Φωτογραφία του Tyler Durden
του Tyler Durden
Σάββατο, 27 Δεκεμβρίου 2025 – 14:00
Άρθρο του David Stockman μέσω InternationalMan.com
Παρά την ιστορική ρευστότητα των συνόρων, δεν υπάρχει απολύτως καμία βάση για τον ισχυρισμό ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν «απρόκλητη» και άσχετη με τις ίδιες τις διαφανείς προκλήσεις του ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Οι λεπτομέρειες παρατίθενται παρακάτω, όμως προηγουμένως πρέπει να αντιμετωπιστεί το ευρύτερο ζήτημα.
Συγκεκριμένα: υπάρχει άραγε λόγος να πιστεύει κανείς ότι η Ρωσία είναι μια επεκτατική δύναμη που επιδιώκει να καταβροχθίσει γειτονικές χώρες οι οποίες δεν αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της ιστορικής της εξέλιξης, όπως συμβαίνει με την Ουκρανία;
Άλλωστε, αν —παρά την προδοσία του Ρούμπιο— ο πρόεδρος Τραμπ καταφέρει πράγματι να καταλήξει σε μια συμφωνία ειρήνης και διαμελισμού της Ουκρανίας με τον Πούτιν, μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι οι νεοσυντηρητικοί θα σπεύσουν να επιστρατεύσουν μια ψευδή αναλογία τύπου Μονάχου περί κατευνασμού.
Η απάντηση, ωστόσο, είναι ένα κατηγορηματικό όχι.
Η σταθερή απόρριψη της παρωχημένης αναλογίας του Μονάχου, όπως αυτή εφαρμόζεται ψευδώς στον Πούτιν, βασίζεται σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κανόνας των διψήφιων ποσοστών». Δηλαδή: οι πραγματικοί επεκτατικοί ηγεμόνες της σύγχρονης ιστορίας αφιέρωναν τεράστια τμήματα του ΑΕΠ τους στην άμυνα, διότι αυτό απαιτείται για τη στήριξη των στρατιωτικών υποδομών και της υλικοτεχνικής υποστήριξης που είναι αναγκαίες για την εισβολή και κατοχή ξένων εδαφών.
Για παράδειγμα, ακολουθούν τα στοιχεία για τις στρατιωτικές δαπάνες της ναζιστικής Γερμανίας από το 1935 έως το 1944, εκφρασμένα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Έτσι μοιάζει ένας επιθετικός ηγεμόνας στη φάση της προετοιμασίας για πόλεμο: οι γερμανικές στρατιωτικές δαπάνες είχαν ήδη φτάσει το 23% του ΑΕΠ, ακόμη και πριν από την εισβολή στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939 και την επακόλουθη έναρξη των πραγματικών στρατιωτικών εκστρατειών εισβολής και κατοχής.
Όχι απροσδόκητα, το ίδιο είδος καταναγκαστικής διεκδίκησης πόρων παρατηρήθηκε όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέχρι το 1944, οι αμυντικές δαπάνες ισοδυναμούσαν με το 40% του αμερικανικού ΑΕΠ και, σε σημερινές τιμές αγοραστικής δύναμης, θα ανέρχονταν σε περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στη ναζιστική Γερμανία
- 1935: 8%.
- 1936: 13%.
- 1937: 13%.
- 1938: 17%.
- 1939: 23%.
- 1940: 38%.
- 1941: 47%.
- 1942: 55%.
- 1943: 61%.
- 1944: 75%
- Αντιθέτως, κατά το τελευταίο έτος πριν η Ουάσιγκτον/το ΝΑΤΟ πυροδοτήσουν τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ο ρωσικός στρατιωτικός προϋπολογισμός ανερχόταν σε 65 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 3,5% του ΑΕΠ της χώρας.
