Τα υποκαταστήματα του τουρκικού Zara και οι υπόλοιπες μάρκες που έρχονται στη χώρα μας – Και 61 ελληνικές εταιρείες κάνουν δουλειές στην Τουρκία
Χρήστος Δρογκάρης
Η ειρηνική συμβίωση Ελλάδας και Τουρκίας είναι ένα διαρκές στοίχημα και για τις δύο πλευρές, με τις περιόδους υψηλής έντασης -σε ορισμένες μάλιστα από τις οποίες τα τύμπανα του πολέμου μόνο προσχηματικά δεν χτυπούσαν- να είναι χρονικά σαφώς πιο διευρυμένες από τις αντίστοιχες της πλήρους ή σχετικής έστω ηρεμίας. Η γεωγραφική θέση των δύο χωρών έχει μονοδρομήσει τη διαρκή ανταγωνιστική γεωπολιτική τους σχέση και ό,τι αυτό συνεπάγεται, με την ιστορία των ελληνοτουρκικών συρράξεων να μιλάει από μόνη της.
Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο, όπου η ελληνοτουρκική προσέγγιση εξακολουθεί να αποτελεί στόχο αλλά και πολύπλοκο σταυρόλεξο, ο ρόλος της οικονομίας στον κατευνασμό των «παθών» είναι ολοένα και πιο ενεργός. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι τις πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες εκτόνωσης των επικίνδυνων για την ειρήνη καταστάσεων συνόδευε ή και κινητοποιούσε ακόμα η «αφύπνιση» της οικονομίας. Από το υψηλότερο επιχειρηματικό επίπεδο της συνεργασίας κολοσσών μέχρι τη μικρότερη τουριστική μονάδα ενός ελληνικού ακριτικού νησιού που υποδέχεται τους Τούρκους τουρίστες, όλοι έπαιζαν τον δικό τους αποτρεπτικό ρόλο.
Αποδείχτηκε ότι η οικονομία, το εμπόριο, οι επενδύσεις, ο τουρισμός μπορούν και μας φέρνουν τελικά πιο κοντά. Τις επικίνδυνες κρίσεις του ’87 όπως και των Ιμίων το ’96 ακολούθησαν περίοδοι σχετικής ηρεμίας, με αισθητή αναθέρμανση της οικονομικής συνεργασίας και των εκατέρωθεν επενδύσεων. Βεβαίως, μια παλιά λαϊκή παροιμία λέει ότι ««ο Τούρκος φίλος δεν πιάνεται». Αλλά οι business δεν έχουν ανάγκη από φιλίες. Θέλουν στόχο, πλάνο πάνω σε επενδυτικές ευκαιρίες και στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος στις αγορές των δύο χωρών. Οι «νόμοι» αυτοί συχνά κατισχύουν ακόμη και των πιο σκληρών ιστορικών αντιπαλοτήτων.
Η αφετηρία και η ώθηση
Ετσι και τώρα, η προσέγγιση των δύο χωρών είναι εμφανής μετά από μια μακρόχρονη περίοδο εντάσεων που πυροδοτούνταν από τις κατά καιρούς σκοπιμότητες του Ταγίπ Ερντογάν. Με αφετηρία τη συνάντηση του Βίλνιους μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου τον περασμένο Ιούλιο και μετέπειτα σημαντικό ορόσημο την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο, η προσπάθεια αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων δίνει καρπούς σε όλα τα μέτωπα. Με βασικό όχημά της όμως και την οικονομική, εμπορική και επιχειρηματική συνεργασία, όπου οι δύο χώρες ζουν μία από τις πιο ουσιαστικές περιόδους της τελευταίας 50ετίας. Κυριολεκτικά μια «νέα άνοιξη», λίγες ημέρες πριν τη νέα συνάντηση των δύο ηγετών, αυτή τη φορά στην Αγκυρα, στις 13 Μαΐου.
Οι αριθμοί
Ιδίως από την πλευρά των γειτόνων μας, με την έξοδο πολλών τουρκικών επιχειρήσεων προς δυσμάς και τον επενδυτικό προορισμό Ελλάδα να παίρνει χαρακτηριστικά απόβασης. Από την ενέργεια μέχρι το λιανικό εμπόριο και από το real estate και τον τουρισμό μέχρι τις ιχθυοκαλλιέργειες και τη βιομηχανία, τουρκικές εταιρείες σκανάρουν επενδυτικές προκλήσεις και ευκαιρίες στη χώρα μας και προχωρούν στο διά ταύτα. Ενδεικτικοί, όσο και αποκαλυπτικοί της νέας πραγματικότητας και των προοπτικών που διαμορφώνονται, πάντα υπό την αίρεση της διατήρησης του κλίματος προσέγγισης, οι αριθμοί:
– Το 2022 το διμερές εμπόριο ανήλθε στα 5,4 δισ. ευρώ. Τα 2,5 δισ. ελληνικές εξαγωγές στην Τουρκία και τα 2,9 δισ. εισαγωγές απ’ αυτήν. Αύξηση 18,4% έναντι του 2021. Μητσοτάκης και Ερντογάν στην Αθήνα ανέβασαν τον πήχη στα 10 δισ. δολάρια για τα επόμενα χρόνια.
– Μεταξύ 2002-2021 η Ελλάδα προχώρησε σε άμεσες επενδύσεις 7 δισ. δολαρίων στην Τουρκία, δηλαδή το 3,9% των διεθνών επενδύσεων στη γείτονα, όπου δραστηριοποιούνται 61 ελληνικές εταιρείες. Ανάμεσά τους Τιτάν, Intralot, Chipita, Alumil, Πλαστικά Κρήτης, Isomat, Kleemann, Ελληνικοί Λευκόλιθοι, Καρέλια κ.ά.
– Η Ελλάδα είναι στη 10η θέση των χωρών που υποδέχονται της τουρκικές εξαγωγές, ενώ η Τουρκία στην 5η μεταξύ των πελατών των ελληνικών προϊόντων.
– 800 Τούρκοι κατέχουν ήδη την ελληνική Golden Visa, δηλαδή διαθέτουν μόνιμη άδεια διαμονής επενδυτή, όντες στη δεύτερη θέση μεταξύ των ξένων που την έχουν αποκτήσει πίσω από τους Κινέζους. Σε σύνολο 14.875 αιτημάτων την τελευταία τριετία (2021-23), κατέχουν επίσης τη 2η θέση με 1.432 αιτήσεις.
– Το μέτρο της τουριστικής βίζας-εξπρές για Τούρκους επισκέπτες σε 10 νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχει ήδη οδηγήσει σε τριπλασιασμό αφίξεων από τη γείτονα.
Στο retail
Η αγορά του retail συνιστά τον τομέα με την πιο εμφατική κινητικότητα τουρκικών εταιρειών προς την Ελλάδα το τελευταίο διάστημα. Ενα κύμα ισχυρών αλυσίδων με υψηλές φιλοδοξίες έχει ξεκινήσει «αποβατική εκστρατεία» στη χώρα μας.
Σε θέση ατμομηχανής η διεθνής αλυσίδα ένδυσης LC Waikiki, η «τουρκική Zara» όπως αποκαλείται, η οποία προσώρας διαθέτει 12 καταστήματα διασπαρμένα σε όλη την Ελλάδα (Αθήνα, Πειραιάς, Πάτρα, Ηράκλειο, Αλεξανδρούπολη, Λάρισα κ.α.) με πλάνο ανάπτυξης έως και 30 μέχρι και το 2026. Διαθέτοντας 950 καταστήματα σε 46 χώρες, η φιλοδοξία της είναι να αποτελέσει τον τρίτο κορυφαίο παίκτη σε ένδυση, υπόδηση και αξεσουάρ στην Ευρώπη, ανταγωνιζόμενη ευθέως τους Ισπανούς της Inditex (Zara κ.λπ.) και τους Σουηδούς της H&M. Το μότο της φιλοσοφίας της είναι «όλοι αξίζουν να ντύνονται καλά».
Με έσοδα στα 34,1 δισ. δολάρια πέρυσι και εξάπλωση της αλυσίδας μέχρι και τη Λατινική Αμερική, ο ιδιοκτήτης της Μουσταφά Κιουτσούκ βιώνει μια περίοδο εκτόξευσης της προσωπικής του περιουσίας που αγγίζει τα 2 δισ. δολάρια και τον κατατάσσει αυτή την εβδομάδα στο Νο 1632 της λίστας «Forbes». Από την Ελλάδα, τα έσοδα του 2022 διαμορφώθηκαν σε 23,1 εκατ. ευρώ, διπλάσια του 2021.
Με 5 καταστήματα στην Αθήνα, η αλυσίδα λευκών ειδών και διακόσμησης Madame Coco έχει κλείσει 4 χρόνια στην ελληνική αγορά. Ιδρύθηκε το 2011 από τον Τουργκούτ Αϊντίν, έγινε γρήγορα ισχυρή διεθνής αλυσίδα στον κλάδο, με 391 καταστήματα σε 19 χώρες και ετήσια έσοδα 722 εκατ. δολάρια.
Μια ακόμη τουρκική αλυσίδα ένδυσης, η Colin’s του Eroglu Holdings Group, σχεδιάζει την περαιτέρω ανάπτυξη δικτύου καταστημάτων στην ελληνική αγορά. Αποτελεί σημαντική δύναμη στο εμπόριο ενδυμάτων με πάνω από 600 καταστήματα σε 38 χώρες. Στην Ελλάδα η παρουσία της εντοπίζεται προς το παρόν σε επιλεγμένα σημεία (Εμπορικό Κέντρο Σπάτων, Πάτρα κ.α.).
Με επόμενο σταθμό την Αθήνα, μετά την Αλεξανδρούπολη και τη Θεσσαλονίκη, αναπτύσσεται και η τουρκική αλυσίδα εσωρούχων Penti. Βρίσκεται στο Νο 3 των βιομηχανιών καλτσών στην Ευρώπη, παράγοντας 80 εκατομμύρια ζεύγη ετησίως, λειτουργώντας ένα σύνολο 600 καταστημάτων, τα 200 εκτός Τουρκίας, σε 34 χώρες.
Εδώ και σχεδόν 2 χρόνια η Vakko, μεταξύ των κορυφαίων οίκων μόδας και luxury προϊόντων στην Τουρκία, με διαδρομή 90 χρόνων, έχει ανοίξει θυγατρική και στην Ελλάδα, χωρίς όμως έκτοτε να κάνει το επόμενο βήμα. Εχει σχεδιάσει τις στολές για το προσωπικό της Turkish Airlines, αλλά και για την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Τουρκίας.
Σε αντίθετες τροχιές οι δύο κορυφαίοι όμιλοι