Γράφει ο Δημήτρης Ιωάννου
Ανεκαθεν η γυναίκα έπαιζε σημαντικό-αν όχι πρωταγωνιστικό ρόλο- στον αθέατο, μυστικό και σκληρό κόσμο των κατασκόπων.
Εκεί όπου οι άντρες συχνά κινούνταν με προσοχή υπό το βλέμμα της υποψίας, οι γυναίκες περνούσαν σχεδόν απαρατήρητες – ευέλικτες, αποφασιστικές και με ένα χαμόγελο που μπορούσε να μετατραπεί σε όπλο.
Χρησιμοποιώντας τη γοητεία και την οξυδέρκειά τους, κατάφερναν να αποσπούν μυστικά που άλλαζαν την πορεία των γεγονότων.
Βρισκόμαστε στην Αθήνα λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μυρίζει μπαρούτι παντού…
Ανάμεσα στους ξένους που κυκλοφορούν στην πολη, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες εντοπίζουν κάποιες γυναίκες που οι κινήσεις τους και οι επαφές τους είναι ύποπτες!
Τις θέτουν υπό παρακολούθηση και αποκαλύπτεται ότι είναι πράκτορες των ναζί, που απλώνουν τα δίχτυα τους στην χώρα.
Είναι επικίνδυνες και προετοιμάζουν το έδαφος για την καταιγίδα που έρχεται.
Σήμερα με βάση επίσημα στοιχεία και μαρτυρίες τα ονόματα τους είναι γνωστά.
Η «ΒΙΤΡΙΝΑ»ΤΗΣ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ
Στις 13 Φεβρουαρίου 1938, έφθασε στην Αθήνα μια ψηλή κοπέλα με γαλανά μάτια και λεπτά χαρακτηριστικά.
Στην Ελλάδα μπήκε με πλαστό γιουγκοσλάβικο διαβατήριο και επρόκειτο να εργασθεί ως διακοσμήτρια βιτρινών σε ένα μαγαζί στην οδό Βουκουρεστίου.
Η άφιξη μιας φαινομενικά αθώας γυναίκας, η οποία, όπως πολλές ακόμη, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα προφασιζόμενη επαγγελματικούς λόγους, αποδείχθηκε σταδιακά πως έπαιζε έναν πιο σκοτεινό ρόλο. Εκτελούσε εντολές στο όνομα του Χίτλερ.
Το όνομά της ήταν Βιλχελμίνα Κόρτους και στην πραγματικότητα ήταν Γερμανίδα.
Εκτός από τα γερμανικά, μιλούσε γαλλικά, ιταλικά, σέρβικα και αρκετά καλά ελληνικά.
Αμέσως μετά την άφιξή της, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μινέρβα», στον τρίτο όροφο, όπου κρατούσε ένα ολόκληρο διαμέρισμα.
Αφού ανέλαβε τα καθήκοντά της ως «ντεκορατρίς» στο κατάστημα της οδούς Βουκουρεστίου, άρχισε να σχεδιάζει την πρώτη της αποστολή, που ήταν να έρθει σε επαφή με τον Έλληνα κατάσκοπο των Γερμανών, Α.Κ., ο οποίος ήταν πρώην υπάλληλος στο Υπουργείο Ναυτιλίας και παντρεμένος με Γερμανίδα υπάλληλο του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Ο διοικητής του τμήματος Αλλοδαπών Πειραιώς, αστυνόμος Δασκαλάκης κατέστρωσε, σε συνεργασία με τον υπαστυνόμο Αρταβάνη, το σχέδιο δράσης.
Μια πληροφοριοδότρια από το κατάστημα όπου εργαζόταν η Γερμανίδα κατάσκοπος, τους ενημέρωσε πως η Βιλχελμίνα σκόπευε να ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Τότε η παρακολούθηση άρχισε να γίνεται πιο στενή.
Ένα βράδυ αφού το κατάστημα της οδού Βουκουρεστίου είχε κλείσει, η Βιλχελμίνα έφυγε βιαστική, πήγε στο διαμέρισμά της και αφού άλλαξε ρούχα, πήρε ταξί και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Α.Κ, που ζούσε στην Κυψέλη.
Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, και στη συνέχεια γύρισε στο κέντρο και κατευθύνθηκε απευθείας στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» , όπου την περίμεναν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος όπου εργαζόταν και τρία ακόμη πρόσωπα.
Το επόμενο απόγευμα, η Κόρτους αναχώρησε αεροπορικώς για την Ρώμη.
Οι πληροφορίες για το τι συνέβη πραγματικά εκείνο το βράδυ, καθώς και το περιεχόμενο των μυστικών συζητήσεων, πιθανότατα έχουν χαθεί στην λήθη.
Στο αεροδρόμιο όμως, πριν ακόμη η Κόρτους φύγει για την Ρώμη, βρισκόταν ο Έλληνας αστυνομικός με στολή τελωνιακού, περιμένοντας δήθεν τους επιβάτες για τον προβλεπόμενο έλεγχο.
Όταν έφτασε η σειρά της Βιλχελμίνας, άνοιξε την βαλίτσα της ψάχνοντας κάτι χρήσιμο για την έρευνά του.
Τότε ήταν που βρήκε έναν φάκελο, τον οποίο κατόρθωσε να ρίξει στο έδαφος κρύβοντάς τον με τα πόδια του, χωρίς να αντιληφθεί κάτι η πανέξυπνη γερμανίδα κατάσκοπος.
Έκλεισε την βαλίτσα και την αποχαιρέτησε ευγενικά.
Η έρευνα του φακέλου, έδωσε αρκετά ονόματα γερμανών που εργάζονταν σε διάφορα εργοστάσια στην Ελλάδα. Όπως αποδείχτηκε, κατά την Κατοχή ήταν αξιωματικοί του γερμανικού στρατού.
Κοντά στα ονόματα των Γερμανών υπήρχε και το όνομα του «Μάριου», ο οποίος ήταν ιταλός συνταγματάρχης της αεροπορίας και υπηρετούσε στο γενικό επιτελείο στην Ρώμη.
Το τηλεγράφημα που είχε λάβει η Βιλχελμίνα προ ολίγων ημερών, αποδείχτηκε πως στάλθηκε από τον «Μάριο».
Πλέον δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Η Κόρτους ήταν μια επικίνδυνη γερμανίδα κατάσκοπος που έκρυβε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, και το κατάστημα στην οδό Βουκουρεστίου αποτελούσε άντρο Γερμανών πρακτόρων.
Η ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ… ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟ
Άλλη κατάσκοπος των Γερμανών, της οποίας οι δραστηριότητες αποκαλύφθηκαν, ήταν η Λουίζα Μίλλερ, μια εκφραστική, καστανή Γερμανίδα.
Η Μίλλερ στάλθηκε με ειδική αποστολή στην Ελλάδα από την Νέα Υόρκη όπου και διέμενε.
Σκοπός της ήταν να αποκαλύψει τον πραγματικό ρόλο ενός μυστηριώδους ανθρώπου που έμενε στην Αθήνα, και είχε γίνει στην πραγματικότητα «πονοκέφαλος» στις γερμανικές υπηρεσίες.
Ο άντρας αυτός, Ρώσος στην καταγωγή, ήταν ο Νικαλάι Σεϊκίν και ήταν αρχηγός του παραρτήματος Αθηνών, μιας οργάνωσης που έφερε την επωνυμία «Νέο Ρωσικό Κόμμα». Τα μέλη της ήταν κυρίως Λευκορώσοι, ενώ η ίδια η οργάνωση ήταν αντιαξονική και φιλοαγγλική.
Τον πρώτο καιρό ο Σεϊκίν τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση προκειμένου να πεισθεί η κατασκοπία του Ράιχ για τις «καλές του προθέσεις».
Η Μίλλερ έπαιξε και εκεί καθοριστικό ρόλο, εφόσον η ίδια ήταν υπεύθυνη για την εποπτεία του.
Στην αρχή η βοήθειά του στις γερμανικές υπηρεσίες υπήρξε πολύτιμη, ωστόσο λίγο καιρό αργότερα αποδείχθηκε πως ο Σεϊκίν ήταν διπλός πράκτορας, που υπηρετούσε Γερμανούς και Ρώσους.
