Ο Χριστόπουλος του ΣΥΡΙΖΑ για τη Β. Ήπειρο: Ομιλεί χωρίς ντροπή για “ελληνικό αλυτρωτισμό” και “εθνοκάθαρση”

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

ΑΡΘΡΟ: DEFENCE POINT – HELLAS JOURNAL

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, άλλο ένα παράδειγμα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι Έλληνες, υποτίθεται διεθνιστές, καταλήγουν να υποστηρίζουν τα εθνικιστικά αφηγήματα τρίτων χωρών, είτε αυτά είναι το αλβανικό, είτε το σκοπιανό, είτε το τουρκικό.

Το ζητούμενο είναι εάν αυτό το ιδιότυπο «εθνικό αυτομαστίγωμα» ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνον ως αποτέλεσμα ιδεοληψιών ή χωρούν και άλλου τύπου δυνητικές ερμηνείες. Διότι στην υπόθεση με τη μειονότητα στη Θράκη που απασχόλησε τη δημοσιότητα προεκλογικά, προέκυψαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο και ειδικές σχέσεις με πρεσβείες…

Λίγες μέρες λοιπόν μετά την εμπλοκή του στην ομάδα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη συντριπτική πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής που προσυπέγραφε την συμπερίληψη της Σαμπιχά Σουλεϊμάν στα ψηφοδέλτια του κόμματος στις μειονοτικές περιοχές, κι ενώ δεν έχει ακόμα υποχωρήσει ο αρνητικός αντίκτυπος, ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος «ξαναχτυπάει» με άρθρο του στον ιστοχώρο «NEWS 247».

  • Αυτή τη φορά στο στόχαστρό του μπαίνει η περιοχή της Βορείου Ηπείρου και η ελληνική μειονότητα. Κι όλα αυτά ειπώθηκαν, όπως διευκρινίζεται, σε εκδήλωση στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο στα Τίρανα της Αλβανίας, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, μαζί με τον Ιστορικό Λάμπρο Μπαλτσιώτη.

Το να μπει κανείς στη διαδικασία να απαντήσει σε όσα αναφέρει, είναι πολύπλοκη και εξειδικευμένη εργασία. Ο χώρος δεν επαρκεί.

Η απλή αναφορά όμως όσων υποστηρίζει, αρκεί για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δυστυχώς, αφού η κατηγορία αφορά ελληνικό κόμμα, οι κατηγορίες περί «εθνομηδενισμού» που εξαπολύονται εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν… πολιτικές συκοφαντίες, αλλά στηρίζονται στις πεποιθήσεις του σκληρού πυρήνα της ηγεσίας του.

Αυτό με την προσθήκη… ολίγης από σταλινισμό, οδήγησε στην αδιαφορία απέναντι στη σαφέστατη θέση της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ της υποψηφιότητας της Σαμπιχά.

Αντιγράφουμε, για λόγους υπενθύμισης και τεκμηρίωσης, από το άρθρο-καταγγελία του πρέσβη επί τιμή Γεώργιου Αϋφαντή:

«Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής [σ.σ. 167 ψήφους υπέρ και 2 αποχές] ετσιθελικά αγνοήθηκε από την ηγεσία, δίχως να υπάρξει ακύρωσή της, ή κάποιο άλλο πρόσχημα καταστατικής διαδικασίας.

Πέρα από την απ’ ευθείας παρέμβαση του Τούρκου πρέσβυ στο Νίκο Παππά, ως υποστηρικτική χορωδία λειτούργησαν οι Νίκος Φίλης, Νίκος Βούτσης, Μαρία Ρεπούση και Μαρία Γιαννακάκη (οι δύο τελευταίες βουλευτές ΔΗΜΑΡ ακόμη τότε, αλλά διαπραγματευόμενες την προσχώρησή τους στον ΣΥΡΙΖΑ) και οι καθηγητές Δημήτρης Χριστόπουλος και Κώστας Τσιτσελίκης.

»Όλοι αυτοί (εκ παραλλήλου με τον Τούρκο πρέσβυ) είχαν βεβαιώσει “αυθεντικά” τον Αλέξη Τσίπρα ότι η Σαμπιχά Σουλεϊμάν ήταν εθνικιστικό κατασκεύασμα της ΕΥΠ, άρα απαράδεκτη για το ψηφοδέλτιο.

Ο δε υποψήφιος ευρωβουλευτής Χριστόπουλος είχε προχωρήσει τις αμέσως επόμενες ημέρες σε αναίσχυντη επίθεση κατά της Σαμπιχά, καταγγέλλοντας ότι αποτελεί «μειονότητα μέσα στην μειονότητα» (λόγω ελληνοφροσύνης) και ότι «προσπαθεί τάχα να μας πει ότι η μειονότητα δεν είναι ένα ενιαίο, συμπαγές τουρκικό πράγμα»!»

  • Όλα δείχνουν όμως, ότι η Νέμεση έρχεται από την ίδια την κοινωνία… Σαν να μην έφτανε η «υπόθεση Σαμπιχά», έρχονται να προστεθούν και οι απόψεις του κ. Χριστόπουλου για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό. Ας δούμε λοιπόν, εντελώς ενδεικτικά, όσα υποστηρίζει ο εν λόγω καθηγητής του ΣΥΡΙΖΑ…

Το ελληνικό έθνος ανήκει στα «τυφλωμένα έθνη» που επιθυμούσαν να επεκταθούν γεωγραφικά, βλέποντας «ως φυσικό χώρο επέκτασης» του ελληνικού κράτους στη Βόρειο Ήπειρο, την οποία, σημειωτέον, τη βάζει σε εισαγωγικά. Πάλι καλά που προσθέτει ότι το όνειρο της «Μεγάλης Αλβανίας» έφτανε μέχρι την Πρέβεζα.

Ο καθηγητής κάνει λόγο για «ελληνικό αλυτρωτικό σχέδιο στη Νότια Αλβανία», καταλογίζοντας στην Ελλάδα «επιθετική πολιτική στα νότια αλβανικά εδάφη». Αναγκάστηκε δε (σ.σ.: εννοεί την Ελλάδα) «να υποχωρήσει από τα στρατιωτικά σχέδια» λόγω πίεσης… από την Κοινωνία των Εθνών, όμως «το αλυτρωτικό όραμα δεν σβήνει εύκολα».

Ακόμα και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «η ελληνόφωνη και αλβανόφωνη ορθόδοξη νότια Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί διακαή εδαφικό στόχο». Ο ίδιος αποφαίνεται, ότι όσοι μιλούν περί Βορείου Ηπείρου σήμερα στην Ελλάδα, εκπροσωπούν «περιθωριακές ως και γραφικές» φωνές, ακυρώνοντας διά της αποσιώπησης τα δεινά δεκαετιών που έζησαν στον «σοσιαλιστικό παράδεισο» του Χότζα.

  • Προφανώς και ο Ολυμπιονίκης Πύρρος Δήμας δεν είναι τίποτε άλλο από εθνικιστής με όσα έχει εξιστορήσει…  

Τούτων λεχθέτων, δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το ότι η αντιμετώπιση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία του Χότζα αποτυπώνεται σαν να μην έγινε και κάτι το τρομερό. Μιλά απλώς για «πολιτική ενσωμάτωσης της ελληνικής μειονότητας», με πρόσβαση στα γλωσσικά της δικαιώματα αλλά μόνο «στις λεγόμενες μειονοτικές ζώνες» και μόνο εφόσον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως πραγματικά εθνική.

Οι τεκμηριωμένες καταγγελίες για βασανιστήρια και για πρακτικές μετά την κατάρρευση του κομουνιστικού μπλοκ, που με τα σημερινά μέτρα και σταθμά θα εξασφάλιζαν στον Χότζα την επωνυμία του «Κιμ Γιονγκ Ουν των Βαλκανίων», ενδιαφέρουν προφανώς κάποιους μόνο εάν καταλογίζονται στην ελληνική πλευρά.

Όταν για παράδειγμα γίνεται λόγος για «Μικρασιατική Καταστροφή» και σε ένα ιδιότυπο εθνικό αυτομαστίγωμα, όσοι μιλούν περί «συνωστισμών στην προκυμαία στη Σμύρνη», σπεύδουν να κάνουν λόγο για εγκλήματα του ελληνικού στρατεύματος στη Μικρά Ασία.

