Η επανάσταση των iPhone του Στιβ Τζομπς, οι «βαρήκοες» κρατικές υπηρεσίες και οι… λύσεις, με το αζημίωτο, από ιδιωτικές εταιρείεςΦωτ. SHUTTERSTOCK.
Μέχρι και το τέλος της δεκαετίες του 1980 οι μικρές αγγελίες ιδιωτικών ντετέκτιβ, διαφήμιζαν στις προσφερόμενες υπηρεσίες τους μαζί με «διαζύγια, παρακολουθήσεις, προγαμιαία» και «τηλεμαγνητοφωνήσεις». Ήταν κοινό μυστικό ότι ο ασαφής αυτός όρος περιλάμβανε την (παράνομη) παρακολούθηση τηλεφωνικών κλήσεων. Αυτή συνήθως γίνονταν συνδέοντας ένα μαγνητόφωνο ή έναν ραδιοπομπό στο σημείο που κατέληγε το τηλεφωνικό καλώδιο του θύματος στο λεγόμενο «καφάο». Τα γκρίζα αυτά κουτιά που βλέπουμε στα πεζοδρόμια κάθε γειτονιάς συγκεντρώνουν τις τηλεφωνικές γραμμές μερικών δρόμων για να τις συνδέσουν με το κτήριο που στεγάζει το τηλεφωνικό κέντρο μιας ολόκληρης περιοχής. Κανονικά, ονομάζονται υπαίθριοι ή κύριοι κατανεμητές — η λέξη «καφάο» προέρχεται από την ελληνική προφορά των γραμμάτων KV του αντίστοιχου γερμανικού όρου Kabelverzweiger. Όντας αφύλακτοι και εύκολο να διαρρηχθούν ήταν το ιδανικό μέρος για να εγκαθιστούν οι ντετέκτιβ, και, υποψιάζομαι και οι κρατικές υπηρεσίες, τις συσκευές τηλεφωνικής παρακολούθησης.
Όπως κάθε κερκόπορτα, η κεντρική αυτή δυνατότητα συνακρόασης δεν είναι καθόλου ακίνδυνη. Αυτό το είδαμε στην Ελλάδα το 2004 όταν, άγνωστοι τότε, σχεδόν σίγουρα πράκτορες υπηρεσίας των ΗΠΑ όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ενεργοποίησαν παράνομα το σύστημα συνακρόασης ενός παρόχου κινητής τηλεφωνίας για να παρακολουθήσουν τις επικοινωνίες δεκάδων κυβερνητικών αξιωματούχων και πολιτικών.
Το πεδίο άλλαξε ξανά όταν το 2007 ο τεχνολογικός οραματιστής και συνιδρυτής της Apple, Steve Jobs, παρουσίασε το πρώτο iPhone. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα της εποχής εκείνης, το iPhone μπορούσε με εύκολο τρόπο να τρέξει εφαρμογές που είχαν δημιουργήσει άλλες εταιρίες, όπως γίνονταν μέχρι τότε στους προσωπικούς υπολογιστές. Αυτό δημιούργησε ένα νέο πρόβλημα στις διωκτικές αρχές, διότι η επικοινωνία μέσω των εφαρμογών αυτών (π.χ. Gmail, Messenger, Snapchat, Viber, WhatsApp) γίνεται κρυπτογραφημένα και συνεπώς οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι δεν μπορούν να την εντάξουν στα συστήματα νόμιμης συνακρόασης. Άρα, για να μπορέσει π.χ. η αστυνομία να διαβάσει τα μηνύματα μελών μιας εγκληματικής οργάνωσης θα πρέπει να απευθυνθεί ξεχωριστά με δικαστική εντολή σε κάθε εταιρία κατασκευής εφαρμογών που μεταφέρει και επεξεργάζεται τα μηνύματα αυτά. Επειδή τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα μπορούν να τρέξουν εκατομμύρια διαφορετικές εφαρμογές η διαδικασία αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα.
Λύση στις «βαρήκοες» κρατικές υπηρεσίες ήρθαν να δώσουν ιδιωτικές εταιρίες που δημιουργούν και εμπορεύονται εξαιρετικά προηγμένα και φυσικά πανάκριβα συστήματα παρακολούθησης για κινητά τηλέφωνα. Οι εταιρίες αυτές ανακαλύπτουν τρωτότητες σε συγκεκριμένους τύπους τηλεφώνων (το αντίστοιχο με ένα παράθυρο σε έναν ουρανοξύστη που δεν ασφαλίζει καλά) και τις εκμεταλλεύονται για να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της συσκευής, δηλαδή να μπορεί κάποιος π.χ. να ακούει τι λέγεται, να βλέπει την οθόνη, να μαθαίνει τι γράφεται και να γνωρίζει που βρίσκεται η συσκευή κάθε στιγμή. Ένα τέτοιο σύστημα είναι το Predator, το οποίο φαίνεται ότι στόχευσε μέσω πλαστών ιστοσελίδων κινητά τηλέφωνα Ελλήνων χρηστών.
Η χρήση του συστήματος Predator στην Ελλάδα φέρνει στην επικαιρότητα τρία σοβαρά θέματα.
Πρώτον, την ανάγκη θέσπισης ρυθμιστικού πλαισίου για τέτοια συστήματα. Θα πρέπει να υποχρεωθούν νομικά οι εταιρίες που διαθέτουν τέτοια συστήματα και οι κρατικές υπηρεσίες που τα θέτουν σε λειτουργία να προσφέρουν και να χρησιμοποιούν μια υποδομή ελέγχου και αναφορών αντίστοιχη με αυτή των υπαρχόντων συστημάτων συνακρόασης μέσω του τηλεφωνικού κέντρου. Η υποδομή αυτή επιτρέπει τη συνακρόαση μόνο όταν εισαχθούν τα στοιχεία της νόμιμης άδειας και καταγράφει όλες τις ενέργειες συνακρόασης προκειμένου να μπορούν να τις ελέγχουν οι αρμόδιες αρχές, όπως η ΑΔΑΕ.
Τρίτον, τον τρόπο που αντιμετωπίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα συστήματα τύπου Predator. Ανέφερα ήδη την ανάγκη κανονιστικής ρύθμισής τους. Μήπως αντί αυτού θα πρέπει να απαγορευθούν εντελώς; Αυτό θα ενισχύσει σημαντικά την προστασία των επικοινωνιών όλων των πολιτών, αλλά θα δυσκολεύσει το έργο των κρατικών υπηρεσιών που βασίζονται σ’ αυτά. Μήπως αντί των συστημάτων αυτών, που αναπτύσσονται σε καθεστώς Άγριας Δύσης, θα πρέπει οι κατασκευαστές κινητών συσκευών να υποχρεωθούν να προσθέσουν τη δυνατότητα νόμιμης παρακολούθησης στις συσκευές τους; Όμως, η ζωή μας σε ένα τέτοιο θεσπισμένο Πανοπτικό ακούγεται εφιαλτική, ενώ παράλληλα αυτή η δυνατότητα παρακολούθησης σίγουρα θα αποτελέσει εξαίρετο στόχο κυβερνοεπιθέσεων και εργαλείο απολυταρχικών καθεστώτων. Δυστυχώς δεν υπάρχει εύκολη και προφανής απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα.
*Ο κ. Διομήδης Σπινέλλης είναι καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστήμιου Αθηνών και στο Τμήμα Τεχνολογίας Λογισμικού του Πολυτεχνείου του Ντελφτ.
Καθημερινή