Επιπλέον, τα προηγούμενα χρόνια δεν καταγράφεται καμία στρατιωτική συσσώρευση του τύπου που πάντοτε συνόδευε ιστορικά τους επιθετικούς δρώντες. Για την περίοδο 1992–2022, για παράδειγμα, η μέση στρατιωτική δαπάνη της Ρωσίας ήταν 3,8% του ΑΕΠ — με κατώτατο όριο το 2,7% το 1998 και ανώτατο το 5,4% το 2016.
Προφανώς, δεν εισβάλλεις στις Βαλτικές χώρες ή στην Πολωνία —πόσο μάλλον στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις χώρες της Μπενελούξ και με διάβαση της Μάγχης— με δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ! Ούτε κατά διάνοια.
- Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος πλήρους κλίμακας το 2022, οι ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σημαντικά στο 6% του ΑΕΠ, όμως όλο αυτό το ποσοστό απορροφάται από το «ντέρμπι κατεδάφισης» στην Ουκρανία — σε απόσταση μόλις περίπου 160 χιλιομέτρων από τα ίδια της τα σύνορα.
Δηλαδή, ακόμη και με δαπάνες στο 6% του ΑΕΠ, η Ρωσία δεν έχει κατορθώσει να υποτάξει τις ίδιες της τις ιστορικές μεθοριακές περιοχές. Αν, λοιπόν, είναι αυταπόδεικτο ότι η Ρωσία δεν διαθέτει την οικονομική και στρατιωτική ικανότητα να κατακτήσει τους μη ουκρανικούς γείτονές της στην ίδια της την περιφέρεια — πόσο μάλλον την ίδια την Ευρώπη— τότε περί τίνος πρόκειται πραγματικά αυτός ο πόλεμος;
Με λίγα λόγια, οι ρίζες του βρίσκονται σε εδαφικές διαφορές και εμφύλιες συγκρούσεις σε περιοχές που υπήρξαν υποτελείς ή αναπόσπαστα τμήματα της ευρύτερης Ρωσίας επί αρκετούς αιώνες. Όπως αναφέρθηκε, η λέξη «Ουκρανία» σημαίνει στην ίδια τη ρωσική γλώσσα «μεθοριακές περιοχές», υποδηλώνοντας άνευ κρατικής υπόστασης εδάφη, τα οποία συναρμολογήθηκαν για πρώτη φορά σε ένα συνεκτικό πολιτικό μόρφωμα από τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Χρουστσόφ, διά της ένοπλης βίας μετά το 1920.
Στην πραγματικότητα, πριν από την κομμουνιστική κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία, δεν είχε υπάρξει ποτέ κράτος που να προσεγγίζει έστω και αμυδρά τα σημερινά σύνορα της Ουκρανίας. Επομένως, αυτό που συνιστά στην πράξη ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ είναι μια παράλογη προσπάθεια επιβολής της «νεκρής χειρός» του σοβιετικού προεδρείου, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω.
Για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, ακολουθούν διαδοχικοί χάρτες που αφηγούνται την ιστορία και καταρρίπτουν πλήρως τη ρητορική της Ουάσιγκτον/του ΝΑΤΟ περί ιερότητας των συνόρων. Ο πρώτος είναι ένας χάρτης 220 ετών, από το 1800, όπου η κίτρινη περιοχή απεικονίζει κατά προσέγγιση την επικράτεια των πέντε περιοχών —Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια, καθώς και την Κριμαία— οι οποίες θα αφεθούν να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής στη «Μητέρα Ρωσία», εφόσον αναβιώσουν τα βασικά στοιχεία του 28-σημείων ειρηνευτικού σχεδίου του Ντόναλντ Τραμπ.
Όπως συνέβη, οι περιοχές αυτές ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία, μέσω δημοψηφισμάτων το 2023 και το 2014 αντίστοιχα, υπέρ της απόσχισης από την Ουκρανία και της προσχώρησης στη Ρωσία.