Επανερχόμενοι στο πόνημα Χριστόπουλου, στις αλβανικές μειονοτικές ζώνες του Χότζα, δεν περιλαμβάνεται η Χειμάρα, για την οποία «πριν σχεδόν εκατό χρόνια το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι “η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ζήτημα της ζωής και όχι του νόμου” υπαινισσόμενο ότι ελληνική μειονότητα υπάρχει εκεί, είτε την αναγνωρίζει η Αλβανία είτε όχι».

Στο μέτρο που συνήθης «καραμέλα» είναι σε αυτού του είδους την ιστοριογραφία η «διεθνής νομιμότητα», κάνει εντύπωση η παντελής απουσία αναφοράς π.χ. στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που προέβλεπε αυτονομία για τη Βόρειο Ήπειρο. (ΕΔΩ)

Στο πλαίσιο αυτού του ψυχολογικά δυσεξήγητου εθνικού αυτομαστιγώματος, ο Δημήτρης Χριστόπουλος δηλώνει… ευθαρσώς, ότι «σε κάθε πάντως περίπτωση, η Αλβανία δεν έδιωξε την ελληνική μειονότητα, όπως έκανε η Ελλάδα με την αλβανική μειονότητα της Θεσπρωτίας και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό ως διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κρατών σε σχέση με τις εκατέρωθεν μειονότητές τους».

Και επιχειρώντας περαιτέρω να αναδείξει την Ελλάδα ως τον μεγάλο ιμπεριαλιστή και φταίχτη για ό,τι έχει συμβεί στην περιοχή, καταθέτει και το συμπέρασμά του:

«Νομίζω πως αν η Αλβανία είχε ακολουθήσει την πορεία της Ελλάδας μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40 μάλλον οι Έλληνες της Αλβανίας θα είχαν παρόμοια τύχη με τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, τους Τσάμηδες».

Εννοεί άραγε την εκδίωξή τους από τους Ναζί ως αντάλλαγμα στους Τσάμηδες συνεργάτες τους, τη στιγμή που η πατρίδα του υπέφερε κάτω από την μπότα του φασισμού; Ενδιαφέρον…

Δεν σταματά όμως εκεί, διαπραγματευόμενος το «τσαμικό ζήτημα». Εκεί κάνει στην Ελλάδα την… παραχώρηση να μην την κατηγορήσει για «γενοκτονία», συντασσόμενος ανοιχτά με την αλβανική θέση, αλλά για «εθνοκάθαρση»!

  • Πώς να μην είναι αγαπητός και περιζήτητος στις «χώρες του ελληνικού περιγύρου». Ούτε οι Αλβανοί έχουν δίκιο να κατηγορούν τους Έλληνες για γενοκτονία, όπως οι Έλληνες «με τις αντίστοιχες σφαγές των Ελλήνων του Πόντου», ούτε η Ελλάδα που υποστηρίζει πως οι Τσάμηδες πλήρωσαν τη συνεργασία τους με τον κατακτητή και έφυγαν να γλιτώσουν.

«Τίποτε από αυτά δεν ισχύει όμως», λέει ο Χριστόπουλος. Δεν έγινε «γενοκτονία» το καλοκαίρι του 1944 στη Θεσπρωτία, «καθώς ο στόχος τότε δεν ήταν η φυσική εξόντωση των Τσάμηδων από προσώπου γης αλλά η εκδίωξή τους από το ελληνικό έδαφος», αν και «σε ορισμένες περιπτώσεις περιλάμβανε και τον φυσικό αφανισμό τους».

Φροντίζει δε να μας θυμίζει, ότι «η πολιτική αυτή μετά τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας ονομάστηκε “εθνοκάθαρση”». Αυτό έγινε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1944… εθνοκάθαρση σε βάρος των Αλβανών Τσάμηδων.

Υπήρχε όμως «πρόσχημα και αιτία» και αυτό δεν ήταν άλλο από τον «δωσιλογισμό των ισχυρότερων παραγόντων» των Τσάμηδων, όμως δεν υπήρχε τότε συντεταγμένο ελληνικό κράτος αλλά «ανταγωνισμός δύο αντάρτικων οργανώσεων».

Απλά, εν συνεχεία, η Ελλάδα το αποδέχθηκε στην πράξη ως τετελεσμένο και δεν επέτρεψε την επιστροφή των Τσάμηδων. Προφανώς ο Χριστόπουλος θεωρεί ότι θα ήταν ασφαλείς, ή ότι η επιστροφή τους δεν θα γινόταν όπλο αποσταθεροποίησης στα χέρια της ΕΣΣΔ…

Ο καθηγητής Χριστόπουλος λησμονεί βολικά και δεν αξιολογεί, ότι το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Δικαστήριο Δωσίλογων Ιωαννίνων, καταδίκασε ερήμην 1900 Τσάμηδες της Θεσπρωτίας για συνεργασία με τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς. Οι Τσάμηδες, αντί για εγκληματίες πολέμου, βαφτίζονται αδικημένοι -από την Ελλάδα- πληθυσμοί.

Τούτων λεχθέντων, δεν εκπλήσσει ότι ο καθηγητής Χριστόπουλος δεν διστάζει να αποκαλέσει τον φυλακισμένο Φρέντι Μπελέρη ως «μάλλον αμφιλεγόμενο μειονοτικό παράγοντα», βάζοντας ακόμη ένα καρφί στον σταυρό που σηκώνει, στοχοποιημένος από τον Έντι Ράμα, παραμένοντας φυλακισμένος χωρίς σαφή δικαιολογία. 

Το ότι αναγνωρίζει «πρακτικές καταρράκωσης του κράτους δικαίου στην Αλβανία» από τις πράξεις του Αλβανού πρωθυπουργού, εξόφθαλμα δεν επαρκεί…

https://hellasjournal.com/2023/06/alexi-mazepse-tous-dioti-tha-se-katastrepsoun-o-christopoulos-tou-siriza-gia-ti-v-ipiro-omili-choris-ntropi-gia-elliniko-alitrotismo-ke-ethnokatharsi/

spot_img

10 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από πού προέρχεται το μίσος τους για την Ελλάδα και την Εκκλησία; Έχουν ξεπεράσει τον διεθνισμό και τον εθνομηδενισμό. Είναι ξεκάθαρα μισέλληνες και αντιχριστιανοί, οι οποίοι υιοθετούν άκριτα και προωθούν κάθε ανθελληνική και αντιεκκλησιαστική θεωρία, πρόθυμοι να ανοίξουν την κερκόπορτα σε κάθε εισβολέα.

    • Το παράδοξο είναι, ότι χαρακτηρίζουν όσους διαφωνούν μαζί τους (δηλαδή όλη την υπόλοιπη Ελλάδα) “περιθωριακούς”.
      Κάτι παρόμοι συνέβη και κατά τις διαδηλώσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών.
      Θεωρώ ότι ένα μέρος των πράξεων οφείλεται όντως σε ιδεολογικές αγκυλώσεις. Ωστόσο δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί στην γενικότερη θεώρηση, ότι οι αριστεροί στα πλαίσια της ιστορικής των συνεργασίας με το πολύ μεγάλο κεφάλαιο (με αντιπαροχή το βόλεμα στο δημόσιο) έζησαν για πολλές δεκαετίες σε βάρος της κοινωνίας οπωσδήποτε προνομιακά.
      Με αυτό τον τρόπο μια ολόκληρη γενιά νεοαριστερών γαλουχήθηκε με την πεποίθηση ότι η κοινωνία (το “κράτος” όπως το ονομάζουν για να σκεπάσουν τον παρασιστισμό τους) οφείλει να εργάζεται για αυτούς.
      Τώρα που η κοινωνία, όχι μόνο στις τελευταίες εκλογές, δείχνει ότι πλειοψηφικά τους πετάει στα σκουπίδια, αντιδρούν με τρόπο εκδικητικό και περιφρονητικό. Με την επίγνωση επιπλέον, ότι δεν έχουν να χάσουν πλέον τίποτα (δηλαδή την εξουσία), θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος να τηρούν έστω τα προσχήματα. Εναγωνίως δε επενδύουν την επιβίωσή των σε εξωκοινωνικούς, εξωελληνικούς παράγοντες οπότε είναι πρόθυμοι να τους υπηρετήσουν με οποιονδήποτε τρόπο.

