του Γιάννη Παπαδάκη*
Θα μας απασχολήσει η ιστορική εξέλιξη του «κατ’ εικόνα» στην ανθρώπινη συνείδηση. Αναφερόμαστε στο γνωστό χωρίο της Γένεσης (Α’ 26-27), στο οποίο ο θεός δημιουργεί «κατ’ εικόνα και καθ΄ ομοίωση» τον άνθρωπο την έκτη ημέρα. Παρά τη βιβλική αφετηρία, δεν πρόκειται να κάνουμε εδώ θρησκειολογική, μεταφυσική ανάλυση ή ερμηνεία του όρου αυτού. Τον χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τη οντολογική σχέση που έχει ένας πολιτισμός με το Θεό (ή τους Θεούς) του, δηλαδή με συγκεκριμένες εννοιολογικές κατηγορίες τις οποίες κάθε πολιτισμός δημιουργεί, για να εμπλουτίσει στη συνέχεια με ιδιαίτερο νοητικό και διαισθητικό περιεχόμενο.
Η πολιτισμική εμφάνιση και διαχείριση του «κατ’ εικόνα» δεν υπήρξε γραμμική, χρονικά ή χωρικά. Η οντολογική σχέση μεταξύ θεού και ανθρώπου, ως ανθρώπινη επινόηση με την έννοια ότι πριν εμφανιστεί ο άνθρωπος το «κατ’ εικόνα» δεν έχει νόημα, δεν εξελίσσεται μονοσήμαντα στο χρόνο από τότε που γράφτηκε η Γένεση μέχρι σήμερα. Σχεδόν παράλληλα με τις Εβραϊκές γραφές, συνυπάρχουν και άλλες θρησκείες οι οποίες πρεσβεύουν κάτι παρόμοιο.
Τι θέση έχει το «κατ’ εικόνα» στον αρχαίο ελληνικό κόσμο; Σίγουρα ο Ησίοδος δεν είχε τρόπο να διαβάσει τις αρχαίες εβραϊκές γραφές για να επηρεαστεί από αυτές. Οι μελετητές του ελληνικού πολιτισμού εκφράζουν θαυμασμό για το μοναδικό τόλμημα των αρχαίων Ελλήνων να επινοήσουν τους θεούς τους «κατ’ εικόνα» δική τους και να τους αποδώσουν -με σοφία και εντιμότητα- ποιότητες που απαντώνται στους ανθρώπους. Καταφέρνουν όχι μόνο να τους επινοήσουν με αυτόν τον τρόπο, αλλά να τους λατρέψουν, να τους δοξάσουν και να τους απεικονίσουν στα έργα και την τέχνη τους με τρόπο αληθή, δηλαδή αθάνατο.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τη θέση της εβραϊκής Γένεσης έχει η Θεογονία του Ησιόδου. Η Θεογονία, ενώ δεν προηγείται χρονικά της Γένεσης, θεμελιώνει μια διαφορετική οντολογική σχέση μεταξύ θεού και ανθρώπου, η οποία στον μετέπειτα αρχαιοελληνικό πολιτισμό βρίσκει την κορύφωσή της στο γνωστό Ελληνικό δωδεκάθεο. Στον κόσμο των αρχαίων Ελλήνων, οι θεοί οδηγούνται από την ανυπαρξία στην ύπαρξη μέσω των μύθων. Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι που αναφέρονται στους θεούς συνθέτουν ένα θαυμαστά περίπλοκο, διασυνδεδεμένο πλέγμα σχέσεων και ισορροπιών. Τίποτα δεν είναι απλό ή προδιαγεγραμμένο. Οι αθάνατοι Ελληνικοί θεοί βιώνουν μεγεθυμένα και τα ανθρώπινα πάθη: η Ρέα προστατεύει το βρέφος της, το Δία, για να μην τον κατασπαράξει ο Κρόνος, η Αθηνά ασχολείται με τον Οδυσσέα σχεδόν σε καθημερινή βάση καθώς εκείνος θαλασσοπνίγεται στα πέλαγα, ο Ποσειδώνας προωθεί τις δικές του προτεραιότητες, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος, η Αφροδίτη και η Άρτεμη το ίδιο.