Συλλογικά, οι πέντε αυτές περιοχές ήταν ιστορικά γνωστές ως η προαναφερθείσα Νοβοροσίγια ή «Νέα Ρωσία» και είχαν αποκτηθεί από Ρώσους ηγεμόνες —μεταξύ των οποίων και η Αικατερίνη η Μεγάλη— κατά την περίοδο 1734–1791.
- Οι κόκκινες ενδείξεις εντός των κίτρινων περιοχών του χάρτη υποδηλώνουν το έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η ρωσική προσάρτηση. Συνεπώς, είναι αυταπόδεικτο ότι η Ρωσική Αυτοκρατορία είχε σταδιακά αποκτήσει τον έλεγχο αυτής της εκτεταμένης περιοχής βόρεια της Μαύρης Θάλασσας πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα. Προς τον σκοπό αυτό, είχε υπογράψει συνθήκες ειρήνης με το Κοζακικό Χετμανάτο (1734), καθώς και με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την ολοκλήρωση των διαφόρων Ρωσοτουρκικών Πολέμων της εποχής εκείνης.
Στο πλαίσιο αυτής της επεκτατικής πορείας —η οποία περιλάμβανε μαζικές ρωσικές επενδύσεις και τη μετανάστευση μεγάλων ρωσικών πληθυσμών στην περιοχή— η Ρωσία ίδρυσε το «Κυβερνείο Νοβοροσίισκ» (Novorossiysk Governorate) το 1764. Αρχικά επρόκειτο να ονομαστεί προς τιμήν της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, όμως η ίδια διέταξε να φέρει την ονομασία «Νέα Ρωσία».
Οι ουκρανικές επαρχίες που προβλέπεται να διαμελιστούν βάσει του σχεδίου Τραμπ ήταν τμήμα της Ρωσίας πριν ακόμη γραφτεί το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ολοκληρώνοντας τη συγκρότηση της «Νέας Ρωσίας», η Αικατερίνη εξάλειψε διά της βίας το προαναφερθέν, επί έναν αιώνα, κοζακικό της σύμμαχο, γνωστό ως Ζαπορίζια Σιτς (σημερινή Ζαπορίζια), το 1775, και προσάρτησε τα εδάφη του στη Νοβοροσίγια, καταργώντας έτσι την ανεξάρτητη εξουσία των ουκρανών Κοζάκων. Αργότερα, το 1783, απέκτησε την Κριμαία από τους Τούρκους, η οποία επίσης ενσωματώθηκε στη Νοβοροσίγια, όπως απεικονίζεται με το κίτρινο χρώμα στον παραπάνω χάρτη.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαμορφωτικής περιόδου, ο διαβόητος σκιώδης κυβερνήτης επί Αικατερίνης, ο πρίγκιπας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, καθοδήγησε τον εκτεταμένο εποικισμό και τον εκρωσισμό των περιοχών αυτών. Ουσιαστικά, από το 1774 και έπειτα, η Αικατερίνη του είχε παραχωρήσει εξουσίες απόλυτου άρχοντα σε ολόκληρη την περιοχή.
Το πνεύμα και η σημασία της «Νέας Ρωσίας» εκείνη την εποχή αποτυπώνονται εύστοχα από τον ιστορικό Willard Sunderland:
«Η παλαιά στέπα ήταν ασιατική και άνευ κρατικής υπόστασης· η νέα ήταν καθορισμένη από το κράτος και διεκδικημένη για τον ευρωπαϊκό-ρωσικό πολιτισμό. Το συγκριτικό πλαίσιο αναφοράς ήταν πλέον ακόμη πιο καθαρά εκείνο των δυτικών αυτοκρατοριών. Κατά συνέπεια, ήταν απολύτως σαφές ότι η ρωσική αυτοκρατορία άξιζε τη δική της “Νέα Ρωσία”, αντίστοιχη με τη Νέα Ισπανία, τη Νέα Γαλλία και τη Νέα Αγγλία των άλλων. Η υιοθέτηση της ονομασίας Νέα Ρωσία αποτέλεσε, στην πραγματικότητα, την ισχυρότερη δυνατή δήλωση της εθνικής ενηλικίωσης της Ρωσίας».