    • Απλώς ως καθηγητής και νομίζω και σύμβουλος του κ. Τσίπρα εκφράζει την κρατούσα άποψη της καθόλου Αριστεράς , που πολέμησε με εμφυλιοπολεμικό μίσος στην Κατοχή τον Ναπολέοντα Ζέρβα του ΕΔΕΣ.
      Κερκόπορτα δεν ανοίγει σε εισβολέα αλλά διασπά την εθνική ενότητα στο εσωτερικό και δικαιολογεί τις δράσεις του Αλβανικού βαθέος κράτους εις βάρος των ομογενών της Αλβανίας ,που σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουν την ομόθυμη συμπαράσταση όλων των Ελλήνων.
      ΤΥΧΑΙΑ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙ Ο Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ.

  2. “πριν σχεδόν εκατό χρόνια το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι “η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ζήτημα της ζωής και όχι του νόμου” υπαινισσόμενο ότι ελληνική μειονότητα υπάρχει εκεί, είτε την αναγνωρίζει η Αλβανία είτε όχι”

    Χμμμ… Αυτό δεν ισχύει για τημειονότητα στη Δυτική Θράκη; Οι μειονότητες σε μια χώρα δεν υπάρχουν επειδή το προβλέπει ή το επιτρέπει κάποιος νόμος. Οι μειονότητες υπάρχουν, γιατί απλούστατα υπάρχουν. Οι νόμοι υπάρχουν για να προστατεύουν τις μειονότητες και όχι το αντίθετο. Το Ελληνικό Σύνταγμα και οι συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει υπογράψει η Ελλάδα πολύ αργότερα από την Συνθήκη της Λωζάνης (άρα και υπερισχύουν αυτής) καθορίζουν με ακρίβεια ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, και δεν κάνουν κανέναν διαχωρισμό σε εθνοτικές, γλωσσικές ή θρησκευτικές ομάδες. Όταν πχ στην Θράκη έχεις μια μερίδα του πληθυσμού που μιλάει την Τουρκική γλώσσα, πιστεύει στο Ισλάμ, έχει τουρκική συνείδηση και αυτοπροσδιορίζεται ως Τουρκική μειονότητα, είναι εντελώς άτοπο να επικαλείσαι συνθήκες του περασμένου αιώνα προκειμένου να αλλάξεις την συνείδηση αυτών των ανθρώπων.

    • είναι εντελώς γελοίο να ισχυρίζεσαι ότι επιχειρήται η αλλαγή της εθνικής συνείδησης “αυτών των ανθρώπων”. Πώς αλλάζει η εθνική συνείδηση;

  3. Το Πρωτόκολλο της Κερκύρας είναι ένα κείμενο που έχει περιπέσει σε αχρησία και στην ουσία/πράξη έχει ακυρωθεί από άλλα πρωτόκολλα (η δε αλβανική κυβέρνηση που το υπέγραψε κατέρρευσε στη συνέχεια).

    Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα».

    Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας.

    Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους: Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.

  4. Στη Θεσπρωτία κατοικούσαν:

    1) μουσουλμάνοι Τσάμηδες (Αλβανοί που κακώς κάποιοι τους αποκαλούν ‘Τουρκοτσάμηδες’),
    2) χριστιανοί Τσάμηδες (Αλβανοί),
    3) Έλληνες χριστιανοί,
    4) Αρβανιτόβλαχοι (οι λεγόμενοι Τσαμουρένι)
    5) Επίσης, υπήρχε ένας μικρός αριθμός μουσουλμάνων τσιγγάνων στους Φιλιάτες και αλλού (σήμερα κατοικούν σε 2 χωριά στους Άγιους Σαράντα) και μερικοί ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.

    Το 1928, ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Ηπείρου έφτανε επίσημα τους 19.244 από την πρώτη απογραφή πληθυσμού (αν και μάλλον ήταν περισσότεροι) και οι 17.008 δήλωναν ως μητρική τους γλώσσα την αλβανική. Πριν το 1928 ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου ανέρχονταν στους 20.160 κατοίκους, σε 63 διαφορετικά χωριά και πόλεις. Το 1913 όμως, όταν η Ήπειρος ενώθηκε με την Ελλάδα, οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοί της ανέρχονταν στους 40.000. Πολλοί απ’ αυτούς αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να μεταβούν στην Τουρκία και στην Αίγυπτο λόγω πιέσεων των ελληνικών αρχών. Γεγονός ήταν πως η ελληνική πλευρά, σκεπτόμενη πως η Αλβανία ίσως χρησιμοποιούσε τους Τσάμηδες ως μοχλό πίεσης σε διάφορα ζητήματα προσπάθησε από το 1924 να προκαλέσει με κάθε πρόσφορο τρόπο την εκούσια μετανάστευσή τους. Σε πρώτη φάση έφερε στην περιοχή μερικές χιλιάδες χριστιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας με σκοπό να ενταθεί η πίεση προς τους Τσάμηδες. Οι χριστιανοί πρόσφυγες με στήριγμα τη νομοθεσία των υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων έλαβαν σημαντικό μέρος της γης, ιδιαίτερα στις πλούσιες περιοχές Ηγουμενίτσας και Φαναριού. Η απαλλοτρίωση περιελάμβανε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κατοικίες. Η καταναγκαστική αυτή συγκατοίκηση έμελλε να είναι οδυνηρή για τους Τσάμηδες.

    Τσάμηδες ή Αλβανοτσάμηδες είναι το ίδιο πράγμα. Το «τουρκοτσάμηδες που λένε μερικοί είναι λάθος». Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν Αλβανοί και όχι Τούρκοι, αν και πριν 20ο αιώνα το πρόθεμα ‘τουρκο’ είχε την έννοια του μουσουλμάνου και όχι του εθνικά Τούρκου. Πρόγονοι των Τσάμηδων ήταν τα αλβανικά ποιμενικά φύλα που εισχώρησαν στη Θεσπρωτία τον 13ο-14ο αιώνα, και αναμίχθηκαν στη συνέχεια με παλαιότερα ιλλυρικά φύλα που είχαν εισχωρήσει στην Ήπειρο μετά την καταστροφή των πόλεων της από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, αλλά και παλαιότερα. Ήταν εκείνοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ασπάστηκαν το Ισλάμ μετά την αποτυχημένη επανάσταση του επισκόπου Τρίκκης Διονύσιου του Σκυλόσοφου.

    Σύμφωνα με τα βενετικά αρχεία, οι χίλιοι χριστιανοί, βοσκοί και γεωργοί, που ακολούθησαν τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο στην εξέγερση του 1611, ήσαν Αλβανοί χωρικοί προερχόμενοι από εβδομήντα χωριά της ευρύτερης περιοχής Παραμύθιάς. Το γεγονός, ότι είναι γεωργοί και βοσκοί, δηλώνει πως ένα μεγάλο μέρος των Αλβανών ημινομάδων των προηγούμενων αιώνων, είχε περιέλθει, στις αρχές του 17ου αι., στην κατηγορία των εδραίων χωρικών – κτηνοτρόφων, με μόνιμο πλέον τόπο διαμονής και συμπληρωματική γεωργική απασχόληση. Εχει δηλαδή πλήρως ενταχθεί στο οικονομικό γαιοκτητικό καθεστώς της αυτοκρατορίας, υφιστάμενο, κατά συνέπεια, άμεσα τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση και τη φορολογική πρακτική του κράτους και των εκπροσώπων του. Φορολογία και αυθαιρεσίες θα εξωθήσουν τους χίλιους αυτούς Αλβανούς γεωργο-κτηνοτρόφους σε εξέγερση. Μετά την αποτυχία της ανταρσίας θα ακολουθήσει η διασπορά στα βουνά και η προσφυγή στην άσκηση της ληστείας. (Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1938, τ. 13, σ. 84-86)

    Αργότερα, πολλοί Αλβανοί και Έλληνες χριστιανοί, μετανάστευσαν στην Κέρκυρα. Το 1627 ο Κινάν Πασάς εκτιμά σε πέντε χιλιάδες τον αριθμό των Ηπειρωτών που είχαν μεταναστεύσει στην Κέρκυρα, ενώ τον Ιούνιο του 1632 οι αρχές του νησιού αναφέρουν: «…Από τίνος ήλθον ενταύθα από την γειτονικήν Τουρκία περί τους 2.000 Ελληνες Αλβανοί εκ των οποίων άλλοι μεν διότι επείνων και εστερούντο εργασίας και άλλοι φεύγοντες την τυραννίαν.» (Κ. Μέρτζιος, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον, Α’ περί Κοσμά του Αιτωλού», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1940, τ. 19, σ. 42-44)