Ποιος αμφιβάλλει ότι τα ελληνικά αγάλματα δεν έχουν κερδίσει την αθανασία; Δε μιλάμε για μεταφυσική αθανασία, μια και δεν αναφερόμαστε στο μεταφυσικό στοιχείο. Εννοούμε τη βεβαιότητα ότι τα αγάλματα και οι απαράμιλλες ανάγλυφες απεικονίσεις των ελληνικών θεών θα συνοδεύουν την συνείδηση του ανθρώπου μέχρι την τελευταία του πνοή στο σύμπαν. Δεν νοείται δηλαδή «νοητική διαγραφή» (λήθη) των ελληνικών θεϊκών προτύπων, με την ίδια ακριβώς έννοια που δε νοείται νοητική διαγραφή του εβραϊκού θεϊκού προτύπου της Γένεσης ή της Καινής Διαθήκης.
Σίγουρα όταν ένας πολίτης της αρχαίας Αθήνας περνούσε μπροστά από ένα άγαλμα του Ποσειδώνα, του Δία ή του Απόλλωνα δεν έκανε τη σκέψη: «πόσο μου μοιάζουν οι θεοί». Όμως, κατά βάθος, ήταν συνειδησιακά συνδεδεμένος με τον ψυχισμό των θεών του, διότι είχε δομηθεί με στοιχεία ανθρώπινα. Αυτό τον οδηγούσε σε μια μοναδική οντολογική σχέση με τους θεούς του, γεμάτη από ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους οι θεοί καθοδηγούν τη ζωή και το πνεύμα του.
Οι Έλληνες πρώτοι τόλμησαν να συλλάβουν τους θεούς «κατ’ εικόνα» τους και να τους δώσουν αυτά που ακόμα και σήμερα θεωρούμε ανθρώπινα χαρακτηριστικά: ευθυκρισία, αυστηρότητα, επιείκεια, μικροψυχία, μεγαλοψυχία, σοφία, καλοσύνη, εκδικητικότητα, για να αναφέρομε μόνο μερικά.
Αυτή ακριβώς η μοναδική οντολογική σχέση επέτρεψε σε κάποιον Έλληνα τεχνίτη να δημιουργήσει την ανάγλυφη στήλη που δείχνει την Αθηνά «σκεπτόμενη», το κεφάλι της γερμένο στο ακόντιό της, το οποίο δεν είναι πλέον στραμμένο προς τον ουρανό αλλά φανερά προς το έδαφος, σε ένδειξη κατάνυξης και πένθους. Ποιος άλλος πολιτισμός τολμά να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια «εν δυνάμει» εκφραστική ελευθερία; Ποιος πολιτισμός τολμά να απεικονίζει τους αθάνατους θεούς του να λυπούνται για το θάνατο των θνητών υποκειμένων τους;
Τι να σκεφτόταν άραγε ο περαστικός Αθηναίος, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με την ανθρωπομορφία των θεών του; Να σκεφτόταν ίσως ότι όσο και αν προσπαθήσουν οι αθάνατοι ποτέ δεν θα καταλάβουν το θάνατο; Κι όμως, η Αθηνά προσπαθεί, το δείχνει φανερά η φυσιογνωμία της. Να λοιπόν που ένας πολιτισμός βρίσκει τρόπο να κατέρχονται οι αθάνατοι θεοί του στο επίπεδο των θνητών και να συμπάσχουν στα πιο δεινά ανθρώπινα πάθη.
Σε βάθος ιστορικού χρόνου, αυτή η δημιουργική ελευθερία αποδείχτηκε ότι δεν είχε την εσωτερική ευστάθεια που η αρμονική εξέλιξή της απαιτούσε. Δεν υπήρχε η αίσθηση του μέτρου για να ισορροπήσει την ανθρώπινη επιθυμία για περισσότερους και διαφορετικούς θεούς, θεούς για όλες τις χρήσεις και ανάγκες. Το μέτρο απουσίαζε, όσο κι αν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν αρχίσει από νωρίς να κρούουν -σχηματικά μιλώντας- τον κώδωνα του κινδύνου, θέτοντας τα πρωτοποριακά θεμέλια μιας εξίσου ελληνότροπης μονοθεϊστικής κοσμοθεωρίας.
Η απουσία μέτρου συνεχίστηκε κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου οι ελληνικοί θεοί απλά μετονομάστηκαν, για να ακολουθήσει η γνωστή κατάληξη στα χρόνια του Βυζαντίου, αυτό δηλαδή που η Ιστορία χαρακτηρίζει ως το «τέλος του αρχαίου κόσμου». Σε αυτό το σημείο, η εβραϊκή παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, οι νέοι ευαγγελιστές με την Καινή Διαθήκη, μαζί με τους πρωτεργάτες-πατέρες της νέας χριστιανικής θρησκείας, τολμούν και επιτυγχάνουν τη μετάβαση σε μια νέα έκφανση μονοθεϊσμού, πολύ διαφορετική από αυτή των προσωκρατικών φιλοσόφων της Ιωνίας.