Στην πραγματικότητα, η πάροδος του χρόνου παγίωσε ακόμη περισσότερο τα σύνορα της Νοβοροσίγια. Έναν αιώνα αργότερα, η ανοιχτοκίτρινη περιοχή στον χάρτη του 1897 που παρατίθεται κατωτέρω έστελνε ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα: στα ύστερα χρόνια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς την «πατρότητα» των εδαφών που γειτνιάζουν με τη Θάλασσα του Αζόφ και τη Μαύρη Θάλασσα. Αποτελούσαν πλέον τμήμα της 125 ετών «Νέας Ρωσίας».
Πού είναι ο Γουόλι — δηλαδή η Ουκρανία — σε αυτόν τον χάρτη;
Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, φυσικά, τα κομμάτια και τα μέρη αυτής της περιοχής της παλαιάς τσαρικής αυτοκρατορίας «πακεταρίστηκαν» σε μια βολική διοικητική οντότητα από τους νέους κόκκινους ηγεμόνες της Μόσχας, οι οποίοι τη βάφτισαν «Ουκρανική ΣΣΔ» (Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία). Με παρόμοιο τρόπο, δημιούργησαν αντίστοιχες διοικητικές οντότητες στη Λευκορωσία, τη Γεωργία, τη Μολδαβία, το Τουρκμενιστάν κ.ά., κατασκευάζοντας τελικά 15 τέτοιες ψευδο-«δημοκρατίες».
Κατά τη διάρκεια αυτής της κομμουνιστικής οικοδόμησης κράτους, ιδού πώς και πότε οι βάναυσοι αυτοί τύραννοι προσάρτησαν κάθε τμήμα του σημερινού ουκρανικού χάρτη στα εδάφη που είχαν αποκτηθεί ή καταληφθεί από τους Ρώσους τσάρους την περίοδο 1654–1917 (κίτρινη περιοχή):
Η παλαιά Νοβοροσίγια του Ντονμπάς και της παραλιακής ζώνης της Μαύρης Θάλασσας ενσωματώθηκε στην Ουκρανική ΣΣΔ από τον Λένιν το 1922.
Τα δυτικά εδάφη γύρω από το Λβιβ, γνωστά ως Μικρή Πολωνία και Γαλικία, καταλήφθηκαν από τον Στάλιν το 1939 και τα επόμενα χρόνια, όταν αυτός και ο Χίτλερ διαμέλισαν την Πολωνία.
Μετά τον θάνατο του αιματοβαμμένου Στάλιν, το 1954, ο Χρουστσόφ συνήψε συμφωνία με τους συμμάχους του στο Προεδρείο για τη μεταφορά της Κριμαίας από τη Ρωσική ΣΣΔ στην Ουκρανική ΣΣΔ, σε αντάλλαγμα για τη στήριξή τους στη μάχη της διαδοχής.
Με μία λέξη, η Ουκρανία είναι γέννημα νόθο του κομμουνιστικού αίματος και σιδήρου. Κι όμως, κατά την τελευταία δεκαετία, τα γεράκια πολέμου της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ έχουν δαπανήσει πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια για να διασφαλίσουν ότι το έργο των αυταρχικών τσάρων και κομισάριων θα παραμείνει άθικτο στον 21ο αιώνα και, πιθανότατα, και πέραν αυτού.
Είναι, επομένως, ειρωνικό το γεγονός ότι ο ιστορικά αναλφάβητος Ντόναλντ Τραμπ διαθέτει την κοινή λογική να εγκαταλείψει μία από τις πιο ανόητες σταυροφορίες που έχει μέχρι σήμερα επινοήσει το «Κόμμα του Πολέμου» στον Ποτόμακ. Πράττοντας έτσι, θα μπορούσε να επιτρέψει στο αποτυχημένο έργο των κομμουνιστών τυράννων να αποκατασταθεί από την ίδια την Ιστορία — μια εξέλιξη που μπορεί να συμβεί πλέον μόνο αν ο Ντόναλντ επαναφέρει την εκτροπή Ρούμπιο στη σωστή πορεία.
Σύγχρονη Ουκρανία: γεννημένη μέσα στο κομμουνιστικό αίμα και σίδερο

Βεβαίως, αν η προαναφερθείσα κομμουνιστική τριάδα του 20ού αιώνα είχε υπάρξει ευγενής ευεργέτης της ανθρωπότητας, ίσως το μεταγενέστερο έργο της στη χάραξη χαρτών και στην επαναχάραξη της Νοβοροσίγιας υπέρ της Ουκρανίας θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένο. Σε αυτό το καλοπροαίρετο, υποθετικό σενάριο, θα είχαν —υποτίθεται— συνενώσει πληθυσμούς με κοινά εθνοτικά, γλωσσικά, θρησκευτικά και πολιτισμικοπολιτικά χαρακτηριστικά σε ένα συνεκτικό, φυσικό πολιτικό μόρφωμα και κράτος. Δηλαδή, σε ένα έθνος άξιο να διατηρηθεί, να υπερασπιστεί και, ενδεχομένως, ακόμη και να πεθάνει κανείς γι’ αυτό.
Δυστυχώς, ο λόγος για τον οποίο ο Τραμπ έχει δίκιο να επιχειρεί τον τερματισμό αυτής της αιματηρής καταστροφής μέσω διαμελισμού είναι ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Από το 1922 έως το 1991, η σύγχρονη Ουκρανία κρατήθηκε ενωμένη αποκλειστικά χάρη στο μονοπώλιο της βίας των βάναυσα ολοκληρωτικών της ηγετών. Και αυτό έγινε περισσότερο από εμφανές όταν το Κρεμλίνο έχασε προσωρινά τον έλεγχο της Ουκρανίας κατά τις στρατιωτικές συγκρούσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια εκείνης της ιδιαιτέρως αιματηρής παρένθεσης, η κομμουνιστική διοικητική οντότητα που ονομαζόταν Ουκρανία διαλύθηκε εκ των έσω.
Συγκεκριμένα, τοπικοί Ουκρανοί εθνικιστές προσχώρησαν στη Βέρμαχτ του Χίτλερ στις θηριωδίες της κατά Εβραίων, Πολωνών, Ρομά και Ρώσων, όταν αυτή σάρωσε τη χώρα από τα δυτικά καθ’ οδόν προς το Στάλινγκραντ· και στη συνέχεια, οι ρωσικοί πληθυσμοί του Ντονμπάς και του νότου συμπορεύθηκαν με τον Κόκκινο Στρατό στην εκδικητική του επιστροφή από τα ανατολικά, μετά τη νικηφόρα αλλά αιματηρή μάχη του Στάλινγκραντ το 1943, η οποία ανέτρεψε την πορεία του πολέμου.
Δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, ότι σχεδόν από τη στιγμή που απελευθερώθηκε από τον κομμουνιστικό ζυγό, όταν η Σοβιετική Ένωση κατέληξε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας το 1991, η Ουκρανία βυθίστηκε σε πολιτικό και πραγματικό εμφύλιο πόλεμο. Οι εκλογές που διεξήχθησαν ήταν ουσιαστικά ισοπαλίες 50/50 σε εθνικό επίπεδο, αλλά αντανακλούσαν διχαστικά αποτελέσματα της τάξης του 80/20 σε περιφερειακό επίπεδο. Δηλαδή, οι ουκρανοί εθνικιστές υποψήφιοι συγκέντρωναν ποσοστά άνω του 80% στις δυτικές και κεντρικές περιοχές, ενώ οι υποψήφιοι με φιλορωσικό προσανατολισμό επικρατούσαν με αντίστοιχα ποσοστά στις κυρίως ρωσόφωνες ανατολικές και νότιες περιοχές.
Το μοτίβο αυτό προέκυψε επειδή, μόλις έπαψε το σιδερένιο χέρι της ολοκληρωτικής εξουσίας το 1991, η βαθιά και ιστορικά εδραιωμένη σύγκρουση ανάμεσα στον ουκρανικό εθνικισμό, τη γλώσσα και την πολιτική των κεντρικών και δυτικών περιοχών, και στη ρωσική γλώσσα και τις ιστορικές θρησκευτικές και πολιτικές συγγένειες του Ντονμπάς και του νότου, αναδύθηκε βίαια στην επιφάνεια.
Κατά συνέπεια, η λεγόμενη δημοκρατία μόλις που επιβίωσε αυτών των αναμετρήσεων έως τον Φεβρουάριο του 2014, όταν μία από τις «έγχρωμες επαναστάσεις» της Ουάσιγκτον τελικά «πέτυχε». Με άλλα λόγια, το εθνικιστικό πραξικόπημα που υποκινήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από την Ουάσιγκτον διέλυσε την εύθραυστη μετακομμουνιστική ισορροπία.
Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του πραξικοπήματος του Μαϊντάν. Έθεσε τέλος στη χαλαρή συνοχή που διατηρούσε τεχνητά ενωμένο το κράτος της Ουκρανίας για μόλις δύο δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Επομένως, αν δεν υπήρχε η καταστροφική παρέμβαση της Ουάσιγκτον, ο διαμελισμός ενός κομμουνιστικά κατασκευασμένου κράτους, που ουδέποτε είχε σχεδιαστεί για να διαρκέσει, θα είχε συντελεστεί από μόνος του —ίσως όπως στην Τσεχοσλοβακία— και πιθανότατα νωρίτερα παρά αργότερα.
Εν κατακλείδι, ο αναπόφευκτος επικείμενος διαμελισμός του προβληματικού κράτους της Ουκρανίας δεν συνιστά σε καμία περίπτωση παραβίαση νόμιμων κυρίαρχων συνόρων. Ούτε αποτελεί επίθεση στη υποκριτική έννοια μιας «διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες», η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ και λειτούργησε εξαρχής ως προκάλυμμα της παγκόσμιας ηγεμονίας της Ουάσιγκτον.
Τα διδάγματα, ωστόσο, είναι βαθιά. Η Ιστορία συσσωρεύεται —και αργά ή γρήγορα οδηγεί σε καταστροφικά, αλλά απολύτως περιττά, αποτελέσματα.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την απολύτως ανόητη επιλογή της Ουάσιγκτον, κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000, να εντάξει στο ΝΑΤΟ πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας —ακόμη και αποσχισθείσες σοβιετικές δημοκρατίες— σε μια συμμαχία της οποίας η αποστολή είχε ολοκληρωθεί οριστικά ήδη από το 1991.
Το ΝΑΤΟ θα έπρεπε τότε και εκεί να είχε διαλυθεί. Όταν το παλαιό σοβιετικό τέρας, με τα 50.000 άρματα μάχης και τις 7.000 πυρηνικές κεφαλές, εξαφανίστηκε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, δεν υπήρχε πλέον απειλή από ανατολάς. Δεν υπήρχε καμία «γραμμή μετώπου» προς υπεράσπιση.
Σε εκείνη τη συγκυρία, η Ουάσιγκτον όφειλε —και θα μπορούσε εύκολα— να ηγηθεί παγκοσμίως μιας πορείας προς τον αφοπλισμό και την αναβίωση μιας διαρκούς ειρήνης, η οποία είχε χαθεί με τα «Κανόνια του Αυγούστου» το 1914.
Αντί γι’ αυτό, η ρήτρα αμοιβαίας άμυνας του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ απέναντι σε 31 χώρες ισοδυναμεί σήμερα με μια ανόητη φιλανθρωπία, την οποία η σχεδόν χρεοκοπημένη ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει σε καμία περίπτωση την οικονομική δυνατότητα να συντηρεί.
Δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στην ενίσχυση της ασφάλειας της αμερικανικής επικράτειας και, αντιθέτως, δημιουργεί τεράστια κίνητρα για τους πολιτικούς αυτών των χωρών να κραυγάζουν κατά της Ρωσίας αντί να επιδιώκουν μια ειρηνική συνεννόηση.
Να, λοιπόν, η ιστορική στιγμή που βρίσκεται μπροστά μας: ο Ντόναλντ πρέπει τώρα να πει στον Ρούμπιο, χωρίς περιστροφές, να πάρει τον δρόμο του και να επιστρέψει στην ουσία του σχεδίου των 28 σημείων, συμφωνώντας με τον Πούτιν σε έναν διαμελισμό της Ουκρανίας.
Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο θα έβαζε τέλος στην απόλυτη ανοησία του πολέμου δι’ αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας, αλλά ταυτόχρονα θα πετύχαινε κάτι κυριολεκτικά επικών διαστάσεων: δηλαδή, την εκπαραθύρωση των νεοσυντηρητικών, της επίσημης Ουάσιγκτον, του ΝΑΤΟ, της λεγόμενης «διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες» και όλης της λοιπής παγκοσμιοποιημένης ανοησίας που έχει φορτώσει την Αμερική με ένα Κράτος Πολέμου και μια Παγκόσμια Αυτοκρατορία κόστους 1,5 τρισ. δολαρίων ετησίως — κάτι που δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά και δεν έχει καμία ανάγκη.
Αν κάτι καθίσταται σαφές από την ιστορική αφήγηση που προηγήθηκε, είναι ότι ο πραγματικός κίνδυνος για την Αμερική σπάνια προέρχεται από μακρινά και μεταβαλλόμενα σύνορα — αλλά από τις λανθασμένες φιλοδοξίες εκείνων που τζογάρουν το μέλλον της στο όνομα της «παγκόσμιας ηγεσίας». Καθώς η Ουάσιγκτον υπνοβατεί ολοένα και βαθύτερα σε συγκρούσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη γνήσια ασφάλεια των ΗΠΑ, το διακύβευμα για τους απλούς Αμερικανούς αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Γι’ αυτό ακριβώς η παρούσα στιγμή είναι η ώρα της ενημέρωσης — όχι αφού ξεσπάσει η επόμενη κρίση. Ο θρυλικός επενδυτής Doug Casey έχει εκδώσει μια αυστηρή προειδοποίηση για αυτό που θεωρεί ότι μπορεί να αποδειχθεί το πιο επικίνδυνο γεγονός του 21ου αιώνα — ένα γεγονός που τίθεται σε κίνηση από τις ίδιες ακριβώς δυνάμεις που αναλύονται σε αυτό το άρθρο. Η ειδική του έκθεση εξηγεί τι έρχεται, γιατί έχει σημασία και πώς μπορείτε να προετοιμαστείτε προτού να είναι πολύ αργά. Αν θέλετε να κατανοήσετε τους πραγματικούς κινδύνους που βρίσκονται μπροστά —και τι μπορεί να σημαίνουν για την ελευθερία, τα οικονομικά και το μέλλον σας— μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση στο επείγον βιντεο-ρεπορτάζ του Doug ΕΔΩ
Ο David Stockman είναι γνωστός Αμερικανός οικονομολόγος και πολιτικός αναλυτής, πρώην διευθυντής του Γραφείου Προϋπολογισμού επί Ρίγκαν, σήμερα έντονος επικριτής του νεοσυντηρητισμού, των πολέμων των ΗΠΑ, της οικονομίας του χρέους και της στρατιωτικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”: Οι “Ανιχνεύσεις” δημοσιεύουν κείμενα γραμμένα απο διαφορετικές οπτικές γωνίες για την πολύπλευρη ενημέρωση των αναγνωστών τους. Δεν συμφωνούν κατ ανάγκην με το περιεχόμενο των κειμένων που αναρτούν.