    Σίγουρα ένα ποσοστό των Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις γερμανικές και τις ιταλικές κατοχικές αρχές. Δεν λέτε όμως γιατί, αποσιωπάτε τις αιτίες και τις αφορμές. Από την άλλη, ένα άλλο ποσοστό Τσάμηδων, εντάχθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις, της Ελλάδας αλλά και της Αλβανίας (κυρίως στο Ε.Α.Μ. και στο αλβανικό L.A.N.C.), αλλά σχημάτισαν και κάποιες δικές τους μικρές ομάδες. Από τα ελληνικά δικαστήρια εκδόθηκαν περίπου 1900 καταδικαστικές αποφάσεις. Το ερώτημα είναι ότι, αφού καταδικάστηκε το 10% περίπου του τσάμικου πληθυσμού, γιατί εκδιώχθηκε και κακοποιήθηκε και το υπόλοιπο 90%; Για τους 2.500 δολοφονημένους Τσάμηδες (γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, κ.α.) από τις δυνάμεις του Ζέρβα, αλλά και από πιο πριν, δεν μιλάει κανείς. Μωρά παιδιά και αθώες γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, ήταν συνεργάτες των Γερμανών και αυτοί;

    Σε κάθε περίπτωση, σαφώς η οποιαδήποτε άδικη πράξη, η οποιαδήποτε δολοφονία είτε Έλληνα από Αλβανό, είτε Αλβανού από Έλληνα, είναι καταδικαστέα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήταν όμως πάντα τα πράγματα άσπρο-μαύρο. Για παράδειγμα ας θυμηθούμε τη συνεργασία του Κολοκοτρώνη με τους Τσάμηδες όταν αυτός κατέφυγε στην Κέρκυρα για να ζητήσει δυτική βοήθεια, ας θυμηθούμε ότι το 1831 ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Παραμυθιάς εναντίον των Σουλτανικών στρατευμάτων στη μάχη της Βελτίστας, δέχεται επίθεση του Εμίν Πασά των Ιωαννίνων και πολιορκείται για δυο μήνες το κάστρο της. Ακολουθεί μεγάλη καταστροφή των περιουσιών των Παραμυθιωτών και εξορίζονται οι αρχηγοί τους στην Σόφια.

    Οι δολοφονίες εναντίον των Τσάμηδων Αλβανών είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1913 από ελληνικές συμμορίες που επιτίθονταν στην περιοχή – ενθαρρυμένες προφανώς και από τις τότε ελληνικές αρχές. Ο Μάρκος Δεληγιαννάκης (μετά την προσάρτηση της Παραμυθιάς και της υπόλοιπης Τσαμουριάς στην Ελλάδα το 23.02.1913) με τη συμμορία του συνέλλαβαν 72 πρόκριτους Τσάμηδες, τους μετέφεραν στην τοποθεσία «Λίβερη» κοντά στο Σελάνι και τους σκότωσαν. Το γεγονός – διανθισμένο φυσικά με μπόλικη ελληνική προπαγάνδα – ομολογεί ο Σταύρος Παπαμώκος στο βιβλίο του «Η Σέλλιανη χθες και σήμερα» (εκδόθηκε στην Αθήνα το 1997) στη σελίδα 160:

    «Ο οπλαρχηγός Μάρκος Δεληγιαννάκης επί κεφαλής ομάδας κρητικών μαχητών, αλλά και άλλων ενόπλων από τα γύρω χριστια-νικά χωριά, κατέβηκαν στα τουρκοχώρια της Τσιαμουριάς και συνέλαβαν 72 Τουρκαλβανούς, τους οποίους μετέφεραν δεμένους στο απόμερο και ολοσκότεινο ρέμα ‘Μπιντούρια και Κατσικιά’ της Σέλλιανης και τους εκτέλεσαν.».

    Προσέξτε πως αποκαλεί τα αλβανικά χωριά περιφρονητικά ως «τουρκοχώρια». Παρόλο που ο Παπαμώκος κατακρίνει στο βιβλίο του – για λόγους τακτικής – την πράξη του συμμορίτη Δεληγιαννάκη, ο στόχος του είναι προφανής. Εννοεί ότι ‘οι Τούρκοι ήταν κατακτητές των Ελλήνων και τους είχαν σκλάβους, ο Μάρκος Δεληγιαννάκης επιτέθηκε στα τουρκοχώρια κ.τλ.’. Δηλαδή με λίγα λόγια, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Δεληγιαννάκης είχε το δίκαιο με το μέρος του, ότι επιτέθηκε στα χωριά των κατακτητών κ.α.

    Για την πράξη αυτή του Δεληγιαννάκη έχει βγει ακόμα και δημοτικό παραδοσιακό τραγούδι από τους Έλληνες, με το όνομα «Του Μάρκου Δεληγιαννάκη» όπου περιγράφεται αυτή η σφαγή στο Σελάνι (ελλ. ‘Σέλλιανη’):

    «Σαν τι κακό σας έκανα, κι μι κατηγουράτι;
    Ιγώ χουριά δεν έκαψα και σκλάβους δεν επήρα.
    Ιγώ τους πρώτους έμασα, εξήντα δυο νουμάτους
    Στη Σέλλιανη τους έσυρα, στο μνήμα του Μανώλη.
    Ξύπνα, Μανώλη ψυχογιέ, απού το μαύρου χώμα,
    να δεις αρνιά που σου ’φερα, κριάρια σουβλισμένα.».

    Οι Έλληνες πρόκριτοι της Παραμυθιάς που δολοφονήθηκαν από κάποιους Τσάμηδες ήταν λοιπόν αθώα θύματα αλλά οι 72 Αλβανοί που δολοφονήθηκαν από τη συμμορία του Δεληγιαννάκη ήταν κριάρια για σούβλισμα!!!

    Στις 12/1/1942, στο κέντρο της Παραμυθιάς, ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Ηλίας Νίκου, Διοικητής του τοπικού σταθμού, μαζί με τον Κώτσιο Νικόλα, μετέπειτα οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ και οι δύο, δολοφόνησαν δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες των Τσάμηδων στην περιοχή, τον κτηματία Τεφήκ Κεμάλ και τον γιατρό Αχμέτ Κασήμ. Οι συγκρούσεις και οι διαμάχες μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων είχαν αυξηθεί, ειδικά μετά την δολοφονία από τους χριστιανούς ενός επιφανούς μουσουλμάνου, του Γιασίν Σαντίκ, τον Δεκέμβριο του 1942. Μαρτυρίες υπάρχουν ακόμα και από Έλληνες που είχαν δει τα γεγονότα αυτά και όχι μόνο από Αλβανούς:

    «Τα έκτροπα σε βάρος των μουσουλμάνων συνεχίστηκαν από δημόσιους λειτουργούς και χριστιανούς κατοίκους, μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης…καλούσαν στα γραφεία τους όμορφες χανούμισσες και τις βίαζαν…Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη υποχρέωση σε έκδοση μουσουλμανίδων σε ορισμένα χωριά μεγάλη…» λέει ο Γιάννης Σάρρας (Γιάννης Σάρρας, «Ιστορικά-Λαογραφικά περιοχής Ηγουμενίτσας», σελ.631). Γράφει επίσης για την εκτέλεση των 8 μουσουλμάνων κατοίκων στη θέση Βίγλιζα στα υψώματα Λαδοχωρίου, που την επιβεβαιώνει – ως αυτόπτης μάρτυρας – ο Χρίστος Λόης, οπλίτης τότε στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων, και την καταγράφει στο βιβλίο του «Από τις σελίδες της μνήμης. Περιστατικά Πολέμου, 1940-1941», εκδ. Παπαδήμα, σελ.17.

    Το θέμα της γενοκτονίας των Τσάμηδων συμπεριελήφθη στην ατζέντα της τέταρτης γενικής συνέλευσης του Οργανισμού Μη Αναγνωρισμένων Εθνών και Λαών (UNPO) – που εδρεύει στη Χάγη – στις 20-26 Ιανουαρίου 1995.

    Ο Εσαμπουντίν Καντίου λέει: «Μας συγκέντρωσαν όλους στο σπίτι ενός Αλβανού, του Σαλί Αβούζι. Εκεί υπήρχαν και άλλοι που είχαν έρθει στην πόλη μας από τα γύρω χωριά. Εκεί είχαν συγκεντρώσει γυναίκες και μικρά παιδιά, καθόλου άντρες. Μας είχαν εκεί για περίπου 5-6 μήνες. Σχεδόν κάθε μέρα έθαβαν και από ένα παιδί. Μας είχαν πιάσει αρρώστιες, ήμασταν σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαμε να φάμε. Με λίγα λόγια πέθαναν πολλά παιδιά και ηλικιωμένες γυναίκες. Υπήρχαν κάποιες γυναίκες άνω των 80 χρόνων.. οι Έλληνες τους έριχναν από τις σκάλες και πέθαιναν…»

    Η Καντριέ Οσμάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου, τον ξάδερφο μου, τους αδερφούς της μητέρας μου και την αδερφή της μητέρας μου που ήταν παράλυτη. Την έριξαν από τις σκάλες και μετά την πυροβόλησαν…»

    Η Καντριέ Αλίου λέει: «Μπήκαν το βράδυ οι Έλληνες στο σπίτι μας, πήραν τα 4 πρόβατα που είχαμε. Η μητέρα μου με το μωρό στην αγκαλιά της τους έλεγε: {Σας παρακαλώ, δεν έχω γάλα για τα παιδιά μου} και ένας στρατιώτης της είπε: {Έχω μόνο μία σφαίρα, δεν είμαι εδώ για να την σπαταλήσω, πήγαινε μέσα}. Άκουγα τις γειτόνισσες μου που φώναζαν και έκλαιγαν. Τις είχαν κόψει τα αυτιά, τους τραβούσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά τους με τη μία και τους τα έκοβαν. Τις είχαν κόψει τα δάχτυλα για να τις πάρουν τα δαχτυλίδια.. απίστευτα πράγματα. Ξεκοίλιασαν έγκυες γυναίκες. Θυμάμαι ακόμα μία γυναίκα που είχε ένα μεγάλο τραύμα από λόγχη ανάμεσα στους ώμους της.»

    Ο Ραχμί Ουζέιρι λέει: «Σκότωναν γυναίκες και παιδιά. Είχαν ξεκοιλιάσει γυναίκες και τους έπαιρναν τα έμβρυα μέσα από τις κοιλιές τους. Τους είχαν κόψει τα δάχτυλα και τους έπαιρναν ό,τι κόσμημα φορούσαν..»

    Η Ραμπιέ Σεριάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου. Σκότωσαν τον πεθερό της θείας μου. Τους έστειλαν στο τζαμί της Παραμυθιάς. Είπαν στη θεία μου και σε μερικές άλλες γυναίκες να καθαρίσουν το τζαμί. Όταν πήγαν στο τζαμί, ήταν γεμάτο με ακέφαλα πτώματα. Η θεία μου αναγνώρισε τον αδερφό της από τη μπλούζα που φορούσε. Ήταν ο μοναδικός της αδερφός ανάμεσα σε 5 αδερφές που είχε. Αναγνώρισε τον πεθερό της από ένα χαρακτηριστικό που είχε στις κάλτσες του… Τελικά δεν υπήρχε τίποτα να καθαρίσουν. Τις είχαν πάρει στο τζαμί μόνο για να δουν..»

    «Ήμουν ήδη παντρεμένη για δύο χρόνια όταν σκότωσαν τον εικοσι-πεντάχρονο αδερφό μου και τους δύο αδερφούς του άντρα μου’ τον Σουλεϊμάν, τον Χαμίτ και τον αδερφό μου τον Εκρέμ. Ο ένας ήταν 39 και ο άλλος ήταν 22 χρονών. Μας πήραν και τα 700 πρόβατα που είχαμε…» λέει μία άλλη ηλικιωμένη πλέον γυναίκα (δεν θυμάμαι το όνομα της).

    Ο Φαΐκ Μπολλάτι λέει: «Το πρώτο που μας ζήτησαν ήταν για χρυσό. Ό,τι είχαμε, ό,τι είχαν η μητέρα μου και η θεία μου στον λαιμό τους και στα δάχτυλα τους τους τα άρπαξαν. Τότε είπαν στη μητέρα μου: {Θέλουμε τον γιο σου για ένα λεπτό. Θα τον πάρουμε και θα στον ξαναστείλουμε σε ένα λεπτό}. Δεν το είδα αλλά άκουσα τη μητέρα μου να κραυγάζει και να χοροπηδάει’ είχαν κόψει το κεφάλι του αδερφού μου. Ήταν μόνο 17 χρόνων…. Ένας γείτονας μας μας πήρε μετά στο σπίτι του. Το όνομα του ήταν Τσιλ Μπάρμπα. Του δώσαμε μερικά χρήματα και μας άφησε να μείνουμε στο σπίτι του. Αφού τη νύχτα μας πήρε χρυσαφικά και ό,τι μας είχε απομείνει, μας πήρε την άλλη μέρα σε μία εκκλησία. Στην εκκλησία θυμάμαι ότι τρεις φορές μας έβγαλαν έξω ώστε να μας σκοτώσουν αλλά παρενέβησαν κάποιοι Βρετανοί στρατιώτες και σωθήκαμε.. υπήρχε και μία γυναίκα. Τότε μας πήγαν για τέσσερις μήνες στην Ηγουμενίτσα, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε σπίτια κοντά στο λιμάνι, θυμάμαι ακόμα πως ανοιγόκλειναν τις μεγάλες σιδερένιες τους πόρτες. Άνοιγαν τις πόρτες, έπαιρναν νεαρά κορίτσια και τα βίαζαν. Κάποια επέστρεφαν πίσω, κάποια άλλα τα σκότωναν. Ακούγαμε τις κραυγές τους. Εκεί πέθανε μία από τις αδερφές μου από πείνα και έθαψαν ζωντανή μία θεία μου που τα παιδιά της ζούνε ακόμα.»

    Η Σανίγιε Μπολλάτι από την Παραμυθιά (Ajdonat) κάηκε ζωντανή ρίχνοντας της οινόπνευμα, αφού πρώτα της έκοψαν τους μαστούς και της έβγαλαν τα μάτια. Ο Ομέρ Μουράτι δολοφονήθηκε, έκοψαν το σώμα του σε κομμάτια και τα περιέφεραν στην Παραμυθιά. Στο σπίτι του Σούλο Τάρι είχαν συγκεντρωθεί περισσότερες από σαράντα γυναίκες. Ο Τσίλι Πόποβα απ’ το χωριό Πόποβο (Αγία Κυριακή) μαζί με μία ομάδα στρατιωτών, μπήκαν στο σπίτι και ξεκίνησαν να βιάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια σε ένα από τα δωμάτια. Οι κραυγές των γυναικών ακούγονταν όλη τη νύχτα. Ο Σέρι Φέιζο, ο Φικρέτ Σούλο Τάρι και άλλοι, δολοφονήθηκαν. Ο Χιλμί Μπεκίρι από τους Φιλιάτες (Filat) χτυπήθηκε μπροστά στα μάτια της οικογένειας του και αφέθηκε στο έδαφος να σφαδάζει. Η οικογένεια του θέλοντας να τον προστατέψουν, τον μετέφεραν στο σπίτι του γιατρού Μαυρουδίου. Έμεινε εκεί για μερικές ώρες αλλά ύστερα ο γιατρός ζήτησε να τον πάρουν. Τον πήγαν στο σπίτι του Στάβρο Μουχατζίρι, και στη συνέχεια στο σπίτι του Σουάιμπ Μέτια, όπου είχαν συγκεντρωθεί και άλλες οικογένειες. Το πληροφορήθηκαν οι Έλληνες παρακρατικοί και πήγαν στο σπίτι και τον σκότωσαν, αφού πρώτα του έβγαλαν τα χρυσά του δόντια με πένσες.

    Ο Μάλο Μούχο, ένας ογδοντάχρονος που για τέσσερα χρόνια είχε μείνει παράλυτος, δολοφονήθηκε. Τον έσφαξαν με ένα μικρό σπαθί μπροστά στη σύζυγο του. Του άνοιξαν το κεφάλι και τα μυαλά του πετάχτηκαν πάνω στη σύζυγο του. Στη συνέχεια διέφυγαν ανενόχλητοι. Ο Αμπντούλ Νούρτσε απήχθη στο Τρικόρυφο (Spatar) και οδηγήθηκε στους Φιλιάτες με τα πόδια και χωρίς παπούτσια, όπου τον έσειραν στους δρόμους της πόλης, και τελικά τον σκότωσαν μπροστά στο σπίτι του Νιδ Ταφότσι. 16 μέλη της οικογένειας του Λίλε Ρουστέμι από τον Άγιο Βλάσιο/Σούβλιασι (Sullashi), κυρίως παιδιά, κατακρεουργήθηκαν χωρίς να επιζήσει κανένας. Ο Τζελάλ Μινίτι από την Παραμυθιά αποκεφαλίστηκε πάνω στο πτώμα του μουφτή Χασάν Αμπντουλλάχου. Ο Σαλί Μουχεντίνι, ο Αμπεντίν Μπάκο, ο Μουχάμμεντ Πρόνια και ο Μάλο Σεϊντίου βασανίστηκαν, τους έκοψαν τα δάχτυλα, τη μύτη, τη γλώσσα και τα δάχτυλα των ποδιών, και ενόσο αυτοί σφάδαζαν από τους πόνους, οι αντάρτες του Ζέρβα χόρευαν και εξυμνούσαν τον αρχηγό τους. Στο τέλος τους σκότωσαν χτυπόντας τους με μαχαίρια και κοφτερά αντικείμενα.

    Ακολουθεί η περιγραφή του Εσρέφ Χιλμί, κατοίκου της Παραμυθιάς, ο οποίος περιέγραψε τη σφαγή που έγινε στην περιοχή:

    «Την Τρίτη, 27 Ιουνίου 1944, στις 7 το πρωί, οι Έλληνες αντάρτες (του Ζέρβα), υπό τον συνταγματάρχη Κρανιά, τους Χρήστο Σταυρόπουλο, Λευτέρη Στρουγκάρη, και Νικόλαο Τσένο, μπήκαν στην πόλη και η διαταγή δόθηκε: κανένας δεν έπρεπε να ζήσει… Το ίδιο απόγευμα, συνέλλαβαν τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, λες και ήταν κλέφτες. Το επόμενο πρωί όλοι οι άντρες δολοφονήθηκαν. Αφού με κράτησαν φυλακισμένο για τέσσερις ημέρες, με άφησαν να φύγω για να πάω να θάψω τους νεκρούς. Στην περιοχή ‘η εκκλησία του Άη Γιώργη’, αναγνώρισα 5 πτώματα. Οι υπόλοιποι ήταν αδύνατον να αναγνωριστούν, εξαιτίας των βασανιστηρίων που είχαν υποστεί. Τα 5 θύματα που αναγνώρισα ήταν: ο Μετ Τσέρε, ο Σαμί Ασίμι, ο Μαχμούτ Κούπι, ο Άντεμ Μπεκίρι και ο Χακί Μίλε. Δύο ημέρες αργότερα, με έστειλαν στα Βώλια, κοντά στο σπίτι του Δημήτρη Νικολάου, όπου είχαν σκοτώσει 8 ανθρώπους. Δεν μπόρεσα να τους αναγνωρίσω επειδή τους είχαν κόψει κομματάκια. Παντού τριγύρω υπήρχαν πτώματα.

    Μία γυναίκα με το ονοματεπόνυμο Σανιγιέ Μπολλάτι υπέσθη φοβερά βασανιστήρια και την έκαψαν ζωντανή με οινόπνευμα. Αυτή η τραγωδία έγινε την Τετάρτη, ενώ την Παρασκευή το πρωί μεταφέρθηκε από τη μητέρα της και δύο συγχωριανούς κατά διαταγή των παρακρατικών και αφού την κάλυψαν με μία κουβέρτα, την έκρυψαν σε μία αποθήκη ώστε να μην τη δει κανείς. Η καημένη γυναίκα πέθανε 5 ημέρες αργότερα. Το πτώμα της είχε γεμίσει σκουλήκια. Όλα αυτά που αναφέρω εδώ, τα έχω δει με τα μάτια μου.

    Στην αρχή, κρύφτηκα για 5 μέρες σε μία σοφίτα, αλλά με έπιασαν οι μοναρχο-φασίστες και με οδήγησαν μπροστά στον Κρανιά ο οποίος αφού με ρώτησε διάφορα, διέταξε να με φυλακίσουν. Στη φυλακή βρήκα άλλα 380 άτομα, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά. 120 από αυτούς πέθαναν από την πείνα. Τέσσερα άτομα μαζί με ‘μένα ήμασταν στη φυλακή για 15 ημέρες, μετά απ’ τις οποίες μας μετέφεραν στην Πρέβεζα (Prevezë) και από εκεί στα Γιάννενα (Janinë), όπου μείναμε για 40 ημέρες. Εκεί μας υπέβαλαν απερίγραπτα βασανιστήρια. Απελευθερωθήκαμε ύστερα από την άφιξη στην πόλη των δυνάμεων του ΕΑΜ.»

    Ο Ντερβίς Σούλο από το χωριό Τρικόρυφο (Spatar) στην περιοχή των Φιλιατών (Filati), περιγράφει τη σφαγή στο Τρικόρυφο ως εξής:

    «Το πρωί του Σαββάτου τον Σεπτέμβριο του 1944, συγκέντρωσαν τους κατοίκους μπροστά από το τζαμί του χωριού. Οι στρατιώτες άρχισαν να βιάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια, ακόμα και μεγάλες γυναίκες. Η Πέτσε Τσουλάνι, 50 χρόνων, βιάστηκε, της έκοψαν τα μαλλιά και τα αυτιά της, και στο τέλος τη σκότωσαν στο περιβόλι της, στην περιοχή Μούτσο. Είχαν φέρει στο σπίτι μας την οικογένεια του Σάκο Μπανούσι από την Σκορπιόνα (Skropjona), που αριθμούσαν 8 γυναίκες, άντρες και παιδιά. Αφού βίασαν τις γυναίκες και τις έκοψαν τους μαστούς με μαχαίρια, τους σκότωσαν όλους….
    Στο σπίτι του Νταμίν Μουχαμέτι, δολοφονήθηκαν 5 γυναίκες και 3 παιδιά… Στο σπίτι του Φετίν Μουχαμέτι, βίασαν και βασάνισαν τη Χάνε Ισούφι και μία άλλη γυναίκα… Στο σπίτι του Ντούλε Σερίφι, έκοψαν τα κεφάλια του ογδοντάχρονου Σουλεϊμάν Διμίτσα και της συζύγου του. Στο σπίτι του Μέτο Μπράχο, 20 άτομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κάηκαν ζωντανοί… Η Κίγιε Νούρτσια, 70 ετών, μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου… Στο αμπέλι του Ζούλε και στον κήπο του Αμπντούλ Νούρτσε, είδα 20 σφαγμένους ανθρώπους. Στο σπίτι του Χατζή Λατίφι, βίασαν την κόρη του Χατζή Γκουλάνι, ενώ στο σπίτι του Μέιντι Μέτο βίασαν την Χάβα Αΐσια και την Νάνο Αράπι την οποία στη συνέχεια σκότωσαν.»

    Η Νουρίσα Πρόνιο, κόρη του Χουσέν Ντέμι και της Φεριντέ, 30 τότε ετών και σύζυγος του Μουχαρρέμ Πρόνιο, είπε από το Μπεράτ όπου βρέθηκε με την οικογένεια της:

    «Στις 27 Ιουνίου 1944 ήρθε ο Ζερβικός Λευτέρης Στρουγκάρης, μαζί με 20 στρατιώτες και έψαξαν και έκλεψαν το σπίτι, απειλώντας με με ένα μαχαίρι. Το σούρουπο εγκατέλειψα το σπίτι μου και κατέφυγα στους γείτονες μου. Την επόμενη μέρα όμως ο γείτονας μου με αποκάλειψε και αναγκάστηκα να φύγω τρέμοντας από τον φόβο μου, και κατέφυγα με τα τρία παιδιά μου – ένα τετράχρονο αγόρι και δύο κόρες, έξι και δύο ετών – ανάμεσα στα δεντρα του κήπου μου. Τότε, ο γιος του Βαγγέλη Δράκα, μαζί με τρεις οπλισμένους, μπήκαν στο σπίτι και όταν είδαν που είμαι, ήρθαν σαν τα θηρία και μου άρπαξαν το τετράχρονο παιδάκι μου και το πήραν στα ξύλα για να το σφάξουν. Εγώ τρομαγμένη, άρχισα να κλαίω και να ξεφνίζω και αυτοί τότε, είπαν σαρκαστικά στο μωρό: {Είσαι τόσο τρυφερό, θα σε ψήσουμε και θα σε φάμε…} Ακούγοντας τις φωνές μου ο Σωτήρης Νικόλας, ο γείτονας μας, ήρθε προς το μέρος μας και αφού καβγάδισε μαζί τους, ήρθε σε ‘μένα και μου είπε ότι ήθελαν τέσσερις βρετανικές λίρες για να μου δώσουν το μωρό και να φύγουν. Τους έδωσα τα χρήματα που ήθελαν και μου έδωσαν πίσω τον γιο μου, χλωμό. Φαινόταν σαν πεθαμένος και ο λαιμός του ήταν γεμάτος αίματα. Όταν ο Σωτήρης Νικόλας ήρθε εκεί, αυτοί οι βάρβαροι ήδη τον έκοβαν. Ακόμα και σήμερα, έχει τα ήχνη του κοψίματος από το μαχαίρι στον λαιμό του. Αφού τελείωσε όλο αυτό, κατέφυγα στο σπίτι του Σαμπάν Κούρα, αλλά στον δρόμο ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με στρατιώτες του Ζέρβα. Μαζί τους ήταν ο Δημήτρης Πάσκος, που αυτές τις μέρες είχε σκοτώσει την Μπετούλα, τη γυναίκα του Ιμπραήμ Μπολλάτι και είχε αγριοδώς κάψει τη Σανίγιε Μπολλάτι με βενζίνη.

