Κυκλοφόρησε πρόσφατα στο ∆ιαδίκτυο η είδηση ότι πρόκειται να κατέβει ως υποψήφιος βουλευτής στις επερχόμενες ελληνικές εκλογές ο Ζαν Μονέ. Πράγμα μάλλον απίθανο, καθώς ο Γάλλος αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει από καιρό αποχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο
Κυκλοφόρησε πρόσφατα στο ∆ιαδίκτυο η είδηση ότι πρόκειται να κατέβει ως υποψήφιος βουλευτής στις επερχόμενες ελληνικές εκλογές ο Ζαν Μονέ. Πράγμα μάλλον απίθανο, καθώς ο Γάλλος αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει από καιρό αποχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Εκ παραδρομής είχε παραλειφθεί το όνομα του Ελληνα πιθανού υποψηφίου, ο οποίος προφανώς κατέχει την ομώνυμη έδρα ευρωπαϊκών σπουδών σε κάποιο πανεπιστήμιο. Στα σόσιαλ μίντια έγινε το σχετικό χάζι, καταλήγοντας ότι είναι κρίμα διότι η υποψηφιότητα του Ζαν Μονέ θα προσέδιδε κύρος στο ελληνικό Κοινοβούλιο – θα είχε δε εξασφαλισμένη την εκλογή του, αφού ήδη διαθέτει έδρα.
Είναι, όµως, στ’ αλήθεια καλή συνταγή δημοκρατικής αναζωογόνησης; Οχι απαραίτητα. Αρκεί να σκεφθούμε την εκπροσώπησή μας στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου κατά τεκμήριο θέλουμε να εμφανιζόμαστε «σοβαροί», εκπροσωπώντας τη χώρα στους «άλλους Ευρωπαίους». Η εμπειρία δείχνει ότι η ουσιαστική δουλειά εκεί γίνεται μάλλον από επαγγελματίες πολιτικούς, ή από ανθρώπους προερχόμενους από την κοινωνία πολιτών, παρά από φωτογενείς της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, ηθοποιούς ή ποδοσφαιριστές.
Η λύση, υποστηρίζουν ορισμένοι, θα ήταν να επανέλθει το σύστημα της λίστας, όπως ίσχυε παλαιότερα στις ευρωεκλογές. Να καθορίζουν τα κόμματα τη σειρά εκλογής των υποψηφίων τους, ώστε να διασφαλίζουν ότι θα επιλέγουμε τους πιο επαρκείς, χωρίς να υποκύπτουμε στον πειρασμό της φωτογένειας. Αυτό δίνει στα κόμματα την ευκαιρία να «διαπαιδαγωγήσουν» τους πολίτες σε ένα πιο απαιτητικό επίπεδο εκπροσώπησης. Ενδεχομένως όμως είναι μια ελιτίστικη προσέγγιση, που θεωρεί δεδομένο ότι οι πολίτες επιλέγουν το «εύκολο» κριτήριο της αναγνωρισιμότητας. Η άλλη διαθέσιμη επιλογή, ο σταυρός προτίμησης, έχει μια αρετή πολύτιμη σε καιρούς δημοκρατικής απομάγευσης: μεγαλύτερη ελευθερία (άρα και ευθύνη) επιλογής, επομένως μεγαλύτερη εμπλοκή με τη διαδικασία της εκπροσώπησης.
Το κυρίαρχο πρότυπο του λευκού, άνδρα, μεσήλικα δικηγόρου (γιατρού, μηχανικού) βουλευτή στο ελληνικό Κοινοβούλιο έρχεται σε αντίθεση με τη σύνθεση μιας κοινωνίας που αλλάζει, απωθώντας τις αλλαγές της.
Αυτό δεν σηµαίνει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει ή μπορεί να είναι μια λεπτομερής μικρογραφία της κοινωνίας, όπου θα εκπροσωπούνται όλες οι δυνατές κοινωνικές καταστάσεις. Εάν τραβήξουμε αυτή τη λογική στα άκρα, εύκολα μετατρέπεται σε καρικατούρα: ένα Κοινοβούλιο όπου θα είχαν τον δικό τους εκπρόσωπο οι πωλητές αυτοκινήτων, οι απόφοιτοι ΙΕΚ, οι δασκάλες χορού, οι γεννημένες το 1980, οι καταγόμενοι από την ορεινή Γορτυνία κ.ο.κ.
Από την άλλη, όμως, το κυρίαρχο πρότυπο του λευκού, άνδρα, μεσήλικα δικηγόρου (γιατρού, μηχανικού) βουλευτή στο ελληνικό Κοινοβούλιο έρχεται πια σε εξαιρετικά μεγάλη αντίθεση με τη σύνθεση μιας κοινωνίας που αλλάζει απωθώντας τις αλλαγές της.
Είναι επίσης η εκπροσώπηση των νεότερων, του πρεκαριάτου, των non binary έμφυλων ταυτοτήτων ή της δρώσας κοινωνίας πολιτών. Αλλά και κάτι ακόμη πιο απωθημένο: ένα μεγάλο ποσοστό συμπολιτών μας, σήμερα πια, είναι άνθρωποι διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής. Ζουν εδώ, εργάζονται, σπουδάζουν, κάνουν παιδιά, προσφέρουν ισότιμα σε μια χώρα που κατά τα άλλα διαρκώς γερνάει. Οι άνθρωποι αυτοί διεκδικούν τη διττή τους ταυτότητα, όλο και πιο έντονα στον δημόσιο χώρο. Εκπροσωπούνται, στ’ αλήθεια όμως, στους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας; Δεν θα ήταν άραγε μια τολμηρή –ενδεχομένως και πολιτικά επωφελής– άσκηση δημοκρατικής παιδαγωγικής, τα κόμματα να προωθήσουν υποψηφίους που θα εκπροσωπούν αυτές τις θεσμικά «αόρατες» κοινωνικές ταυτότητες; Eνας πιο πλουραλιστικός κοινοβουλευτισμός θα κάλυπτε ίσως καλύτερα το χάσμα εκπροσώπων – εκπροσωπουμένων, απ’ ό,τι ένας κοινοβουλευτισμός της μιντιακής αναγνωρισιμότητας. Θα συμφωνούσε, πιθανώς, και ο Ζαν Μονέ.
* Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι συγγραφέας, πολιτικός επιστήμων.
Καθημερινή