Ο μονοθεϊσμός που προέκυψε με την επικράτηση του Χριστιανισμού δεν υπήρξε συνέχεια κάποιου αρχαίου ελληνικού προτύπου, αν και διατήρησε κάποια χαρακτηριστικά του, καθώς οι πρώτοι χριστιανοί πατέρες υπήρξαν δεινοί γνώστες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Παράδοξα, ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά είναι και το «κατ’ εικόνα», αν και στο χριστιανισμό η έννοιά του είναι αντεστραμμένη. Αντί δηλαδή να δημιουργήσει ο άνθρωπος το θεό «κατ’ εικόνα» του, συμβαίνει το αντίστροφο: ο θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» του. Το αντεστραμμένο χριστιανικό «κατ’ εικόνα» οδηγεί σε μια άλλη οντολογική σχέση από αυτή των αρχαίων Ελλήνων. Ο χριστιανός καλείται να ανυψωθεί στο θεϊκό «κατ’ εικόνα» με τις πράξεις και το ήθος του. Έτσι μόνο μετέχει στη βασιλεία των ουρανών και κερδίζει την πολυπόθητη αθανασία (ανάσταση νεκρών). Αλλιώς, τον περιμένει η κόλαση και η αιώνια τιμωρία. Του προσφέρεται η δυνατότητα να ομοιάσει στο θεό, αλλά με διαφορετική έννοια από εκείνη που είχε κατά νου ο αρχαίος Έλληνας.
Η χριστιανική διαχείριση του «κατ’ εικόνα» αναγκαστικά αφαιρεί από τον άνθρωπο βαθμούς ελευθερίας, μια και αντί ο θεός να προκύπτει από εκείνον, συμβαίνει το αντίθετο. Προφανώς, αν ο εβραϊκός-χριστιανικός θεός άφηνε τον άνθρωπο εντελώς ελεύθερο, η ελευθερία αυτή θα κάλυπτε και τη δυνατότητα του ανθρώπου να οραματιστεί τον θεό του όπως εκείνος επιθυμούσε. Και τούτο θα μπορούσε να συνάδει με την ίδια την επιθυμία του θεού, αν υπήρχε η κατάλληλη αίσθηση αρμονίας σε αυτή τη σχέση απεικόνισης. Βέβαια, το ξεκαθαρίσαμε άλλωστε από την αρχή, αγνοούμε το μεταφυσικό-υπερφυσικό στοιχείο εδώ, το οποίο τόσο στην εβραϊκή παράδοση όσο και στον Χριστιανισμό διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο.
Παρενθετικά και μόνο θα αναφέρουμε ότι, στην περίπτωση που επιλέγουμε να συμπεριλάβουμε το μεταφυσικό-υπερφυσικό στοιχείο στο σκεπτικό μας σχετικά με το «κατ’ εικόνα», θα πρέπει να μας απασχολήσει αν η «εν δυνάμει» συνειδησιακή προσβασιμότητα που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες στο μεταφυσικό-υπερφυσικό χώρο ήταν ποιοτικά ή ποσοτικά διαφορετική από εκείνη που είχαν οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, οι ευαγγελιστές ή οι χριστιανοί πατέρες.
Είδαμε πως στο πιο πρόσφατο παρελθόν, η διαχείριση του «κατ’ εικόνα» -με την έννοια «ποιος έχει πλαστεί κατ’ εικόνα ποιου»- έχει διατηρηθεί μεν αλλά με αντεστραμμένη μορφή από αυτή που είχε στην αρχαία Ελλάδα. Αν και μετά το σχίσμα ο Χριστιανισμός διασπάται σε πολλαπλά δόγματα (για ιστορικούς λόγους που, αν και δεν θα αναπτύξουμε εδώ, αξίζει να μελετηθούν), το εβραϊκό-χριστιανικό «κατ’ εικόνα» διατηρείται μέχρι σήμερα σε όλες τις χριστιανικές εκκλησιαστικές παραδόσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα αν στο μέλλον η σημερινή χριστιανική εκδοχή του «κατ’ εικόνα» διατηρηθεί, αν επιχειρηθεί μια επιστροφή στην πρότερη ελληνική του εκδοχή ή αν προκύψει κάτι διαφορετικό.
Το ερώτημα είναι ακαδημαϊκό μια και δύσκολα μπορεί κάποιος να κάνει προβλέψεις. Για παράδειγμα, ο χώρος της επιστήμης, αν και δεν αφήνει περιθώριο για κάποιο «θεό» που παρεμβάλλεται στα φαινόμενα, δεν εξηγεί γιατί δημιουργήθηκε το σύμπαν, δηλαδή ποιο απώτερο σκοπό εξυπηρετεί η δημιουργία του. Είναι η λεγόμενη «ερώτηση του Αϊνστάιν», αν δηλαδή ο θεός είχε άλλες επιλογές ή όχι στη δημιουργία του σύμπαντος και, κατ’ επέκταση, με ποιο σκεπτικό επέλεξε αυτήν και όχι άλλη.
Δυστυχώς η ανθρωπότητα απέδειξε ότι δεν έχει την ψυχική ωριμότητα να διαχειριστεί σωστά ούτε το ένα «κατ’ εικόνα» ούτε το άλλο. Το μεν ελληνικό «κατ’ εικόνα» κατέρρευσε ιστορικά για τους λόγους απουσίας μέτρου που προαναφέραμε, το δε χριστιανικό έχει διαστρεβλωθεί σε βαθμό τέτοιο, που ο σημερινός άνθρωπος, ανερυθρίαστα πια, θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του κόσμου. Η κρίση του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή, η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή πόρων είναι αποτελέσματα ισχυρών ενδείξεων δυσαρμονίας, οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη μέτρου ή (και) τόλμης με καθολικές αξιώσεις αρμονίας, καθώς κυριαρχούν όλο και περισσότερο κοντόφθαλμες, «τοπικά» επωφελείς νοοτροπίες, οι οποίες αν συνεχιστούν, θα αποβούν καθολικά αυτοκαταστροφικές.
Ίσως στην εποχή μας βιώνουμε ήδη τα αποτελέσματα μιας βαθύτερης δυσαρμονίας, ανάλογη εκείνης που οδήγησε το αρχαίο ελληνικό «κατ’ εικόνα» σε κατάρρευση, με την έλευση και επικράτηση του Χριστιανισμού.
Στο βαθμό που ο άνθρωπος έχει όλο και μεγαλύτερη επαφή με την επιστήμη και στηρίζεται σε αυτήν για να ερμηνεύσει φαινόμενα, να πάρει αποφάσεις και να συνθέσει λύσεις, δεν αισθάνεται την ανάγκη για κάποιο «κατ’ εικόνα», είτε με την αρχαία Ελληνική έννοια είτε τη χριστιανική. Αν και η επιστήμη δεν απαντάει στο «γιατί» του Αϊνστάιν, δεν προτείνει κάποια αντίληψη για τη μορφή του θεού που να συγκλίνει προς ή να αποκλίνει από τη μορφή του ανθρώπου. Για να το πούμε διαφορετικά: η μελλοντική συνειδησιακή πληροφορία που φέρει το «κατ’ εικόνα» σε οποιαδήποτε ιστορική εκδοχή του μάλλον τείνει προς το μηδέν. Το «κατ’ εικόνα» φαίνεται πως έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο.
Το μέλλον μας επιφυλάσσει κάτι διαφορετικό που υπερβαίνει την περιοριστική απεικονιστική συμμετρία του «κατ’ εικόνα», είτε στη μία της μορφή είτε στην άλλη. Διακινδυνεύουμε εδώ την άποψη ότι ο μελλοντικός άνθρωπος δεν θα έχει ανάγκη οπουδήποτε είδους «κατ’ εικόνα». Αυτό, αν συμβεί και επιτύχει, θα αποτελέσει την πιο σαφή (και σοφή) ένδειξη ότι η ανθρώπινη τόλμη μπορεί να συμβαδίζει αρμονικά με το μέτρο, μέσα σε ένα αυξανόμενο πεδίο «εν δυνάμει» συνειδησιακής ελευθερίας, για να συνθέτει νόημα χωρίς την ανάγκη ύπαρξης «εξ ορισμού» προστατευτικών αυτοπεριορισμών.
Στο μέλλον, ίσως η εξέλιξη του «κατ’ εικόνα» περάσει μέσα από τη διαχείριση της σταδιακής έλλειψής του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ανθρώπους και το θεό (ή θεούς) που θα τολμήσουν να το κατακτήσουν.
* Δρ. Ηλ/γος Μηχανικός (PhD), ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ροή!!!