    Με την υποχώρηση των Γερμανών, ο Σαπέρας, αρχηγός της τοπικής φρουράς, μαζί με τον δεσπότη, έβγαλαν μία διαταγή ότι θα έπρεπε οι άνθρωποι της περιοχής να παραδώσουν τα όπλα τους και ότι θα μπορούσαν πλέον να μετακινούνται ελεύθερα, χωρίς να φοβηθούν τίποτα. Έκαναν μία γραπτή συμφωνία γι’ αυτό, μπροστά στον μουφτή της περιοχής. Ο κόσμος τους πίστεψε και αφού παρέδωσαν τα όπλα τους, άρχισαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα. Αλλά οι στρατιώτες του Ζέρβα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους άντρες και να τους φυλακίζουν, και έτρεχαν στα σπίτια μας για να τα κλέψουν και βίαζαν τα νεαρά κορίτσια. Τότε άρχισαν να σκοτώνουν τους άντες που προηγουμένως είχαν συλλάβει. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια το σώμα του ενενηντα-πεντάχρονου Τζελάλ Μπολλάτι που του είχαν κόψει το κεφάλι, και είχαν πετάξει το κεφάλι του σε έναν κήπο πιο πέρα, ενώ είχαν αφήσει το σώμα του δίπλα σε έναν μαντρότοιχο. Είδα τον Τεφίκ Αμπάζι που του είχαν κόψει τα πόδια και του τα έδεσαν πίσω στην πλάτη.

    Έπιασαν μετά όλες τις γυναίκες και τα παιδιά μας, και μας φυλάκισαν. Μας έδιναν κακομαγειρεμένο φαγητό σε βρώμικα χάλκινα καζάνια. Ύστερα ήρθαν τρία άτομα από μία Βρετανική Αποστολή που έλεγξαν την κατάσταση, και σταμάτησαν τη χρήση των χάλκινων σκευών…»

    Ένα από τα ντοκουμέντα στο State Department των Η.Π.Α. (No. 84/3, Αποστολή στα Τίρανα 1945-1946) αναφέρει: «Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που κατάφερα να συγκεντρώσω στο τσάμικο θέμα, το 1944 και τους πρώτους μήνες του 1945, οι αρχές στη βόρεια Ελλάδα διέπραξαν απίστευτη κτηνωδία εκδιώκοντας πάνω από 25.000 Τσάμηδες, κατοίκους της Τσαμουριάς, από τα σπίτια τους, όπου ζούσαν για αιώνες, καταδιώκοντας τους κατά μήκος των συνόρων αφού τους είχαν αρπάξει τη γη και την περιουσία τους. Οι περισσότεροι νεαροί άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί επειδή η πλειοψηφία των προσφύγων ήταν ηλικιωμένοι και παιδιά.»

    Ο Υψηλός Βρετανός αξιωματούχος στη Βρετανική Αποστολή στην Αλβανία, ο Ανθυπολοχαγός Palmer, στις έρευνες του προσπάθησε να ρίξει φως στα κίνητρα αυτών των σφαγών δίνοντας μια ενδιαφέρουσα εξήγηση πολύ κοντά στην αλήθεια. Ανέφερε στους ανωτέρους του ότι «Η περιοχή όπου ζούσε η αλβανική μειονότητα. Και υπήρχαν συναισθήματα μίσους και φθόνου από τους Έλληνες για τους Τσάμηδες.». Την ίδια στιγμή, ο Palmer σημείωσε ότι το παράλογο ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της νότιας Αλβανίας από την Ελλάδα, το οποίοι η Ελλάδα έντονα καλλιεργούσε, είχε δημιουργήσει «ένα δυνατό αίσθημα μίσους όχι μόνο προς τους Τσάμηδες αλλά προς όλους τους Αλβανούς.». Με αυτόν τον τρόπο, ο Palmer αμφέβαλλε για τον ελληνικό ισχυρισμό ότι η εθνοκάθαρση της Τσαμουριάς έγινε λόγω της συνεργασίας του πληθυσμού της περιοχής με τους Γερμανούς, αλλά ήταν τμήμα της ελληνικής εθνικιστικής στρατηγικής εναντίον των Αλβανών.

    Η Ελευθερία Μαντά σημειώνει: «Ο αλβανικός πληθυσμός …που δεν είχε περάσει τα σύνορα καταδιώχθηκε απηνώς, τα θύματα υπήρξαν δεκάδες, τα αλβανικά σπίτια λεηκατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλογες και τζαμιά καταστράφηκαν. Για πέντε περίπου ημέρες επικράτησε το χάος και η καταστροφή. Δεκάδες γυναίκες και παιδιά κλείστηκαν στο σχολείο και μόνο χάρη στην παρέμβαση των αξιωματικών της Συμμαχικής Αποστολής και των Ελλήνων κατοίκων που δεν συμφωνούσαν με την τακτική των μονάδων του ΕΔΕΣ διασώθηκαν…» («Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000)», εκδ. ‘Ίδρ.Μελ. Χερσονήσου του Αίμου’ – 2004)

    «Μοναδική θα μείνει, ωστόσο, η αναφορά του βρετανού ταγματάρχη Ουάλας (15.8.1944) για όσα ακολούθησαν την είσοδο του ΕΔΕΣ στα χωριά των Τσάμηδων, το Σεπτέμβριο του 1944. Αν μη τι άλλο, στο πλιάτσικο φέρεται να πρωταγωνιστεί, αν και με αμφιλεγόμενες επιδόσεις, ο ίδιος ο τοπικός εκπρόσωπος του Υψίστου: «Οι αντάρτες επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο αντεκδικήσεων, λεηλασιών κι εσκεμμένης καταστροφής των πάντων. Η όμορφη κωμόπολη Μαργαρίτι κάηκε ολοκληρωτικά. Ο μητροπολίτης Παραμυθιάς συμμετείχε στο ψάξιμο των σπιτιών για λάφυρα, βγαίνοντας από ένα σπίτι, ωστόσο, ανακάλυψε ότι το ήδη βαρυφορτωμένο μουλάρι του το είχαν ξαλαφρώσει κάτι αντάρτες«…»», (‘Ιός’-‘Ελευθεροτυπία’, 27/4/2003)

    Για την αντιμετώπιση των Τσάμηδων από τις ελληνικές αρχές, αποκαλυπτική είναι μια πολυσέλιδη έκθεση (15/10/1930) του γενικού επιθεωρητή μειονοτήτων Κωνσταντίνου Στυλιανόπουλου, στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Βενιζέλου, που εντοπίσαμε στο αρχείο του τελευταίου (φ.58).

    Ανώτατος κρατικός λειτουργός επιφορτισμένος με τη διαχείριση κάθε λογής μειονοτικών τριβών, προκειμένου ν’ αποφεύγονται διεθνείς επιπλοκές, ο Στυλιανόπουλος καταγράφει, έπειτα από επιτόπια έρευνα, ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης:

    «Η απελευθέρωσις της Ηπείρου υπό της Ελλάδος επέφερε τελείαν ανατροπήν της καταστάσεως. Από κυρίαρχοι και σατραπίσκοι, [οι Τσάμηδες] εγένοντο αποτόμως ακτήμονες, άστεγοι και πένητες. Η περιουσία των περιήλθεν εις τους καλλιεργητάς εκ διαρπαγής και απαλλοτριώσεως. Εννοείται ότι η απότομος αύτη μεταβολή τούς έφερε εις δεινήν παραζάλην και τους περιήγαγε εις αθλιότητα και οικτράν δυστυχίαν, ώστε πολλοί εξ αυτών να στερούνται και αυτό το ψωμί. Τα πράγματα επιδείνωσεν έτι περισσότερον η άνευ προηγουμένης ερεύνης κατάληψις κτημάτων υπό της Εθνικής Τραπέζης και αι επιτάξεις διά προσφυγικάς ανάγκας. Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν και την μεροληπτικήν και απάνθρωπον στάσιν των αρχών, συμπληρούμεν την εικόναν της απελπισίας εις ην ευρέθησαν οι Μουσουλμάνοι, αρκετοί των οποίων, κατόπιν ενεργειών μας, εζήτησαν να μεταβούν εις την Τουρκίαν.» (σ.2)

    Η κατάσταση δεν άλλαξε μετά την οριστική εξαίρεση της μειονότητας από την υποχρεωτική ανταλλαγή:

    «Εις απάντησιν εις τας επανειλημμένας αιτήσεις και παρακλήσεις των ενεφανίζοντο διωγμοί και χειρότεραι δημεύσεις, μέχρι του σημείου να κηρυχθή [απαλλοτριωτέο] τσιφλίκιον η Παραμυθιά, έδρα Επάρχου και επί Τουρκοκρατίας υποδιοικητού, να απαλλοτριωθούν μικροϊδιοκτησίαι και αυλόκηποι και να μη αφεθή εις πολλούς ουδέ εν στρέμμα διά να καλλιεργήσουν και ζήσουν την οικογένειάν των, να μη πληρώνωνται εις αυτούς τακτικώς τα ορισθέντα μισθώματα, τινά των οποίων είναι κατώτερα και αυτών των απαιτουμένων διά την είσπραξίν των χαρτοσήμων, να εμποδισθούν κατ’ αρχάς και είτα να καταστούν λίαν δυσχερείς αι αγοραπωλησίαι, να εκτιμηθούν τα αγροκτήματα αυτών εις ευτελεστάτας τιμάς μέχρι και 3 δρχμ. το στρέμμα, να γίνωνται θύματα εκμεταλλευτών δικολάβων και τοκογλύφων και να φυλακίζωνται διά την πληρωμήν φόρων ενίοτε και αυτών των απαλλοτριωθέντων ή επιταχθέντων υφ’ ημών κτημάτων.» (σ.2-3)

    Οσον αφορά τη Χωροφυλακή, διαβάζουμε, «δυστυχώς δεν είναι σπάνια τα επεισόδια δαρμού και αυθαιρεσιών» (σ.8), ενώ αποκαλυπτική για τον σεβασμό της θρησκευτικής ταυτότητας των Τσάμηδων υπήρξε η μετατροπή του μοναδικού Ιεροσπουδαστηρίου της περιοχής (στο Φιλάτι) σε… στάβλο του ελληνικού στρατού –«όστις μάλιστα, ηπείλησε και την δημοσίαν υγείαν, διότι πολύ πλησίον του ευρίσκονται τα μοναδικά πηγάδια από τα οποία υδρεύεται η πόλις.» (σ.11)

    Οι μουσουλμάνοι αγρότες πιέζονταν, τέλος, ν’ αποπληρώσουν τους φόρους τους μέσα στον Ιούλιο, προτού πουλήσουν τη σοδειά τους, με αποτέλεσμα να «γίνονται έρμαια τοκογλύφων και εκμεταλλευτών ή [να] φυλακίζονται.» (σ.10)

    Παρόμοια εικόνα σκιαγραφείται και σε εμπιστευτική έκθεση του Γενικού Διοικητή Ηπείρου (19/1/1929) που περιλαμβάνεται στο ίδιο αρχείο (φ.108): «μονόπλευρος», «τραχεία και άνευ ελέους» εφαρμογή του αγροτικού νόμου σε βάρος της μειονότητας, «σιωπηρή» απαγόρευση ακόμη και «της διδασκαλίας του Κορανίου παρά των χοτζάδων εις πλείστα χωρία», άρνηση της διοίκησης να επιτρέψει την εκλογή κοινοτικών αρχόντων από τους μουσουλμάνους και διορισμός χριστιανών στη θέση τους, εκπαιδευτικός αποκλεισμός με το σκεπτικό «ότι δέον ο μουσουλμανικός πληθυσμός να παραμείνη εις το σκότος και την αμάθειαν»· πεποίθηση, τέλος, των αρχών πως «η καλλιτέρα λύσις του ζητήματος της Τσαμουριάς θα ήτο η αναχώρησις του Μουσουλμανικού πληθυσμού».

    «Εννοείται, ότι υπό τοιαύτας απανθρώπους συνθήκας», διαπιστώνει έτσι ο Στυλιανόπουλος, «ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί Μουσουλμάνων προσκειμένων προς την Ελλάδα ή επιθυμούντων το καλόν της, αλλά τουναντίον περί εδάφους γονίμου εις πάσαν ξενικήν προπαγάνδαν.» (σ.3)

    κ.α.

  5. O Ελευθέριος Βενιζέλος στις 30/12/1918 διατύπωσε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Αυτές αφορούσαν στα εδάφη νοτίως μιας νοητής γραμμής που ξεκινούσε από την Αδριατική, 25 περίπου χλμ. βορείως της Χιμάρας, περνούσε βορείως της Πρεμετής, αφήνοντας τα τμήματα των καζάδων Τεπελενίου και Πρεμετής βορείως του ποταμού Αωού (Vjosë) στην Αλβανία, και συνέχιζε προς βορρά στη Μοσχόπολη (Voskopojë) και τη Μεγάλη Πρέσπα, περιλαμβάνοντας και την Κορυτσά – μια περιοχή κατοικούμενη τότε από 128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανούς, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί από τις οθωμανικές αρχές στην περιοχή το 1908. Από τους Χριστιανούς όμως, μόνο 30.000 με 47.000 είχαν τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα. (Wolfgang Stoppel, ‘Minderheitenschutz im östlichen Europa’, Universität Köln, 2001, σελ. 8)

    «Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 και οι Αλβανοί 80.000. Αλλά ποιοί είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] – αν όχι περισσότεροι – είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)

    Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν στην πραγματικότητα Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι, οι οποίοι επηρεάστηκαν – γλωσσικά και πολιτισμικά – από την ελληνορθόδοξη εκκλησία και την ελληνική κουλτούρα.

    Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)

    Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί):
    «Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται υπό τον όρο ‘Ρωμαίοι’ ή Χριστιανοί της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας…είναι σίγουρα μεικτής καταγωγής…» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)

    «Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)

    Ας δούμε την καταγραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε από το II Γραφείο του Ελληνικού Επιτελείου το 1913 και δημοσιεύτηκε το 1919. Ενώ ο πληθυσμός της νότιας Αλβανίας (Βόρειας Ηπείρου) κατηγοριοποιείται σε Ελληνες και Αλβανούς, διαπιστώνεται ότι ως ελληνικά έχουν χαρακτηριστεί όλα τα χριστιανικά χωριά ανεξαρτήτως του εάν οι κάτοικοι τους είναι Έλληνες ή Αλβανοί, ανεξαρτήτως αν η μητρική τους γλώσσα είναι ελληνικά ή αλβανικά.

    Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η διεθνής επιτροπή συνόρων που συστήθηκε το 1913 για να εξετάσει τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει αστεία τεχνάσματα που δημιουργούσαν οι Έλληνες (προσπαθώντας να δείξουν ότι διάφορες περιοχές της Αλβανίας κατοικούνταν από Έλληνες), όπως αυτό που διηγείται ο λοχαγός Leveson Gower: «Η επιτροπή φτάνει το βράδυ σε κάποιο χωριό. Τους πλησιάζει ένας άντρας που μιλάει ελληνικά και ακούν τον ήχο από το χτύπημα μιας καμπάνας. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να βασιστούν σε ένα τόσο ‘αδιάψευστο’ στοιχείο;…όχι μόνο δεν υπάρχουν Έλληνες στο χωριό αλλά δεν υπάρχει ούτε καν εκκλησία εκεί. Οι Έλληνες έχουν στήσει αυτοσχέδιο καμπαναριό πάνω σ’ένα δέντρο και χτυπάνε την καμπάνα δυνατά για να ξεγελάσουν τους αντιπροσώπους της Ευρώπης.» (Richard Crampton, «The Hollow Detente, Anglo-German Relations in the Balkans 1911-14», London, 1979, p. 128)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα