AP Photo/Gregorio Borgia, file
Συνήθως οι εκλογές είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν παρά να εξηγηθούν. Κατόπιν εορτής όλοι μοιάζουμε να είχαμε μαντέψει από πριν τι θα γίνει και να γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους έγινε. Οι ιταλικές εκλογές μοιάζουν να είναι κάπως η εξαίρεση στον κανόνα. Μολονότι το αποτέλεσμα έμοιαζε προδιαγεγραμμένο, οι αντιδράσεις που επέφερε κατέδειξαν σημαντικό βαθμό έκπληξης. Και πιο συγκεκριμένα, δυσάρεστης έκπληξης. Σχεδόν αναπόφευκτα, τα μάτια έπεσαν πάνω στη νίκη της δεξιάς συμμαχίας, και κυρίως στην πρωτοκαθεδρία εντός αυτής του κόμματος που εμφανίζεται ως το πιο ακραίο από τα τρία. Στην προσπάθεια να εξηγηθεί το αποτέλεσμα, το βάρος έπεσε στις ιδιαιτερότητες της Ιταλικής πολιτικής πραγματικότητας και τους κινδύνους που αυτή μπορεί να επιφέρει στο εγγύς μέλλον.
Τι μάθαμε λοιπόν από αυτές τις εκλογές; Μάθαμε, η ξαναθυμηθήκαμε τρία πράγματα. Πρώτον, οι άνθρωποι, ακόμη και στην Ιταλία που το πολιτικό σύστημα και μαζί του οι ιδεολογικές σταθερές που δημιουργησε, διαλύθηκαν το 1994, δεν σκέφτονται με λογική «ελάχιστης χωρικής διαφοράς». Δεν ψάχνουν να δουν ποιο ακριβώς είναι το κόμμα που βρίσκεται κοντύτερα στις πολιτικές τους προτιμήσεις. Σκέφτονται με όρους πιο συμπεριληπτικούς και πιο γενικούς. Σκέφτονται αν θα πάνε δεξιά ή αριστερά και αφού αποφασίσουν αυτό διαλέγουν το κόμμα, ή τον πολιτικό, που βρίσκουν πιο έτοιμο ή ικανό να κυβερνήσει. Αυτό το είδαμε ιδιαίτερα στη δεξιά ψήφο. Οι περισσότερες ψήφοι της Μελόνι δεν ήρθαν φυσικά από την αριστερά, ήρθαν από τους ψηφοφόρους του Σαλβίνι. Αυτός που έμοιαζε «έτοιμος από καιρό» να κυβερνήσει φανέρωσε το πόσο απείχε απ’ αυτήν την εικόνα μέσα από την στάση του στην πανδημία, αλλά και στον πόλεμο μετέπειτα. Η Μελόνι και στα δυο αυτά θέματα τήρησε τη στάση που πρέσβευε και ο μέσος ψηφοφόρος. Το χαμένο πολιτικό κεφάλαιο του ενός, η πολιτική ανέλιξη της άλλης. Όλα όμως εντός του ίδιου ιδεολογικού πεδίου. Πρώτα διαλέγουμε στρατόπεδο και εντός αυτού, την ομάδα που μας εμπνέει περισσότερο.
Το δεύτερο που μάθαμε είναι ότι η δεξιά προβληματίζεται πολύ λιγότερο για την ιδεολογική καθαρότητα σε σχέση με την αριστερά. Οι οποιεσδήποτε, και σίγουρα όχι αμελητέες, διάφορες μεταξύ των τριών κομμάτων δεν στάθηκαν στιγμή εμπόδιο στη σύναψη της εκλογικής συμμαχίας. Από την άλλη, αντίστοιχες διαφορές έκαναν από την αρχή σχεδόν απίθανο το σενάριο σύναψης αντίστοιχης συμμαχίας στην αριστερά. Και αν θα ήταν υπερβολικό να ζητήσουμε από τον Ρέντσι και τον Κόντε να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι, η προσδοκώμενη αλλά τελικά μη ευδοκούμενη συμμαχία των δυο μεγαλύτερων κομμάτων της αριστεράς, φανερώνει αυτό που ίσως ήδη ξέραμε. Αυτοί οι συμψηφισμοί, με τους συμβιβασμούς που ενέχουν, είναι πιο δύσκολοι για έναν χώρο, στον οποίο τα κόμματα μπορεί να διαφέρουν πολλές φορές, όχι στην περιγραφή τους αλλά στο, ποια από τις λέξεις που τα περιγράφουν έρχεται πρώτη.
* Ο Ηλίας Ντίνας είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Καθημερινή