Η Γερμανίδα κατάσκοπος, εκτός από την κύρια αποστολή της, εκτελούσε και άλλες, δευτερεύουσας σημασίας. Οι επιμέρους αυτές δραστηριότητές της στάθηκαν η αφορμή να μπει στο στόχαστρο του αστυνομικού Παξινού, ο οποίος, με το σχέδιό του, κατάφερε να την καταστήσει άχρηστη για τις γερμανικές υπηρεσίες.
Ένας αστυνομικός του Παξινού την πλησίασε, την «ερωτεύτηκε» και, με τον καιρό, κέρδισε την εμπιστοσύνη της, φέρνοντάς την με το μέρος του. Σύντομα ανέπτυξαν δεσμό ,και Λουίζα έμοιαζε να παρεκκλίνει από τους αρχικούς της σκοπούς.
Είναι προφανές πως αυτό δεν άρεσε στη γερμανική κατασκοπεία, η οποία δεν «συγχώρησε» στη Λουίζα τις ανθρώπινες αδυναμίες της.
Ο Έλληνας φίλος της μάταια την αναζητούσε στο διαμέρισμα της, καθώς ο δεσμός τους είχε ήδη αποκαλυφθεί στους ανωτέρους της.
Εν ολίγοις, η Λουίζα είχε ήδη εξαφανιστεί.
Ο Ζάιτς, κι αυτός Γερμανός κατάσκοπος στην Ελλάδα, ισχυρίστηκε πως η Μίλλερ υποχρεώθηκε να πάει στην Τουρκία, από όπου χάθηκαν τελικά τα ίχνη της, μια για πάντα.
Η… ΤΟΥΡΙΣΤΡΙΑ
Η Έλίζαμπεθ Χάιμαν, που ήρθε στην Αθήνα από το Βελιγράδι τον Αύγουστο του 1941 μαζί με τον ταγματάρχη των “Ες “Ες Ρίχαρντ Μπέρμερ.
Η Χάιμαν, που μιλούσε απταίστως γαλλικά και ελληνικά, γνώριζε καλά την Ελλάδα από το 1939, όταν είχε φθάσει ως «τουρίστρια» και είχε και τότε απασχολήσει τις ελληνικές υπηρεσίες με τις μυστηριώδεις επαφές της.
Αποστολή του ζεύγους Μπέρμερ – Χάιμαν, που άνηκε στά «Σούτς – Στούρμ», δηλαδή την υπηρεσία ασφαλείας του Χίτλερ, ήταν να διαπίστωση τις εδώ δραστηριότητες ενός Γερμανού κατασκόπου, του Λέοπολντ Χοΰγκερ, γιά τον όποιο υπήρχαν πληροφορίες ότι η καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών και ο πλουτισμός τον ενδιέφεραν περισσότερο από την κατασκοπία.
Όταν έφθασαν στην Αθήνα, πήγε κατ’ ευθείαν στο σπίτι μιας φίλης της, που έμενε στην οδό Φωτίου Πατριάρχου στα Πευκάκια.
Η φίλη της αυτή, φανατική ναζίστρια, ήταν κατά τα έτη 1930 – 1940 ιδιαιτέρα του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου Φον Κλέμ.
Εκεί κατέλυσε η Χάιμαν με μια βαλίτσα, γεμάτη από εμπιστευτικά έγγραφα της υπηρεσίας του Μπέρμερ. Όμως, δυστυχώς γι’ αυτούς, η Χάιμαν και ο προϊστάμενος της σκέφθηκαν να συνδυάσουν το «τερπνό μετά του ωφελίμου».
Βγήκαν για κανένα «ελληνικό γλεντάκι» με την συνοδεία φυσικά της φιλοξενούμενης κυρίας.
Ένα από τα βράδια, που οι δύο κατάσκοποι «είχαν έξοδο», μια ελληνική αντιστασιακή ομάδα, η Ο.Μ., αποτελούμενη κυρίως από αστυνομικούς με αρχηγό τον αστυνόμο Όμηρο Τσενόγλου, διέρρηξε τον τοίχο του σπιτιού και πήρε, πολύτιμο λάφυρο, την βαλίτσα με την αλληλογραφία και τα άλλα απόρρητα έγγραφα της πιο εμπιστευτικής υπηρεσίας του εχθρού.
Η ΛΕΝΥ ΚΑΙ Η ΣΟΝΙΑ
Η Λένυ Όφμπαχ έδρασε και πριν από τον πόλεμο στις χώρες της Μ. ‘Ανατολής και στην Ελλάδα μαζί με τον αρχικατάσκοπο Σμϊτ Νένεκε, που την παρουσίαζε ως σύζυγο του με το ψευδώνυμο Λούσυ Βάιμπερ.
Ο Νένεκε και η Βάιμπερ, οργάνωσαν νέο δίκτυο ναυτικής κατασκοπίας, εν όψει κυρίως των επιχειρήσεων που ετοίμαζε ο Ρόμμελ στην Αφρικη.
Η Σόνια Παπόφσκα, η Σοφία Παπαδοπουλου, Ρωσίδα, ελληνικής καταγωγής, έδρασε ως κατάσκοπος των Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Μιλούσε τα γερμανικά, είχε έλθει προπολεμικά στην Αθήνα και εργαζόταν σε υφαντουργείο.
Η Παπαδοπούλου που έμενε στην οδό ‘Αλεξανδρείας «εργαζόταν» για την μυστική υπηρεσία «3.000», η οποία είχε έδρα την ελληνική πρωτεύουσα και διοικητή τον ταγματάρχη των “Ες “Ες Όττο Μπέικους.
Η υπηρεσία «3.000» οργανώθηκε τον Φεβρουάριο του 1943 από το γραφείο 6Φ της Διευθύνσεως 6 (“Αμτ Ζέξ), της ανώτατης δηλαδή Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ράιχ, με σκοπό την «ανανέωση» και την δραστηριοποίηση της γερμανικής κατασκοπίας στην Ελλάδα και κυρίως με την αποστολή πρακτόρων στην Μέση Αναστολή, την οργάνωση πολιτικής κατασκοπίας και την οργάνωση δικτύου σαμποτάζ, το οποίο θα δρούσε σε περίπτωση που τα γερμανικά στρατεύματα θα αναγκάζονταν λόγω συμμαχικής αποβάσεως ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Η Ποπόφσκα συνεργαζόταν με τον διευθυντή του τμήματος σαμποτάζ της «3.000», Λούντβιχ ή Μπέρτραμ, και κυρίως με τον σατανικό Μπουργκ Χόρνυ, ή Τόνυ ή Γιόχαν ή Κονοπλίν.
Ο Χόρνυ προπολεμικά και ως το 1935, ήταν πράκτορας της Ρωσίας στην Ελλάδα.
Τότε συνδέθηκε με κάποια υπάλληλο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, αλλά αποκαλύφθηκε, καταδικάσθηκε και κλείσθηκε στις φυλακές Αίγινας.
Μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων αποφυλακίσθηκε και, όπως αναφέραμε, υπηρέτησε στην «3.000».
Με τον Χόρνυ η Παπαδοπουλου συνεργάσθηκε σε όλους σχεδόν τους τομείς της κατασκοπίας.
Ιδιαίτερη ήταν η επίδοση της στην ανακάλυψη και σύλληψη Εβραίων προς τους οποίους η «3.000» είχε μεγάλη «αδυναμία» αφού, όπως γράφει ο Ζάιτς σε ένα αμείλικτο «κατηγορώ» του, «οι άνθρωποι της “3.000”, ενώ δεν είχαν καμίαν αρμοδιότητα διά την δίωξη των ‘Εβραίων, επιδόθηκαν σε συστηματική ανεπίσημη δίωξη, διότι ανακάλυψαν, ότι αυτή ήταν αρκετά προσοδοφόρος επιχείρηση.
Πλείστοι εκ των συλληφθέντων καταληστεύτηκαν κυριολεκτικώς η εκβιάσθηκαν μέχρι τελευταίας πεντάρας για να αφεθούν ελεύθεροι να ζήσουν.
Την ιδίαν τύχη είχαν και πολλοί Έλληνες, ορθότατα δε η υπηρεσία αυτή χαρακτηριζόταν τόσον από τους Γερμανούς, όσο και από τους Έλληνες οργανωμένη συμμορία ληστοπειρατών».
Πληροφορίες
monopoli.gr
Ελεάνα Μιχάλη
boraeinai.blogspot.com
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Π. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
https://www.militaire.gr/oi-gynaikes-kataskopoi-ton-germanon-stin-athina-kai-pos-synelifthisan/


