά πρότερη σε σχέση με την εσωτερική. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο αποκτούσε  ιδέες, αφότου είχε προσλάβει ερεθίσματα από τις αισθήσεις που προέρχονταν από την εξωτερική εμπειρία. Βέβαια, η σκέψη του οδήγησε σε αμφίσημες ερμηνείες όσον αφορά τη σχέση των δύο ειδών εμπειρίας. Εξαιτίας αυτού, δεν είναι υπερβολή να αναφερθεί ότι η εσωτερική εμπειρία θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχική πηγή γνώσης και πιο ουσιώδης από την εξωτερική. Αυτό εξηγείται λόγω του ότι τα εξωτερικά αντικείμενα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ιδέες της εσωτερικής αίσθησης. Επιπλέον, για να μετατραπεί ένα εξωτερικό ερέθισμα σε ιδέα του νου ήταν ανάγκη να συμμετέχει ενεργητικά ο νους στρέφοντας την προσοχή του στο αντικείμενο. Ειδάλλως, τα ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο δεν θα μεταφέρονταν στη συνείδηση και, το αντικείμενο θα απέμενε αθέατο από το βλέμμα του υποκείμενου. Η διττή ερμηνεία της σχέσης μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής εμπειρίας οδήγησε τη γνωσιοθεωρία του Λοκ σε αδιέξοδο, όπου τελικά δεν κατάφερε να γεφυρώσει αυτές τις διαφορές (Αυγελής, 2020: 398-399).

Σύμφωνα με τη θεωρία του Λοκ, οι ιδέες χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες, σε απλές και συνθέτες. Οι απλές ιδέες υποδιαιρούνταν σε τέσσερα είδη, αυτές που προέκυπταν από ένα εξωτερικό αίσθημα, τις ιδέες που παράγονταν από συνδυασμό περισσότερων εξωτερικών αισθήσεων, τις ιδέες που δημιουργούνταν από την εσωτερική αίσθηση και, τέλος, τις ιδέες που προέρχονταν από τη σύνθεση της εσωτερικής και εξωτερικής αίσθησης. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ο παθητικός χαρακτήρας του νου σε σχέση με τη σύλληψη των απλών ιδεών (Αυγελής, 2020: 403-404).

Περνώντας στην ανάλυση των σύνθετων ιδεών, είναι αξιοσημείωτο ότι η νόηση είχε ενεργητικό ρόλο στη δημιουργία τους, καθώς οι συνθέτες ιδέες ήταν προϊόν της σύνθεσης απλών ιδεών, προσδίδοντας στον νου ένα είδος ελευθέριας. Ειδικότερα,  ο Λοκ περιέγραψε την ύπαρξη τριών διαφορετικών ειδών,  εκείνες των τρόπων, των υποστάσεων και των σχέσεων. Οι ιδέες των σχέσεων αφορούσαν τις  ιδέες που προέκυπταν από την άμεση σύγκριση ιδεών. Οι ιδέες των τρόπων αφορούσαν τις ιδέες που συναρτούσαν την ύπαρξη τους από την ύπαρξη μιας άλλης ιδέας. Τέλος, οι ιδέες των υποστάσεων περιέγραφαν ορισμένα αντικείμενα ή πρόσωπα (Κρουστάλλης, 2008: 19).

Ο Λοκ κατέτασσε την ιδέα της ελευθέριας ως προϊόν της εσωτερικής εμπειρίας θεωρώντας την απόκτημα της αναστοχαστικής δραστηριότητας του ανθρώπου.  Έτσι, το υποκείμενο με την αυτοπαρατήρηση συνειδητοποιούσε την παρουσία μιας ζωντανής ενεργητικής προθετικότητας, την οποία ο Λοκ ονόμασε βούληση. Συνεχίζοντας τη θεωρία του, περιέγραψε πως κάθε πράξη του υποκείμενου έπεται μιας άλλης εσωτερικής πράξης, το βουλητικό ενέργημα. Μια ενέργεια για να θεωρηθεί ηθελημένη έπρεπε να συνοδεύεται από ένα βουλητικό ενέργημα, ενώ η ίδια η βούληση δεν θεωρείται εκούσια. Αυτό βασίζεται στο ότι κάθε υποκείμενο επιθυμεί κάτι αλλά δεν έχει την ικανότητα να διαλέξει τι θα επιθυμήσει (Σαγκριώτης, 2009: 19).

Συνέπεια των παραπάνω απόψεων, ήταν να ξεχωρίσει τις πράξεις σε εκούσιες και ελεύθερες. Ό,τι ήταν εκούσιο δεν ήταν ελεύθερο, καθώς το εκούσιο ήταν συνέπεια μιας αναγκαιότητας. Αντίθετα, η ελεύθερη πράξη περιγραφόταν ως αυτή που δεν υπόκειντο σε κανέναν εσωτερικό καταναγκασμό. Ειδικότερα, η επιθυμία του υποκείμενου ήταν αναγκαία και πλήρως καθορισμένη, για την οποία αδυνατούσε ο κάθε άνθρωπος να την μετατρέψει. Η μοναδική ενέργεια του ανθρώπου ήταν η δυνατότητά του να αναβάλλει την εκπλήρωση της επιθυμίας του. Για την ακρίβεια, ο έλεγχος της  κάθε επιθυμίας δεν μετέστρεφε το περιεχόμενό της, απλώς το ανέστελλε. Συμπερασματικά, ο Λοκ  κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος δεν είχε ελεύθερη βούληση, καθώς η επιθυμία επιβαλλόταν στον ίδιο του τον εαυτό. Βέβαια, η σημασία που έδωσε ο Λοκ στη λειτουργία του βουλητικού ενεργήματος τοποθετώντας το ενδιάμεσα της επιθυμίας και της πράξης, άνοιξε έμμεσα τη σημασία της ελεύθερης θέλησης (Σαγκριώτης, 2009: 20-24).

2ο Μέρος – Από τη «φυσική» ελευθέρια στην αναγκαιότητα μιας οργανωμένης κοινωνίας

Το έργο του Λοκ Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως θεωρήθηκε ένα από τα σπουδαιότερα πολιτικά κείμενα του φιλελευθερισμού. Σε αυτό το κείμενο, ο Λοκ περιέγραψε τη δημιουργία του κοινωνικού συμβολαίου τοποθετώντας την ιδέα της ελευθέριας στα θεμέλια της πολιτικής κοινωνίας. Συμφώνα με τον Λοκ, οι άνθρωποι πριν τη δημιουργία της πολιτικής κοινωνίας απολάμβαναν τη ζωή τους σε συνθήκες απόλυτης ελευθέριας χωρίς να υπόκειντο σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η κατάσταση αυτή ονομάστηκε φυσική και αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της πολιτικής του θεωρίας. Στη φυσική κατάσταση, οι άνθρωποι ζούσαν ελεύθερα σύμφωνα με τα όρια που έθετε ο φυσικός νομός. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η φυσική κατάσταση φαίνεται να ομοιάζει με συνθήκες απόλυτης αναρχίας, όμως η αλήθεια δεν είναι αυτή. Σύμφωνα με τον Λοκ, ο Θεός προσέφερε στον άνθρωπο τη λογική (ορθός λόγος) και, μέσω αυτής, είχε τη δυνατότητα να κατανοήσει τη σημασία του φυσικού νόμου (Dunn, 2000: 96).Ο φυσικός νομός υπαγόρευε στον άνθρωπο πως όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και κανένας δεν συγκέντρωνε περισσότερες εξουσίες από κανέναν άλλον. Έτσι, οι άνθρωποι βίωναν μια κατάσταση απόλυτης ισότητας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, όπου ο καθένας ήταν ελεύθερος να πράξει και να διαθέσει τα αποκτήματά του σύμφωνα με τις εκάστοτε επιθυμίες αλλά σεβόμενοι τους περιορισμούς του φυσικού δικαίου. Ο φυσικός νόμος όριζε πως όλοι οι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι να σέβονται την ελευθέρια, τη ζωή και την ιδιοκτησία του άλλου (Locke, 1990: 98-91).

Το μεγάλο ερώτημα στον Λοκ τέθηκε όταν οι άνθρωποι αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την απόλυτη ελευθερία και ανεξαρτησία που τους παρείχε η φυσική κατάσταση και να ενσωματωθούν στην οργανωμένη πολιτική κοινωνία. Ποια ήταν όμως η αληθινή αιτία που προκάλεσε αυτή την εγκατάλειψη; Σύμφωνα με τον Λοκ, παρόλο που ο ορθός λόγος υπαγόρευε στους ανθρώπους να ζουν σε πνεύμα αλληλεγγύης και σεβασμού, οι άνθρωποι αδυνατούσαν να κρίνουν αμερόληπτα και δίκαια τους παραβάτες του φυσικού νόμου. Αυτό συνέβαινε, εξαιτίας της έλλειψης κοινού νομοθετικού πλαισίου που θα όριζε και θα επέβαλλε την εφαρμογή του. Αντίθετα στην φυσική κατάσταση, ο καθένας είχε τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τον φυσικό νόμο σύμφωνα με την προσωπική του κρίση. Παρεπόμενο ήταν να οδηγηθούν οι άνθρωποι σε ρήξεις και προστριβές. Επίσης, είναι άξιο λόγου να αναφερθεί ένα ακόμη εμπόδιο που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι στη φυσική κατάσταση. Συγκεκριμένα, πολλοί άνθρωποι, λόγω της αδυναμίας τους, δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα φυσικά τους δικαιώματα, καθώς απέναντι τους υπήρχαν ισχυροί και δυνατοί αντίπαλοι. Έτσι, τα παραπάνω αίτια είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα να οδηγήσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες σε προστριβές, ακόμη και σε πόλεμο (Locke, 1990: 153-155).

Συμπερασματικά, οι άνθρωποι κατανοώντας αυτήν τους την αδυναμία να αποδώσουν αδέκαστα και καθολικά τη δικαιοσύνη, παραιτήθηκαν των φυσικών δικαιωμάτων τους και μεταβίβασαν την εξουσία τους στην οργανωμένη πολιτική κοινωνία (Locke, 1990:155).

Η πολιτική κοινωνία ήταν μια σύμβαση των ανθρώπων, όπου δεσμεύονταν μεταξύ τους οι πολίτες με την υποχρέωση τους να μεταβιβάσουν το δικαίωμα της αυτοδικίας. Από εδώ και στο εξής, την απονομή της δικαιοσύνης αναλάμβαναν τα όργανα της θεσμοθετημένης πολιτείας, η οποία ήταν υπεύθυνη να κρίνει και να επιβάλλει την τιμωρία στους ανθρώπους, όπως πρότασσε το κοινό νομοθετικό πλαίσιο. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι παρόλο που οι άνθρωποι  μετέφεραν την ισχύ τους στο κράτος, ώστε  να ρυθμίζει τον κοινωνικό και πολιτικό τους βίο συννόμως, δεν απεμπολήσαν τα φυσικά δικαιώματά τους. Τουναντίον, η πολιτική κοινωνία καθίστατο, πλέον, φρουρός της ελευθέριας, της ζωής και των προσωπικών αποκτημάτων του καθενός διασφαλίζοντας την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών της (Locke, 1990: 153-154).

Αξίζει να σημειωθεί πως η γένεση της πολιτικής κοινωνίας σηματοδοτούσε την απαρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αυτό γινόταν σαφέστερο από τις απόψεις του Λοκ γύρω από τα μοναρχικά πολιτεύματα. Για τον Λοκ, η μοναρχία ήταν αντίθετη με τα χαρακτηριστικά της πολιτικής διακυβέρνησης. Η εξουσία παρέμενε συγκεντρωμένη στον άμεσο έλεγχο του μονάρχη, ελλείψει ενός αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου που να διασφάλιζε την ουδέτερη και απρόσκοπτη λειτουργεία της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Εν ολίγοις, η μοναρχία αδυνατούσε να θεραπεύσει τα προβλήματα που δημιουργούσε η φυσική κατάσταση. Συμπερασματικά, ο Λοκ κατέληξε να θεωρεί τη δημιουργία της πολιτικής κοινωνίας ως θεραπαινίδα της φυσικής κατάστασης, διότι οι θεσμοί της πολιτικής κοινωνίας αντιπροσώπευαν έναν κοινό ουδέτερο επιτηρητή της κοινωνικής ζωής. Έτσι, το κράτος σε ρόλο επιδιαιτητή νομοθετούσε και επέβαλλε τη δικαιοσύνη υπηρετώντας τις αρχές της ισότητας και της ισοπολιτείας (Locke, 1990:  154-157).

Βιβλιογραφικές αναφορές

Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία:

Αυγελής, Ν. (2020). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Θεσσαλονίκη: Κ.&Μ. Σταμούλη.

Κρουστάλλης, Β. (2008). Locke – Berkeley: Γνωσιοθεωρία και Μεταφυσική. Στο  Β. Καλδής (Επιμ.), Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Κείμενα Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας (σσ. 17-23). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Σαγκριώτης, Γ. (2009). Τρόποι της Δύναμης. Προκαταρκτικές Αναλύσεις Ορισμένων Αμφιλεγόμενων Κομβικών Εννοιών της Γνωσιοθεωρίας και της Πολιτικής Φιλοσοφίας του John Locke. Αξιολογικά,  19, σσ. 19-24.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία:

Dunn, J. (2000). Τζων Λοκ, Ι. Δελλής & Β.Δελή (μτφ.). Πάτρα: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών.

Locke, J. (1990). Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, Π. Κιτρομηλίδης (μτφ.).  Αθήνα: Πόλις.

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
33,100ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα