του Δημήτρη Τσαϊλά*
Εδώ και χρόνια, η Τουρκία ακολουθεί μια φιλόδοξη ατζέντα που ορίζεται από το τρίπτυχο Νεοθωμανισμός, Πανισλαμισμός, και Παντουρκισμός, προσπαθώντας να διευρύνει την επιρροή της σε χώρες και περιοχές που κατά την Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν υπό Οθωμανικό έλεγχο. Για τις δύο πρώτες επιδιώξεις χρησιμοποιεί σκληρή ισχύ, ενώ για τον Παντουρκισμό την ήπια ισχύ. Βέβαια μπορεί να μην είναι σε θέση να παραβιάσει την εθνική κυριαρχία σε όλες αυτές τις περιοχές, αλλά υπερασπίζεται όλο και περισσότερο τα οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντά της πολύ πέρα από τα σύνορά της. Είναι πλέον ευδιάκριτο ότι οι στόχοι της Τουρκίας είναι ευρείς. Για να τους πετύχει χρειάζεται να εξασφαλίσει πρόσβαση σε ζωτικές θαλάσσιες οδούς, όπως τον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο και τους ενεργειακούς πόρους στην ανατολική Μεσόγειο. Δηλαδή αυτό ακριβώς που απεικονίζει η λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα».
Με τις οικονομικές προσδοκίες για αύξηση των πόρων, η Άγκυρα προσλαμβάνει αυτές τις περιοχές ως την πύλη προς τις αναδυόμενες αγορές και αύξησης πόρων, γεγονός που μπορεί να ενθαρρύνει την περαιτέρω οικονομική της ανάπτυξη. Αλλά αντιμετωπίζει επίσης ορισμένους περιορισμούς, ιδιαίτερα με τον ανταγωνισμό από τους Μεσογειακούς λαούς και ιδιαίτερα από τον Ελληνισμό, καθώς και από τον αραβικό κόσμο που περιορίζουν την επιρροή της.
Η τουρκική ιστορία φαίνεται να δίνει στο καθεστώς ένα καλό λόγο για να θέτει ψηλά το βλέμμα του και να τους κάνει αλαζόνες. Πιστεύουν στον Νεοθωμανισμό ως συνεχιστές και κληρονόμοι μιας αυτοκρατορίας που, στο αποκορύφωμά της, κυβέρνησε μέρη της Ευρώπης, τη Μέση Ανατολή και μέρη από τη Βόρειο Αφρική. Αυτό έδωσε ουσιαστικά στους Οθωμανούς τον έλεγχο σε πολλές από τις θαλάσσιες διαδρομές του κόσμου και σε μερικές από τις πιο πλούσιες σε πόρους περιοχές του. Ωστόσο, η αυτοκρατορία κατέρρευσε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο στήριξε την πλευρά των ηττημένων, και τα εδάφη της αλλού διαμοιράσθηκαν και αλλού απελευθερώθηκαν μετά από αγώνα παλιγγενεσίας, όπως του Ελληνισμού.
Μία από τις μεγαλύτερες πηγές ισχύος της Τουρκίας είναι ο έλεγχός της Θάλασσας του Μαρμαρά, η οποία της δίνει ουσιαστικά τον έλεγχο του Βοσπόρου, μιας κρίσιμης πλωτής οδού που χωρίζει τα ευρωπαϊκά και ασιατικά τμήματα της Τουρκίας και συνδέει τη Θάλασσα του Μαρμαρά με τον Εύξεινο Πόντο. Η πρόσβαση μέσω του στενού είναι το κλειδί για τη μεταφορά πετρελαίου, σιταριού και άλλων αγαθών στην Ευρώπη από την Ασία. Αναγκάζει τις παράκτιες χώρες του Εύξεινου Πόντου, ιδίως τη Ρωσία, να αποφύγουν την άμεση αντιπαράθεση με την Τουρκία, διαφορετικά ενδέχεται να χάσουν την ικανότητά τους να διεξάγουν εμπορικές συναλλαγές με την Ευρώπη μέσω του Αιγαίου και στη συνέχεια της Μεσογείου.
Στον αντίποδα τώρα, μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της Τουρκίας, ωστόσο, είναι η παρουσία συμπλεγμάτων ελληνικών νησιών που βρίσκονται στο Αιγαίο Πέλαγος πέρα από τη Θάλασσα του Μαρμαρά και μια άλλη κρίσιμη πλωτή οδός μετά τα Δαρδανέλια. Τα νησιωτικά συμπλέγματα αυτά θα μπορούσαν να περιορίσουν την πρόσβαση της Τουρκίας σε μεγάλες θαλάσσιες οδούς, καθιστώντας τη χώρα ευάλωτη σε πιθανό αποκλεισμό ή ακόμα και επίθεση από άλλες ναυτικές δυνάμεις. Η άλλη σημαντική αδυναμία της είναι η έλλειψη εγχώριων ενεργειακών πόρων που θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις φιλοδοξίες της για βιομηχανική δύναμη, καθιστώντας την οικονομία της ιδιαίτερα εξαρτημένη από τις εισαγωγές ενέργειας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο δυναμική στη διεκδίκηση των αξιώσεών της για κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο.
Τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας στη Μεσόγειο οδήγησαν στην αυξανόμενη συμμετοχή της στη Λιβύη. Η Άγκυρα βασίζεται κυρίως στην πολιτική δέσμευση για αύξηση της επιρροής της εκεί. Αν και έχει ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο, το τουρκικό ναυτικό είναι αδύναμο σε σύγκριση με τα ναυτικά άλλων παγκόσμιων δυνάμεων που περιπολούν στη περιοχή. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια φιλόδοξη προσπάθεια εκσυγχρονισμού, αλλά οποιαδήποτε πρόοδος θα είναι αργή, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την αδύναμη βιομηχανική βάση της Τουρκίας και τον προϋπολογισμό προμηθειών. Επιπλέον, ο Ελληνισμός, ένας από τους κύριους μεσογειακούς αντιπάλους της έχει συνάψει ισχυρότερες συμμαχίες που ως πολλαπλασιαστές ισχύος μπορούν να βοηθήσουν στην υπεράσπιση των ανταγωνιστικών διεκδικήσεών της στη θάλασσα. Η Ελλάδα έχει συμφωνίες θαλάσσιας άμυνας με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αίγυπτο, ενώ έχει επίσης συνάψει αμυντικές συνεργασίες με ΗΠΑ και το Ισραήλ. Έτσι, οι τρέχουσες επιχειρησιακές δυνατότητες της Τουρκίας περιορίζονται κυρίως στο Αιγαίο.
Συμπεράσματα
Δεδομένου ότι η Τουρκία δεν μπορεί να βασιστεί στην άσκηση ωμής βίας, προσπαθεί να επεκτείνει την επιρροή της αντιστρέφοντας τους κανόνες διεθνούς δικαίου και παραχαράσσοντας την ιστορία και τις συνθήκες.
Σήμερα, η Τουρκία προσπαθεί να οικοδομήσει επιρροή στην περιοχή υποστηρίζοντας συμμαχικά ισλαμικά καθεστώτα, καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, η Τουρκία παρείχε οικονομική και τεχνική υποστήριξη για να βοηθήσει στην εξουσία των Αδελφών Μουσουλμάνων. Στην Τυνησία, παρείχε χρηματοδότηση και στήριξη στο ισλαμικό κόμμα. Είναι γνωστή η στήριξή της στην οργάνωση Χαμάς και των ισλαμιστών Σύριων. Ενώ στη Λιβύη συμμετείχε ενεργά στις πολεμικές επιχειρήσεις υπέρ των ισλαμιστών στον εμφύλιο πόλεμο που διεξάγεται, καταφέρνοντας μια απατηλή συμφωνία ως τουρκολιβυκό μνημόνιο για διαμοιρασμό της ΑΟΖ, παρακάμπτοντας την Κρήτη. Οι κινήσεις αυτές δεν ανησύχησαν μόνο τον Ελληνισμό, αλλά και τους γεωπολιτικούς αντιπάλους της, ιδιαίτερα τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίοι θεωρούν την προσπάθεια της Τουρκίας να διαδώσει το πολιτικό Ισλάμ, ως εγγυητής του Πανισλαμισμού στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ως απειλή για τα μοναρχικά τους συστήματα και την ηγεσία τους στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο.
Η σημερινή στάση της Τουρκίας προς το Αιγαίο δεν είναι αποκλειστικά προϊόν της εσωτερικής πολιτικής, όπως πολλοί συνεχίζουν να πιστεύουν. Εκτιμώ ότι αξιολόγησαν τον αντίκτυπο που έχει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία στην τουρκική εξωτερική πολιτική, και το καθεστώς Ερντογάν αισθάνεται ότι έχει την ευκαιρία να επιδιώξει ένα ευρύ σύνολο αναθεωρητικών στόχων στα σύνορά του. Έτσι με την υποστήριξη των εθνικιστών και του κατεστημένου ασφαλείας της χώρας, η Άγκυρα εκτιμά ότι θα μπορούσε να πιέσει πιο έντονα στα ελληνικά ναυτικά σύνορα, τα οποία πιστεύει ότι είναι ιστορικό και γεωγραφικό ατόπημα.
Σε κάποιο βαθμό διακρίνουμε, ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί εκφράσεις ανασφάλειας που απηχούν αυτές της Ρωσίας ενόψει του πολέμου με την Ουκρανία. Όπως και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η Ρωσία και η Ουκρανία μοιράζονται μια μακρά ιστορία ανταγωνισμού και διαφωνιών με ζητήματα κυριαρχίας. Όπως οι Ρώσοι υποστηρικτές του πολέμου κατά της Ουκρανίας, εξέχουσες φωνές και στην Τουρκία βλέπουν παρομοίως το Αιγαίο ως ένα πιθανό μέτωπο σε έναν αγώνα αντιπροσώπων εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορεί να είναι αυτός ο λόγος που οδήγησε το καθεστώς του Ερντογάν να επαναλάβει την απειλή του ότι θα «προχωρήσει περαιτέρω» αμφισβητώντας την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, επιχειρώντας ακόμη και αποβατική ενέργεια κατά νήσων ελληνικών. Εάν η τρέχουσα κρίση στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο δίνει κάποιο μάθημα, αυτό είναι ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τον κίνδυνο σύγκρουσης. Ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όχι μόνο είναι πιθανός, αλλά ίσως κάποια στιγμή, ενδεχόμενος.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια, και του Strategy International.